Σε μια σοβαρή δημόσια καταγγελία προέβη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, μιλώντας στην πρωινή εκπομπή του ΣΚΑΪ «Σήμερα», την Τρίτη 14 Ιουλίου 2020.
Συγκεκριμένα, ο Σεβασμιώτατος, απαντώντας σε
ερωτήσεις των δημοσιογράφων σχετικά με τη στάση της Ρωσίας στο ζήτημα της
μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, είπε χαρακτηριστικά:
«Η Ρωσία
ποτέ δεν έβλεπε την Ελλάδα ως έναν παράγοντα με τον οποίο μπορεί να συνεργαστεί
σε επίπεδο εκκλησιαστικό. Πάντα έβλεπε ότι ήθελε να ασκήσει κυριαρχικό δικαίωμα
στην Εκκλησία της Ελλάδος, προκειμένου να ατονήσει τη σχέση της με το
Οικουμενικό Πατριαρχείο. Είδα τις δηλώσεις, τις οποίες έκανε ο Πατριάρχης
Μόσχας, αλλά εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι δηλώσεις, τις οποίες έκανε η Ρωσική
Κυβέρνηση. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι και εκεί παίζεται ένα παιχνίδι. Ένα παιχνίδι
γεωπολιτικό, που αυτή τη στιγμή, με ακίδα το μνημείο της Αγίας Σοφίας, ο
καθένας και στο πολιτικό και στο εκκλησιαστικό επίπεδο προσπαθεί να χαράξει τη
δική του πολιτική».
Φυσικά, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν κομίζει γλαύκας εις Αθήνας. Έχει όμως ιδιαίτερη αξία ότι ένας προβεβλημένος και σοβαρός Ιεράρχης της Εκκλησίας της Ελλάδος προβαίνει σε αυτή τη δημόσια και απερίφραστη δήλωση. Για όσους παρακολουθούν με προσοχή και σύνεση τα εκκλησιαστικά πράγματα, η αρνητική και ραδιούργος ρωσική διείσδυση στην Ελλάδα, σε βάρος της Εκκλησίας της και σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχει γίνει αντιληπτή εδώ και πολλές δεκαετίες.
Η κορυφή αυτού του παγόβουνου αποκαλύφθηκε με αδιαμφισβήτητο τρόπο κατά τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, με αφορμή τη χορήγηση του Τόμου της Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία έγινε σύμφωνα με το αποκλειστικό και αναπαλλοτρίωτο προνόμιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αποδίδει καθεστώς Αυτοκεφαλίας στις Τοπικές Εκκλησίες, όπως επιτάσσουν οι Ιεροί Κανόνες και η μακραίωνη Καθηγιασμένη Πράξη και Τάξη της Εκκλησίας. Οι κατά του Ιερού Κέντρου της Ορθοδοξίας φωνές μέσα από την Ελλάδα -από Ιεράρχες, κληρικούς και λαϊκούς του εκκλησιαστικού, και όχι μόνο, χώρου- παραξένεψαν πολλούς που δεν είχαν πάρει είδηση την αλλοίωση του ρωμαίϊκου φρονήματος και τον εκμαυλισμό των συνειδήσεων από το μοσχοβίτικο παράγοντα σε ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής εκκλησιαστικής, πολιτικής, οικονομικής, δημοσιογραφικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Πολλοί όμως είναι εκείνοι που ανακάλεσαν στη
μνήμη τους με διαφορετική οπτική, υπό το πρίσμα και των νεώτερων εξελίξεων, τις
απελάσεις δύο Ρώσων διπλωματών, ένας από τους οποίους ο πρώην Γενικός Πρόξενος
της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη Αλεξέι Ανατόλιεβιτς Ποπόφ, και την απαγόρευση
εισόδου στην Ελλάδα άλλων δύο για παράνομες ενέργειες κατά της εθνικής
ασφάλειας, το καλοκαίρι του 2018. Η σκληρή και σπάνια αυτή ενέργεια, όπως αποκάλυψαν
τότε υψηλόβαθμες διπλωματικές πηγές, ήταν μια απάντηση της Ελληνικής Κυβέρνησης
σε παράνομες ενέργειες των τεσσάρων αυτών Ρώσων εντός της ελληνικής
επικράτειας, οι οποίες συνιστούσαν παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της
Ελλάδας. Ανάμεσα στις κατηγορίες που είχε απευθύνει η Αθήνα προς τους
διπλωμάτες ήταν οι απόπειρες αλίευσης και διακίνησης πληροφοριών, αλλά και
χρηματισμού κρατικών λειτουργών. Όπως έγραψε τότε σε σχετικό ρεπορτάζ της η «Καθημερινή»,
«διάφοροι «μηχανισμοί» που συνδέονται με τα ρωσικά συμφέροντα στην Ελλάδα
προσπαθούν να αναμειχθούν στα εσωτερικά της χώρας ... διά της παροχής υλικών
και χρηματικών κινήτρων επιχειρούν να επηρεάσουν δήμους και μητροπολίτες, αλλά
και να αποκτήσουν επιρροή στο Άγιον Όρος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την
απρόσκοπτη άσκηση κυριαρχίας επί της ελληνικής επικράτειας από το ελληνικό
κράτος»...