Η πολιτική της Ρωσίας στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων


 


Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων

 


Τῆς Ἀγγελικῆς Δ. Χατζηιωάννου*

 

α) Ἡ ἵδρυση τῆς Ρωσικῆς Πνευματικῆς Ἀποστολῆς.

 

ΙΘ’ αἰώνας στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων χαρακτηρίζεται καί ἀπό τήν ἀνάπτυξη τῶν προσηλυτιστικῶν κινήσεων τῶν ρωμαιοκαθολικῶν καί τῶν προτεσταντῶν ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων. Ἡ ἵδρυση τοῦ ρωμαιοκαθολικοῦ «πατριαρχείου» Ἱεροσολύμων» στίς 23 Ἰουλίου 1847, μέ ἀπόφαση τοῦ πάπα Πίου τοῦ Θ’ (1846-1878) μέ ἐπικεφαλῆς τόν Ἰωσήφ Βαλέγρα, ἔδωσε ὤθηση στίς προσηλυτιστικές κινήσεις τῶν λατίνων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐμφανισθεῖ στήν Παλαιστίνη ἤδη ἀπό τόν ΙΓ’ αἰώνα. Παράλληλα στά Ἱεροσόλυμα ἄρχισαν νά δραστηριοποιοῦνται διάφορες προτεσταντικές ἱεραποστολές, μέ σημαντικότερη αὐτή τῶν ἀγγλικανῶν μέ τήν ὀνομασία «ἐν Λονδίνῳ Ἁγιογραφική Ἑταιρεία πρός Διάδοσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς» (1820)[1]. Τό 1814 ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Πολύκαρπος (1808-1827), στήν προσπάθειά του νά ἀντιμετωπίσει τίς προσηλυτιστικές ἐνέργειες τῶν ἑτεροδόξων (ρωμαιοκαθολικῶν καί προτεσταντῶν), ἀναζήτησε βοήθεια ἀπό τή Ρωσία καί πιό συγκεκριμένα ἀπό τόν τσάρο Ἀλέξανδρο Α’ (1801-1825). Τό ἐνδιαφέρον τῶν Ρώσων γιά τήν κατάσταση στούς Ἁγίους Τόπους ἔγινε ἐντονότερο τό 1842 μέ τήν ἐγκατάσταση στά Ἱεροσόλυμα τοῦ ἀγγλικανοῦ ἐπισκόπου Ἀλεξάνδρου[2]. Ἡ Ρωσία πίστευε ὅτι μέ ἀφορμή τήν πρόσκληση γιά βοήθεια πού τῆς ἀπηύθυνε ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων θά μποροῦσε νά ἀσκήσει πολιτική ἐπιρροή στή Μέση Ἀνατολή, προωθώντας τά πολιτικά της συμφέροντα. Ὡς πιό ἀποδοτικό τρόπο γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ ἡ ρωσική πλευρά σκέφθηκε νά ἐκμεταλλευθεῖ τήν παρουσία τῶν Ρώσων προσκυνητῶν στούς Ἁγίους Τόπους καί νά προωθήσει τήν ἵδρυση μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς ρωσικῆς ἀντιπροσωπείας, ἡ ὁποία δῆθεν θά διευκόλυνε τούς Ρώσους προσκυνητές.

Ἡ πρώτη Ρωσική Ἀποστολή στήν Ἁγία Γῆ, καί συγκεκριμένα στήν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων, ἱδρύθηκε τό 1847[3]. Τήν ἰδέα γιά τήν ὕπαρξη μιᾶς μονῆς πού θά ἐξυπηρετοῦσε τούς Ρώσους προσκυνητές ἔφερε ξανά στό προσκήνιο μετά τόν Ρῶσο ἁγιοταφίτη Ἀρσένιο, πρόξενος τῆς Ρωσίας στή Βηρυττό Βασίλη. Τό 1841 ἐπικράτησε ἡ πρόταση νά ζητηθεῖ ἀπό τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἡ παραχώρηση τῆς μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ὡς ἕδρας τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στήν Παλαιστίνη. Ὅμως πρόξενος Βασίλη πρότεινε τήν ἀγορά ἀπό τήν Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα δύο μοναστηρίων, τῶν Ἁγ. Θεοδώρων καί τοῦ προπάτορος Ἀβραάμ. Ὁ τότε πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος (1827-1845) ὀρθῶς ἀρνήθηκε νά πωλήσει τά μοναστήρια καί πρότεινε νά ἐπισκευάσει τή μονή τῶν Ἁγ. Θεοδώρων γιά τή φιλοξενία τῶν ἀνδρῶν καί τή μονή τῆς Ἁγ. Αἰκατερίνης γιά τή φιλοξενία τῶν γυναικῶν, χωρίς αὐτά νά πωληθοῦν νά παραχωρηθοῦν στή ρωσική κυβέρνηση τή ρωσική Ἐκκλησία. πρόταση τοῦ Ἀθανασίου ἔγινε δεκτή ἀπό τή ρωσική πλευρά. Τά μοναστήρια ἐπί τῇ βάσει τοῦ Κανονισμοῦ θά βρίσκονταν ὑπό τήν ἐπίβλεψη καί ἐπιστασία τοῦ Ἐπιτρόπου τοῦ πατριάρχη Ἀθανασίου καί μέ αὐτόν τόν τρόπο δέν θά παραχωρεῖτο ἰδιοκτησία τοῦ πατριαρχείου σέ ἄλλη ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία. Στίς 26 Ἀπριλίου 1841 ἡ ρωσική κυ- βέρνηση ἐπικύρωσε καί ἀπό τήν πλευρά της τόν Κανονισμό[4].

Ἔτσι, ἡ πρώτη Ρωσική Ἀποστολή ἐγκαταστάθηκε στούς Ἁγίους Τόπους καί μαζί μ’ αὐτήν ἀναπτύχθηκαν διάφορες ἰδέες, ὅπως ἡ ρομαντική ἰδέα τοῦ Ρώσου Tyutchev γιά ἵδρυση μιᾶς μεγάλης ἑλληνορωσικῆς αὐτοκρατορίας, ὁποία θά ἕνωνε Ἕλληνες καί Σλάβους καί μέ αὐτόν τόν τρόπο θά μεταλαμπαδευόταν ὁ φωτισμός τῶν δύο αὐτῶν λαῶν στή Μέση Ἀνατολή[5]. Βεβαίως, ἡ ἐξωτερική πολιτική τῆς ρωσικῆς αὐτοκρατορίας εἶχε πολύ διαφορετική ἄποψη γιά τίς σχέσεις μεταξύ Ρώσων καί Ἑλλήνων καί ὅπως ἦταν φυσικό ἐνδιαφερόταν γιά τήν προώθηση τῶν ρωσικῶν συμφερόντων στήν περιοχή, θέτοντας στό περιθώριο τή θρησκευτική πίστη καί τούς συναισθηματισμούς. Ὅλοι οἱ Ρῶσοι διπλώματες, προκειμένου νά προωθοῦν τή ρωσική πολιτική μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων, ὁπουδήποτε καί ἄν βρίσκονταν, ἀφιέρωναν τά δύο τρίτα τοῦ χρόνου τους στήν παρακολούθηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, πράγμα πού τούς ἀνάγκαζε νά μελετοῦν ἐκκλησιαστική ἱστορία, κανονικό δίκαιο καί τόν βίο τῆς σύγχρονης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας[6].

Ἡ Ρωσία κυριαρχοῦσε στή Εὐρώπη ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ ΙΘ’αἰώνα, κυρίως μετά τή συνθήκη τῶν Παρισίων (1815), μέ τήν ὁποία ἐπικυρώθηκε ἧττα τῆς Γαλλίας ἀπό τόν συνασπισμό τῆς Αὐστρίας, τῆς Μεγάλης Βρετανίας, τῆς Πρωσίας καί φυσικά τῆς Ρωσίας[7]. Μετά τή συνθήκη τῶν Παρισίων (1815) καί μέχρι τό τέλος τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου (1856), Γαλλία (ἡ σημαντικότερη δηλαδή δύναμη πού θά μποροῦσε νά ἐνισχύσει τόν παπικό θρόνο στίς διεκδικήσεις του ἐπί τῶν παναγίων Προσκυνημάτων) ἦταν ἀπομονωμένη μετά τήν ἧττα τῶν ναπολεοντείων πολέμων. Ἔτσι, μετά τόν περιορισμό τῆς διπλωματικῆς δράσεως τῆς Γαλλίας στήν Εὐρώπη, ἡ Ρωσία ἀνέλαβε νά τήν ἀντικαταστήσει. Ἡ ἐξωτερική πολιτική τῆς Ρωσίας στή Δύση ἐπιβλήθηκε μέχρι καί τόν Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856). Μετά τό τέλος τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου καί τήν ἀπροσδόκητη ἧττα τῆς Ρωσίας, ἡ ἐπιρροή της στή Δυτική Εὐρώπη ἐκμηδενίσθηκε καί ἔτσι ἡ ἐξωτερική της πολιτική στράφηκε ἀποκλειστικά στήν Ἀνατολή καί στήν καταρρέουσα Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, στήν ὁποία προσπάθησε νά προωθήσει τά συμφέροντα καί τή ζώνη ἐπιρροῆς της[8].

Στόχος τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς ἦσαν οἱ Ἅγιοι Τόποι, πολιτική τήν ὁποία προωθοῦσε μυστικά καί καλυμμένα, ὥστε νά μήν προκαλέσει τίς ἄλλες εὐρωπαϊκές δυ- νάμεις καί κυρίως τή Μ. Βρετανία. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ἡ ρωσική ἐξωτερική πολιτική ἐκμεταλλεύθηκε τήν ἀνακαίνιση τοῦ κατεστραμμένου ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στά Μύρα τῆς Λυκίας, προκειμένου νά τόν χρησιμοποιήσει σάν σκαλοπάτι γιά τή μεταπήδησή της στούς Ἁγίους Τόπους[9]. Στίς 3 Ἰουλίου 1840 ὑπογράφηκε συνθήκη μεταξύ τῶν εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων γιά τήν προστασία τῆς ἀκεραιότητας τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας. Ἔκτοτε, ἡ Ρωσία ἄρχισε νά βλέπει τά Προσκυνήματα τῶν Ἁγίων Τόπων ὡς τό μοναδικό μέσο, διά τοῦ ὁποίου θά μποροῦσε νά προωθήσει τά συμφέροντά της στή Μέση Ἀνατολή[10].

Τήν ἴδια περίοδο ὁ πανσλαβισμός ἀρχίζει νά ἐπηρεάζει σημαντικά τήν ἐξωτερική πολιτική τῆς Ρωσίας, κυρίως μετά τή δεκαετία τοῦ 1860 καί βοηθοῦσε πρός τήν προώθηση τῆς πολιτικῆς πού προαναφέραμε στούς Ἁγίους Τόπους. πανσλαβισμός γιά τήν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του, τήν ἕνωση δηλαδή ὑπό τή σκέπη τῆς Ρωσίας ὅλων τῶν Σλάβων, χρησιμοποιοῦσε ὡς ἕνα ἀπό τά κυριότερα μέσα του τήν Ἐκκλησία, στή συνέχεια ἐμφάνιζε στό προσκήνιο τήν ἠθική ἐξάρτηση τῶν Σλάβων ἀπό αὐτή καί ἀκολούθως χρησιμοποιοῦσε τήν πολιτική γιά νά ἐπιτύχει τούς στόχους του. Ἡ ρωσική διπλωματία ἐπεδίωκε νά ἀσκεῖ ἐπιρροή σέ ὅλη τήν Ἀνατολή διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν ἐκσλαβισμό τῶν Ἑλληνικῶν πατριαρχείων. Ὁ Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) πού προκλήθηκε μέ ἀφορμή τό προσκυνηματικό ζήτημα καί τήν προστασία τῶν δικαιωμάτων τῶν ὀρθοδόξων ἐκ μέρους τῆς Ρωσίας, θεωρεῖται ἀπό πολλούς ὅτι ἦταν γέννημα τοῦ πανσλαβισμοῦ[11]. Μέ βάση τά παραπάνω δεδομένα, δύο μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὡς αἰτίες τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου. Ἡ πρώτη ἦταν νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ Ρωσία ὡς προστάτιδα τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς καί δεύτερη νά κυριαρχήσει στά στενά τοῦ Ἑλλησπόντου, πράγμα πού δέν ἐπέτρεψαν Ἀγγλία καί Γαλλία. Οἱ κινήσεις τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς ἀποσκοποῦσαν, ὅπως καί πιό πάνω ἀναφέραμε, στήν προώθηση τῶν ρωσικῶν συμφερόντων, μέρος τῶν ὁποίων ἀποτελοῦσε καί ἡ ἁρπαγή καί μεταβίβαση τῶν παναγίων Προσκυνημάτων στή Ρωσική Ἐκκλησία[12] ἤ σέ πατριαρχεῖο ἀραβόφωνων ὀρθοδόξων, ἀποκλειστικά ἐξαρτώμενο ἀπό αὐτήν.

Αὐτή ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας καλυπτόταν πάντοτε μέ τό πρόσχημα τῆς προστασίας τῶν Ὀρθoδόξων τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τόν ἀλλόθρησκο κατακτητή[13]. Μπορεῖ βεβαίως νά μή συμμερίζονταν ὅλοι οἱ Ρῶσοι διπλωμάτες αὐτές τίς κινήσεις τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως, θεωρώντας ὅτι ἡ πολιτική ὑποστήριξη τῶν Βουλγάρων, προκειμένου νά ἀποδυναμωθεῖ τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, μποροῦσε νά δημιουργήσει ἕνα ἐπικίνδυνο προηγούμενο, τό ὁποῖο θά εἶχε ὡς συνέπεια νά διαταράξει τίς παραδόσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί γιατί ὄχι νά δημιουργήσει προβλήματα καί στό ἐσωτερικό τῆς ρωσικῆς αὐτοκρατορίας[14]. Ὅμως ἡ ἄποψή τους δέν φαίνεται νά ἄσκησε μεγάλη ἐπιρροή καί ἔτσι ἡ ρωσική πολιτική στήν Ἀνατολή καθοριζόταν ἀπό δύο βασικές συνιστῶσες. Πρώτη ἦταν ἡ στήριξη τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῶν θέσεών της ὡς ὅπλου γιά τή διείσδυση καί τήν ἐπιρροή στήν περιοχή καί δεύτερη ἡ προσπάθεια περιορισμοῦ τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Αὐτή τήν περίοδο ἡ ρωσική διπλωματία, ἀλλά δυστυχῶς καί Ρωσική Ἐκκλησία, ὡς ὄργανο τῆς ρωσικῆς πολιτείας, χρησιμοποιοῦσαν τίς ἐσωτερικές ἀντιθέσεις τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός ὄφελός τους καί ἔστρεψαν τήν προσοχή τους στά ἐσωτερικά προβλήματα τῶν πατριαρχείων[15] (στόν κλῆρο, ἀλλά καί στόν λαό καί τίς διάφορες ὀρθόδοξες κοινότητες, π.χ. τῶν ἀραβόφωνων στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων). Πρέπει βεβαίως νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία δέν συμφωνοῦσε μέ τήν πολιτική τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως στή Μέση Ἀνατολή, ὅμως δέν διέθετε τή δυνατότητα νά ἀντιδράσει, καθώς ἐξαρτιόταν ἀπόλυτα ἀπό τή ρωσική πολιτεία μέ τήν παρουσία τοῦ Ἐπιτρόπου τοῦ τσάρου στίς συνεδριάσεις τῆς συνόδου της, οἱ ἀποφάσεις τῆς ὁποίας χωρίς τήν ἔγκρισή του δέν εἶχαν ἰσχύ. Βεβαίως, οἱ ἀντιεκκλησιαστικές αὐτές κινήσεις τῆς ρωσικῆς διπλωματίας καί δυστυχῶς, ὅπως παραπάνω ἀναφέραμε, φαινομενικά καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, προκάλεσαν τήν εὔλογη ἀντίδραση τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Πολλοί Ρῶσοι ἐπιστήμονες σέ διάφορα ἄρθρα καί μελέτες τους ὑποστηρίζουν ὅτι αὐτή ἡ στάση τῶν Ἑλλήνων ὀρθοδόξων, κυρίως τῶν πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, εἶναι ἀδικαιολόγητη[16]. Ὅμως τά διπλωματικά ἔγγραφα, ἀλλά καί τά διάφορα γεγονότα, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, δείχνουν ὅτι ἀντίδραση τῶν ἑλληνορθοδόξων πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ἀπέναντι στή ρωσική κυβέρνηση ἦταν δικαιολογημένη, ἀφοῦ ἡ ρωσική πολιτεία, ἐκμεταλλευόμενη τό γεγονός τῆς ὑποδουλώσεως τῶν ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς σέ ἀλλόθρησκο κατακτητή, προσπάθησε νά διεισδύσει σέ ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες πού δέν ἀνῆκαν στή Ρωσική Ἐκκλησία μέ διαφόρους ἀθέμιτους τρόπους, ὅπως γιά παράδειγμα μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ πανσλαβισμοῦ ἤ μέ τήν προσπάθεια στροφῆς τῶν ἀραβόφωνων ὀρθοδόξων ἐναντίον τῶν πατριαρχείων Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων καί κατά τῆς τοπικῆς ἱεραρχίας γιά τή δημιουργία ἀραβικῶν πατριαρχείων. Ἐξαιτίας τῶν Ρώσων δημιουργήθηκαν οἱ ἐθνικιστικοῦ χαρακτήρα ἀξιώσεις τῶν ἀραβόφωνων ἔναντι τῶν πατριαρχείων Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας, οἱ ὁποῖες εἶναι γνωστές ὡς τό ἀραβικό ζήτημα. Οἱ ἀραβόφωνοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἔχοντας δεχθεῖ τή ρωσική προπαγάνδα, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἴδιοι κατά τό μεγαλύτερο ποσοστό τους δέν ἦσαν χριστιανοί ἑλληνικῆς καταγωγῆς πού μιλοῦν τήν ἀραβική γλώσσα, ἀλλά Ἄραβες, ζητοῦσαν τή συμμετοχή τους στήν ἐκλογή τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων, τή διοίκηση καί τήν οἰκονομική διαχείριση τοῦ πατριαρχείου[17]. Ἡ ρωσική διπλωματία τῆς ἐποχῆς (ἀλλά δυστυχῶς καί κάποιοι σύγχρονοι ἐρευνητές) θεωροῦσε ὅτι τά πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς (Κπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων) δέν ἦσαν ἐξ ἀρχῆς ἑλληνικά, ἀλλά ἑλληνοποιημένα μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου[18].

Ἡ ἐπιρροή τῆς ρωσικῆς προπαγάνδας περί τῆς δῆθεν αὐτοσυνειδησίας τῶν ὀρθοδόξων «Ἀράβων» φάνηκε στή διαμάχη πού δημιουργήθηκε τό 1863 μεταξύ τοῦ πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων καί τοῦ ποιμνίου του. Τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων συνήθιζε μέσα στό πλαίσιο τῆς πρόνοιάς του γιά τό ὀρθόδοξο ποίμνιό του νά πραγματοποιεῖ διανομή ἄρτου στούς πτωχούς ὀρθοδόξους. Τό 1863 μερίδα ἀραβόφωνων ὀρθοδόξων, προφανῶς ἐπηρεασμένων ἀπό τή ρωσική προπαγάνδα περί ἀναγκαιότητας τῆς συμμετοχῆς τους στή διοίκηση καί τά οἰκονομικά τοῦ πατριαρχείου, στράφηκαν ἐναντίον του. Ὁ ἐπίτροπος τοῦ πατριαρχείου, μητροπολίτης, Πέτρας Μελέτιος, ἀποφάσισε νά διακόψει τήν παροχή ἄρτου στούς πτωχούς ἀραβόφωνους ὀρθοδόξους, προκειμένου νά σταματήσει ἡ ἀναταραχή «καί οὕτως ἐπέλθῃ διαλλαγή. Ἐκόπη λοιπόν ἡ εἰς τούς πτωχούς συνήθης διανομή τοῦ ἄρτου, εἰς τήν Αὐλήν, τοῦ Μοναστηρίου ἀνά πᾶν Σάββατον γεγενημένη. Τό μέτρον τοῦτο ἐλήφθη ὑπ᾽ ὄψιν προσωρινῶς ἐπί μόνῳ τῷ σκοπῷ, ὅπως οἱ πτωχοί στενοχωρηθέντες ὑπό τῆς πείνης ἐξαναστῶσι κατά τῶν προὐχόντων, καί ἐκβιάσωσιν αὐτούς εἰς τό νά παραιτηθῶσι τῶν ἀξιώσεών των, καί ταπεινωθῶσιν εἰς τό Μοναστήριον»[19]. Τό ἄστοχο αὐτό, κατά τή γνώμη μας, μέτρο εἶχε τό ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπό τό ἐπιδιωκόμενο ἀποτέλεσμα καί οἱ προτρέποντες τούς ὀρθοδόξους νά στραφοῦν κατά τοῦ πατριαρχείου ἄρχισαν νά τούς μοιράζουν χρήματα, προκειμένου νά ἀγοράσουν μόνοι τους ἄρτο. Μετά ἀπό μία ἑβδομάδα ἄρχισαν νά διαδίδουν ὅτι ἐπρόκειτο νά νοικιάσουν ἕνα οἴκημα καί νά τό μετατρέψουν σέ φοῦρνο γιά νά μοιράζουν ψωμί στούς πτωχούς χριστιανούς. Ὡστόσο, οἱ πτωχοί ὀρθόδοξοι δέν πίστεψαν αὐτές τίς διακηρύξεις, ἐπέστρεψαν πίσω τά χρήματα πού τούς δόθηκαν καί διατήρησαν τή σταθερή πνευματική τους σχέση μέ τό πατριαρχεῖο[20]. Παρά τήν ἀποτυχία τοῦ μέτρου τό πατριαρχεῖο συνέχιζε νά μή διανέμει ἄρτο στούς πτωχούς ὀρθοδόξους, ἐνῶ συμβιβαστική λύση προσπάθησε νά προωθήσει ὁ Ἕλληνας πρόξενος στά Ἱεροσόλυμα «κύριος Λεκάτης, ὅστις ἐν τῇ περιπτώσει ταύτῃ ἠγωνίσθη ἀληθῶς καί ἀγωνίζεται ὑπέρ τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Κοινοῦ μετά ζήλου ἀπεριγράπτου»[21]. Οἱ ἀραβόφωνοι χριστιανοί συνέχισαν νά ἐναντιώνονται στίς κινήσεις τοῦ πατριαρχείου καί ἔφθασαν στό σημεῖο νά ἀπέχουν ἀπό τή λατρεία, κάτι πού τελικά ἀνάγκασε τόν μητροπολίτη Πέτρας νά ξαναρχίσει τή διανομή ἄρτου στούς πτωχούς ὀρθοδόξους, ἐπειδή ἔκρινε «ἄδικον νά στενοχωροῦνται οἱ πτωχοί ἕνεκα τῆς κακοτριχίας τινῶν φιλοταράχων»[22].

Τό γεγονός τῆς στάσεως τῶν ντόπιων ὀρθοδόξων κατά τοῦ πατριαρχείου προκάλεσε ἔντονη ἀνησυχία τόσο στόν πατριάρχη Κύριλλο, ὅσο καί στόν ἐπίτροπό του καί τήν Ἀδελφότητα. Ὁ μητροπολίτης Πέτρας θεωροῦσε ὅτι ἡ παρακίνηση τῶν ντόπιων ὀρθοδόξων σέ στάση κατά τῆς κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς τους ἀρχῆς θά μποροῦσε νά δημιουργήσει προβλήματα παρόμοια μέ τό βουλγαρικό καί θά ἐπέτρεπε τήν ἐπέμβαση ξένων δυνάμεων στήν ἐσωτερική διοίκηση τοῦ πατριαρχείου μέ ἀπρόβλεπτες γι᾽ αὐτό συνέπειες. Ὅμως ἡ ἀντίθεση τῆς πλειοψηφίας τοῦ ποιμνίου κατά τοῦ πατριαρχείου δέν διήρκεσε πολύ, καθώς λίγες ἡμέρες ἀργότερα οἱ περισσότεροι ἐπέστρεψαν στή λατρεία καί ἄρχισαν νά θέτουν στό περιθώριο τούς πρωταιτίους τῆς στάσεως[23]. Μέ τή μεσολάβηση τοῦ πασᾶ τῆς Ἱερουσαλήμ ἐπιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων τῶν ὀρθοδόξων καί τοῦ πατριαρχείου γιά τήν παραχώρηση κάποιων δικαιωμάτων ἀπό τό πατριαρχεῖο[24]. Παρά τήν ἐπιτευχθεῖσα συμφωνία, οἱ πληροφορίες πού ἔφθαναν στό πατριαρχεῖο ἀνέφεραν ὅτι κάποιοι ἀπό τούς ἀραβοφώνους ἐπιδίωκαν «νά λάβωσι… τά μοναστηριακά κτήματα ὑπό τήν δικαιοδοσίαν των, καθώς καί τά εἰσοδήματά τους… λέγοντες ὅτι ταῦτα ἀνήκουσιν εἰς αὐτούς»[25]. Ἔφθασαν μάλιστα, σύμφωνα μέ μή ἐξακριβωμένες πληροφορίες πού μετέφεραν στόν μητροπολίτη Πέτρας, στό σημεῖο νά ἀποστείλουν γράμμα πρός τόν ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Κούζα, ἀπό τόν ὁποῖο ζητοῦσαν νά ἀποστείλει σέ ἐκείνους τά ἔσοδα τῶν μοναστηρίων πού ἀνῆκαν στό πατριαρχεῖο καί ὄχι στό ἴδιο τό πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ἦταν ὁ μόνος ἰδιοκτήτης τους[26].

Οἱ διενέξεις μελῶν τῆς ὀρθόδοξης κοινότητας καί τοῦ πατριαρχείου συνεχίσθηκαν. Ὁ μητροπολίτης Πέτρας μέ ἐπιστολή του πρός τόν πατριάρχη Κύριλλο στίς 9 Ἰουνίου 1864 τόν ἐνημέρωσε ὅτι σκοπός κάποιων ἐκ τῶν ἀραβόφωνων ὀρθοδόξων ἦταν οἱ «ἔχοντες τόν μυστικόν αὐτῶν ὅρκον (ὅστις ἐστίν ἵνα καταπολεμῶσιν ἡμᾶς) ἱερώτερον παντός ἄλλου»[27], οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν φραστικά κατά τοῦ ἴδιου καί «ἄρχισαν… οἱ ἐντόπιοι νά φωνάζωσι καί καταγγέλλωσι παχυλά ψεύδη καί ἀνάνδρους συκοφαντίας κατά τοῦ ὑποφαινομένου, ὅτι δηλαδή διά τῶν ἀνδρῶν μου ῥαδιουργῶ κατ᾿ αὐτῶν... καί γίνομαι πρόσκομμα εἰς τούς ἱερούς αὐτῶν σκοπούς»[28]. Οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἀραβόφωνων τοῦ δήλωσαν ὅτι προτίθεντο ἕνδεκα ἐξ αὐτῶν νά μεταβοῦν στήν Κπολη γιά νά συζητήσουν μέ τόν πατριάρχη Κύριλλο καί ἄν δέν κατάφερναν νά πραγματοποιήσουν τό σχέδιό τους θά ἔγραφαν ἐπιστολές πού θά ἀπευθύνονταν στό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, τήν Ὑψηλή Πύλη καί τή ρωσική πρεσβεία, ἐκφράζοντας τά αἰτήματά τους[29]. Τό πατριαρχεῖο ἀπό τήν πλευρά του προσπάθησε νά πραγματοποιήσει κάποιες ἀλλαγές πού θά ἱκανοποιοῦσαν τούς ἐκπροσώπους τῶν ὀρθοδόξων, ἀπομάκρυνε ὁρισμένα μέλη ἀπό τήν ἁρμόδια ἐπιτροπή γιά τή διαχείριση τῶν οἰκιῶν πού ἐνοικίαζε τό πατριαρχεῖο μετά ἀπό αἴτημα τῶν δευτέρων, ἀλλά, ὅπως εἶχε πληροφορηθεῖ ὁ μητροπολίτης Πέτρας ὁ πραγματικός σκοπός τῶν ἐνεργειῶν τους ἦταν

«βαθμηδόν ἐκκόψωσι τήν ἐπιῤῥοήν τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Κοινοῦ ἐκ τῶν ὀσπητίων»[30]. Οἱ φῆμες γιά τό τί εἶχαν στή συνέχεια σκοπό νά ζητήσουν οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ὀρθοδόξων ἔφθαναν στά αὐτιά τοῦ μητροπολίτη Πέτρας. Ὁ μητροπολίτης χωρίς νά μπορεῖ νά ἐξακριβώσει τήν ἀλήθειά τους πληροφορήθηκε ὅτι εἶχαν σκοπό καί «εἰς τήν Θεολογικήν σχολήν νά ζητήσουσι μετοχήν, καθώς καί ἐν τῇ Δραγουμανίᾳ νά ἔχωσιν ἐντόπιον. Ζητήσουσι νά κουρεύωνται μοναχοί οἱ ἐξερχόμενοι ἐκ τῆς Σχολῆς, καί χειροτονούμενοι, ὡς οἱ Γραικοί, νά καταντῶσιν ἀρχιερεῖς…»[31].

Οἱ κινήσεις τῶν ἐκπροσώπων τῶν ἀραβόφωνων χριστιανῶν πού ἀποτελοῦσαν τό ποίμνιο τοῦ ἑλληνορθοδόξου πατριαρχείου Ἱεροσολύμων δέν μποροῦμε νά θεωρήσουμε ὅτι ἦσαν αὐθόρμητες. Ἡ ρωσική προπαγάνδα εἶχε φροντίσει νά φέρει στό προσκήνιο τόσο στό πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, ὅσο καί στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων τό ζήτημα τῆς ἀραβοποιήσεως τῶν δύο αὐτῶν Ἐκκλησιῶν. Μυστικῶς ὑποστηριζόταν, ἄν δέν προκαλεῖτο ἀντίδραση τῶν ντόπιων ὀρθοδόξων, τούς ὁποίους Ρωσία, ἀδιάφορο ἄν τό πίστευε ἤ ὄχι, θεωροῦσε Ἄραβες, κατά τῆς κανονικῆς τους δικαιοδοσίας. Ὑποστηριζόταν ἡ θέση ὅτι οἱ ἀραβόφωνοι, καθ᾽ ὅσον ἀφορᾶ στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, θά ἔπρεπε νά ἔχουν λόγο στή διαχείριση τῆς περιουσίας του καί νά μετέχουν μέ ἐκπροσώπους τους τόσο στίς ἀποφάσεις σχετικά μέ αὐτό, ὅσο καί στά διοικητικά τῆς ἐν λόγω Ἐκκλησίας. Ὡστόσο, τό πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων δέν ἀποτελεῖ μόνο ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, ὅπως γιά παράδειγμα εἶναι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ρωσίας κ.ἄ. Τό πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων ἀποτελεῖ κατ᾿ ἀρχήν μοναστική ἀδελφότητα, πού διαχειρίζεται τά πανάγια Προσκυνήματα, ὡς ὁ ἀποκλειστικός τους ἰδιοκτήτης. Στή συνέχεια ὑπό τή σκέπη της ἡ Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα περιέλαβε καί τούς ντόπιους ὀρθοδόξους, ἀσκώντας σέ αὐτούς ποιμαντική μέριμνα. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἰδιομορφία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων δέν ἐπιτρέπει τήν ἐπέμβαση λαϊκῶν στή διοίκησή του, ἀλλά καί στή διαχείριση τῆς περιουσίας του, ἀφοῦ σέ κανένα μοναστήρι στόν ὀρθόδοξο κόσμο δέν διαθέτουν τέτοιο δικαίωμα οἱ λαϊκοί. Ὁ ἀποκλεισμός τῶν ἀραβόφωνων ἀπό τή διαχείριση τῆς περιουσίας τοῦ πατριαρχείου δέν ὀφειλόταν καί δέν ὀφείλεται σέ ἐθνολογικά κριτήρια, ἀλλά σέ ἐκκλησιαστικά, ἀφοῦ ἡ διαχείριση τῆς περιουσίας μιᾶς μονῆς ἀνήκει ἀποκλειστικά καί μόνο στούς μοναχούς πού ἀποτελοῦν τά μέλη της.

Τό ρωσικό σχέδιο γιά ἐπέμβαση στά ἑλληνορθόδοξα πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς χρησιμοποίησε, ὅπως προαναφέραμε, καί τήν παρουσία Ρώσων προσκυνητῶν στούς Ἁγίους Τόπους. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στά μέσα τοῦ ΙΘ’ αἰώνα ἐπισκέπτονταν τούς Ἁγίους Τόπους 200 μέ 400 ἄτομα, ἐνῶ στίς ἀρχές τοῦ Κ’ αἰώνα ὁ ἀριθμός τους ἔφθασε τίς 10.000 τόν χρόνο[32]. Σύμφωνα μέ τόν N. Lisovoi τόν ΙΘ’ αἰώνα συνενώθηκαν ἀπό τή ρωσική πολιτική «σέ ἕνα ἀνεπανάληπτο ἀμάλγαμα οἱ μέθοδοι τῆς κοσμικῆς καί τῆς  ἐκκλησιαστικῆς  διπλωματίας:  ἄμεση  πολιτική ἤ οἰκονομική πίεση, ἀνιδιοτελής πνευματική ἀμοιβαία ἐπιρροή καί ὁ θεολογικός διάλογος»[33]. Βεβαίως, ὁ ὅρος ἐκκλησιαστική διπλωματία ἀποτελεῖ ὅρο, ὁ ὁποῖος δέν θά πρέπει κἄν νά ὑφίσταται, ὅταν ἀναφέρεται κανείς στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐν τούτοις, ἡ Ρωσική Ἐκκλησία, γιά τόν λόγο πού προαναφέραμε, ἐνεπλάκη σέ πολιτικούς ἐκβιασμούς καί στήν προσπάθεια τῆς ρωσικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς γιά τή δημιουργία πνευματικῆς ἐπιρροῆς στά παλαίφατα πατριαρχεῖα ἀπό τά ὁποῖα ἴδια προῆλθε καί τά ὁποῖα τῆς ἀπέδωσαν τόν τίτλο τοῦ πατριαρχείου τό 1589.

προώθηση τῶν ρωσικῶν ἐπιδιώξεων στούς Ἁγίους Τόπους ἔγινε ἐντονότερη λίγα χρόνια πρίν ἀπό τήν ἵδρυση τῆς πρώτης Ρωσικῆς Ἀποστολῆς μέ τήν παρουσία στήν Ἀνατολή τοῦ ἀρχιμανδρίτη Πορφυρίου Οὐσπένσκυ[34], ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει στούς Ἁγίους Τόπους τό 1843 ὡς προσκυνητής, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες πού εἶχε λάβει ἀπό τό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν[35]. ρόλος τοῦ Πορφυρίου δέν ἦταν πνευματική βοήθεια πρός τούς Ρώσους προσκυνητές τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὁ πραγματικός του ρόλος ἀποκαλύπτεται καθαρά στό ὑπόμνημα τοῦ ἀρχικαγκελλαρίου τῆς Ρωσίας κόμη Νεσελρώδ πρός στόν τσάρο, στόν ὁποῖο ἀναφέρεται σχετικά: α) «ἕνεκα τῆς ἰδιότητος αὐτοῦ ὡς κληρικοῦ θά ἠδύνατο νά εἰσδύῃ εἰς τήν κατάστασιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»˙ β) «θά ὑπεδείκνυε πρός τόν ἑλληνικόν κλῆρον τό πρός αὐτόν ἐνδιαφέρον τῆς ὀρθοδόξου ρωσικῆς Ἐκκλησίας»˙ γ) «ὁ ἑλληνικός κλῆρος θά ἐτύγχανεν οὕτω πως καί ἐνισχύσεως ἠθικῆς»˙ δ) «ὁ Ρῶσος κληρικός θά ἦτο τό μεσάζον πρόσωπον μεταξύ τῆς ρωσικῆς Συνόδου καί τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου». Ὁ Νεσελρώδ πρότεινε στόν τσάρο ὁ Ρῶσος κληρικός νά ἀποσταλεῖ ἀρχικά μυστικῶς στούς Ἁγίους Τόπους, προκειμένου νά μελετήσει τήν κατάσταση στήν περιοχή καί στή συνέχεια νά ἐμφανισθεῖ ἐπισήμως. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι στό κείμενο τοῦ ὑπομνήματος τοῦ Νεσελρώδ ὁ Ρῶσος κληρικός πού θά ἐστέλλετο στά Ἱεροσόλυμα χαρακτηρίζεται μέ τή λέξη «πράκτορας». Καί πράγματι ὁ Πορφύριος δέν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπό πράκτορας (ὄχι μέ τήν ἔννοια τοῦ πρέσβυ μιά πού λέξη πράκτορας εἶχε καί αὐτή τήν ἔννοια, ἀλλά τοῦ πραγματικοῦ πράκτορα) τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως, ἀφοῦ σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες πού ἔλαβε ἀπό αὐτή θά ἔπρεπε νά παρουσιάζεται ὡς προσκυνητής, νά μή δημιουργήσει ὑπόνοιες ὅτι ἐστάλη ἀπό τή ρωσική κυβέρνηση, νά προσπαθήσει νά κερδίσει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν Ἁγιοταφιτῶν προκειμένου νά ἀποσπάσει πληροφορίες γιά τίς ἀνάγκες τοῦ πατριαρχείου, νά μήν ἐπιχειρήσει νά δώσει καμία διαταγή. Κύριο καθῆκον του θά ἦταν ἡ συγκέντρωση πληροφοριῶν γιά τήν κατάσταση τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί ἡ ὑποβολή σχετικῆς ἐκθέσεως στόν Ρῶσο πρέσβυ στήν Κπολη[36].

Ἄν λοιπόν ὁ πραγματικός ρόλος τῆς παρουσίας του στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἦταν ἁπλά καί μόνο «συλλέξαι ἀκριβῶς εἰδήσεις τῆς καταστάσεως τῆς Παλαιστινείου Ἐκκλησίας καί ἐπί τόπου ἐξετᾶσαι ποῖα μέτρα δέον νά ληφθῶσι πρός συγκράτησιν καί εὐημερίαν αὐτῆς»[37], τότε γιατί αὐτό ἔπρεπε νά συμβεῖ μέ ἄκρα μυστικότητα; Γιατί δέν ὑπῆρξε συνεννόηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἤ τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως μέ τήν κεφαλή τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τόν τότε πατριάρχη Ἀθανάσιο (1827-1845), προκειμένου νά καθορισθεῖ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἡ ρωσική κυβέρνηση θά μποροῦσε νά βοηθήσει τή Σιωνίτιδα Ἐκκλησία; Πορφύριος, μετά τήν ἄφιξή του στά Ἱεροσόλυμα, ἀντί νά κρατήσει μυστική τήν ἀποστολή του, ἄρχισε νά στρέφεται ἀνοικτά κατά τῶν Ἑλλήνων, δημιουργώντας ἀραβικό ζήτημα στή Συρία[38], ἀπό τήν ὁποία πέρασε πρίν φθάσει στά Ἱεροσόλυμα. Αὐτό βέβαια εἶχε ὡς συνέπεια νά γίνει γνωστή ἡ στάση του κατά τῶν Ἑλλήνων. Ἔτσι, ὅταν ἔφθασε στά Ἱεροσόλυμα, στίς 20 Δεκεμβρίου 1843, Ἀδελφότητα ἦταν ἤδη ἐνημερωμένη γι᾽ αὐτόν, μέ ἀποτέλεσμα ἡ μυστική ἀποστολή του νά ἀποτύχει παταγωδῶς, ἀφοῦ οἱ Ἁγιοταφίτες δέν ἀποκάλυψαν τίποτα σχετικά μέ τή ζωή καί τά προβλήματα τοῦ πατριαρχείου τους. Τό μόνο πού πληροφορήθηκε ὁ Οὐσπένσκυ ἀπό τόν μητροπολίτη Βηθλεέμ Διονύσιο (1841- 1859) ἦταν ὅτι ἡ ἵδρυση τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στά Ἱεροσόλυμα σχολιαζόταν ἀρνητικά ἀπό τήν Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα[39]. Ἀπό τά παραπάνω καθίσταται σαφές ὅτι ἡ δράση τοῦ Πορφυρίου συνδέθηκε μέ τή ρωσική πολιτική στήν Ἀνατολή πού σχετιζόταν μέ τούς ἀραβόφωνους ὀρθοδόξους καί τή σύγκρουσή τους μέ τούς Ἕλληνες ἤ μέ τήν Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα καί τό καθεστώς μέ τό ὁποῖο αὐτή συνδεόταν μέ τά πανάγια Προσκυνήματα. Στήν ὑπόθεση αὐτή ἐνεπλάκησαν καί οἱ ἄλλες εὐρωπαϊκές δυνάμεις, τίς ὁποῖες συνέφερε ἡ σύγκρουση μεταξύ τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί τοῦ ἀραβόφωνου ποιμνίου του, προκειμένου νά αὐξήσουν τήν ἐπιρροή τους στήν περιοχή[40].

Οὐσπένσκυ ἀναχώρησε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί ἔφθασε στήν Κπολη τήν Σεπτεμβρίου 1844. Ἐκεῖ ὑπέβαλε στόν Ρῶσο πρεσβευτή Τιτώφ δύο ἐκθέσεις, στίς ὁποῖες, ἀφοῦ παρουσίαζε τήν κατάσταση τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ὡς οἰκτρή, ὑποδείκνυε πώς θά ἦταν δυνατή ἡ ἀνόρθωσή του, μόνο ἄν ἀποστέλλετο Ρῶσος ἐπίσκοπος μέ συνοδεία μορφωμένων κληρικῶν, γιά νά διευθύνει τή Σύνοδο τοῦ πατριαρχείου καί τήν Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα! Φανταζόταν δηλαδή τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ὑπό τή Ρωσική Ἐκκλησία καί τό κυριότερο ἐξαρτώμενο ἀπό τή ρωσική κυβέρνηση[41]. Μάλιστα ἀνέμενε, μετά τήν ὑποβολή τῶν δύο ἐκθέσεών του σχετικά μέ τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, τήν ἀπάντηση τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1845 μετέβη στήν Ἁγ. Πετρούπολη, προκειμένου νά λάβει ὁδηγίες γιά τό νέο του ταξίδι στά Ἱεροσόλυμα. Ἐν τῷ μεταξύ εἶχε πεθάνει ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος καί νέος πατριάρχης Ἱεροσολύμων εἶχε ἀναδειχθεῖ ὁ Κύριλλος (1845). Ἡ ὑποδοχή τοῦ Πορφυρίου στήν Ἁγ. Πετρούπολη ἦταν πολύ ψυχρή. Ὁ Οὐσπένσκυ ὑπέβαλε διάφορες ἐκθέσεις στήν τσαρική κυβέρνηση σχετικά μέ τά ὅσα εἶχε διαπιστώσει κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς του τόσο στή Συρία, ὅσο καί στήν Παλαιστίνη[42]. Στίς 10 καί 11 Ὀκτωβρίου 1845 συναντήθηκε μέ τόν μητροπολίτη Μόσχας Φιλάρετο (1782-1867). Ὁ Πορφύριος εἰσηγήθηκε τήν ὀργάνωση ἐκ μέρους τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μιᾶς χριστιανικῆς ρωσικῆς ἀποστολῆς στίς χῶρες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. εἰσήγησή του συζητήθηκε στή Διαρκή Ἱερά Σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί γνώρισε ἔντονη κριτική[43]. Ὅμως, ἡ ἀπόφαση γιά τήν ἵδρυση Ἀποστολῆς στήν Παλαιστίνη δέν ἀποφασίσθηκε τελικά ἀπό τή Ρωσική Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό τό ρωσικό κράτος, ἀφοῦ ἡ ρωσική παρουσία στήν περιοχή ἐξυπηρετοῦσε τά ρωσικά πολιτικά συμφέροντα.

Ἡ σχέση τοῦ ρωσικοῦ κράτους καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τήν περίοδο πού ἐξετάζουμε ἦταν ἰδιαίτερη. Στή Ρωσία ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μ. Πέτρου (1682-1725) ἡ Ρωσική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βρισκόταν σέ σχέση ὑποτελείας μέ τό ρωσικό κράτος καί δέν εἶχε τήν ἐλευθερία ἐπίσημης ἐκφράσεως καί δράσεως, οὔτε στό πολιτικό, ἀλλά οὔτε καί στό κοινωνικό πεδίο τῆς αὐτοκρατορίας. Μέ τήν ἄνοδο στόν θρόνο τοῦ τσάρου Νικολάου τοῦ Α’ (1825-1855) αὐτό τό πνεῦμα τῆς ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν κοσμική ἐξουσία ἐνισχύθηκε. Ὁ διορισμός τῶν Stepan Dmitrievich Nechaev καί τοῦ κόμη N. A. Protasov ὡς ἐπιτρόπων τῆς συνόδου καλλιέργησε τά κοσμικά σχήματα τῆς ἐπιβολῆς καί τῆς πειθαρχίας στό ἐκκλησιαστικό σῶμα καί ἰδιαίτερα στήν ἱεραρχία του. Ἀκόμα καί οἱ ἐπεμβάσεις τοῦ κράτους στήν ἐκκλησιαστική ἐκπαίδευση σκόπευαν ὄχι μόνο στήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς καί τῆς παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί στήν ὁλοκληρωτική δέσμευσή της στίς κρατικές ἐπιταγές. Σέ πολλές περιπτώσεις τό κράτος θεωροῦσε τήν Ἐκκλησία ὡς ἀντικείμενο, ὡς νομική κατάσταση ἤ ἀκόμη καί ὡς ὄργανο τῶν πολιτικῶν ἐπιδιώξεών του. Ἡ κατάσταση αὐτή, σύμφωνα μέ τή διατριβή τῆς Σύρμως Βαϊραμίδου, ἐκτονώθηκε κατά τή διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Β’ (1855-1881), κάτι τό ὁποῖο δέν φαίνεται νά ἰσχύει τουλάχιστον στήν περίπτωση τῶν σχέσεων τῆς Ρωσίας μέ τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω. Ἡ ἱεραρχία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν πλευρά της κρατοῦσε παθητική στάση ἀπέναντι σέ αὐτές τίς παρεμβάσεις. Αὐτή της ἡ στάση θεωρήθηκε ἀπό πολλούς ὡς ὑποταγή στίς ἀξιώσεις τοῦ ρωσικοῦ κράτους, ἐνῶ ἀπό ἄλλους ὡς προσαρμογή στήν ἰσχύουσα κατάσταση[44].

Μέ βάση αὐτά τά δεδομένα ἡ ἀπόφαση γιά τήν ἵδρυση Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στούς Ἁγίους Τόπους ἦταν ἔργο τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἡ Ρωσική Ἐκκλησία οὔτε ὀργάνωσε, οὔτε ὑποστήριξε ἐπισήμως, ὅπως θά δοῦμε, τίς ἐνέργειες τῆς Ρωσικῆς Πνευματικῆς Ἀποστολῆς, ἡ ὁποία ὑπήχθη τελικῶς στό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν. Ὡστόσο, ἡ Ρωσική Ἐκκλησία δέν μποροῦσε νά ἀντιδράσει ἐπισήμως στίς ἀκραῖες ἀντικανονικές ἐνέργειές της γιά τούς λόγους πού προαναφέραμε. τσάρος ἀποφάσισε τήν ἵδρυση τῆς Ρωσικῆς Πνευματικῆς Ἀποστολῆς στά Ἱεροσόλυμα (Russkaja Duhovnaja Missija v Ierusalime[45]) μέ ἡγέτη τόν Πορφύριο Οὐσπένσκυ, χωρίς ὅμως αὐτός νά λάβει ἀπό τή ρωσική σύνοδο τόν βαθμό τῆς ἀρχιερωσύνης, τόν ὁποῖο διακαῶς ἐπιθυμοῦσε. Σκοπός τῆς ἱδρύσεως τῆς Ἀποστολῆς ἦταν: α) νά ὑπάρχουν στό κέντρο τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας στήν Ἀνατολή ἀντιπρόσωποι τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας, β) νά μεταρρυθμίσει τόν ἑλληνικό κλῆρο καί νά τόν ἐξυψώσει στά μάτια τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος, γ) νά ἑλκύσει στήν ὀρθοδοξία τούς ντόπιους ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι παρασύρονταν ἀπό τούς διαφόρους μισσιοναρίους ἐξαιτίας τῆς δυσπιστίας τους πρός τόν ἑλληνικό κλῆρο. Δινόταν ρητή ἐντολή στόν Οὐσπένσκυ νά φέρεται ὡς προσκυνητής καί νά μήν ἀναμιγνύεται στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τοῦ πατριαρχείου καί νά ἀποφεύγει νά ὑποψιάσει τούς ἀντιπροσώπους τῶν ἄλλων Μεγάλων Δυνάμεων γιά τούς πραγματικούς σκοπούς τῆς ρωσικῆς παρουσίας[46]. Ὁ Οὐσπένσκυ ἔφθασε στά Ἱεροσόλυμα στίς 13 Φεβρουαρίου τοῦ 1847 γιά ἄλλη μία φορά ὡς προσκυνητής. Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία, ὅπως προαναφέραμε, εἶχε ἀναγκαστικῶς ταυτισθεῖ μέ τίς ἐπιδιώξεις τίς ρωσικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς στήν περιοχή τῆς Ἀνατολῆς καί τελικά συμφώνησε στήν ἀποστολή τοῦ Πορφυρίου. Ἡ ρωσική κυβέρνηση ἤθελε νά δώσει καί ἐκκλησιαστική κάλυψη στίς κινήσεις τοῦ Οὐσπένσκυ, ἔτσι ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, κατ᾽ ἐντολή τῆς κυβερνήσεως, ἀνέφερε ὅτι τόν ἔστειλε ἐκεῖ «ὡς ἐκπρόσωπο τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ρωσικῶν μεγαλοπρεπῶν ἀκολουθιῶν» καί ἀκόμη ὡς ἀναμορφωτή τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς[47]. Ἄν βεβαίως Ρωσική Ἐκκλησία ἐπιθυμοῦσε πράγματι νά βοηθήσει τόν ἑλληνορθόδοξο κλῆρο τῶν Ἁγίων Τόπων θά ἀπέστελλε ἀνθρώπους (κληρικούς καί  λαϊκούς) νά βοηθήσουν καί δέν θά ἵδρυε ἕναν ἐκκλησιαστικό ὀργανισμό στήν κανονική δικαιοδοσία ἑνός ἀνεξάρτητου πατριαρχείου. Τήν ἄποψη αὐτή ὑποστηρίζουν καί Ρῶσοι ἱστορικοί, ὅπως F.I. Titov καί ὁ K. Kern, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν ὅτι « Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας δέν εἶχε καμία κανονική, οὔτε ἱστορική, ἀλλά οὔτε καί πολιτική αἰτιολογία νά τή διοργανώσει (τή Ρωσική Ἀποστολή)»[48], χωρίς ὅμως νά λαμβάνουν ὑπ᾽ ὄψιν τους τό δεδομένο ὅτι τή Ρωσική Ἀποστολή τήν ἵδρυσε τό ρωσικό κράτος καί ὄχι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία.

Ὁ Οὐσπένσκυ ἐγκαταστάθηκε στή μονή τῶν Ἀρχαγγέλων, ἡ ὁποία τοῦ παραχωρήθηκε ἀπό τόν πατριάρχη Κύριλλο καί παρέμεινε στά Ἱεροσόλυμα μέχρι τό 1854. Ὁ Κύριλλος γνώριζε γιά τήν ἄφιξη τοῦ Οὐσπένσκυ στά Ἱεροσόλυμα κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς του στήν Κπολη καί μέ ἐπιστολή, πού ἀπηύθυνε πρός τόν ἐπίτροπό του μητροπολίτη Πέτρας Μελέτιο, ὅρισε τόν ἀρχιμανδρίτη Σωφρόνιο Τζαπῆ νά οἰκοδομήσει στή μονή οἴκημα γιά τή διαμονή τοῦ ἐν λόγω ἀρχιμανδρίτη μετά ἀπό αἴτημα τῆς ρωσικῆς Συνόδου[49]. Ὁ Οὐσπένσκυ κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς του ἐκτός ἀπό τό «ἔργο» του ὡς πράκτορας βοήθησε στήν ἵδρυση τοῦ πατριαρχικοῦ τυπογραφείου καί τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Κατά τή διάρκεια τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου (1853-1856) ὁ Γάλλος πρόξενος στά Ἱεροσόλυμα ζήτησε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Ρώσου ἐκπροσώπου ἀπό τήν πόλη. Ἔτσι ὁ Πορφύριος ὑποχρεώθηκε νά ἐπιστρέψει στή Ρωσία τόν Μάιο τοῦ 1854 ὑποστηριζόμενος ἀπό τίς αὐστριακές διπλωματικές ὑπηρεσίες[50]. ἀποστολή του οὔτε καί αὐτή τή φορά ἦταν ἐπιτυχημένη, ἀφοῦ Κύριλλος, γνωρίζοντας τή δράση τοῦ ἐν λόγω κληρικοῦ στό πατριαρχεῖο ἀπό τήν προηγούμενη παρουσία του ἐκεῖ ἦταν πολύ ἐπιφυλακτικός ἀπέναντί του. συμμετοχή του στήν ἵδρυση τοῦ πατριαρχικοῦ τυπογραφείου, ἀλλά καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ θεωροῦμε ὅτι ἐπετράπη ἀπό τόν πατριάρχη, προκειμένου νά ἀπασχολήσει τόν πολυπράγμονα κληρικό, ὥστε αὐτός νά μήν ἀσχολεῖται τόσο πολύ μέ τήν προώθηση τῶν ρωσικῶν συμφερόντων ἐντός τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἀλλά καί νά παράσχει τήν ἐντύπωση στή ρωσική πλευρά ὅτι δέν ἀγνοεῖ τήν παρουσία τοῦ ἐκπροσώπου της στήν Ἁγία Γῆ.

Τό 1857, μετά δηλαδή τό τέλος τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου (1856), τήν ἥττα τῆς Ρωσίας καί τήν ἀπομάκρυνση τοῦ Πορφυρίου ἀπό τά Ἱεροσόλυμα μετά ἀπό μιά ἀποτυχημένη παρουσία, τσάρος Ἀλέξανδρος Β’ (1855-1881) καί ὑπουργός ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας Ἀλέξανδρος Gorčakov (1856-1882) ἀναδιοργάνωσαν τή Ρωσική Ἀποστολή στά Ἱεροσόλυμα, ἀποστέλλοντας τόν ἐπίσκοπο Μελιτουπόλεως Κύριλλο Naumov ὡς προϊστάμενό της[51]. Παράλληλα, τό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας ἵδρυσε τήν Παλαιστίνια Ἐπιτροπή (Palestinskaja Komissija) ὡς βοηθητική ὑπηρεσία τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς. Ἔργο τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν ἡ μέριμνα, ἡ διοργάνωση καί ἡ παρακολούθηση τῶν προσκυνηματικῶν περιηγήσεων τῶν Ρώσων, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονταν τούς Ἁγίους Τόπους καί ἡ ὑποστήριξη τῶν ἐκεῖ Ἑλλήνων ὀρθοδόξων. Ἡ Ἐπιτροπή αὐτή θά μεριμνοῦσε καί γιά τή συντήρηση οἰκοδομῶν μέ χρήματα πού θά συγκέντρωνε ἀπό ἐράνους σέ ὅλη τή Ρωσία. Βασικό στέλεχος τῆς Ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ B. P. Mansurov[52]. Οἱ προτάσεις τῆς Ἐπιτροπῆς θά ἐγκρίνονταν πάντοτε ἀπό τό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν, ἐνῶ αὐτή θά ἀποτελοῦσε τό σύνδεσμο τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μέ τή Διαρκή Ἱερά σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Στόν Mansurov θά ὑπαγόταν ὁ Ρῶσος πρόξενος στά Ἱεροσόλυμα[53].

Ἡ ἐπιλογή ἑνός ἐπισκόπου γιά τήν ἡγεσία τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς κρινόταν ἀναγκαία, προκειμένου νά δοθεῖ ἔστω καί τυπικά, ἄν ὄχι κανονική, τουλάχιστον ἐπίσημη ὑπόσταση. Μετά ἀπό συνεννοήσεις τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ἐπιτρόπου τῆς Συνόδου τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ τό ἀσιατικό τμῆμα τοῦ ρωσικοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν ἐγκρίθηκε ἀπό τόν τσάρο στίς 23 Μαρτίου 1857 ἡ ἐπανίδρυση τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στά Ἱεροσόλυμα. Ἡ παραβίαση τῶν ἱερῶν κανόνων σχετικά μέ τήν ἵδρυση ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ ἐντός τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων εἶναι περισσότερο ἀπό προφανής. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ρωσική κυβέρνηση γιά τήν ἵδρυση τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς ζήτησε τήν ἄδεια τῆς Ὑψηλῆς Πύλης καί ὄχι τοῦ πατριάρχη Ἱεροσολύμων Κυρίλλου. Αὐτό τό γεγονός ἐξόργισε τόν Κύριλλο, ὁ ὁποῖος ἀνέφερε στόν Οὐσπένσκυ: «κυβέρνησή σας ζήτησε ἄδεια ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη. Τί νά κάνουμε; Ἄς κτυπήσουν τό κεφάλι μας. Κί ἄν δεχθήκαμε τόν ἐπίσκοπό σας, τό κάναμε γιατί μᾶς τό διέταξε ἡ Ὑψηλή Πύλη»[54]. Ὁ Κύριλλος ἀναγκάσθηκε, ὅπως καί ἴδιος ἀναφέρει, νά ἀποδεχθεῖ τήν παρουσία τοῦ Ρώσου ἐπισκόπου στή δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου του. Μάλιστα, κάθε φορά πού ὁ ἐπίσκοπος Μελιτουπόλεως Κύριλλος, ὁ ὁποῖος τελικά ἀπεστάλη στά Ἱεροσόλυμα, ἤθελε νά λειτουργήσει, ὁ πατριάρχης Κύριλλος τοῦ ἔδινε τήν ἀνάλογη κανονική ἄδεια. Χαρακτηριστική εἶναι ἔγγραφη ἄδεια πού τοῦ δόθηκε, προκειμένου νά λειτουργήσει στή μονή τῶν Ἀρχαγγέλων. Ὁ πατριάρχης τοῦ χορηγοῦσε τήν ἄδεια «...ὅπως αὔριον κατελθών ἐν τῇ Ἱερᾷ ἐκκλησίᾳ τῆς Ἱερᾶς μονῆς τῶν Ἀρχαγγέλων ἐπιτελέσῃ τήν Ἱεράν λειτουργίαν μνημονεύουσα τῶν ὀνομάτων τῶν ἐκτελούντων τήν ἑορτήν αὐτήν μετά πάσης τῆς ἀρχιερατικῆς λαμπρότητος˙ δίχα μέντοι τῆς ἐν τῷ Ἱερῷ Συνθρόνῳ ἐγκαθιδρύσεως. Μνημονεύουσα δέ τοῦ Πατριαρχικοῦ ἡμῶν ὀνόματος, κατά τήν ἐκκλησιαστικήν Ἱεράν διατύπωσιν»[55]. Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριλλος ἐπέμενε στήν κανονική πρακτική τοῦ ἱεροπράττειν καί γιά τόν μητροπολίτη Μελιτουπόλεως, ἐκεῖνος ὄχι μόνο ξεπέρασε τά ὅρια, ἀλλά ἡ συμπεριφορά του δημιούργησε προβλήματα καί στίς σχέσεις τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μέ ἄλλες χριστιανικές ὁμολογίες πού διεκδικοῦσαν δικαιώματα στήν Ἁγία Γῆ.

Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἐπεισόδιο μέ πρωταγωνιστή τόν μητροπολίτη Μελιτουπόλεως πού ἔλαβε χώρα τή Μ. Πέμπτη τοῦ 1858. Ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ μητροπολίτης Κύριλλος διεμήνυσε στόν ἐπίτροπο τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου μητροπολίτη Πέτρας Μελέτιο «ὅτι βούλεται πρός τό ἑσπέρας κατελθεῖν μετά τῶν ῥώσσων προσκυνητῶν εἰς τόν Πανίερον Ναόν, ὅπως ἐν τῷ Γολγοθᾷ ψάλῃ τά 12 Ἱερά Εὐαγγέλια»[56]. Ὁ Μελέτιος τοῦ ἀπάντησε πώς καλό θά ἦταν γιά τήν ἀποφυγή σκανδάλων πού μπορεῖ νά δημιουργηθοῦν μέ τούς λατίνους νά ἀποφύγει τήν ἐπιτέλεση ἀκολουθιῶν ἐκείνη τήν ἡμέρα στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως. Τοῦ τόνισε ὅτι «κατά παλαιάν τινα συνήθειαν ὁ Ἱερός Ναός κρατεῖται κεκλεισμένος κατ᾽ ἐκείνην τήν ἡμέραν ἄχρι τῆς πρωΐας τῆς ἐπιούσης, διά τόν λόγον, ὅτι αὐτοί οἱ λατῖνοι ἔχουσιν ἐπί τοῦ Παναγίου Τάφου τά ἄζυμα αὐτῶν, καί φοβοῦνται μή συμβῇ ἀπευκταῖον ἀπό τῆς εἰσροῆς τῶν προσκυνητῶν»[57]. Καί ἐνῶ ὁ Ρῶσος ἀρχιερέας συμφώνησε νά μήν κατέλθει ἐκείνη τήν ἡμέρα στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως, τό ἀπόγευμα τῆς Μ. Πέμπτης εἰσῆλθε ξαφνικά στόν ναό, συνοδευόμενος ἀπό ἑκατοντάδες Ρώσους προσκυνητές, μέ ἀποτέλεσμα ὁ λατίνος πατριάρχης νά ἀποχωρήσει καί οἱ λατίνοι νά παραπονεθοῦν στόν Γάλλο πρόξενο, ὁ ὁποῖος μέ τή σειρά του διαμαρτυρήθηκε ἐντόνως στόν πασᾶ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ τελευταῖος, ἀντιλαμβανόμενος τή σπουδαιότητα τοῦ γεγονότος, προσπάθησε νά ἠρεμήσει τόν Πρόξενο καί συγχρόνως τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά ἐξετάσει τό ζήτημα. πασᾶς ζήτησε ἀπό τόν Μωχάμετ Δερβίση νά τοῦ δώσει πληροφορίες γιά τήν τάξη πού ἐπικρατοῦσε στόν ναό τή Μ. Πέμπτη. Ὁ Μωχάμετ Δερβίσης τόν ἐνημέρωσε ὅτι ἐπικρατεῖ ἡ συνήθεια ὁ ναός τῆς Ἀναστάσεως νά παραμένει κλειστός ἀπό τούς λατίνους τή Μ. Πέμπτη, προκειμένου νά ἐπιτελέσουν τήν τελετή τῶν ἀζύμων. Τότε ὁ πασᾶς μαζί μέ τόν Μουλλᾶ τῶν Ἱεροσολύμων, τόν Τάχερ Ἐφένδη καί τόν Μωχάμετ Δερβίση πῆγαν στόν ναό στίς τρεῖς τή νύχτα διαπίστωσαν ὅτι οἱ Ρῶσοι εἶχαν ἀποχωρήσει, καθησύχασε τόν Γάλλο πρόξενο καί ἀποχώρησε[58].

Ὁ μητροπολίτης Μελέτιος ἐνημέρωσε τόν πατριάρχη μέ μεγάλη καθυστέρηση γιά τό γεγονός, θεωρώντας ὅτι αὐτό δέν θά εἶχε ἰδιαίτερες συνέπειες γιά τό πατριαρχεῖο. Ὅμως, στή συνέχεια τό θέμα αὐτό ἔγινε ἀντικείμενο ἰδιαίτερης προσοχῆς τόσο ἀπό τόν ἡγεμόνα τῆς Ὑψηλῆς Πύλης, ὅσο καί ἀπό τή γαλλική καί τή ρωσική πρεσβεία. Γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ὁ μητροπολίτης Μελέτιος ζήτησε ἀπό τόν πατριάρχη, ἐάν ἐρωτηθεῖ ἀπό τήν Ὑψηλή Πύλη σχετικά μέ τό συμβάν, νά ἀπαντήσει ὅτι ὁ Μελιτουπόλεως εἰσῆλθε στόν ναό τῆς Ἀναστάσεως, ἀφοῦ οἱ ἴδιοι οἱ λατίνοι εἶχαν ἀνοίξει τή θύρα τοῦ ναοῦ. Συγχρόνως τόν ἐνημέρωνε ὅτι, ὅταν ὁ ἴδιος ρωτήθηκε ἀπό τόν πασᾶ, δήλωσε ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι ἔχοντας φιλικά αἰσθήματα πρός τούς λατίνους κρατοῦν τή Μ. Πέμπτη κλειστή τή θύρα τοῦ ναοῦ, ὥστε νά μην διαταραχθεῖ τελετή τῶν ἀζύμων ἀπό τή συρροή τῶν προσκυνητῶν, ὡστόσο σέ αὐτή τήν περίπτωση, ἀπό ἀνάγκη, προκειμένου νά ἐξέλθει ὁ λατινοπατριάρχης, ἡ θύρα ἄνοιξε ἀπό τούς ἴδιους τούς λατίνους[59]. Παρά τά ὅσα συνέβησαν τή Μ. Πέμπτη τοῦ 1858, ὁ μητροπολίτης Μελιτουπόλεως δέν φάνηκε νά συμμορφώνεται. Ἔτσι, μητροπολίτης Πέτρας ἀναγκάσθηκε νά ζητήσει ἀπό τόν πατριάρχη Κύριλλο νά συνεννοηθεῖ ἀπ᾽ εὐθείας μέ τόν Ρῶσο πρέσβυ στήν Κπολη, ὥστε ὁ μητροπολίτης Κύριλλος νά διαταχθεῖ νά «ἀπέχῃ τοιούτων ἱεροτελεστιῶν ἐξ ὧν πιθανόν ἵνα προκύψωσι μεταξύ τῶν ἐθνῶν σκάνδαλον οἷον τό τῆς Μεγάλης Πέμπτης...»[60], διότι ὑπῆρχε κίνδυνος οἱ Ἁγιοταφίτες νά ἐμπλακοῦν εἰς «ἀδιεξόδους πλεκτάνας»[61].

Τά παραπάνω περιστατικά καί οἱ κινήσεις τοῦ μητροπολίτη Μελιτουπόλεως ἔρχονταν σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τίς ὁδηγίες πού εἶχε λάβει ἀπό τή ρωσική κυβέρνηση. Τό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας τοῦ εἶχε δώσει σαφεῖς ὁδηγίες γιά τό πῶς θά ἔπρεπε νά πολιτευθεῖ κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς του στά Ἱεροσόλυμα. νέος ἐπίσκοπος ἔπρεπε νά συζητεῖ ὅλα τά πολιτικά καί θρησκευτικά θέματα μέ τόν γενικό πρόξενο τῆς Ρωσίας στή Βηρυτό, ἀφοῦ ἐκεῖ ὑπάγονταν διπλωματικῶς τά Ἱεροσόλυμα, καί θά ἔπρεπε νά ὑπακούει στίς ἐντολές τοῦ προξένου. Ὁ Μελιτουπόλεως Κύριλλος ἔπρεπε νά ἀσκεῖ ἐπίδραση στόν ἑλληνικό, ἀραβικό, ρωμαιοκαθολικό καί ἀρμενικό κλῆρο μέσω τῆς τελέσεως μεγαλοπρεπῶν ἀκολουθιῶν. Ἀνάμεσα στά ἔργα του συμπεριλαμβανόταν καί ἡ ἵδρυση σχολείου, βιβλιοθήκης καί τυπογραφείου. Ἐντύπωση προκαλεῖ μιά ἐπιστολή τοῦ πρέσβεως τῆς Ρωσίας στήν Κπολη Butenev μέ ἡμερομηνία 28 Ἰουνίου 1859. Μέ αὐτή ὁ Ρῶσος πρέσβυς καλεῖ τόν ἐπίσκοπο Κύριλλο νά ἀποφεύγει τήν ἀνάμιξή του στά ζητήματα πού πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί νά φροντίζει νά παρακολουθεῖ στενά τόν πατριάρχη Κύριλλο, ἐνῶ ταυτόχρονα νά φροντίζει νά τόν κολακεύει, νά τόν τιμᾶ καί νά τόν σέβεται. ἐπιστολή αὐτή δείχνει ὅτι ἡ ρωσική κυβέρνηση ἐπιθυμοῦσε νά δημιουργήσει στά Ἱεροσόλυμα ἕνα «πρακτορεῖο» πληροφοριῶν καί ὄχι ἁπλᾶ μιά «ἐκκλησιαστική πρεσβεία», ὅπως ἀναφέρει, ὁ K. Kern[62], προκειμένου νά προωθήσει τά συμφέροντά της στή Μ. Ἀνατολή.

Τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων δέν ἔτρεφε αὐταπάτες γιά τό ποιός ἦταν πραγματικός σκοπός τῆς παρουσίας τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στούς Ἁγίους Τόπους. Σέ πιττάκιο πού διασώζεται στόν κώδικα τῆς ἐξερχομένης ἀλληλογραφίας τοῦ πατριαρχείου καί τό ὁποῖο ἀποστέλλει μητροπολίτης Πέτρας Μελέτιος πρός τόν πατριάρχη Κύριλλο γίνεται ἀναφορά γιά κάποιο μοναστήρι, τό ὁποῖο προσπαθοῦσαν νά ἀποκτήσουν οἱ ρωμαιοκαθολικοί καί τό ὁποῖο κατ᾿ αὐτούς ἦταν τό σημεῖο στό ὁποῖο ὑπῆρχε «μοναστήριον τοῦ τάγματος τοῦ Ἀδριανοῦ ἀρχαίου»[63]. Ὁ Πέτρας παρακάλεσε τόν πατριάρχη, ἄν ἦταν δυνατόν, νά ἀποκτήσει ἡ Ἀδελφότητα αὐτό τό μοναστήρι, σημειώνοντας μέ νόημα: «Μή λησμονῇ δέ ἡ Ὑμετέρα Θειοτάτη Μακαριότης, ὅτι καί οἱ ρῶσσοι ἐποφθαλμιοῦσι τό μέρος αὐτό, καί ἀλλοίμονον ἐάν καταντήσωμεν εἰς ἅμιλλαν  μέ τούς χρυσήλατους τούτους, οἵτινες διά τῶν λιρῶν αὐτῶν κατεγοήτευσαν τούς ἐνταῦθα…»[64]. Ἀπό τά παραπάνω καθίσταται γιά ἀκόμη μία φορά σαφές ὅτι ἡ ρωσική ἐξωτερική πολιτική ἦταν αὐτή πού ἐνδιαφερόταν γιά τά τεκταινόμενα στούς Ἁγίους Τόπους, προκειμένου νά προωθήσει τά συμφέροντά της στήν περιοχή καί ὄχι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἀναφορά τοῦ Ρώσου ὑπουργοῦ ἐξωτερικῶν Ἀλεξάνδρου Gorčakov πρός τόν τσάρο Ἀλέξανδρο Β’ (1855-1881) σχετικά μέ τή ρωσική παρουσία στούς Ἁγίους Τόπους: «Πρέπει νά καταστήσουμε τήν "παρουσία" μας στήν Ἀνατολή, ὄχι μέσῳ τῆς πολιτικῆς, ἀλλά διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας. Οὔτε οἱ Τοῦρκοι, οὔτε οἱ Εὐρωπαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τούς δικούς τους πατριάρχες καί ἐπισκόπους στήν Ἁγία πόλη, μποροῦν νά μᾶς τό ἀρνηθοῦν... Ἱερουσαλήμ εἶναι τό κέντρο τοῦ κόσμου καί θέση μας πρέπει νά εἶναι ἐκεῖ»[65]. Ἡ ρωσική λοιπόν πολιτική στούς Ἁγίους Τόπους προωθοῦσε τό σχέδιο, ἀκολουθώντας σταθερά βήματα τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Τό πρῶτο καί κυριότερο βῆμα ἦταν ἡ ἐγκατάσταση Ρώσου ἐκκλησιαστικοῦ ἀντιπροσώπου στούς Ἁγίους Τόπους καί δεύτερο ἵδρυση ξενώνων γιά τούς Ρώσους προσκυνητές καί εὐαγῶν ἱδρυμάτων καί σχολείων γιά τούς ντόπιους ὀρθοδόξους. Μέσω αὐτῶν ἡ ρωσική κυβέρνηση θά προωθοῦσε τήν ἰδέα μιᾶς στροφῆς τῶν ὀρθοδόξων κατά τῆς κανονικῆς τους ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς, ἤτοι τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Ἡ τέλεση μεγαλοπρεπῶν ἀκολουθιῶν καί σπατάλη χρημάτων θά ἔπαιζαν τόν ρόλο τοῦ ἐντυπωσιασμοῦ τῶν ντόπιων ὀρθοδόξων, παρά τό γεγονός ὅτι αὐτές οἱ πράξεις εἶναι σαφῶς ἀντίθετες πρός τήν ὀρθόδοξη πίστη καί παράδοση, τίς ὁποῖες ὑποτίθεται ὅτι οἱ Ρῶσοι ἤθελαν νά ἐκπροσωπήσουν. Στήν ἴδια τή Ρωσία δημιουργήθηκε ὁλόκληρο δίκτυο κρατικῶν ὀργανισμῶν, προκειμένου νά ὑποστηρίξει τό ἔργο τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στούς Ἁγίους Τόπους. Ἔτσι, ρωσική κυβέρνηση ἵδρυσε γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν Ρώσων προσκυνητῶν τή Ρωσική Ἑταιρεία Ἀτμοπλοΐας καί Ἐμπορίου μέ προϊστάμενο ἐκπρόσωπο τοῦ ρωσικοῦ προξενείου στά Ἱεροσόλυμα. Ταυτόχρονα στήν Ἁγ. Πετρούπολη ἱδρύθηκε ἡ Παλαιστινή Ἐπιτροπή τῆς Διευθύνσεως ἀσιατικῶν ὑποθέσεων τοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν (Palestinskaja komissaja pri Aziatskom departament MID), ἀπό τήν ὁποία προῆλθε στό 1882 ἡ Ρωσική Αὐτοκρατορική Ὀρθόδοξος Παλαιστινή Ἑταιρεία (Rossijskoe Imp. Pravoslavnoe Palestinskoe Obščestvo), ἡ ἀργότερα γνωστή ὡς Παλαιστίνια Ἑταιρεία[66].

Οἱ σχέσεις ὅμως τῆς ἐν Παλαιστίνῃ Ρωσικῆς Ἀποστολῆς καί τοῦ ρωσικοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν δέν ἦσαν πάντοτε ἀγαστές. Ἀντιθέτως μάλιστα, ὑπῆρξαν περίοδοι ἔντονων συγκρούσεων καί ἐντάσεων τόσο μέ τό ἐν λόγω ὑπουργεῖο, ὅσο καί μέ τούς ἴδιους τούς Ρώσους προσκυνητές πού βρίσκονταν στούς Ἁγίους Τόπους. Παράδειγμα μιᾶς τέτοιου εἴδους σοβαρῆς διαφωνίας ἦταν συμπεριφορά τοῦ μητροπολίτη Μελιτουπόλεως Κυρίλλου. Ὁ τελευταῖος θεωροῦσε ὅτι μποροῦσε νά ἀκολουθεῖ ἀνεξάρτητη ἐκκλησιαστική πολιτική, ἀρνούμενος τήν κρατική παρέμβαση. Ὅταν διαπίστωσε ὅτι κάτι τέτοιο δέν ἦταν δυνατό, σκέφθηκε νά ἐγκαταλείψει τή θέση του καί νά μήν ἐπιστρέψει στή Ρωσία. Ἔγραψε στόν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Χάρκωβ Μακάριο (Bulgakov) ὅτι σχεδίαζε νά ἀποσυρθεῖ στή μονή τοῦ Ἁγ. Σάββα στήν Παλαιστίνη[67]. Ἡ κατάσταση ἐκτονώθηκε προσωρινά μέ τήν ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα τοῦ προέδρου τῆς Παλαιστίνιας Ἐπιτροπῆς τῆς Πετρουπόλεως πρίγκιπος Κωνσταντίνου Nikolaevič. Ὁ πρίγκιπας ἐπιστρέφοντας στή Ρωσία καί προκειμένου νά δείξει τήν εὐαρέσκειά του πρός τόν ἐπίσκοπο Κύριλλο, πρότεινε νά τοῦ ἀπονεμηθεῖ καί δεύτερο ἐγκόλπιο μέ τήν Παναγία καί τό παράσημο τῆς Ἁγ. Ἄννης πρώτου βαθμοῦ[68]. Ὅμως, παρά τήν προσπάθεια ἐκτονώσεως τῆς ἐντάσεως μέ τίς προτάσεις τοῦ πρίγκιπος Κωνσταντίνου, ἡ ἔνταση μεταξύ τοῦ ρωσικοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν καί τοῦ Μελιτουπόλεως Κυρίλλου συνεχιζόταν. Ὅταν δεύτερος ἦλθε σέ σύγκρουση μέ τόν Ρῶσο πρόξενο στά Ἱεροσόλυμα Dorokovuzinov, ἀνακλήθηκε στή Ρωσία[69].

Ἡ θητεία τοῦ μητροπολίτη Μελιτουπόλεως ὡς προϊσταμένου τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στά Ἱεροσόλυμα δέν ἦταν καθόλου ἐπιτυχής. Παρά τό γεγονός ὅτι ὁ μητροπολίτης Κύριλλος εἶχε ὅλη τήν ὑλική καί πολιτική ὑποστήριξη τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως κατάφερε, μέ τίς ἄστοχες ἐνέργειές του, νά ἔρθει σέ σύγκρουση τόσο μέ τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὅσο καί μέ τούς Ρώσους προσκυνητές καί τή ρωσική κυβέρνηση. Ἔτσι, παρά τήν ἄποψη τοῦ Ρώσου ἱστορικοῦ Kern, ὅτι Κύριλλος ἀποκατέστησε τήν ἐμπιστοσύνη στίς σχέσεις τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς μέ τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, θεωροῦμε ὅτι μιά τέτοια ἀποκατάσταση τῶν σχέσεων δέν ἦταν οὐσιαστική ἀλλά ἕνας συμβιβασμός, τόν ὁποῖο ὑποχρεώθηκε νά κάνει τό πατριαρχεῖο προκειμένου νά μή συγκρουσθεῖ μέ τή Ρωσία γιά εὐνόητους λόγους. Ἡ προσφορά τοῦ Μελιτουπόλεως Κυρίλλου μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι περιορίσθηκε στήν ἀνέγερση ἑνός νοσοκομείου γιά τούς προσκυνητές, τό ὁποῖο ἔκτισε μέ τή βοήθεια τῆς μητέρας τοῦ τσάρου Μαρίας Aleksandrovna[70].

Ἀντικαταστάτης τοῦ Κυρίλλου ὁρίσθηκε τό 1865 ὁ ἀρχιμανδρίτης Λεωνίδας Kavelin. Ὁ Λεωνίδας ἦταν περισσότερο συγγραφέας καί λιγότερο ἄνθρωπος μέ διοικητικές ἱκανότητες[71]. Ἀπό τήν ἀλληλογραφία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων διαπιστώνουμε ὅτι Λεωνίδας εἶχε χαρακτήρα βίαιο καί τραχύ. σκληρή συμπεριφορά του ἀπέναντι στούς Ρώσους προσκυνητές προκάλεσε τήν ἀντίδρασή τους. «διαγωγή αὐτοῦ τούτου, ἀναφέρει ὁ μητροπολίτης Πέτρας πρός τόν πατριάρχη Κύριλλο, ἐφείλκυσεν τό μῖσος καί τήν κατ᾽ αὐτοῦ ἀπέχθειαν πάντων τῶν Ῥώσσων τῶν τε ἐκκλησιαστικῶν καί τῶν προσκυνητῶν, ὥστε ἐσχάτως οἱ ἐνταῦθα Ῥῶσσοι ἐκκλησιαστικοί, ἤτοι οἱ ἱερεῖς τους Μισαήλ καί ἱεροδιάκονος δι᾽ ἐπισήμου ἀναφορᾶς  των  ἀνήγγειλαν εἰς τό Προξενεῖον, ὅτι οὐδόλως δέχονται τοῦ λοιποῦ, ἵνα συλλειτουργήσωσι μετά τοῦ κ. Λεωνίδου, οὐδέ ἀναγνωρίζουσιν αὐτόν ὡς ἀρχηγόν ἐκκλησιαστικόν»[72]. Οἱ Ρῶσοι προσκυνητές κατέφυγαν στόν πρέσβυ τῆς Ρωσίας στά Ἱεροσόλυμα Κάρτζοφ καί τοῦ ζήτησαν τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα. Ἐκεῖνος τούς ἀνέφερε ὅτι ἡ μόνη ἐκκλησιαστική ἀρχή πού ἀναγνωρίζεται στά Ἱεροσόλυμα εἶναι τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί ὅτι ἐκεῖ θά ἔπρεπε νά ἀπευθυνθοῦν. Πράγματι, οἱ Ρῶσοι ὑπέβαλαν ἀναφορά στόν μητροπολίτη Πέτρας Μελέτιο, ὁποῖος ἐνημερωτικά ἔγραψε στόν πατριάρχη Κύριλλο: «ἡμεῖς κατά τό καθῆκον ἡμῶν ὡς μαθηταί τοῦ τῆς εἰρήνης διδασκάλου δεδώκαμεν τήν ἀναφοράν αὐτῶν πρός τόν κ. Πρόξενον καί προσεπαθήσαμεν νά συνδιαλλάξωμεν ἀμφότερα τά διαφωνοῦντα μέρη, ἀλλ᾽ ἐστάθη ἀδύνατον. Ὅθεν καί ἀμφότεροι ἔγραψαν εἰς Ῥωσσίαν τό ἕν κατά τοῦ ἑτέρου»[73].

Στό διάστημα μεταξύ τῆς 5ης καί τῆς 25ης Φεβρουαρίου 1865, ὁ πατριάρχης Κύριλλος ἐπέστρεψε στά Ἱεροσόλυμα[74] καί θά περίμενε νά ἔχει λυθεῖ τό ζήτημα τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα μέ τήν ἀνάκληση καί τήν ἀντικατάστασή του ἀπό ἄλλο κληρικό. Ἀντίθετα, ὅπως ἴδιος ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀβραάμ Νορόφ, «τοσοῦτον ἦν προκεχωρημένον τό κακόν καί τηλικοῦτος ἐπεκράτει κατά τοῦ Ἀρχιμανδρίτου ἐρεθισμός παρά πάσης τῆς ῥωσσικῆς κοινότητος, ὥστε πᾶσα πλέον διαλλαγή μεταξύ τῶν διαφερομένων ἀπέβαινεν ἀδύνατος»[75]. Σέ ἐπιστολή του δέ πρός τόν μητροπολίτη Πετρουπόλεως σημείωνε ὅτι ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν Κπολη στά Ἱεροσόλυμα πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἀρχιμανδρίτης Λεωνίδας τά εἶχε ἐγκαταλείψει καί βρισκόταν στή λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα. Συγχρόνως, Ρῶσοι προσκυνητές τόν ἐνημέρωναν γιά τήν κάκιστη συμπεριφορά τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα[76].

πατριάρχης, προκειμένου νά ἐκτονωθεῖ κατάσταση στή Ρωσική Ἀποστολή, ἀποφάσισε νά γράψει στή ρωσική Σύνοδο καί στό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν καί νά ζητήσει τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα καί τήν ἀντικατάστασή του ἀπό ἄλλο κληρικό σκεπτόμενος, «ὅτι ἐάν ἄνθρωπος μή ἀνεκαλεῖτο, μέγιστα καί πλεῖστα εἰς τό μέλλον ἤθελον συμβῇ κακά»[77]. Οἱ ἄστοχες κινήσεις καί ἡ συμπεριφορά τοῦ Ρώσου ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα ἀνάγκασαν τόν Κύριλλο νά τοῦ ἀπαγορεύσει νά λειτουργεῖ στά πανάγια Προσκυνήματα. Ὅμως ρωσική σύνοδος θεώρησε ὅτι ἡ στάση τοῦ Κυρίλλου ἦταν ἀπαράδεκτη, ἔφθασε μάλιστα, ὅπως ἴδιος πατριάρχης ἀναφέρει, νά θεωρήσει ὅτι πατριάρχης τούς ἐξύβρισε μέ τό γράμμα πού ἀπέστειλε, ζητώντας τήν ἀντικατάσταση τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα[78]. Ἡ κίνηση αὐτή τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου θεωρήθηκε ἀπό τή σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ὡς προσβολή γιά τήν ἴδια. Τόσο πολύ ὀργίσθηκαν τά μέλη της, ὥστε ἔφθασαν στό σημεῖο ὁ κόμης Τολστόη (αὐτοκρατορικός ἐπίτροπος τῆς συνόδου) καί μητροπολίτης Νόβγοροδ νά χαρακτηρίσουν τήν κίνηση τοῦ πατριάρχη ἀπρεπῆ καί μητροπολίτης Φιλάρετος νά ζητήσει ἔγγραφη συγγνώμη ἐκ μέρους τοῦ πατριάρχη. αὐτοκρατορικός ἐπίτροπος εἰσηγήθηκε τήν κατάργηση τῶν ἱεροσολυμιτικῶν μετοχίων στή Μόσχα καί τήν ἐκδίωξη τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν πού κατοικοῦσαν σ’ αὐτά[79]. Ἡ κατάργηση τῶν ἱεροσολυμιτικῶν μετοχίων στή Μόσχα θά σήμαινε στήν πραγματικότητα τήν παύση εἰσροῆς χρημάτων στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἀπό τά ἔσοδα τῶν συγκεκριμένων μετοχίων.

Στό ζήτημα ἐνεπλάκη καί Ρῶσος πρέσβυς στήν Κπολη Νικ. Ἰγνάτιεφ. Αὐτός πρότεινε γιά τήν ἐξομάλυνση τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν τή διεξαγωγή ἀνακρίσεων στή Ρωσική Ἀποστολή γιά τό ζήτημα τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα καί γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἀπεστάλη στά Ἱεροσόλυμα ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀντωνῖνος Καποῦστιν. Ὅμως μητροπολίτης Φιλάρετος ἀντιδροῦσε στήν ἀποστολή τοῦ Ἀντωνίνου, ἐπειδή φοβόταν ὅτι ὁ Ἀντωνῖνος δέν ἐπρόκειτο νά συγκρουσθεῖ σφοδρῶς μέ τόν πατριάρχη Κύριλλο. Στό τέλος ὅμως ὁ Νικ. Ἰγνάτιεφ ἔπεισε τόν μητροπολίτη Φιλάρετο γιά τήν ἀποστολή τοῦ Ἀντωνίνου[80]. Μάλιστα μέ ἐπιστολή του ζήτησε ἀπό τόν Ἀντωνῖνο νά πείσει τόν πατριάρχη Κύριλλο νά ἀποστείλει τήν ἐπιστολή μέ τή συγγνώμη του πρός τή Ρωσική Ἐκκλησία γιά τό ζήτημα τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα, ἰδίως μετά τήν ἐπιστολή πού τοῦ ἀπηύθυνε ὁ καγκελάριος πρίγκιπας Γκορτσακώφ ὡς ἀπάντηση στήν ἐπιστολή τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου γιά τό αὐτοκρατορικό ἰωβηλαῖο. Γράφει χαρακτηριστικά πρός τόν Ἀντωνῖνο: «Ἐλπίζω, ὅτι διά ταύτην τήν φοράν τουλάχιστον πείσμων γέρων θά μέ εὐχαριστήσῃ διά τοῦτο» (γιά τήν ἐπιστολή τοῦ πρίγκιπα Γκορτσακώφ γιά τήν ὁποία μεσολάβησε)[81].

ἀπάντηση τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου σ’ αὐτή τήν εἰς βάρος του κατηγορία ἐκ μέρους τῆς ρωσικῆς συνόδου ἦταν αὐστηρή. Ἔγραψε χαρακτηριστικά στόν Ρῶσο Ἀβραάμ Νορόφ: «Τό καθ᾽ ἡμᾶς οὖν ἐξεπληρώσαμεν, ἐξοχώτατε, πολύτιμον χρέος πρός κατάπαυσιν τηλικούτου σκανδάλου. Ἀδιάφορον δ᾽ ἔστιν ἡμῖν, δι᾽ ὅσα φρονεῖ ἤ γράφει καθ᾽ ἡμῶν ὑμετέρα ἐξοχότης. Θεός οὐ μυκτηρίζεται, ἀλλ᾽ ἐτάζει καρδίας καί νεφρούς»[82]. συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς του δείχνει τή σοβαρή ἐπιδείνωση τῶν σχέσεών του μέ τή Ρωσική Ἐκκλησία καί τήν ὀργή του γιά τίς κατηγορίες πού ἐξέφρασε ἡ ρωσική σύνοδος, ἀλλά καί Ρῶσοι διπλωμάτες γιά τό πρόσωπό του. Φθάνει μάλιστα στό σημεῖο νά ἀναφέρει στόν Νορόφ ὅτι δέν τόν ἐνδιαφέρει ἡ χρηματική βοήθεια πού προσφέρει τό ρωσικό κράτος στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί παύει νά ἐπιδιώκει τήν προστασία τῆς ρωσικῆς αὐτοκρατορίας, σημειώνοντας ὅτι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος πάντοτε προστατεύει τόν Πανάγιο Τάφο, θά «διατηρήσει αὐτόν μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων, ὅς καί μέχρι τοῦδε συνετήρησεν ἐκ μυρίων συμφορῶν...»[83]. Ἀπό αὐτή τήν ἐπιστολή φαίνεται ὅτι ὁ πατριάρχης δέν ἀνεχόταν τίς ἀπειλές περί παύσεως τῆς βοήθειας πρός τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων μέ ἀντάλλαγμα τήν ὑπακοή του στίς ἐπιταγές τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί κατ᾽ ἐπέκταση στίς ἐπιταγές τῆς ρωσικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Ὅμως, παρά τίς ὅποιες ἀντιδράσεις, στάση τοῦ Κυρίλλου, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, ἄλλαξε, προφανῶς ἐξαιτίας τῶν πιέσεων καί τῶν ἀπειλῶν πού δέχθηκε ἀπό τή ρωσική πλευρά καί κυρίως ἀπό τόν Νικ. Ἰγνάτιεφ. Αὐτό πού εἶναι ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι αὐτή τήν περίοδο οἱ σχέσεις τοῦ Κυρίλλου μέ τή Ρωσία ἔφθασαν στό χειρότερο σημεῖο τους, ἀλλ᾽ κατάσταση βελτιώθηκε μέ τή μεσολάβηση τοῦ μητροπολίτη Μόσχας Φιλαρέτου, ὁποῖος ζήτησε νά ἀντικατασταθεῖ Λεωνίδας Kavelin ἀπό τόν ἀρχιμανδρίτη Ἀντωνῖνο Καποῦστιν[84].

Ὁ Νικ. Ἰγνάτιεφ θεωροῦσε ὅτι ἡ ἀποστολή τοῦ Ἀντωνίνου στά Ἱεροσόλυμα ἦταν ἡ καλύτερη ἐπιλογή γιά τή ρωσική κυβέρνηση, ἀφοῦ σ’ αὐτόν ἀναγνώριζε ὅτι εἶχε ἔμφυτη διπλωματική ἱκανότητα, εὔστροφο καί ὀξύ νοῦ. Σέ ἐπιστολή του μέ ἡμερομηνία 10/22 Αὐγούστου 1868 ἀνέφερε στόν ἴδιο τόν Ἀντωνῖνο ὅτι ἦταν ὁ μόνος, ὁ ὁποῖος θά μποροῦσε νά ἀποκαταστήσει τίς σχέσεις τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου μέ τή Ρωσική Ἐκκλησία καί ὅτι ἡ ἔνταση στίς σχέσεις τοῦ πατριάρχη μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα ἦσαν ἀποτέλεσμα παρεξηγήσεως[85]. Αὐτό πού προκαλεῖ ἰδιαίτερη ἐντύπωση στή διένεξη πού δημιουργήθηκε μεταξύ τοῦ Κυρίλλου καί τῆς ρωσικῆς συνόδου ἦταν ἡ ἄποψη πού εἶχε ἡ δεύτερη σχετικά μέ τό θέμα. Ὁ Κύριλλος ἦταν ἡ κανονική κεφαλή τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου δροῦσε ἀντικανονικῶς ἡ Ρωσική Ἀποστολή. Οἱ διενέξεις τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα μέ τούς Ρώσους προσκυνητές προκάλεσαν τήν ἀντίδρασή τους καί οἱ ἴδιοι προσέφυγαν στόν πατριάρχη Κύριλλο, ὅπως καί ὄφειλαν, προκειμένου νά ἐπιλυθεῖ τό ζήτημα. Αὐτός πρότεινε στή ρωσική Σύνοδο τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα, προκειμένου νά λυθεῖ τό πρόβλημα. Ἡ πρότασή του ἦταν ὀρθή καί δέν ἀποτελοῦσε προσβολή πρός τή ρωσική Σύνοδο. Ἀντιθέτως ἦταν ἰδιαιτέρως μετριοπαθής, καθώς ὁ Κύριλλος εἶχε τό κανονικό δικαίωμα νά ἐπιβάλει στόν ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα αὐστηρότερες κανονικές ποινές καί νά τόν ἐκδιώξει ἀπό τή δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου του. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ ἀντίδραση τῆς ρωσικῆς Συνόδου χαρακτηρίζεται ἀπό ἀντιεκκλησιαστικό πνεῦμα, ἔπαρση καί ἀλαζονεία, καθώς λίγο ὡς πολύ ὁ πατριάρχης Κύριλλος καί τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων θεωροῦνταν ὡς ὑποχρεωμένοι νά ὑπακούουν ἀδιαμαρτύρητα σέ ὅ,τι ἐπέβαλλε ἡ ρωσική κυβέρνηση, προβάλλοντας πάντοτε τόν ὠμό ἐκβιασμό τῆς διακοπῆς τῆς οἰκονομικῆς βοηθείας πρός αὐτό. στάση τῆς ρωσικῆς Συνόδου δείχνει βεβαίως τόν μεγάλο βαθμό ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τήν ἀπόλυτη ἐξάρτησή της ἀπό τή ρωσική κυβέρνηση. Ἡ στάση τῆς ρωσικῆς Συνόδου ἀπεῖχε πολύ ἀπό τό πραγματικό πνεῦμα τῶν σχέσεων πού πρέπει νά διέπουν τίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, θεωροῦμε ὅμως ὅτι αὐτή στάση ἦταν σέ μεγάλο βαθμό ἐπιβεβλημένη ἀπό τή ρωσική πολιτεία. Ἡ ἀποστολή τελικῆς ἔγγραφης συγγνώμης ἐκ μέρους τοῦ Κυρίλλου πρός τή ρωσική Σύνοδο, στήν ὁποία ἀπολογεῖτο γιά τόν τρόπο πού χειρίσθηκε τήν ὑπόθεση τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα, δέν ἔδωσε τήν ἀπάντηση πού θά ἔπρεπε νά λάβει ἡ ρωσική Σύνοδος καί ἐμμέσως ἡ ρωσική κυβέρνηση.

Ὁ Ἀντωνῖνος ἔφθασε στά Ἱεροσόλυμα στίς 11 Σεπτεμβρίου 1865[86], προκειμένου νά ἀντικαταστήσει τόν Λεωνίδα Kavelin καί νά ἀποκαταστήσει τίς σχέσεις τοῦ Κυρίλλου μέ τή Ρωσική Ἐκκλησία. Ὁ ἀρχιμανδρίτης Ἀντωνῖνος ἦταν ἔμπειρος ἐκπρόσωπος ἀντιστοίχων ρωσικῶν ἀποστολῶν τόσο στήν Ἀθήνα, ὅσο καί στήν Κπολη. Ἦταν προστατευόμενος τῆς τσαρίνας Μαρίας, μητέρας τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Γ’ (1855-1881)[87], καί αὐτό τοῦ παρεῖχε τή δυνατότητα μεγαλύτερης ἐλευθερίας χειρισμῶν. Στίς συζητήσεις του μέ τόν πατριάρχη Κύριλλο γιά τό ζήτημα τοῦ ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα καί τῶν κατηγοριῶν πού ἀπέδιδαν στόν Κύριλλο Ρῶσοι κληρικοί καί διπλωμάτες, ὁ Ἀντωνῖνος τόν ἔπεισε νά ἀποστείλει ἐπιστολή πρός τή Ρωσική Ἐκκλησία «ἐν συνοχῇ καρδίας», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος Παπαμιχαήλ, οὐσιαστικά ζητώντας συγγνώμη γιά τή στάση του[88]. Αὐτή ἡ παλινωδία τοῦ Κυρίλλου στίς σχέσεις του μέ τή Ρωσία καταδεικνύει τό γεγονός ὅτι ὁ πατριάρχης εἶχε ἐμπλακεῖ σέ μιά σχέση ἐξαρτήσεως, ἡ ὁποία, παρά τά ὅσα ὁ ἴδιος ἀνέφερε, δέν τοῦ ἐπέτρεπε τήν ἀπεμπλοκή του ἀπό αὐτήν, καθώς ἀπειλεῖτο ἀπό τή διακοπή τῆς βοηθείας καί τῆς διπλωματικῆς στηρίξεως τοῦ πατριαρχείου τῶν Ἱεροσολύμων ἀπό τή ρωσική διπλωματία.

Κατά τόν Κ. Παπουλίδη, ἡ συγκεκριμένη ἐνέργεια τοῦ Ἀντωνίνου δέν σημαίνει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἀντωνῖνος υἱοθετοῦσε τίς ἀντικανονικές παρεμβάσεις τῆς ρωσικῆς διπλωματίας, ἀλλά καί τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Θεωρεῖ ὅτι Ἀντωνῖνος ἦταν μέν κληρικός τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἀλλά δέν υἱοθετοῦσε τίς πανσλαβιστικές καί ἐθνικιστικές ἰδέες πού ἀποδέχονταν ἄλλοι κληρικοί ἤ λαϊκοί, οὔτε βέβαια καί τίς ἐνέργειες τοῦ ρωσικοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν, πού χρησιμοποιοῦσε τήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά ἐξυπηρετήσει τά συμφέροντα τῆς ρωσικῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς. Ὅταν ὁ Ἀντωνῖνος ξεκίνησε τήν πορεία του ἀπό τή Ρωσία ὡς ἱερομόναχος, ἔχοντας πτυχίο Θεολογίας[89] καί ὡς καθηγητής τῆς Θεολογικῆς σχολῆς τοῦ Κιέβου, στήν Κπολη καί στή συνέχεια στά Ἱεροσόλυμα, εἶχε γαλουχηθεῖ μέ τή ρωσική νοοτροπία πού κυριαρχοῦσε στήν ἐποχή του περί τῆς δῆθεν ὑπεροχῆς τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἰς βάρος τῶν ὑπολοίπων πατριαρχείων καί αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. ρωσική νοοτροπία θεωροῦσε τίς ὑπόλοιπες Ἐκκλησίες ὄχι ὡς διαδόχους ἀποστολικῶν θρόνων, οὔτε ὡς διδασκάλους, ἀλλά ὡς πτωχούς συγγενεῖς, οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν στή Ρωσία γιά οἰκονομική ἐνίσχυση καί βοήθεια[90]. Ὁ Ἀντωνῖνος, συνεχίζει ὁ Κ. Παπουλίδης, θεωροῦσε ὅτι στή χριστιανική Ἀνατολή, αὐτή πού τόσο ὑποτιμοῦσε ἡ ρωσική νοοτροπία, βρίσκονταν οἱ ἀποστολικοί θρόνοι, οἱ τηρητές τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως. Ἡ Ἀνατολή, πίστευε, δέν γνώρισε τίς μεταρρυθμίσεις τοῦ μεγάλου Πέτρου (μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ εἰσαγωγή μιᾶς προτεσταντικῆς συλλογικῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας), πού ἀλλοίωσαν τό διοικητικό σύστημα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ρῶσος κληρικός γράφει ὅτι «ὅταν ἀγνοοῦμε τήν Ἀνατολή, ἀγνοοῦμε τήν πραγματικότητα, νομίζουμε ὅτι τό δικό μας ρωσικό ὀρθό εἶναι καί ὀρθόδοξο». Χαρακτηριστική εἶναι καί ἡ ἐπιστολή τοῦ Ἀντωνίνου πρός τή μητέρα τοῦ τσάρου Ἀλεξάνδρου Γ’ (1881-1894) καί προστάτιδά του Μαρία Aleksandrovna μέ ἡμερομηνία 22 Νοεμβρίου 1858: «Δέν μᾶς ἀγαποῦν οἱ Ἕλληνες, οἱ Τοῦρκοι, οἱ Ἄραβες, οἱ Ρουμάνοι, ἀκόμη καί οἱ Βούλγαροι, γιατί ἐμεῖς θέλουμε νά ἐπιβληθοῦμε, γιατί ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καταστροφεῖς τῆς ἐθνικῆς ὑποστάσεώς τους (razrušitelej ih nacional᾽nosti). Ἀλλά, ἄν τούς πλησιάζαμε μέ εἰλικρίνεια καί μέ χριστιανική αὐτοκριτική, τότε θά εἴχαμε τέτοιους φίλους, πού δέν θά βρίσκαμε καλλίτερους πουθενά στόν κόσμο»[91]. Ἀπό τά παραπάνω καθίσταται σαφές, σημειώνει ὁ Κ. Παπουλίδης, ὅτι Ἀντωνῖνος δέν ἦταν φιλέλληνας μέ τήν ἔννοια μιᾶς ἁπλῆς συναισθηματικῆς συμπάθειας πρός τούς Ἕλληνες, ἀλλά ἕνας λόγιος ἐπιστήμων, ὁποῖος εἶχε μελετήσει ἱστορία, ἀρχαιολογία καί ὅλες ἐκεῖνες τίς πηγές, πού βεβαίωναν τήν ἱστορική ἀλήθεια περί τῆς σχέσεως τῶν ἑλληνόφωνων Ἐκκλησιῶν μέ τήν ἀρχαία Ἐκκλησία, στίς ὁποῖες διατηρεῖτο καί διατηρεῖται ἀνόθευτη ἡ ἀποστολική παράδοση τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων[92].

Ὁ βιογράφος τοῦ Ἀντωνίνου Kern σημειώνει ὅτι ὅταν αὐτός ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, τό χωριό Baturin, τό 1863, αἰσθανόταν ξένος καί ἴσως γι᾽ αὐτόν τόν λόγο δέν δέχθηκε τόν βαθμό τοῦ ἐπισκόπου[93]. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ στάση του καθώς καί ἡ ἐν γένει βιωτή του τόν ἔκαναν συμπαθῆ ὄχι μόνο στούς Ρώσους προσκυνητές, ἀλλά καί στούς Ἕλληνες καί τούς ἑτεροδόξους[94]. Θεωροῦμε ὅτι δέν ἦταν φανατικός ἀκόλουθος τῆς πολιτικῆς πού ἀκολουθοῦσε ἡ Ρωσία στά Βαλκάνια καί τή Μ. Ἀνατολή. Ἡ παιδεία του, ἡ θητεία του στήν Ἀθήνα, ἡ παραμονή στήν Κπολη, ἕδρα τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου, διαμόρφωσαν τή διαφορετική ἄποψή του ὅσον ἀφορᾶ στή σχέση πού πρέπει νά ἔχει Ρωσική Ἐκκλησία μέ τά παλαίφατα πατριαρχεῖα καί τόν Ἑλληνισμό. Δέν πιστεύουμε ὅμως ὅτι ὁ Ἀντωνῖνος εἶχε πλήρως ἀποκοπεῖ καί ἀπό αὐτή τήν ἐπιρροή, γι᾽ αὐτό προσπάθησε νά στηρίξει τά συμφέροντα τῆς ρωσικῆς πλευρᾶς στό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων μέ τόν δικό του τρόπο. Πιό συγκεκριμένα, ὅπως θά δοῦμε στό οἰκεῖο κεφάλαιο, προώθησε τήν ἀγορά γῆς στούς Ἁγίους Τόπους, προκειμένου νά ἑδραιώσει στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων τή ρωσική παρουσία, πράξη κατά τή γνώμη μας, ἀντιεκκλησιαστική καί πολύ ἀπέχουσα ἀπό τίς πραγματικές σχέσεις πού θά ἔπρεπε νά ὑφίστανται μεταξύ τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων.

Μελετώντας τή δράση τῶν ἐκπροσώπων τῆς Ρωσικῆς Ἂποστολῆς καθ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας τοῦ Κυρίλλου, συμπεραίνουμε ὅτι σκοπός τῆς ὑπάρξεώς της ἦταν ἐξυπηρέτηση τῶν συμφερόντων τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως. Αὐτό τό γεγονός δέν εἶναι κάτι τό ὁποῖο γνωρίζουμε σήμερα. Αὐτή ἦταν μιά πραγματικότητα πού γνώριζε πολύ καλά τόσο ὁ πατριάρχης Κύριλλος, ὅσο καί ἡ περί αὐτόν Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα. Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε ὅτι τόν Φεβρουάριο τοῦ 1858 καί λίγο πρίν τήν ἄφιξη τοῦ νέου ἀρχηγοῦ τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς μητροπολίτη Μελιτουπόλεως Κυρίλλου στά Ἱεροσόλυμα, ὁ μητροπολίτης Πέτρας ἔγραψε στόν πατριάρχη Κύριλλο: «ἀναμένομεν ὑμετέρας διαταγάς καί ὁδηγίας οὐχί μόνον ὡς πρός ὅσα ἀφορῶσι τήν ἐξωτερικήν ἡμῶν μετ᾽ ἐκείνου σχέσιν καί  συμπεριφοράν,  ἀλλά προσέτι  καί  ὅσα ἀφορῶσι τά  περί  τήν  ἐκτέλεσιν   ἐκκλησιαστικῶν   καθηκόντων   καί  ἐθιμοταξιῶν:  τοὐτέστι ἐάν ἐκζητήσῃ ἐκείνου Πανιερότης ἐκτελέσαι Βασιλικά μνημόσυνα ἤ ἰδιωτικά ἐν  τῷ Ἱερῷ Καθολικῷ, ἐν τῷ Φρικτῷ Γολγοθᾷ ἤ ὅταν ἀπαιτῇ ἐπιτελεῖν ἱερουργίαν ἐν τῷ Πανιέρῳ Ναῷ ἤ ἀλλαχοῦ, τότε ἡμεῖς πῶς πρέπει, ἵνα προσενεχθῶμεν, καί τί ποιῶμεν;... Πρός δέ τούτοις μεταξύ τῆς Ἱερᾶς ἡμῶν ἀδελφότητος ὁποίαν τάξιν θέλει κατέχει, Πανιερότης του, ἤ ἐν Ἱερουργίαις, ἐν καθέδραις;»[95]. Ἀπό τήν ἐπιστολή καθίσταται σαφές ὅτι ὁ Πέτρας ἐπιθυμοῦσε τήν ἀκριβῆ ρύθμιση τῶν σχέσεων τῆς Ἀδελφότητας μέ τόν ἀρχηγό τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς. Ὁ ἐπίτροπος τοῦ πατριάρχη ἐπιθυμοῦσε νά γνωρίζει μέ κάθε λεπτομέρεια τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἔπρεπε νά κινεῖται στίς σχέσεις του μέ τόν ἐκπρόσωπο τῆς Ἀποστολῆς, ἡ ὁποία δέν ἦταν πνευματική, ἀλλά καλυμμένη πολιτική ἀποστολή μέ σκοπό τήν προώθηση τῶν ρωσικῶν πολιτικῶν συμφερόντων στήν περιοχή, μέ προκάλυμμα τήν ἐκκλησιαστική βοήθεια πρός τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων. Αὐτό ἀποτελεῖ γεγονός πού κατέγραψαν ὄχι μόνο Ἕλληνες ἐκκλησιαστικοί ἱστορικοί, ἀλλά τό κυριότερο Ρῶσοι καί μάλιστα κληρικοί.

  Ρῶσος ἀρχιμανδρίτης Κυπριανός  Kern, καθηγητής στό ρωσικό ἰνστιτοῦτο «Ἅγιος Σέργιος» τῶν Παρισίων καί ἀρχηγός τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στούς Ἁγίους Τόπους, θεωρεῖ ὅτι ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τήν ἐποχή τοῦ Φιλαρέτου χαρακτηριζόταν ἀπό ἐθνικιστικά αἰσθήματα[96]. Ἰδιαίτερα σημαντική εἶναι καί ἡ ἀναφορά τοῦ Ρώσου ἱερομονάχου Βίκτωρα, ὁ ὁποῖος σημειώνει ὅτι: «παροῦσα ἱεραποστολή ἡμῶν, καίτοι ἐκτός τῆς ἀμφιβολίας ἀνάγεται εἰς τά Ἱδρύματα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ἱδρύθη ὅλως ἀνεξαρτήτως ὑπό τῆς Πολιτικῆς Ἀρχῆς. πρῶτος αὐτῆς ἀρχηγός Ἀρχιμανδρίτης Πορφύριος οὐδεν ἄλλο ἦτο, εἰμή πράκτωρ τῆς Ρωσικῆς Κυβερνήσεως μετά καθαρῶς εἰδικῶν σκοπῶν ὑπό τήν σημαίαν τῆς ὑποστήριξεως τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν Ἀνατολή… Ὁ Κυβερνητικός οὗτος πράκτωρ ἠναγκάζετο νά κρύπτηται ὑπό τό ράσον πρό τῶν ὀμμάτων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, οἵτινες ταχέως ἠγνόησαν τήν ὑπό τῆς Ρωσικῆς Κυβερνήσεως ἐπίσημον ἀποστολήν τοῦ πρώτου ἀρχηγοῦ τῆς Ἱεραποστολῆς, ἐκλαμβάνοντες αὐτόν ὡς κατάσκοπον οὐχί τῆς Πολιτείας, παρ᾿ ἧς ἐπεστάλη, ἀλλά τῆς Ἐκκλησίας καί παραπλάνησις αὕτη ἐγένετο ἀφετηρία πολλῶν παρεννοήσεων ἐν τῷ περαιτέρῳ βίῳ τῆς Ἱεραποστολῆς...»[97]. Οἱ κινήσεις τοῦ Πορφυρίου, συνεχίζει ὁ ἱερομόναχος Βίκτωρ, προκάλεσαν στόν ἑλληνικό κλῆρο «δυσπιστίαν, ὑποψίαν... τήν τοιαύτην ψυχρότητα τῶν σχέσεων ἐπηύξησεν ἔτι προστασία τῆς Ρωσίας τῶν ἀραβοφώνων καί προστασία τῶν ἐθνικῶν αὐτῶν συμφερόντων οὐχί ἀπέναντι τῶν Καθολικῶν καί Προτεσταντῶν, τῶν ἐπιτοπίων Τουρκικῶν ἀρχῶν, ἀλλ᾿ ἀπέναντι τῶν νομίμων αὐτῶν ἱεραρχῶν. Τοῦτο ἀντέκειτο πλήρως τοῖς κανόσι καθ᾿ οὕς ἀπαγορεύεται νά ἐργαζώμεθα ἐν ξένῃ Αὐτοκεφάλῳ Ἐκκλησίᾳ καί ἔτι μᾶλλον ἐναντίον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας ταύτης»[98]. Αὐτή στάση τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς καί οἱ ἀπώτεροι σκοποί της δέν εἶχαν καμία σχέση μέ τήν προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας καί δικαιολογοῦν ἀπόλυτα τή στάση τῶν Ἁγιοταφιτῶν ἐναντίον της. Ἡ ἐπέμβαση τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως στά ἐσωτερικά ζητήματα τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀποτελοῦσε κατάφορη παράβαση τῶν ἱερῶν κανόνων διοικήσεως τῶν ἀνεξάρτητων τοπικῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά ἔδειχνε καί τήν προσπάθεια ἐπιβολῆς τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, κάτι πού εἶναι ἐντελῶς ξένο στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία.

Τά ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς δράσεως τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς καταγράφει ὁ ἱερομόναχος Βίκτωρ: «Ἐκ τῆς τοιαύτης θλιβερᾶς τάσεως τῶν ἐνεργειῶν τῆς ἡμετέρας Ἱεραποστολῆς προῆλθε διά τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μέγιστον κακόν καί τό κακόν τοῦτο αὐξάνει μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν. τάσις αὕτη τῆς δράσεως ἡμῶν ὤφειλε νά παραγάγῃ καί παρήγαγε διαίρεσιν μεταξύ τοῦ ἐπιτοπίου ποιμνίου καί τῶν νομίμων αὐτοῦ ποιμένων, ὥστε νά διάκεινται ἐχθρικῶς πρός ἀλλήλους. Τοιαύτη δυσαρέσκεια ἀνεπτύχθη ἐν τῇ τάσει τοῦ ἀραβικοῦ λαοῦ πρός φυλετικήν ἀνεξαρτησίαν ὑποστηριζομένην καί ὑφ᾿ ἡμῶν τῶν Ρώσων»[99]. Καί συμπεραίνει γιά τό ἔργο τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στήν Παλαιστίνη: «Ἤλθομεν εἰς βοήθειαν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένην ἐν λυπηρᾷ καταστάσει ὑπό ζυγόν, ὅπως συνενώσωμεν πάντας τούς Ὀρθοδόξους τῆς ἁγίας Γῆς ὑπό μίαν κεφαλήν τόν Πρωθιεράρχην τοῦ θρόνου τοῦ Ἀδελφοθέου Ἰακώβου καί ὅπως ἐν τῇ ἑνότητι ταύτῃ ὦμεν ἰσχυροί κατά πάσης ψευδοδιδασκαλίας. Δυστυχῶς τό τοιοῦτο δέν ἐγένετο. Ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐβαδίσαμεν πεπλανημένην ὁδόν πλήρους ἀπομονώσεως»[100].

Συμπερασματικά, τό ἔργο τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς ἀρχικά καί τῆς Παλαιστινῆς Ἑταιρείας στή συνέχεια δέν ἦταν ἐπιτυχές. Ἡ ἐμφανής ἀνθελληνική δράση τοῦ Πορφυρίου Οὐσπένσκυ κατά τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί κατά τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου κινητοποίησε νωρίς τό πατριαρχεῖο, μέ ἀποτέλεσμα ἀποστολή του νά ἀποτύχει παταγωδῶς. Ἡ παρουσία τοῦ μητροπολίτη Μελιτουπόλεως Κυρίλλου ἀποκατέστησε σέ μεγάλο βαθμό τή σχέση τῆς Ἀποστολῆς μέ τό πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ὅμως διατηροῦσε πάντοτε ἐπιφυλάξεις καί παρακολουθοῦσε μέ μεγάλη προσοχή τίς κινήσεις του. Ἡ δράση τοῦ μητροπολίτη Κυρίλλου, ἐξαιτίας τῆς συγκρούσεώς του μέ τό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν ὅσον ἀφορᾶ στήν πολιτική πού ἀκολουθοῦσε καί στίς ἁρμοδιότητές του, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Ἡ συμπεριφορά τοῦ διαδόχου του ἀρχιμανδρίτη Λεωνίδα Kavelin πρός τούς προσκυνητές ὄξυνε τά πνεύματα μεταξύ τῆς ρωσικῆς Συνόδου καί τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου, χωρίς ὁ δεύτερος νά εὐθύνεται γι᾽ αὐτό. Ὅμως ἡ μή σθεναρή στάση τοῦ πατριάρχη δέν ἔδωσε τήν, κατά τή γνώμη μας, σαφή ἀπάντηση στή ρωσική Σύνοδο γιά τό ποιά θά ἔπρεπε νά εἶναι τά ὅρια τῆς παρουσίας τῶν Ρώσων στήν Ἁγία Γῆ, καθώς ἀντικανονικῶς ἡ Ρωσική Ἐκκλησία εἶχε ἀποδεχθεῖ τή δημιουργία ἀπό τό ρωσικό κράτος ἐκκλησιαστικῆς ἀντιπροσωπείας στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Βεβαίως, γραπτή συγγνώμη τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου πρός τή σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀποκατέστησε τίς σχέσεις τους, δέν ὁριοθέτησε ὅμως τό πλαίσιο τῶν κανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεών τους. Ἡ ἄφιξη τοῦ ἀρχιμανδρίτη Ἀντωνίνου στά Ἱεροσόλυμα μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὅτι ἦταν ἡ πιό ἐπιτυχής ἐπιλογή τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως, χωρίς ὅμως τό ἔργο του νά στεφθεῖ μέ ἐπιτυχία. Ἡ ἀγορά γῆς, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω, ἦταν ἐπιτυχής, ἀλλά δέν ἀπέδωσε τά ἀνάλογα ἀποτελέσματα στό σχέδιο πού εἶχε διαμορφώσει ὁ Ἀντωνῖνος.

 

β) Ἡ προσπάθεια τῆς Ρωσίας γιά τήν ἀλλοίωση τοῦ προσκυνηματικοῦ καθεστῶτος τῶν Ἁγίων Τόπων.

 

ρωσική ἐξωτερική πολιτική δέν ἀκολούθησε πάντοτε σταθερή γραμμή ὅσον ἀφορᾶ στό προσκυνηματικό ζήτημα. Ἡ πολιτική της καθορίσθηκε ἀπό δύο βασικούς παράγοντες, ἀπό τά συμφέροντά της στήν περιοχή τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὅπως αὐτά καθορίσθηκαν πρίν καί μετά τόν Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856), καί ἀπό τήν ἀνάπτυξη τῆς ἰδεολογίας τοῦ πανσλαβισμοῦ, ἡ ὁποία ἐπηρέασε τήν ἐξωτερική πολιτική τῆς χώρας κυρίως μετά τή δεκαετία τοῦ 1860[101]. Ἀφορμή τοῦ λεγόμενου Κριμαϊκοῦ πολέμου ἦσαν οἱ ἔριδες τῶν λατίνων καί τῶν ὀρθοδόξων γιά τό καθεστώς τῶν προσκυνημάτων τῶν Ἁγίων Τόπων. Ἤδη ἀπό τό 1849 βασιλιάς τῆς Γαλλίας Ναπολέων Γ’ (1848-1870) ἔπεισε, ὅπως εἴδαμε, τήν Ὑψηλή Πύλη νά ἀναγνωρίσει τά δικαιώματα τῶν λατίνων ἐπί ὁρισμένων παναγίων Προσκυνημάτων, προκαλώντας τήν ἀντίδραση τοῦ τσάρου Νικολάου. Ἡ ἀντίδραση τοῦ τσάρου ἀνάγκασε τόν Σουλτάνο νά ἀφαιρέσει τά προνόμια πού εἶχε παραχωρήσει στούς λατίνους. Ὅμως αὐτή του ἡ κίνηση δέν ἱκανοποίησε τή ρωσική πλευρά, ἡ ὁποία ζήτησε περισσότερες παραχωρήσεις γιά τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας (μεταξύ τῶν ὁποίων τήν παντελή ἀνεξαρτησία τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριαρχείου καί τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἐπεμβάσεις τῆς ὀθωμανικῆς διοικήσεως)[102]. Τά προνόμια πού ζητοῦσε τσάρος προκάλεσαν τήν ἀντίδραση τῶν ἄλλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων, ὡς κλονίζοντα τήν ἴδια τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία. Ἡ Βρετανία γνώριζε ὅτι σχέδιο τοῦ τσάρου Νικολάου ἦταν ὁ διαμελισμός τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καί φοβούμενη τήν πραγματοποίησή του συμμάχησε μέ τόν Ναπολέοντα ἐναντίον τῶν ρωσικῶν ἀπαιτήσεων. Ἀπό τή μεριά της ἡ Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, παίρνοντας θάρρος ἀπό τή συμμαχία πού δημιουργήθηκε ἐναντίον τῆς Ρωσίας, ἀπέρριψε τίς ἀξιώσεις της καί ἔτσι ξέσπασε ὁ Κριμαϊκός πόλεμος[103].

Μετά τήν ἄρνηση τῆς ὀθωμανικῆς κυβερνήσεως νά ἱκανοποιήσει τίς ἀξιώσεις τῆς Ρωσίας, οἱ ρωσικές δυνάμεις εἰσέβαλαν στή Μολδοβλαχία καί στίς 30 Νοεμβρίου 1853 βύθισαν τόν ὀθωμανικό στόλο τοῦ Ὀσμάν πασᾶ στή Σινώπη. Οἱ πολεμικές κινήσεις τῆς Ρωσίας ἀναχαιτίσθηκαν ἀπό τόν γαλλοβρετανικό συνασπισμό, ὁ ὁποῖος τάχθηκε στό πλευρό τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας γιά νά ἀνακόψει τίς ἐπιτυχίες τοῦ ρωσικοῦ στρατοῦ καί ναυτικοῦ. Ἡ Αὐστρία ἀπό τήν πλευρά της κατάφερε νά ἀπομακρύνει τά ρωσικά στρατεύματα ἀπό τή Μολδοβλαχία καί ἡ συμμαχία τῶν δυνάμεων Βρετανίας, Γαλλίας καί Αὐστρίας κατάφερε νά μεταφέρει τόν πόλεμο στήν Κριμαία καί κυρίως στήν περιοχή τῆς Σεβαστουπόλεως, στήν ὁποία βρισκόταν ρωσικός ναύσταθμος. Οἱ Ρῶσοι ἀναγκάσθηκαν νά βυθίσουν ὅλο τους τόν στόλο καί ἡ πόλη-λιμάνι τῆς Σεβαστουπόλεως κατελήφθη μετά ἀπό πολιορκία. Μετά τήν ἧττα της ἡ Ρωσία συνομολόγησε εἰρήνη, τήν ὁποία διευκόλυνε καί ὁ θάνατος τοῦ τσάρου Νικολάου (2 Μαρτίου 1855). Ἡ συνθήκη εἰρήνης ὑπογράφηκε στό Παρίσι (1856) καί ἦταν πολύ ταπεινωτική γιά τή Ρωσία. Σύμφωνα μέ αὐτήν, ἡ Ρωσία ἔπαυε νά εἶναι προστάτιδα τῶν ὀρθοδόξων τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί τῆς περιοχῆς τῆς Μολδοβλαχίας, ἀναγνωρίσθηκε ἡ ἀκεραιότητα τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας καί ἡ ἀνεξαρτησία τοῦ Σουλτάνου, ὁποῖος εἶχε τήν ὑποχρέωση ἀπέναντι στά εὐρωπαϊκά κράτη νά παραχωρήσει πλήρη ἰσοπολιτεία στούς χριστιανούς τῆς αὐτοκρατορίας. Αὐτή ἦταν καί ἡ αἰτία τῆς ἐκδόσεως τοῦ περιφήμου διατάγματος Χάττι-Χουμαγιούν (1856). Ἀκόμη συνθήκη ὑποχρέωνε τή Ρωσία νά παραδώσει μιά μικρή ἔκταση κοντά στόν Δούναβη καί τῆς ἐπέβαλε τήν ἀπαγόρευση νά διατηρεῖ στόλο στή Μαύρη θάλασσα καί νά ὀχυρώνει τά παράλιά της. Αὐτή ἡ κατάσταση διατηρήθηκε γιά τή Ρωσία μέχρι καί τό 1871, ὅταν ἡ Γαλλία νικήθηκε ἀπό τήν ἑνωμένη Γερμανία. Μέχρι τότε ὁ Γάλλος αὐτοκράτορας Ναπολέων Γ’ θεωρήθηκε ὡς ὁ διαιτητής τῆς Εὐρώπης καί ἡ ἐπιρροή τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς στά εὐρωπαϊκά πράγματα ἐξανεμίσθηκε[104]. Ἡ ἧττα τῆς Ρωσίας στόν Κριμαϊκο πόλεμο (1853-1856) ἐκτός ἀπό τό γεγονός ὅτι πλήγωσε τό αἴσθημα τῆς ὑπερηφανείας τῶν Ρώσων εἶχε οἰκονομικές καί πολιτικές συνέπειες. Ἀκόμη εἶχε στερήσει ἀπό τή Ρωσία τήν ἀποκλειστικότητα προστασίας τῶν ὀρθοδόξων τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας[105]. Μέ βάση τά παραπάνω δεδομένα καί ἡ ἐξωτερική πολιτική τῆς Ρωσίας ἐπικεντρώθηκε στή Μέση Ἀνατολή (Συρία, Αἴγυπτο καί Παλαιστίνη), ὅπου μποροῦσε νά ἐπεμβαίνει μέ ἀφορμή τήν παρουσία τῶν παλαιφάτων πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων.

Ὁ δεύτερος παράγοντας πού καθόρισε τήν πολιτική τῆς Ρωσίας στό προσκυνηματικό ζήτημα ἦταν ἡ ἀνάπτυξη τοῦ πανσλαβισμοῦ. Ἀρχικά ὁ πανσλαβισμός υἱοθετήθηκε στά τέλη τοῦ ΙΗ’ αἰώνα κυρίως ἀπό διανοουμένους τῆς Ρωσίας. Μετά τό τέλος τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου (1856) θεωρία τοῦ πανσλαβισμοῦ γνώρισε τήν πλήρη ἀνάπτυξή της ἀπό τή σχολή τῶν Κιριέφσκι, Χωμάκιωφ, Σαμαρίν καί Ἀσκάνωφ. Γιά περίπου πενῆντα χρόνια μετά τό τέλος τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου, ἡ θεωρία γνώρισε μεγάλη ἄνθηση καί ἀπέκτησε πολλούς ὀπαδούς. Παράλληλα, ἡ θεωρία τῆς Τρίτης Ρώμης ἤ ἡ θεωρία περί τῆς διαδοχῆς τοῦ Βυζαντίου ἦταν ἡ κυρίαρχη ἰδεολογία τῶν τσάρων καί τῶν ἀνωτέρων ἀξιωματούχων πού καθόριζαν τήν ἐξωτερική πολιτική τῆς χώρας[106]. Βεβαίως, ἡ θεωρία τοῦ πανσλαβισμοῦ, ἡ ὁποία περιοριζόταν ἀρχικά μόνο στήν πολιτιστική ἕνωση τῶν Σλάβων (στή γλώσσα, στή λογοτεχνία καί στή θρησκεία), δέν υἱοθετήθηκε ἀπό τό σύνολο τῶν Ρώσων πολιτικῶν καί διανοουμένων, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ἦσαν καί ἐχθρικοί ἔναντί του (ἀκόμη καί ὁ ἴδιος ὁ τσάρος Ἀλέξανδρος δέν υἱοθετοῦσε τήν πολιτική ἰδεολογία τῶν πανσλαβιστῶν)[107], ὡστόσο ἐπηρέασε σημαντικό ἀριθμό ἀπό αὐτούς. Θεσμικός ὑποστηρικτής τῶν πανσλαβιστικῶν ἰδεῶν ἦταν τό ὑπουργεῖο ἀσιατικῶν ὑποθέσεων. Μέσω αὐτοῦ διάφορες πανσλαβιστικές ἐπιτροπές διακινοῦσαν τήν ἀλληλογραφία τους, καθώς χρήματα καί βιβλία, τά ὁποῖα διέθεταν στούς Σλάβους τῶν Βαλκανίων. Ὁ Ρῶσος πρέσβυς στήν Κπολη Νικ. Ἰγνάτιεφ πού εἶχε χρηματίσει ἐπικεφαλής τοῦ Ἀσιατικοῦ τμήματος τοῦ ρωσικοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν, ὑπῆρξε ἔνθερμος ὀπαδός τοῦ πανσλαβισμοῦ[108]. Ὁ Ἰγνάτιεφ προωθοῦσε τήν ἰδέα τοῦ πανσλαβισμοῦ, «ἕνας Τσάρος, μία Ἐκκλησία, μία γλῶσσα»[109] καί ἀποτέλεσε τόν κύριο σύνδεσμο μεταξύ τοῦ πανσλαβισμοῦ καί τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως. Προωθοῦσε καί τήν ἰδέα ἐπιλύσεως τοῦ ἀνατολικοῦ ζητήματος μηχανευόμενος μιά λύση πού θά εὐνοοῦσε τόν πανσλαβισμό[110].

Κατά τή διάρκεια τῆς θητείας του ὡς πρέσβυς στήν Κπολη[111] διαπίστωσε ὅτι Ὀθωμανική αὐτοκρατορία βρισκόταν στά πρόθυρα τῆς διαλύσεως καί αὐτή ἦταν ἡ κατάλληλη εὐκαιρία προκειμένου νά πραγματοποιηθοῦν τά ρωσικά σχέδια. Τή μέθοδο τῆς ἐργασίας του τήν ἀποκαλύπτει ἴδιος στά ἀπομνημονεύματά του: «Ἀποκατέστησα στενήν συνεργασίαν μέ τόν Σουλτάνον, παρέλυσα τήν Ἀγγλο-Γαλλο-Αὐστριακήν συμφωνίαν τοῦ 1856, πού ἦτο ἐναντίον μας˙ ὑπεστήριζον πότε τήν μίαν πρεσβείαν καί πότε τήν ἄλλην ἐναντίον τῶν ὑπολοίπων. Προσεπάθησα νά ἐνσπείρω διχονοίας μεταξύ τῶν ἀνταγωνιστῶν μας καί κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπον νά ἐξουδετερώσω τάς ἐνεργείας ξένων πρακτόρων. Ἦλθον εἰς ἐπαφήν μεθ᾽ ὅλων τῶν Σλαυϊκῶν λαῶν διά νά τούς προετοιμάσω διά τήν ἀνεξαρτησίαν των. Αἱ ἐντατικαί ἐνέργειαί μου ἐναντίον τῆς Συνθήκης τῶν Παρισίων τοῦ 1856, ὡς ἐπίσης καί ἐναντίον τῶν Δυτικῶν Δυνάμεων, καί γενικῶς κατά πάσης ξένης ἐπιδράσεως, εἰς τόν Βόσπορον, ἰδιαιτέρως δέ κατ᾽ αὐτῆς ταύτης τῆς Τουρκίας καί τῆς Αὐστρίας, ἔπρεπε νά συνεχισθοῦν, μέχρις ὅτου εὐνοϊκαί περιστάσεις εἰς τήν Εὐρώπην μᾶς ἐπέτρεπον νά ἐπιβάλωμεν τήν Ρωσικήν λύσιν εἰς τό Ἀνατολικόν ζήτημα»[112]. Μέσα σέ μιά δεκαετία κατάφερε νά γεμίσει ὁλόκληρη τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία μέ ρωσικά προξενεῖα, οἱ προϊστάμενοι τῶν ὁποίων ἐνεργοῦσαν ὡς πράκτορες τοῦ πανσλαβισμοῦ. Οἱ κινήσεις του τόν ἔφεραν σέ προστριβή μέ τόν προϊστάμενό του Ρῶσο ὑπουργό ἐξωτερικῶν Γκορτσακώφ, ὁ ὁποῖος στήριζε τήν πολιτική τοῦ συνδέσμου τῶν τριῶν αὐτοκρατοριῶν, Ρωσίας-Γερμανίας καί Αὐστρίας, γνωστό στή διπλωματική ἱστορία ὡς «Drei Kaiserbund». Ὅμως πανσλαβιστική πολιτική φαίνεται ὅτι εἶχε ἀποκτήσει ἀρκετούς ὀπαδούς καί πολλά πολιτικά ἐρείσματα, μέ ἀποτέλεσμα ἡ Ρωσία νά ἔρθει σέ σύγκρουση μέ τή δυαδική μοναρχία τῶν Ἁψβούργων, ἡ ὁποία περιελάμβανε στούς κόλπους της μεγάλο ἀριθμό Σλάβων (Τσέχων, Νοτιοσλάβων καί Πολωνῶν). Ὁ Νικ. Ἰγνάτιεφ γνώριζε αὐτό τό γεγονός, ἀλλά θεωροῦσε ὅτι ἡ σύγκρουση μέ τήν αὐτοκρατορία τῶν Ἁψβούργων δέν μποροῦσε νά ἀποφευχθεῖ καί δέν ἦταν διατεθειμένος νά θυσιάσει τήν ἐκπροσώπηση τῶν Σλάβων, γιά νά τήν ἀποτρέψει. Μόνο μέ αὐτόν τόν τρόπο πίστευε ὅτι ἡ Ρωσία θά μποροῦσε νά δημιουργήσει σλαβικά κράτη δορυφόρους. Ἡ πανσλαβιστική πολιτική τοῦ Ἰγνάτιεφ δέν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἰδεολογίας του, ἀλλά ἀποτέλεσμα ρεαλισμοῦ, γι᾽ αὐτό ὁ ἴδιος θεωρεῖται ἀπό τούς μαχητικότερους ἐκπροσώπους τοῦ πανσλαβισμοῦ, χωρίς ὅμως νά ἔχει ὁποιαδήποτε σχέση μέ τή θεωρητική θεμελίωσή του[113]. Ἡ πολιτική του στηριζόταν στό τρίπτυχο: α) ἀναθεώρηση τῆς συνθήκης τῶν Παρισίων (1856), β) ἔλεγχος τῆς Κπόλεως καί τῶν Στενῶν καί γ) κοινή δράση τῶν Σλάβων ὑπό τήν καθοδήγηση τῆς Ρωσίας[114]. Πιό συγκεκριμένα Ἰγνάτιεφ ἐπεδίωκε νά ἀποκαταστήσει τήν ἐπιρροή τῆς Ρωσίας στούς ὀρθοδόξους τῆς Ἀνατολῆς καί στή συνέχεια, δημιουργώντας μιά σειρά ἀπό δυσκολίες, θά ἀνάγκαζε τή ρωσική κυβέρνηση νά ἐκφοβίσει τήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία, δείχνοντας ἔτσι ὅτι ἦταν σέ θέση νά τή λαμβάνουν σοβαρά ὑπ᾽ ὄψιν τους οἱ ἄλλες δυνάμεις. Ἐργαζόταν προκειμένου νά διασπάσει τήν ἑνότητα τῆς συμμαχίας τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἐναντίον τῆς Ρωσίας[115]. Ἀπό τά παραπάνω καθίσταται σαφές ὅτι αὐτός ὑπῆρξε ἕνας πρακτικός καί ὄχι ἕνας θεωρητικός πανσλαβιστής καί προκειμένου νά πετύχει τούς στόχους πού εἶχε θέσει, ἀκολουθοῦσε τή δική του πολιτική. Ἐξελισσόμενος στή διπλωματική ἱεραρχία, προωθοῦσε τήν πολιτική αὐτή ἔχοντας ὡς στήριγμα κυρίως τόν πατέρα του Παῦλο Ἰγνάτιεφ, ὁ ὁποῖος ἦταν ἀρχικά διοικητής τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καί μετά τό 1867 πρόεδρος τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ὑπουργικοῦ συμβουλίου[116].

Μετά τό τέλος τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου (1856) Ρωσία ἐπεδίωκε τήν προώθηση τῆς πανσλαβιστικῆς πολιτικῆς στά ὅρια τῆς χριστιανικῆς Ἀνατολῆς. ρωσικός ἐθνικισμός καί πιό συγκεκριμένα πανσλαβιστική θεωρία ἄρχισε νά καταστρέφει τά θεμέλια τῆς πολιτικῆς τῆς Ρωσίας ἔναντι τῶν ὀρθοδόξων τῶν Βαλκανίων, ἀλλά καί τῶν Ἁγίων Τόπων. Πρίν ἀπό τήν ἀνάπτυξη τοῦ πανσλαβισμοῦ ρωσική ὑποστήριξη τῶν ὀρθοδόξων τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας δέν στηριζόταν στήν ἐθνική καταγωγή, ἀλλά στήν ὀρθόδοξη ὁμολογία. Αὐτή ἡ πολιτική εἶχε ὡς συνέπεια ἡ Ρωσία νά δρᾶ ὑπέρ τῶν ὀρθοδόξων πάντοτε ὡς σύνολο, χωρίς νά τούς διαχωρίζει σύμφωνα μέ τήν ἐθνική τους καταγωγή. Ὡστόσο ὁ ἐθνικισμός, πού ἀναπτύχθηκε στή Βαλκανική καί τροφοδοτήθηκε στούς ὀρθοδόξους τῆς Μ. Ἀνατολῆς, ἀντικατέστησε αὐτή τήν ἑνότητα καί χώρισε τούς ὀρθοδόξους σέ ἀντίπαλες ὁμάδες μέ βάση τήν ἐθνική τους καταγωγή. Τά νέα αὐτά δεδομένα ἄλλαξαν τήν πολιτική τῆς Ρωσίας στήν Ἀνατολή, ἡ ὁποία ἀφ᾽ ἑνός ἐρχόταν σέ δύσκολη θέση γιά τό ποιές ἀπό τίς μερίδες τῶν ὀρθοδόξων ἔπρεπε νά ὑποστηρίζει[117] καί ἀφ᾽ ἑτέρου ἄρχισε νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν πανσλαβιστική πολιτική. Ἡ Ρωσία, προκειμένου νά προωθήσει τήν πανσλαβιστική πολιτική της, ἀπευθύνθηκε στούς χριστιανικούς λαούς τῆς Ἀνατολῆς, χρησιμοποιώντας ἀκόμη καί τή Ρωσική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κατέληξε νά καταστεῖ προέκταση τῆς κυβερνήσεως καί τοῦ ρωσικοῦ ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν[118]. Σύμφωνα μέ τήν ἄποψη πού ἀναπτύχθηκε ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μ. Πέτρου, Ἐκκλησία ὑφίστατο στή Ρωσία γιά νά ὑπηρετεῖ τό κράτος. Ὁ Μ. Πέτρος (1682-1725) ἦταν αὐτός πού προώθησε αὐτό τό ἀξίωμα στήν ἐξωτερική του πολιτική, ἀξιοποιώντας τά ἐκκλησιαστικά θέματα ὡς ἀφορμές γιά πολιτική ἐπέμβαση τῆς Ρωσίας[119]. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἡ ρωσική πολιτική ἐκμεταλλεύθηκε τίς προσκλήσεις πού ἐλάμβανε ἀπό τούς χριστιανούς τῆς Ἀνατολῆς νά ἐπέμβει πρός ὄφελός τους γιά τήν ἐπίλυση τῶν ἀκανθωδῶν προβλημάτων τους. Οἱ Ρῶσοι ἐκμεταλλεύθηκαν αὐτά τά δεδομένα, προκειμένου νά ἐξασφαλίσουν τά στρατηγικά τους συμφέροντα[120].

Μέ βάση αὐτά τά δεδομένα, ἡ πολιτική πού ἀκολούθησε ἡ Ρωσία στό προσκυνηματικό ζήτημα χαρακτηρίζεται ἀπό παλινωδίες, οἱ ὁποῖες προέρχονταν ἀπό τήν προσπάθειά της ὄχι νά ὑπερασπισθεῖ τά δίκαια τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐπί τῶν παναγίων Προσκυνημάτων, ἀλλά νά προωθήσει τά συμφέροντά της καί τήν πανσλαβιστική πολιτική της. Κυρίως κατά τά τέλη τοῦ ΙΗ’ αἰώνα, οἱ τσάροι συνειδητοποίησαν τά ὀφέλη ἀπό τήν πολιτική τῆς προστασίας τῶν ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς (κυρίως τῆς Κπόλεως καί τῶν Ἁγίων Τόπων), ἐνῶ αὐτή ἡ πολιτική ἔφθασε, ὅπως εἴδαμε, στό ἀπόγειό της στό β’ μισό τοῦ ΙΘ’ αἰώνα[121]. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ πολιτική πού ἀκολούθησε ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Κύριλλος χαρακτηριζόταν ἀπό τήν ἀποκλειστική ἐξάρτησή του ἀπό τή ρωσική πολιτική. Μέ τή μελέτη πού πραγματοποιήσαμε στά ἀρχεῖα τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καταλήξαμε στό συμπέρασμα ὅτι γιά ὁποιαδήποτε κίνησή του καθ᾽ ὅσον ἀφορᾶ στό προσκυνηματικό ζήτημα, καί ὄχι μόνο, ὁ πατριάρχης ἔσπευδε νά ἐνημερώσει τή ρωσική πλευρά. Καί αὐτές οἱ κινήσεις εἶναι ἐν μέρει δικαιολογημένες, ἀφοῦ ἡ Ρωσία ἦταν ἡ μόνη εὐρωπαϊκή δύναμη πού μποροῦσε νά βοηθήσει τό πατριαρχεῖο, ἐνῶ ἡ ἑλληνική κυβέρνηση ἦταν ἀποῦσα. Κυρίως μετά τή συνθήκη τοῦ Βελιγραδίου (1739), ἡ ἧττα τῆς Αὐστρίας ἀνάγκασε τούς ὀρθοδόξους νά στραφοῦν πρός τή Ρωσία καί σ’ αὐτή στήριξαν πλέον τίς ἐλπίδες τους γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ[122]. Ὅμως, παρ᾽ ὅλα τά ὀφέλη, θεωροῦμε ὅτι ἡ ἐξάρτηση τοῦ Κυρίλλου ἀπό τή ρωσική πλευρά ἔφθανε στά ὅρια τῆς ὑπερβολῆς. Ἡ Ρωσία ἐπενέβη ἀνοικτά ὑπέρ τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στό ζήτημα τῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ προσκυνηματικοῦ καθεστῶτος, τό ὁποῖο ἔθεσε ἡ Γαλλία τό 1851. Ἡ ὑπεράσπιση τῶν δικαίων τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἐπί τῶν παναγίων Προσκυνημάτων ἀπό τή ρωσική πλευρά εἶχε ὡς σκοπό ἀφ᾽ ἑνός τόν περιορισμό τῆς δράσεως ἄλλων δυνάμεων στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ὅπως ἦταν Βρετανία καί ἡ Γαλλία, καί ἀφ᾽ ἑτέρου τήν ἄσκηση ἐπιρροῆς πρός τόν πατριάρχη Κύριλλο, ὥστε νά καταστεῖ ὄργανο τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς στήν περιοχή. Ἡ ἀνακίνηση τοῦ προσκυνηματικοῦ ζητήματος ἐκ μέρους τῆς Γαλλίας τό 1851, μέ ἀφορμή τήν κλοπή τοῦ ἀστέρος ἀπό τό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως στή Βασιλική τῆς Βηθλεέμ, ἔδωσε τήν εὐκαιρία πού ἡ Ρωσία ἐπιθυμοῦσε γιά ἐπέμβαση στήν περιοχή.

Ὁ Κύριλλος ζήτησε τή βοήθεια τῆς Ρωσίας γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος. Πράγματι ὁ ὑπουργός Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας Νεσελρώδ ἐνημέρωσε τόν τσάρο σχετικά μέ τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ στούς Ἁγίους Τόπους καί γιά τίς κινήσεις τῆς Γαλλίας. Ὁ τσάρος, ὅπως πληροφορούμαστε ἀπό ἐπιστολή τοῦ ἰδίου τοῦ Νεσελρώδ, δυσαρεστήθηκε, γεγονός γιά τό ὁποῖο ἐνημερώθηκε ὁ ὑπουργός ἐξωτερικῶν τῆς ὀθωμανικῆς κυβερνήσεως Ἀλῆ πασᾶ[123]. ρωσική διπλωματία ἐπενέβη ἐνεργά ὑπέρ τῶν θέσεων τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἀσκώντας πιέσεις στήν ὀθωμανική κυβέρνηση, ἡ ὁποία γιά τούς δικούς της λόγους ὑποστήριζε τίς γαλλικές διεκδικήσεις. Ὅπως, γράφει ὁ Νεσελρώδ πρός τόν Ρῶσο πρέσβυ στήν Κπολη Τιτώφ: «γινώσκων τό μέγα ἐνδιαφέρον, τό ὁποῖον ὁ Αὐτοκράτωρ προσδίδει εἰς τό ζήτημα τοῦτο, καί βλέπων διά τῶν πληροφοριῶν ὑμῶν, ὅτι οἱ Ὑπουργοί τοῦ Σουλτάνου ἐξακολουθοῦν νά ἐνεργῶσι μετά προφανοῦς μεροληπτικότητος ὑπέρ τῶν ἀξιώσεων τῆς Γαλλίας… ἔσπευσα νά ἀπευθύνω ἔκθεσιν πρός τόν ἐν Μόσχᾳ Αὐτοκράτορα καί ὑποβάλω αὐτῷ σχέδιον ἐπιστολῆς τοῦ Ὑπουργείου διά τόν Σουλτᾶνον, ὡς μέσον τοῦ νά προκαλέσω σύντονον τήν προσοχήν τοῦ Ἡγεμόνος τούτου ἐπί τῶν κακῶν ὑπηρεσιῶν, τάς ὁποίας οἱ Ὑπουργοί αὐτοῦ ἀπέδιδον αὐτῷ ἐν τῇ περιστάσει ταύτῃ. Ἡ Α. Μ. ἠξίωσε νά ἐπιδοκιμάσῃ τό διάβημα τοῦτο… τό Ὀθωμανικόν Ὑπουργεῖον εὑρίσκεται ἐν πλήρει  πλάνῃ ἐάν  νομίζῃ, ὅτι ἡ Ρωσσία θά ἐδέχετο σιωπηλῶς καί ὡς τετελεσμένον γεγονός τήν νέαν θέσιν,  τήν ὁποίαν θέλουσι νά δημιουργήσωσιν εἰς τόν λατινικόν κλῆρον ἐν Ἱερουσαλήμ, ὑπό τό πρωτεκτορᾶτον τῆς Γαλλίας, ἤ πάσης ἄλλης καθολικῆς Δυνάμεως, πρός βλάβην καί ἐξευτελισμόν τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας αὐτοκράτωρ καί οἱ ὑποκείμενοι αὐτῷ λαοί ὁμολογοῦσι τά δόγματα»[124]. Ἡ ἐπιστολή τοῦ τσάρου πρός τόν Σουλτάνο ἀπεστάλη στίς 13 Σεπτεμβρίου 1851. Σ’ αὐτή Ρῶσος μονάρχης δήλωνε τήν ἔκπληξή του γιά τή στάση τῶν Ὀθωμανῶν ὑπουργῶν στό προσκυνηματικό ζήτημα καί ἐξέφραζε τήν ἐλπίδα ὅτι ὁ Σουλτάνος θά προασπίσει τά δίκαια τῶν ὀρθοδόξων ὑπηκόων του.

Μεταξύ τῶν ἄλλων τσάρος ἀνέφερε ὅτι οἱ πρόγονοι καί πατέρας τοῦ Σουλτάνου εἶχαν ἀπονείμει συγκεκριμένα προνόμια στούς Ἕλληνες μοναχούς τῶν Ἁγίων Τόπων καί στούς ὀρθόδοξους προσκυνητές, προνόμια τά ὁποῖα γιά κανέναν λόγο ὁ ἴδιος δέν ἐπιθυμοῦσε νά ἀλλάξουν καί ἐξέφραζε τή δυσαρέσκειά του γιά τίς προσπάθειες τῆς ὀθωμανικῆς κυβερνήσεως νά ἀλλάξει τά καθεστῶτα. Σημείωνε μέ ἔμφαση ὅτι δέν πρόκειται νά ἐπιτρέψει νά γίνουν καινοτομίες ἄδικες παραχωρήσεις προνομίων τῶν Ἑλλήνων μοναχῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, προνομίων πού κατεῖχαν πρό ἀμνημονεύτων ἐτῶν[125]. Παρά τίς πιέσεις ἡ ὀθωμανική κυβέρνηση παραχώρησε κάποια δικαιώματα στούς ρωμαιοκαθολικούς τῶν Ἁγίων Τόπων μέ φιρμάνιο πού ἐξέδωσε στίς 27 Ἰανουαρίου/8 Φεβρουαρίου 1852[126]. Οἱ παραχωρήσεις, στίς ὁποῖες προχώρησε ἡ ὀθωμανική κυβέρνηση πρός τούς Γάλλους, ἦσαν ἐλάχιστες, γεγονός πού ἱκανοποίησε τόσο τόν πατριάρχη Κύριλλο, ὅσο καί τή ρωσική πλευρά. Μάλιστα ὁ Νεσελρώδ ζήτησε ἀπό τόν Ρῶσο πρέσβυ στήν Κπολη Ὄζερωφ νά δηλώσει στήν Ὑψηλή Πύλη ὅτι ἀπό ἐδῶ καί στό ἑξῆς δέν θά γίνει καμία συζήτηση ὅσον ἀφορᾶ στό προσκυνηματικό ζήτημα καί καμία μεταβολή δέν πρόκειται νά ἐπέλθει πρός ζημία τῶν δικαιωμάτων τῶν ὀρθοδόξων στήν Ἁγία Γῆ[127].

Ὡστόσο, ἀπό τήν ἀλληλογραφία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων διαπιστώνουμε ὅτι ἡ στάση τῆς Ρωσίας σ’ αὐτή τή φάση τοῦ προσκυνηματικοῦ ζητήματος καί ὅσον ἀφορᾶ τό προσκύνημα τοῦ τάφου τῆς Θεοτόκου στή Γεθσημανῆ, δέν ἦταν σταθερή. Ἀρχικά, ὅπως εἴδαμε, ἡ ρωσική πλευρά ὑποστήριξε ὅτι τό καθεστώς αὐτοῦ τοῦ προσκυνήματος θά ἔπρεπε νά παραμείνει ὡς εἶχε χωρίς νά εἰσαχθεῖ ὁποιοσδήποτε νεωτερισμός, ἐνῶ στή συνέχεια ἀποδέχθηκε τήν παραχώρηση δικαιώματος στούς λατίνους στό προσκύνημα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Μέ βάση τά παραπάνω, εὔκολα θά κατέληγε κανείς στό συμπέρασμα ὅτι ἡ Ρωσία ἀκολουθοῦσε σέ γενικές γραμμές μιά σταθερή πολιτική ὅσον ἀφορᾶ στό ζήτημα τῆς διατηρήσεως τοῦ status quo τῶν Ἁγίων Τόπων. Ὅμως, ἴδια Ρωσία ἦταν αὐτή πού ἐπεδίωξε, ἔστω καί μέ ἔμμεσο τρόπο, τήν ἀλλοίωση τοῦ προσκυνηματικοῦ καθεστῶτος πρός ὄφελός της μέ τήν ἀπόκτηση ἰδιοκτησίας στήν Παλαιστίνη, στήν κανονική δηλαδή δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Ἡ πρώτη προσπάθεια ἀποκτήσεως ἰδιοκτησίας στήν Παλαιστίνη ἐκ μέρους τῆς Ρωσίας προῆλθε ἀπό τή Ρωσική Ἀποστολή καί πραγματοποιήθηκε τό 1858, ὅταν προϊστάμενος τῆς Ἀποστολῆς ἦταν ὁ μητροπολίτης Μελιτουπόλεως Κύριλλος. Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1858 ὁ ἐπίτροπος τοῦ Κυρίλλου μητροπολίτης Πέτρας Μελέτιος τόν ἐνημέρωσε ὅτι Ρῶσος γενικός πρόξενος τοῦ ἀνέφερε ὅτι ρωσική κυβέρνηση ἤθελε νά ἀνοικοδομήσει στά Ἱεροσόλυμα «καταστήματά τινα, οἷα κέκτηνται ἤδη οἱ Γάλλοι, οἱ Ἄγγλοι, οἱ Πρῶσοι, οἱ Αὐστριακοί, οἱ Ἱσπανοί καί ἅπαντα τά ἔθνη»[128]. Ὁ Ρῶσος πρόξενος ζήτησε νά παραχωρηθεῖ στήν Ἀποστολή ἕνα συγκεκριμένο οἰκόπεδο στά Ἱεροσόλυμα, τό ὁποῖο ὅμως εἶχε ἀγορασθεῖ ἀπό τόν Γεώργιο Κωνσταντινίδη γιά τήν ἀνέγερση νοσοκομείου ἐκ μέρους τῆς Ἁγιοταφιτικῆς ἀδελφότητας. Μάλιστα ὁ Κωνσταντινίδης εἶχε προκαταβάλει χρήματα γιά τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν καί ἔτσι ἡ παραχώρησή του δέν ἦταν δυνατή. Ὁ μητροπολίτης Πέτρας, προκειμένου νά ἀποφύγει τόν σκόπελο, τήν παραχώρηση δηλαδή ἄλλου τεμαχίου γῆς τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στή Ρωσική Ἀποστολή, δήλωσε στόν Ρῶσο διπλωμάτη ὅτι τέτοιου εἴδους ἀποφάσεις ἀνήκουν ἀποκλειστικά στόν πατριάρχη καί ὅτι ἀπό ἐκεῖνον ἐξαρτᾶται τό πᾶν. Δέν γνωρίζουμε, ἐάν ὑποβλήθηκε ἐκ μέρους τοῦ Ρώσου προξένου στά Ἱεροσόλυμα αἴτημα στόν Κύριλλο γιά παραχώρηση ἤ ἀγορά γῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι κάτι τέτοιο ἤ δέν ἔγινε καθόλου δέν ἔγινε ἀποδεκτό, ἀφοῦ λίγο καιρό ἀργότερα Ρῶσος πρόξενος στά Ἱεροσόλυμα ζήτησε ἀπό τόν μητροπολίτη Μελέτιο νά παραδώσει στόν μητροπολίτη Μελιτουπόλεως τά κλειδιά τῆς μονῆς τῶν Ἀρχαγγέλων. Ὁ μητροπολίτης Μελέτιος πληροφόρησε σχετικά τόν Κύριλλο ὅτι μετά ἀπό δική του ἐντολή «ἀναβάλλομεν τήν ἐγχείρισιν ταύτην πρός τήν Πανιερότητά του (δίς ἤδη προτείναντος ἡμῖν τοῦτο), ἀλλ᾽ ἐάν, ἐπί τέλους ἐπιμείνῃ ἐκζητῶν αὐτήν, θέλομεν διακοινώσει τήν περί τούτου διαταγήν τῆς ὑμ. Θ. Μακαριότητος…»[129]. Ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίλλου ἦταν νά παραχωρηθεῖ ἡ μονή τῶν Ἀρχαγγέλων[130] στή Ρωσική Ἀποστολή, χωρίς ὅμως τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων νά πάψει νά διατηρεῖ τήν κυριότητά της. Ἡ πρόταση γιά τήν ἀγορά τῆς μονῆς τῶν Ἀρχαγγέλων ἀπό τή Ρωσική Ἀποστολή εἶχε γίνει γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Πορφύριο Οὐσπένσκυ τό 1844, ὅμως δέν εἶχε γίνει δεκτή ἀπό τή ρωσική κυβέρνηση. Ὁ Κύριλλος τό 1848 εἶχε παραχωρήσει τή μονή τῶν Ἀρχαγγέλων στόν Πορφύριο Οὐσπένσκυ ὡς προσωρινή ἕδρα τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς, χωρίς νά παραχωρήσει ὁποιοδήποτε ἰδιοκτησιακό δικαίωμα[131] καί ἀκολούθησε τήν ἴδια τακτική καί στήν περίπτωση τοῦ Μελιτουπόλεως Κυρίλλου. Καί βέβαια, αὐτή ἡ τακτική τοῦ Κυρίλλου ἦταν αὐτονόητη, καθώς δέν ἦταν δυνατόν τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων νά παραχωρήσει μονή σέ ἄλλη Ἐκκλησία καί νά ἐπιτρέψει ἔτσι τήν ὕπαρξη καί δευτέρας ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς στήν κανονική δικαιοδοσία του. Ἔτσι, ἡ προσπάθεια τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς γιά ἀπόκτηση ἰδιοκτησίας στήν Παλαιστίνη δέν στέφθηκε μέ ἐπιτυχία, τουλάχιστον μέχρι τήν ἄφιξη τοῦ Ἀντωνίνου Καπούστιν στά Ἱεροσόλυμα τό 1865.

Παρά τήν πρώτη ἀποτυχία, τό σχέδιο γιά τήν ἀπόκτηση ἰδιοκτησίας ἐκ μέρους τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στήν Παλαιστίνη δέν ἐγκαταλείφθηκε καί ἐνεργοποιήθηκε ξανά μέ τήν ἄφιξη στά Ἱεροσόλυμα τοῦ νέου προϊσταμένου της Ἀντωνίνου Καπούστιν. Ἐνῶ, ὅπως εἴδαμε στό προηγούμενο κεφάλαιο, ὁ Ἀντωνῖνος δέν υἱοθετοῦσε, φανερά κατά τή γνώμη μας, τήν πανσλαβιστική θεωρία, μετά τήν ἄφιξή του στά Ἱεροσόλυμα ἄρχισε νά πραγματοποιεῖ ἀγορές ἐκτάσεων καί ἀκίνητης περιουσίας στούς Ἁγίους Τόπους. Παρά τίς διαφορετικές ἀπόψεις του ἀπό τούς πανσλαβιστές σχετικά μέ τούς Ἕλληνες καί τήν προσφορά τους στήν Ἐκκλησία καί τή διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, δέν μποροῦσε ἤ δέν ἤθελε νά ξεπεράσει τήν ἐπίδραση πού ἀσκοῦσε στήν πολιτική τῆς χώρας του πανσλαβισμός καί ἀκολούθησε, ὅπως καί οἱ προκάτοχοί του, μιά πολιτική χαρακτηριζόμενη ἀπό «διπλωματικές καί ἐκκλησιαστικές ἴντριγκες»[132]. Ἀκόμη καί τό βουλγαρικό ζήτημα ὁ Ἀντωνῖνος, σύμφωνα μέ μιά πληροφορία πού καταγράφει ὁ Thomas Meininger, τό «ἑρμήνευε μέ τρόπο πού γενικῶς δικαίωνε τή βουλγαρική ὑπόθεση»[133].

Οἱ ἀγορές τοῦ Ἀντωνίνου προκάλεσαν τήν καχυποψία τῶν ὀθωμανικῶν ἀρχῶν, καθώς καί τῶν ρωμαιοκαθολικῶν. Ὅπως ὅμως γίνεται σαφές ἀπό διάφορες πηγές, τίς κινήσεις του δέν υἱοθετοῦσαν οὔτε τό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν, οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ ρωσικοῦ πατριαρχείου, οὔτε καί ὁ στενός του φίλος Ρῶσος πρέσβυς στήν Κπολη Νικ. Ἰγνάτιεφ, γιά διαφορετικούς λόγους ὁ καθένας. Ὁ τελευταῖος θεωροῦσε ὅτι οἱ ἀγορές στήν Παλαιστίνη ἦσαν ἐλάχιστα ὠφέλιμες γιά τή Ρωσία. Πίστευε ὅτι σημαντικότερο θά ἦταν ἡ Ρωσική Ἀποστολή νά μετατραπεῖ σέ μονή, ὥστε οἱ κτηματικές ἀγορές πού γίνονταν γι᾽ αὐτή νά ἔχουν κάποια σημασία καί νά μήν προκαλοῦν ἀντιδράσεις. Χαρακτηριστικά ἀνέφερε σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀντωνῖνο: «ἐν τῷ Ὑπουργείῳ Ἐξωτερικῶν ἀνησυχοῦσι διά τήν διαγωγήν σας καί δή καί  ἀνθίστανται εἰς τήν κτῆσιν ἐν Παλαιστίνῃ γαιῶν ὑπό τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ὑμῶν Ἀποστολῆς. Ὁσημέραι δέ καί ἐν ἐμοί κρατύνεται πεποίθησις ὅτι εἶχον δίκαιον, ὅταν ἔτι τῷ 1862 ὑπερημυνόμην τῆς ἰδέας περί μετατροπῆς τῆς Ἀποστολῆς εἰς Παλαιστινήν Μονήν, ὁπότε θά εἶχον τήν σημασίαν αὐτῶν αἱ ὑμέτεραι κτηματικαί  ἀγοραί. Τώρα  ὅμως οἰκοδομεῖτε ἐν  τῷ ἀέρι»[134]. Ὡστόσο, ὁ Ρῶσος διπλωμάτης στήριζε τόν Ἀντωνῖνο στό ἔργο του καί ἐξηγεῖ τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο τό ἔκανε σέ ἐπιστολή του πρός αὐτόν: «Ἔχοντες πεποίθησιν εἰς τήν προσωπικήν ὑμῶν ἐπ᾽ ἐμοῦ ἐπιρροήν, καταχρᾶσθε τήν πρός ὑμᾶς ἀδυναμίαν μου καί τήν ἐπ᾽ ἐμοῦ δύναμίν σας»[135]. Ἔτσι ἡ «ἀδυναμία» τοῦ Νικ. Ἰγνάτιεφ γιά τόν Ἀντωνῖνο ἦταν αὐτή πού ἐξασφάλιζε σ’ αὐτόν τή στήριξη τοῦ πρώτου καί ὄχι ἡ κοινή ἀντίληψη γιά τό πῶς θά ἔπρεπε νά προωθηθεῖ ρωσική ἐπιρροή στήν περιοχή τῆς Παλαιστίνης. Τό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν ἀπό τήν πλευρά του θεωροῦσε ὅτι οἱ συνεχεῖς ἀγορές θά προκαλοῦσαν τήν ἀντίδραση τῶν ἄλλων Μεγάλων Δυνάμεων καί τῆς ὀθωμανικῆς κυβερνήσεως, καθώς θά θεωροῦσαν ὅτι ἡ Ρωσία προσπαθεῖ νά ἀλλοιώσει τό status quo τῶν Ἁγίων Τόπων.

Παρά τίς ἀντιδράσεις, ὁ Ἀντωνῖνος συνέχισε τίς ἀγορές καί στά τέλη τοῦ 1868 ἀγόρασε ἔκταση γῆς, στήν ὁποία βρισκόταν ἡ Δρύς Μαβρῆ (τό δέντρο στή σκιά τοῦ ὁποίου ὁ Ἀβραάμ φιλοξένησε τήν Ἁγία Τριάδα), ἀγορά στήν ὁποία ἀπέδιδε μεγάλη σημασία[136]. Αὐτή ἡ ἀγορά πραγματοποιήθηκε μέ πολλές δυσκολίες, καθώς ἀντιδροῦσε γιαὐτήν ἡ ὀθωμανική κυβέρνηση. Στίς ἐνέργειες ἀγορᾶς βοήθησε, παρά τίς ἀντιρρήσεις του, Ἰγνάτιεφ, ὁποῖος πραγματοποίησε πολλές συναντήσεις μέ Ὀθωμανούς ἀξιωματούχους γιά νά τήν ἐπιτύχει[137]. Σέ μία ἀπό τίς συναντήσεις του μέ τόν βεζύρη ἐνημερώθηκε ὅτι ἡ ἀπόκτηση τῆς Δρυός Μαβρῆ ἦταν κατάφορη παραβίαση ἐκ μέρους τῆς Ρωσίας τοῦ status quo τῶν Ἁγίων Τόπων καί ὅτι τό μέρος ἐκεῖνο ἦταν τόπος προσκυνήματος καί τῶν Μουσουλμάνων καί ὅτι ἡ πώλησή του θά προκαλοῦσε ἔξαρση τοῦ μουσουλμανικοῦ φανατισμοῦ[138]. Ὁ Νικ. Ἰγνάτιεφ μέ διάφορες διπλωματικές κινήσεις, οἱ ὁποῖες κράτησαν μέχρι τό 1873, κατάφερε νά ἐπικυρώσει τήν ἀγορά ἀπό τήν ὀθωμανική κυβέρνηση[139], παρ᾽ ὅλες τίς δυσκολίες, καθώς ἡ ἀγορά ἀκίνητης περιουσίας ἀπό ἀλλοδαπούς στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία δέν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση. Ἄν καί ἡ ὀθωμανική κυβέρνηση δέν ἐπέτρεπε τήν ἀπόκτηση περιουσίας σέ ἀλλοδαπούς, ὁ Ἀντωνῖνος πραγματοποίησε (μέ θεμιτό ἤ ἀθέμιτο τρόπο, ὅπως θά δοῦμε παρακάτω) πολλές ἀγορές. Οἱ ἀγορές αὐτές πραγματοποιήθηκαν παρά τό γεγονός ὅτι δέν ὑπῆρχαν τά ἀνάλογα χρήματα (τήν ἔλλειψη χρημάτων ὑποστηρίζει ὁ Κ. Παπουλίδης) καί παρά τίς ἐνστάσεις τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως[140]. Ὁ Ἀντωνῖνος κατάφερε νά ἀγοράσει γῆ σέ διάφορα μέρη τῆς Παλαιστίνης στό ὄνομα τοῦ δραγουμάνου του J. E. Halebi, ὁ ὁποῖος ἦταν Ὀθωμανός ὑπήκοος. Ἀγόρασε γῆ, ἐκτός ἀπό τήν περιοχή τῆς Δρυός Μαβρῆ (1868)[141], στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν (1870), στήν Ὀρεινή, στήν Ἰόππη, στήν Ἱεριχώ, στήν Τιβεριάδα καί ἀλλοῦ[142]. Συνολικά ἀγόρασε 425.000 τ.μ. γιά λογαριασμό τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς[143]. Σέ αὐτές τίς ἐκτάσεις ἔκτισε καταλύματα γιά τούς Ρώσους προσκυνητές, τά ὁποῖα περιελάμβαναν ὄμορφους ναούς καί κήπους[144]. Κατάφερε μάλιστα μέ τή βοήθεια τοῦ Νικ. Ἰγνάτιεφ νά ἀποκτήσουν οἱ Ρῶσοι ὑπήκοοι τό δικαίωμα ἀγορᾶς γῆς στήν Ὀθωμανική αὐτοκρατορία[145].

Ὅπως προαναφέθηκε, οἱ κινήσεις τοῦ Ἀντωνίνου εἶχαν προκαλέσει ἀπό τήν ἀρχή τήν ἀντίδραση τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως, ἡ ὁποία ἔγινε ἐντονότερη τό 1872. Στις 28 Ἀπριλίου 1872 ὁ διευθυντής τῆς Διευθύνσεως Ἀσιατικῶν Ὑποθέσεων τοῦ ρωσικοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν P. N. Stremuhov, μέ τήν ἰδιότητα τοῦ προέδρου τῆς Παλαιστίνιας Ἐπιτροπῆς, ἀπαγόρευσε μέ ἐγκύκλιο στή Ρωσική Ἀποστολή τήν ἀγορά γῆς στήν Παλαιστίνη, γιά νά μήν καταργηθεῖ τό status quo τῶν Ἁγίων Τόπων, τήν ὑπεράσπιση τοῦ ὁποίου εἶχε ἀναλάβει ἡ Ρωσία. Στίς 21 Δεκεμβρίου 1872 ἡ σύνοδος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ οὐκάζιο διέταξε τόν Ἀντωνῖνο νά παύσει νά ἀγοράζει ἀγροτεμάχια[146]. Παρ᾽ ὅλες τίς ἀντιδράσεις ἡ Ρωσική Ἀποστολή κατάφερε μέ τίς ἀγορές πού πραγματοποίησε ὁ Ἀντωνῖνος νά ἔχει, κατά τό δεύτερο μισό τοῦ ΙΘ’ αἰώνα, στή Συρία καί τήν Παλαιστίνη, δύο παιδαγωγικές ἀκαδημίες, 87 σχολεῖα, 417 διδάσκοντες καί 10.225 μαθητές. Ἔτσι, ἡ περαιτέρω ἐξάπλωση τῆς δραστηριότητάς της ἀνησυχοῦσε ὅπως προαναφέραμε τή ρωσική κυβέρνηση, μήπως αὐτή γίνει αἰτία προβλημάτων στή ρωσική ἐξωτερική πολιτική στήν περιοχή[147]. Ἡ Ρωσία αὐτή τήν περίοδο ἦταν πολύ ἀνήσυχη, ἀφοῦ θεωροῦσε ὅτι ἐξαιτίας τῶν κινήσεων τοῦ Ἀντωνίνου κινδύνευε νά κατηγορηθεῖ ἀπό τίς ὑπόλοιπες Μεγάλες Δυνάμεις ὅτι ἀσκεῖ ἐπιθετική πολιτική στήν περιοχή. ρωσική πολιτική, κατά τόν Κ. Παπουλίδη, δέν ἐπιθυμοῦσε τήν ἀγορά ἀκίνητης περιουσίας στούς Ἁγίους Τόπους γιά νά μήν καταργηθεῖ τό status quo τῶν Ἁγίων Τόπων, τό ὁποῖο ἡ ἴδια εἶχε ὑπερασπισθεῖ, καί κυρίως γιά νά μήν ἔλθει σέ διπλωματική σύγκρουση μέ τίς ἄλλες δυνάμεις, ἰδίως μετά τόν Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856). Θεωροῦμε ὅτι ἡ προσπάθεια τῆς ρωσικῆς πλευρᾶς γιά τήν προώθηση τῶν συμφερόντων της στή Μέση Ἀνατολή ἐξυπηρετεῖτο ἀπό τήν ἀγορά γαιῶν καί ἀκίνητης περιουσίας σ’ αὐτήν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ρωσική διπλωματία θά μποροῦσε νά δημιουργήσει ἱδρύματα καί σχολεῖα καί νά προωθεῖ τήν πολιτική της, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας περιλαμβανόταν καί ἡ προσπάθεια στροφῆς τοῦ ἀραβόφωνου ποιμνίου ἐναντίον τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. ἀντίδραση τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως στίς κινήσεις τοῦ Ἀντωνίνου Καπούστιν ἐκτιμοῦμε ὅτι συνδεόταν μέ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πραγματοποιοῦνταν οἱ ἀγορές, καθώς καί γιά τόν μεγάλο ἀριθμό τους σέ σύντομο χρονικό διάστημα, καί ὄχι γιά τίς ἴδιες τίς ἀγορές. Σύμφωνα μέ κάποιους Ρώσους ἐρευνητές, ἡ ἀγορά ἀκίνητης περιουσίας δέν ἐνίσχυε τήν ὕπαρξη πνευματικῆς ρωσικῆς παρουσίας, ἀλλά καί ὑλικῆς[148]. Ὅμως, ἄν αυτό ἰσχύει, οἱ ἴδιες οἱ ἀγορές δέν ἑρμηνεύουν τό γεγονός τῆς ἀναγκαιότητάς τους. Κατά τόν Κ. Παπουλίδη ὁ Ἀντωνῖνος θεωροῦσε ὅτι ἡ ὕπαρξη ἀκίνητης περιουσίας τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στούς Ἁγίους Τόπους ἦταν ἀπαραίτητη, ἀφοῦ τόσο οἱ ρωμαιοκαθολικοί, ὅσο καί οἱ προτεστάντες προχωροῦσαν σέ ἀγορές ἀκίνητης περιουσίας γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν προσηλυτιστικῶν σκοπῶν τους. Ὅμως τό ἔργο τῆς ἀποκρούσεως τῶν προσηλυτιστικῶν ἐνεργειῶν τῶν ἑτεροδόξων ἀνῆκε ἀποκλειστικά στή δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἀφοῦ μέσα στά κανονικά πλαίσια τῆς δικαιοδοσίας του ἐνεργοῦσαν οἱ πάσης φύσεως αἱρετικοί καί ἑτερόδοξοι, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά προσηλυτίσουν τό ποίμνιο τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας. Ἐάν πράγματι ὁ Ἀντωνῖνος ἐνδιαφερόταν γιά τήν ἀναχαίτιση αὐτῶν τῶν κινήσεων, θά ἔπρεπε νά βοηθήσει τό ἴδιο τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί ὄχι νά προχωρᾶ στήν ἀγορά γῆς, δημιουργώντας ἔτσι κέντρα παρουσίας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας καί κατ᾽ ἐπέκτασιν τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Ἄρα ἡ ἀντίδραση τῆς ρωσικῆς κυβερνήσεως προερχόταν, κατά τή γνώμη μας, ὄχι ἀπό τό ἴδιο τό γεγονός τῶν ἀγορῶν γῆς ἀπό τόν Ἀντωνῖνο Καπούστιν, ἀλλά ἀπό τήν ὑπερβολική ἄσκηση αὐτῆς τῆς πολιτικῆς, γι᾽ αὐτό καί ἡ ἀπαγόρευση τῶν ἀγορῶν ἦλθε ὄχι ὅταν ὁ Καπούστιν ξεκίνησε τίς ἀγορές (τό 1865), ἀλλά μετά ἀπό ἑπτά χρόνια, ὅταν αὐτές εἶχαν ἀρχίσει νά γίνονται ὑπερβολικές θέτοντας σέ κίνδυνο τή ρωσική πολιτική στή Μέση Ἀνατολή.

Ἄλλωστε τά χρήματα πού διατέθηκαν γιά τήν πραγματοποίηση τῶν ἀγορῶν ἦσαν τόσο πολλά, ὥστε ἀποκλείουμε τό γεγονός νά ἦσαν χρήματα τῆς προσωπικῆς περιουσίας τοῦ Ἀντωνίνου, χρηματική βοήθεια πού προερχόταν ἀπό τόν ὀβολό τῶν προσκυνητῶν. Προφανῶς, ὁ Ἀντωνῖνος διέθετε κάποιον οἰκονομικά ἰσχυρό χρηματοδότη καί δέν μποροῦμε νά ἀποκλείσουμε τό γεγονός αὐτός νά ἦταν εἴτε ἡ ἴδια ἡ ρωσική κυβέρνηση, ἡ ὁποία μποροῦσε νά λαμβάνει τά χρήματα ἀπό τά ἔσοδα τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων ἀπό μοναστήρια πού βρίσκονταν στή ρωσική ἐπικράτεια, εἴτε ἀπό πολιτικούς ἤ στρατιωτικούς ἀξιωματούχους ὀπαδούς τῆς θεωρίας τοῦ πανσλαβισμοῦ. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀντωνῖνο ὁ Νικ. Ἰγνάτιεφ παρατηρεῖ: «ἐν πάσῃ περιπτώσει πρέπει νά ἀφεθῇ κατά μέρος τώρα ἡ πολιτική νά τρέχωμεν πρός τούς διαφόρους μουφτῆδες, βέηδες καί πασάδες διά περιττά τῇ Ρωσίᾳ τεμάχια γῆς, διά τήν παράνομον τῶν ὁποίων ἀπόκτησιν εἰς μάτην δαπανῶνται ρωσικά χρήματα»[149]. Ἀπό τήν ἐπιστολή αὐτή καθίσταται σαφές ὅτι οἱ ἀγορές πού πραγματοποιοῦσε ὁ Ἀντωνῖνος γίνονταν μέ ρωσικά χρήματα, χωρίς νά διευκρινίζει ἀπό ποῦ, ἐνῶ στή συνέχεια σημειώνει ὅτι αὐτές οἱ ἀγορές ἦσαν καί παράνομες, ἐνῶ σέ ἄλλη ἐπιστολή του ἀναφέρεται στίς «μυστικῶς ἁρπαγείσας γαίας»[150]. Προφανῶς αὐτές οἱ ἀγορές πραγματοποιοῦνταν μετά τήν ἐπέμβαση τοῦ Νικ. Ἰγνάτιεφ ἤ μέ νομιμοφανεῖς τρόπους, ὅπως γιά παράδειγμα ἦσαν οἱ ἀγορές πού πραγματοποίησε ὁ Ἀντωνῖνος διά τοῦ Ὀθωμανοῦ ὑπηκόου J. E. Halebi, ἤ καί μέ τήν ἄσκηση ἐπιρροῆς τῆς Ρωσίας «πρός καταναγκασμόν τῆς Πύλης εἰς τό ν᾽ ἀναγνωρίσῃ ὡς νόμιμα τά μυστικά ἀγοραπωλητικά ἔγγραφα καί τάς παρανόμους συμπαιγνίας, αἵτινες γίνονται πρός αἰφνιδίαν ἀπόκτησιν διαφόρων τεμαχίων γῆς»[151] ἤ καί μέ καταπατήσεις ξένης ἰδιοκτησίας.

Ὅπως ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης Σταύρου, «Καπούστιν ἐργάσθηκε ὄχι μόνο γιά τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί γιά τή Ρωσία, παρά τίς διαμάχες πού εἶχε μέ τίς ρωσικές ἀρχές. Ὁ Πορφύριος Οὐσπένσκυ ἦταν  αὐτός πού ξεκίνησε τή Ρωσική  Ἀποστολή, ἀλλά ὁ Καπούστιν ἦταν ἐκεῖνος πού τήν ἐγκαθίδρυσε»[152]. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Ἀντωνίνου ἦσαν ἀντίθετες στό πραγματικό συμφέρον τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Παλαιστίνη καί ἀποσκοποῦσαν στόν ἐκτοπισμό τῶν Ἑλλήνων ἀπό τό πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί στή δημιουργία κλίματος συγκρούσεως μεταξύ τῆς Ἁγιοταφιτικῆς ἀδελφότητας[153] καί τοῦ ποιμνίου της γιά τήν προώθηση τῶν ρωσικῶν συμφερόντων στήν περιοχή. ρωσική πολιτική ἐκμεταλλεύθηκε μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο τή γῆ, ἀλλά καί τά ἱδρύματα πού ἵδρυσε στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Τά ἱδρύματα αὐτά βοήθησαν, μαζί μέ τήν πανσλαβιστική προπαγάνδα στήν ἐξέγερση τῶν ἀραβόφωνων ὀρθοδόξων κατά τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν τῶν κινήσεων ἦταν νά ἐκμεταλλευθεῖ τή σύγχυση ἡ ρωμαιοκαθολική, ἀλλά κυρίως ἡ οὐνιτική προπαγάνδα, ἐνῶ ταυτοχρόνως ζημιώθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας σέ κρίσιμους καιρούς. Ὡστόσο, οἱ ρωσικές ἐπιδιώξεις δέν εὐοδώθηκαν, ἀφοῦ ἡ ἀποκλειστική παρουσία τῆς Ρωσίας στήν περιοχή ἐνίσχυσε τή σημασία τῆς διαχειρίσεως τοῦ status quo τῶν Ἁγίων Τόπων, ὅπως αὐτό εἶχε ἤδη κατοχυρωθεῖ τό 1852.

Παλαιστίνια Ἑταιρεία καί ἡ Ρωσική Ἀποστολή διαλύθηκαν κατά τήν περίοδο τοῦ Κριμαϊκοῦ πολέμου (1853-1856), δέ ἀνασύστασή τους δέν εἶχε τά ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα παρά τίς ἔντονες προσπάθειες τοῦ Ἀντωνίνου Καπούστιν. Τό μόνο πού κατάφερε ἦταν νά πλήξει καίρια τήν ἑνότητα τῶν ὀρθοδόξων τῆς Μ. Ἀνατολῆς μέ τή δημιουργία ἀραβικοῦ ζητήματος τόσο στή Συρία, ὅσο καί στήν Παλαιστίνη. Παραλλήλως, ἡ ἀνθελληνική προπαγάνδα τοῦ πανσλαβισμοῦ δέν ἔπληξε μόνο τό κατοχυρωμένο status quo τῶν Ἁγίων Τόπων, ἀλλά ὑποδαύλισε μέ ἀθέμιτα μέσα καί τήν ὀξύτατη ἀντιπαράθεση τῶν ἑλληνόφωνων καί ἀραβόφωνων ὀρθοδόξων τῶν πατριαρχείων Ἱεροσολύμων καί Ἀντιοχείας. Ἡ ἀντιπαράθεση αὐτή προκάλεσε ὄχι μόνο τοπικές, ἀλλά καί διορθόδοξες ἐντάσεις, ἀπό τίς ὁποῖες ἐπωφελήθηκε ἡ οὐνιτική προπαγάνδα καί ὁ προτεσταντικός μισσιοναρισμός τῆς Μ. Ἀνατολῆς[154]. Ἡ στάση τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου σέ αὐτές τίς κινήσεις τῆς ρωσικῆς πολιτικῆς δέν ὑπῆρξε σθεναρή. Ἡ ἐξάρτησή του ἀπό τόν ρωσικό παράγοντα δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἀντιδράσει στίς κινήσεις ἀγορᾶς γῆς ἀπό τόν Ἀντωνῖνο Καπούστιν, τόν ὁποῖο ἴδιος, ὅπως διαπιστώσαμε ἀπό τήν ἀλληλογραφία του, ἐκθείαζε. Ἔτσι ὁ Ἀντωνῖνος συνέχισε τό ἔργο του χωρίς νά ἔχει νά ἀντιμετωπίσει ἀντιδράσεις ἀπό τήν κεφαλή τῆς Σιωνίτιδος Ἐκκλησίας, γεγονός πού μποροῦμε νά ὑποθέσουμε ὅτι θά προκάλεσε τή σιωπηλή ἀντίδραση μελῶν τῆς Ἁγιοταφιτικῆς ἀδελφότητας, ἡ ὁποία μετά τήν ἄρνησή του νά ὑπογράψει τόν Ὅρο τῆς Μεγάλης Συνόδου (1872) καί ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν της τους κινδύνους πού ἐγκυμονοῦσε στάση του ἀπέναντι στόν ρωσικό παράγοντα, τόν ἀποκήρυξε καί τόν ἀπομάκρυνε ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο.








*Ἀπόσπασμα ἀπό τή Διδακτορική Διατριβή, πού ὑπεβλήθη στό Τμῆμα Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ε.Κ.Π.Α., μέ τίτλο «Ο ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ Β΄ (1845-1872)», Ἀθήνα 2016, σελ. 216-257.

 

Πηγή

 



[1] Κ. Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή τό 19ο καί 20ό αἰώνα: Ἡ Ρωσική ἀτμοπλοϊκή καί Ἐμπορική Ἑταιρεία (1856-1920) καί ἡ Αὐτοκρατορική Ὀρθόδοξος Παλαιστινή Ἑταιρεία (1882-2008), Ἐκδοτικός Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, 2011, σσ. 131-132.

[2] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 134.

[3] Ἤδη ἀπό τόν ΙΘ’ αἰώνα ὁ Ρῶσος ἁγιοταφίτης μοναχός Ἀρσένιος εἶχε ἀποσταλεῖ ἀπό τόν πατριάρχη Ἱεροσολύμων Πολύκαρπο (1808-1827) γιά νά συγκεντρώσει χρήματα ὑπέρ τοῦ Παναγίου Τάφου. Ὁ Ἀρσένιος πρότεινε στόν τσάρο Ἀλέξανδρο Α’ (1801-1825) νά ἱδρυθεῖ στά Ἱεροσόλυμα ἕνα ρωσικό μοναστήρι, προκειμένου αὐτό νά ἐξυπηρετεῖ τούς Ρώσους προσκυνητές πού θά ἔφθαναν στά Ἱεροσόλυμα, ὅμως ἡ πρότασή του δέν ἔγινε ἀποδεκτή. Παπαδοπούλου, Ἱστορία Ἱεροσολύμων, σ. 769.

[4] Παπαδοπούλου, Ἱστορία Ἱεροσολύμων, σ. 770.

[5] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 134.

[6] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 5.

[7] «Παρισιοῦ συνθῆκες», ΠΛΜ 48 (1990) 206.

[8] Δαμ. Γκαγκανιάρα, ἀρχιμ., «Τά σχέδια τῶν Πανσλαυϊστῶν εἰς τήν Παλαιστίνην», Καιρός, Τιμητικός τόμος στόν Ὁμότιμο  καθηγητή  Ἀθ. Δόϊκο,  Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα, τ. 5, Θεσσαλονίκη  1995, σ. 32.

[9] Χρ. Καλαϊτζῆ, διακόνου, Ἡ Μονή τῆς «Νέας Σιών» καί αἱ βλέψεις τῶν Ρώσσων ἐπ᾿ αὐτῆς, ἐκδ.

Τέρτιος, 1991, σσ. 7 καί 10.

[10] Γκαγκανιάρα, «Τά σχέδια τῶν Πανσλαυϊστῶν»,  σ. 32.

[11] Γκαγκανιάρα, «Τά σχέδια τῶν Πανσλαυϊστῶν»,  σ. 27.

[12] Γκαγκανιάρα, «Τά σχέδια τῶν Πανσλαυϊστῶν», σσ. 27-28.

[13] N. Lisovoi, «Ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές σχέσεις τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας μέ τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς», στό Πρακτικά 1ου  ἑλληνο-ρωσικοῦ  forum  «Διαχρονικές  σχέσεις  καί  προοπτικές συνεργασίας στόν 21ο αἰώνα», Ἀθήνα 2009, σ. 93.

[14] Lisovoi,  «Ἐκκλησιαστικές  καί  πολιτικές σχέσεις», σ. 94.

[15] Lisovoi,  «Ἐκκλησιαστικές  καί  πολιτικές σχέσεις», σ. 94.

[16] Γιά παράδειγμα βλ. Lisovoi, «Ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές σχέσεις», σσ. 92-98 (κυρίως σ. 94).

[17] Γκαγκανιάρα, Ἡ διοικητική ὀργάνωσις τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, σ. 56.

[18] Lisovoi, «Ἐκκλησιαστικές καί πολιτικές σχέσεις», σσ. 92-98. (βλ. κυρίως σ. 96).

[19] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 102α (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 17 Μαρτίου 1864).

[20] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 102α-β (ἐπιστολή πρός τόνπατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 17 Μαρτίου 1864).

[21] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 102β (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 17 Μαρτίου 1864).

[22] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 102β. (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 17 Μαρτίου 1864).

[23] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 103α (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 26 Μαρτίου 1864).

[24] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 111β (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 14 Μαΐου 1864).

[25] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 114α (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 20 Φεβρ. 1864).

[26] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 114α (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 20 Φεβρ. 1864).

[27] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 122α (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 9 Ἰουλίου 1864).

[28] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 122α (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 9 Ἰουλίου 1864).

[29] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 122β (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 9 Ἰουλίου 1864).

[30] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 122β (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 9 Ἰουλίου 1864).

[31] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 14, 122β (ἐπιστολή πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 9 Ἰουλίου 1864).

[32] Lisovoi,  «Ἐκκλησιαστικές  καί  πολιτικές σχέσεις», σ. 97.

[33] Lisovoi,  «Ἐκκλησιαστικές  καί  πολιτικές σχέσεις», σ. 98.

[34] Ὁ Πορφύριος Konstantin Aleksandrovič Uspenskij γεννήθηκε στήν Κόστρομα τό 1804 καί πέθανε στή Μόσχα τό 1885. Μετά τήν πραγματοποίηση τῶν θεολογικῶν του σπουδῶν στή Θεολογική Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως [Σπ. Κοντογιάννη, «Πορφύριος», ΠΛΜ 50 (1992) 229] καί τή χειροτονία του ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικός (1841-1842). Ὑπηρέτησε ὡς κληρικός στήν αὐτοκρατορική πρεσβεία τῆς Ρωσίας στή Βιέννη (1847-1854), ὡς ἀρχηγός τῆς Ρωσικῆς Ἀποστολῆς στά Ἱεροσόλυμα. Τό 1865 χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος. Ὁ Οὐσπένσκυ ἐργάσθηκε στίς βιβλιοθῆκες τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στό Σινᾶ, ὅπου προέβη σέ ἁρπαγές καί συλήσεις κωδίκων τούς ὁποίους μελετοῦσε. Ἔτσι, ὁ Οὐσπένσκυ πλούτισε τίς βιβλιοθῆκες τῆς Ρωσίας μέ ἑλληνικά, ἀραβικά, συριακά, αἰθιοπικά καί γεωργιανά χειρόγραφα. Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin (1817-1894), σ. 62 (ὑποσημ.) .

[35] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 135.

[36] Παπαδοπούλου, Ἱστορία Ἱεροσολύμων, σσ. 770-772.

[37] Παπαδοπούλου, Ἱστορία  Ἱεροσολύμων,   σσ. 771-772.

[38] Προκειμένου ὁ Οὐσπένσκυ νά προωθήσει τό σχέδιό του γιά τή σύγκρουση τῶν Ἑλλήνων κληρικῶν μέ τό ἀραβόφωνο ποίμνιό τους προώθησε τή θεωρία τῶν πανσλαβιστῶν περί τῆς ὑπάρξεως ἀράβων πατριαρχῶν στή Σιωνίτιδα Ἐκκλησία, τούς ὁποίους στή συνέχεια διαδέχθηκαν Ἕλληνες. Βλ. Γκαγκανιάρα, «Τά σχέδια τῶν Πανσλαυϊστῶν», σ. 33.

[39] Παπαδοπούλου, Ἱστορία  Ἱεροσολύμων,   σσ. 773-775.

[40] Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ πατριάρχη Κυρίλλου (1872) ἔδωσε τήν ἀφορμή γιά τήν ἐκδήλωση σφοδρῶν ἀντιδράσεων ἀπό μεγάλη μερίδα τῶν ἀραβόφωνων ὀρθοδόξων κατά τῆς Ἁγιοταφιτικῆς ἀδελφότητας. Οἱ ἀραβόφωνοι χριστιανοί διέκοψαν τίς σχέσεις τους μέ τήν Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα, ἀπεῖχαν ἀπό τίς ἀκολουθίες πού τελοῦνταν στούς ναούς, κατέλαβαν κάποια μοναστήρια, διέκοψαν τήν ἐπικοινωνία τοῦ μοναστηρίου τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου μέ τόν ναό τῆς Ἀναστάσεως καί διετύπωσαν ἀξιώσεις πρός τήν Ἁγιοταφιτική ἀδελφότητα, οἱ ὁποῖες ἦσαν ἀσυμβίβαστες μέ τόν θεσμικό ρόλο τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων στήν Παλαιστίνη. Μελ. Μεταξάκη ἀρχιμ., Αἱ ἀξιώσεις τῶν ἀραβοφώνων ὀρθοδόξων τῆς Παλαιστίνης, Ἐκ τοῦ πατριαρχικοῦ τυπογραφείου, ἐν Κωνσταντινουπόλει 1909, σσ. 3-5.

[41] Παπαδοπούλου, Ἱστορία  Ἱεροσολύμων,   σ. 776.

[42] Παπαδοπούλου, Ἱστορία  Ἱεροσολύμων,   σ. 780.

[43] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 136.

[44] Σύρμως Βαϊραμίδου, Ἐκκλησία καί κοινωνία στήν προεπαναστατική Ρωσία. Ἀπό τή διάσπαση στήν ἐπανάσταση. Διδακτορική διατριβή, Ἀθήνα 2006, σσ. 189, 196 & 197-198.

[45] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 136.

[46] Παπαδοπούλου, Ἱστορία Ἱεροσολύμων, σ. 780.

[47] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 136.

[48] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 136.

[49] ΑΠΙ, Εἰσερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII A 132, 51α (ἐπιστολή μέ ἡμερομηνία 22 Μαρτίου 1852).

[50] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σσ. 136-137.

[51] Ὁ Κύριλλος ἔμεινε στά Ἱεροσόλυμα ἀπό 1857 ἕως τό 1864. Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 139.

[52] Ὁ διπλωμάτης Boris Pavlovič Mansurov (1828-1910) ἦταν ἔμπιστος συνεργάτης τοῦ Μεγάλου Δούκα τῆς Ρωσίας Κωνσταντίνου Nikolaevič καί ἦταν εἰδικός στά θέματα πού ἀφοροῦσαν τούς Ἁγίους Τόπους. Ὁραματιζόταν καί ἐργάσθηκε γιά τή δημιουργία τῆς «ρωσικῆς Ἱερουσαλήμ». Διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στήν ἵδρυση καί τίς δραστηριότητες τῆς Παλαιστινῆς Ἑταιρείας καί τῆς Ρωσικῆς Ἀτμοπλοϊκῆς καί Ἐμπορικῆς Ἑταιρείας. Παπουλίδη, Ἡ πολιτική  τῆς  Ρωσίας  στή  χριστιανική  Ἀνατολή, σ. 152.

[53] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σσ. 137-138.

[54] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 63.

[55] ΑΠΙ, Ἀρχεῖο Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 3β (ἐπιστολή πρός τόν μητροπολίτη Μελιτουπόλεως μέ ἡμερομηνία 1 Ἰουλίου 1858).

[56] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 68α (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας Μελετίου πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 10 Ἀπριλίου 1858;).

[57] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 68α (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας Μελετίου πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 10 Ἀπριλίου 1858;).

[58] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 68α-β (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας Μελετίου πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 10 Ἀπριλίου 1858;).

[59] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 68β (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας Μελετίου πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 10 Ἀπριλίου 1858;).

[60] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 58α (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας Μελετίου πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 22 Μαΐου 1858;). Στήν ἴδια ἐπιστολή ὁ μητροπολίτης Μελέτιος κάνει λόγο γιά τά νέα προβλήματαπού δημιούργησε ὁ Ρῶσος ἐπίσκοπος, ὅτανζήτησε τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης νά λειτουργήσει τή νύχτα ἐντός τοῦ Παναγίου Τάφου, τελώντας προηγουμένως τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου στόν Γολγοθᾶ, ἐνῶ σύμφωνα μέ τήν ἱεροσολυμιτική τάξη ἡ θεία Λειτουργίατελεῖται στόν ναό τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης ἐντός τοῦ πατριαρχείου. Ὁ μητροπολίτης Μελιτουπόλεως «ἀπήντησε… ὅτι κατά τούς ῥωσσικούς νόμους, ὀφείλει, ἵνα ἱερουργήσῃ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ εἰς μνημόσυνον τοῦ τε Μεγάλου Δουκός Κωνσταντίνου, καί τῆς μεγάλης Δουκίσσης Ἑλένης, καί ὅτι τοῦτο προϋπεσχέθη ἡ Πανιερότης του» καί σέ Ρώσους προσκυνητές πού βρίσκονταν στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ μητροπολίτης Πέτρας ἀποφάσισε καί ἔδωσε «τήν ἄδειαν τοῦ ἱερουργῆσαι (ἔτυχε δέ κατά περίστασιν ὥστε ἡ Ἱερά Ἐκκλησία τῶν Ἀρχαγγέλων νά ἐπισκευάζεται ἔνδον ἐπισκευάς τινάς˙) εἰσερχομένῳ ἀφ᾽ ἑσπέρας ἔνδον τοῦ Πανιέρου Ναοῦ, καί ἐξερχομένου τήν πρωΐαν τῆς ἐπιούσης». ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 58α-β (ἐπιστολή τοῦ  μητρ. Πέτρας  Μελετίου πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 22 Μαΐου 1858;).

[61] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 58β (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας Μελετίου πρός τόν πατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 22 Μαΐου 1858;).

[62] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin (1817-1894). Συμβολή στήν πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική ἀνατολή τό 19ο αἰώνα, Ἵδρυμα Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 63-64.

[63] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 12β (χωρίς χρονολογία).

[64] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 11, 77α-77β (ἐπιστολή μέ ἡμερομηνία 18 Φεβρ. 1858).

[65] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 138.

[66] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 64.

[67] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 64.

[68] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 65.

[69] Μετά τήν ἀπομάκρυνσή του ὁ Κύριλλος κατέφυγε σέ μονή τῆς ἐπαρχίας Καζάν, ὅπου καί πέθανε τό 1866 σέ ἡλικία 43 ἐτῶν. Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 65.

[70] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος   τοῦ  Ἀντωνίνου  Kapustin, σ. 65.

[71] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος   τοῦ  Ἀντωνίνου  Kapustin, σ. 65.

[72] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 11β (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας πρός τόνπατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 21 Ἰαν. 1865).

[73] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 11β (ἐπιστολή τοῦ μητρ. Πέτρας πρός τόνπατρ. Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 21 Ἰαν. 1865).

[74] Τό γεγονός αὐτό γίνεται φανερό ἀπό τόν κώδικα τῆς ἐξερχόμενης ἀλληλογραφίας τοῦ πατριαρχείου, ἀφοῦ στό φύλλο 13α φιλοξενεῖται ἐπιστολή τοῦ μητροπολίτη Πέτρας πρός τόν πατριάρχη Κύριλλο μέ ἡμερομηνία 4 Φεβρ. 1865, ἐνῶ στίς 25 Φεβρ. 1865 ὁ κώδικας περιλαμβάνει ἐπιστολή τοῦ Κυρίλλου πρός τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη.

[75] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 122β (ἐπιστολή τοῦ πατρ. Κυρίλλου πρός τόν Ἀβραάμ Νορόφ μέ ἡμερομηνία 26 Φεβρ. 1865).

[76] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 122β (ἐπιστολή τοῦ πατρ. Κυρίλλου πρός τόν μητρ. Πετρουπόλεως μέ ἡμερομηνία 21 Ἀπριλίου 1865).

[77] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 123α (ἐπιστολή τοῦ πατρ. Κυρίλλου πρός τόν Ἀβραάμ Νορόφ μέ ἡμερομηνία 26 Φεβρ. 1865).

[78] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 122β (ἐπιστολή τοῦ πατρ. Κυρίλλου πρός τόν Ἀβραάμ Νορόφ μέ ἡμερομηνία 26 Φεβρ. 1865).

[79] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σσ. 51-52.

[80] Παπαμιχαήλ , Ἀποκαλύψεις, σ. 46.

[81] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 53.

[82] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 122β (ἐπιστολή τοῦ πατρ. Κυρίλλου πρός τόν Ἀβραάμ Νορόφ μέ ἡμερομηνία 26 Φεβρ. 1865). 

[83] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 123α (ἐπιστολή τοῦ πατρ. Κυρίλλου πρός τόν Ἀβραάμ Νορόφ μέ ἡμερομηνία 26 Φεβρ. 1865).

[84] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 65.

[85] «Ἆρά γε διά τῆς ἐμφύτου σας ρητορικῆς δεινότητος, διά τῆς δυνάμεως τῆς πειθοῦς, διά τῆς ἠρέμου εἰσχωρήσεώς σας εἰς πάντα καί διά  τοῦ  ἀναμφισβητήτου διπλωματικοῦ  σας  ταλάντου δέν  θά ἐπιτύχητε νά πείσητε τόν πατριάρχην (Κύριλλον), ἐν καταλλήλῳ περιστάσει,  νά θέσῃ  τέρμα  εἰς τήν  ἀνυπόφορον  καί δι᾿ αὐτόν καί δι᾿ ἡμᾶς ὑπόθεσιν, δήλα δή εἰς τήν ἔγγραφον ὑπόσχεσιν αὐτοῦ, ὅτι ἐν τῷ ζητήματι τοῦ ἀρχιμανδρίτου Λεωνίδου (Καβελίνου) οὐδέ κατά διάνοιαν ἐσκόπει νά προσβάλῃ τήν Ρωσικήν Ἐκκλησίαν;» Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 44.

[86] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 68.

[87] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 139.

[88] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 53.

[89] Ὁ Ἀντωνῖνος εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπό τήν κατώτερη  ἐκκλησιαστική  σχολή τῆς πόλης Νταλμάτοφ καί τή μέση ἐκκλησιαστική σχολή (σεμινάριο) τῶν πόλεων Αἰκατερινοσλάβ καί Πέρμ  καί στή συνέχεια τή Θεολογική Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Rita Butova, «Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ἀντωνῖνος Καπούστιν στήν Ὀρθόδοξο Ἀνατολή: Ἀθήνα, Κωνσταντινούπολη, Ἱερουσαλήμ», στά Πρακτικά τοῦ συνεδρίου τοῦ 1ου ἑλληνικο-ρωσικοῦ forum. Διαχρονικές σχέσεις καί προοπτικές συνεργασίας στόν 21ο αἰώνα, Ἀθήνα 2009, σ. 122.

[90] Ὁ Κ. Παπουλίδης ἀναφέρει δύο χαρακτηριστικά περιστατικά, τά ὁποῖα δείχνουν αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀντιεκκλησιαστική νοοτροπία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τήν περίοδο πού ἐξετάζουμε. Τό πρῶτο ὅταν τό 1845 ἐξελέγη ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων Κύριλλος, ἀνήγγειλε στή σύνοδο τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τά τῆς ἐκλογῆς του. Στήν εἰρηνική ἐπιστολή του δέν ἔλαβε καμία ἀπάντηση. Τό δεύτερο περιστατικό σχετίζεται μέ μιά ἐπιστολή πού ἀπηύθυνε ὁ Ρῶσος πρέσβυς στήν Κπολη Butenev πρός τό ρωσικό ὑπουργεῖο ἐξωτερικῶν, στήν ὁποία περιέγραφε τήν κατάσταση τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ἐξέθετε μόνο τήν ἀρνητική πλευρά τῶν πατριαρχείων. Γι᾽ αὐτή τήν ἐπιστολή ὁ πατριάρχης Κύριλλος ἐξέφρασε τή λύπη του. Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 66.

[91] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 67.

[92] Πολλοί Ρῶσοι συγγραφεῖς σημειώνουν κάτι ἀνάλογο, ὅπως γιά παράδειγμα ὁ προϊστάμενος τῆς ρωσικῆς ἐκκλησίας στήν Κπολη ἀρχιμανδρίτης Ἰωνᾶς: «Διά τοῦτο συνιστῶμεν ὡς ἀνυσιμώτατον καί ἀναγκαιότατον εἰς τόν ἀνεπτυγμένον Ρῶσσον νά στραφῇ πνευματικῶς πρός τήν Ἀνατολήν, ἵνα  διδαχθῇ παρά τῶν χριστιανῶν αὐτῆς τήν σταθερότητα ἐν τῇ πίστει καί τήν ἀφοσίωσιν αὐτῶν εἰς τάς πατερικάς παραδόσεις». Λ.Κ.,  «Ἡ  Ὀρθόδοξος Ἀνατολή καί  ἡ ὀρθόδοξος Ρωσσία. Σκέψεις ρώσσου κληρικοῦ», ΝΣ 1 (1904) 498.

[93] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 68.

[94] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII Β 15, 123α (ἐπιστολή τοῦ πατρ. Κυρίλλου πρός τόν Ἀβραάμ Νορόφ μέ ἡμερομηνία 26 Φεβρ. 1865).

[95] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 11, 88α (ἐπιστολή μέ ἡμερομηνία 8 Ἰανουαρίου 1858).

[96] Χαρακτηρισιτικά ἀναφέρει: «tous leshiérarquesrusses et tout l’ “opinion publique” souffrait (et souffre jusqu’ à present) [1958] de ce dèfaut national». Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 143.

[97] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 145.

[98] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 147.

[99] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 147.

[100] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 148.

[101] Οἱ συντηρητικοί πολιτικοί τῆς Ρωσίας δέν μπόρεσαν νά ἐξουδετερώσουν τήν υἱοθέτηση τῆς πανσλαβιστικῆς πολιτικῆς ἀπό πολλά μέλη τῆς πολιτικῆς καί τῆς διανοήσεως, ἀφ᾽ ἑνός διότι πολλοί ἀπό αὐτούς ἦσαν ὀπαδοί τοῦ πανσλαβισμοῦ καί κατεῖχαν ὑψηλές κυβερνητικές θέσεις καί ἀφ᾽ ἑτέρου διότι πολλοί συντηρητικοί πολιτικοί, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ τσάρος ἦσαν δεκτικοί τῶν πανσλαβιστικῶν ἰδεῶν. Th. Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate 1864-1872, Madison 1970, σ. 9.

[102] πρίγκιπας Μεντσικώφ εἶχε προτείνει στήν Ὑψηλή Πύλη στίς 8 Ἀπριλίου 1853 μιά μυστική συνθήκη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία «... ὀρθόδοξος θρησκεία θέλει ἀπολαύει τῆς  διηνεκοῦς προστασίας ἐν ὅλαις ταῖς Ἐκκλησίαις. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Αὐτοκρατορικῆς Αὐλῆς [τῆς Ρωσίας] θέλουσι ἔχει τό δικαίωμα νά δίδωσι διαταγάς  εἰς  τάς ἐκκλησίας  ἔν  τε τῇ Κωνσταντινουπόλει  καί ἐν  ταῖς ἄλλαις ἐπαρχίαις καί πόλεσιν, ὡς καί εἰς τούς  ἱερωμένους.  Ἐπειδή  δέ  αἱ  συμβουλαί  αὗται προέρχονται ἐκ  μέρους  φίλης καί γείτονος δυνάμεως, θέλουσι τύχει καλῆς ὑποδοχῆς...». Βέη Ἀριστάρχη, Τό Βουλγαρικόν ζήτημα. Αἱ πλεκτάναι τοῦ Πανσλαυϊσμοῦ ἐν Ἀνατολῇ, τεῦχ. β’, ἐν Ἀθήναις 1875, Τυπογραφεῖον Ν. Πάσσαρη, σσ. 34-35.

[103] Π. Καρολίδου, Ἡ Εὐρώπη κατά τόν 19ον αἰώνα, σσ. 59-60.

[104] Καρολίδου, Ἡ Εὐρώπη κατά τόν 19ον αἰώνα, σσ. 60-61.

[105] Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σσ. 1-2.

[106] Ἄντας Διάλλα, «Ἡ χριστιανική Ἀνατολή καί ἡ ρωσική διπλωματία: λόγοι καί πρακτικές (β’ ἥμισυ τοῦ 19ου αἰώνα)», Ρωσία καί Μεσόγειος. Πρακτικά Α’ διεθνοῦς συνεδρίου  (Ἀθήνα,  19-22 Μαΐου  2005), τόμ. Α’, ἐκδ. Ἡρόδοτος, σ. 381.

[107] Meininger,  Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σσ. 55-57.

[108] Meininger,  Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σσ. 55-57.

[109] V. Bérnard, The Russian empire and czarism, London 1905, σσ. 116-119.

[110] Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σ. 58.

[111] Σύμφωνα μέ τόν Gözde Yazici, διορισμός τοῦ Ἰγνάτιεφ ὡς πρεσβευτή τῆς Ρωσίας στήν Κπολη σήμαινε τήν ἄνθηση τοῦ πανσλαβισμοῦ στή Ρωσία, παρά τό γεγονός ὅτι αὐτός δέν ἦταν ἀκόμη βάση τῆς ἐξωτερικῆς πολιτικῆς τῆς Ρωσίας τή δεκαετία τοῦ 1860. Yazici Gözde, Midhat Paşa (1822-1884)’s policies vs N.P. Ignatiev (1832-1908)’s Pan-Slav mission, Hungary 2009, μεταπτυχιακή ἐργασία εἰδικεύσεως ὑποβληθεῖσα στό τμῆμα Ἱστορίας τοῦ Central European University, σ. 10.

[112] Γ. Ἀλεξιάδου, Πανσλαυϊσμός, Ἀθῆναι 1980, σ. 45.

[113] Ἀλεξιάδου, Πανσλαυϊσμός, σσ. 45-46. Αὐτή τήν ἄποψη υἱοθετεῖ καί βρετανός ἱστορικός τοῦ πανσλαβισμοῦ B. H. Summer. Περισσότερα βλ. Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σ. 59.

[114] Gözde Yazici, Midhat Paşa (1822-1884)’s policies vs N.P. Ignatiev (1832-1908)’s Pan-Slav mission, σ. 11. Ὁ Ἰγνάτιεφ τούς στόχους τῆς πολιτικῆς του τούς σημείωσε ὁ ἴδιος στά ἀπομνημονεύματά του βλ. Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σσ. 11-12.

[115] Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σ. 11.

[116] Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σ. 7.

[117] Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σ. 7.

[118] Διάλλα, «Ἡ χριστιανική Ἀνατολή καί ἡ ρωσική διπλωματία», σ. 385.

[119] Th. Stavrou, Russian interests in Palestine 1882-1914, ἔκδ. Institute for Balkan Studies, Thessaloniki 1963, σ. 20.

[120] Διάλλα, «Ἡ χριστιανική Ἀνατολή καί ἡ ρωσική διπλωματία», σ. 385.

[121] Stavrou, Russian interests in Palestine, σσ. 23.

[122] Stavrou, Russian interests in Palestine, σσ. 20-21.

[123] Μηλλιαρᾶ, Οἱ ἅγιοι Τόποι  ἐν Παλαιστίνῃ,  τ. Β’, σ. 563.

[124] Μηλλιαρᾶ, Οἱ Ἅγιοι Τόποι ἐν Παλαιστίνῃ, τ. Β’, σσ. 570-571.

[125] Μηλλιαρᾶ, Οἱ Ἅγιοι Τόποι ἐν Παλαιστίνῃ, τ. Β’, σσ. 572-573.

[126] Μηλλιαρᾶ, Οἱ Ἅγιοι Τόποι ἐν Παλαιστίνῃ, τ. Β’, σ. 581.

[127] Μηλλιαρᾶ, Οἱ Ἅγιοι Τόποι ἐν Παλαιστίνῃ, τ. Β’, σ. 592.

[128] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 11, 12β.

[129] ΑΠΙ, Ἐξερχόμενη ἀλληλογραφία, VIII B 11, 77α (ἐπιστολή μέ ἡμερομηνία 18 Φεβρ. 1858).

[130] Ἡ ἱερά μονή τῶν Ἀρχαγγέλων βρίσκεται στήν παλαιά πόλη τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐκτός ἀπό τό καθολικό περιλαμβάνει καί δύο παρεκκλήσια, τό ἕνα εἶναι ἀφιερωμένο στόν Ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο καί τό ἄλλο στόν Ἅγ. Νικόλαο. Σύμφωναμέ τό Προσκυνητάριο τοῦ Χρυσάνθου τοῦ ἐκ Προύσης (1787), «Κατοικοῦσι εἰς τοῦτο προσκυνηταί  ἐλθόντες  εἰς προσκύνησιν,  ἀλλ᾽ οὐχί  καί γυναῖκες καθώς εἰς τά λοιπά μοναστήρια, καί ἴσως διά τό νά ἦτον  τό πάλαι μετόχιον  τῶν πατέρων τοῦ  ἁγίου  Σάββα, ἐπειδή καί μέχρι τήν σήμερον ὁ κατακαιρόν ἡγούμενος τοῦ μοναστηρίου τοῦ ἁγίου Σάββα εἰς αὐτό ἔχει τήν κατοικίαν του, καί τό μαγαζί, εἰς τό ὁποῖον  ἔχει  ὅλα  τά ἀναγκαῖα τοῦ  μοναστηρίου˙ αὐτό τό μοναστήρι ον τοῦ Ἀρχαγγέλου ἔχει καί μέγα  περιβόλιον,  μέ  διάφορα δένδρα  καί φυτά καρποφόρα».  Χρυσάνθου τοῦ ἐκ Προύσης, Προσκυνητάριον τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλήμ καί πάσης Παλαιστίνης, ἐκδοθέν  τό πρῶτον ἔν ἔτει 1787 καί νῦν ἐπανεκδιδόμενον ὑπό τῆς ἐν Ἀθήναις Ἐξαρχίας τοῦ Παναγίου Τάφου, Ἀθῆναι 1994, σ. 64. Περισσότερα γιά τή μονή τῶν Ἀρχαγγέλων βλ. στό Μηλλιαρᾶ, Οἱ Ἅγιοι Τόποι ἐν Παλαιστίνῃ, τ. Β’, σ. 96.

[131] Παπαδοπούλου, Ἱστορία Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, σσ. 776 καί 781.

[132] Ἑκατονταετηρίς τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, σ. 128.

[133] Meininger, Ignatiev and the establishment of the Bulgarian Exarchate, σ. 27.

[134] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σσ. 54-55.

[135] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 58.

[136] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 55.

[137] Βλ. Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σσ. 55-57.

[138] Προκειμένου ὁ Ἰγνάτιεφ νά ἐξασφαλίσει στόν Ἀντωνῖνο τήν ἀγορά τῆς Δρυός, πέτυχε νά ἀντικαταστήσει ἀκόμη καί τόν διοικητή τῆς περιοχῆς, γιά νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις ἀπό τό μουσουλμανικό στοιχεῖο. Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σσ. 58-59.

[139] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σσ. 55 & 65.

[140] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σ. 68.

[141] Ὁ Ἰγνάτιεφ ἔγραφε πρός τόν Ἀντωνῖνο στίς 12 Σεπτεμβρίου 1869 σχετικά μέ τήν ἀγορά τῆς Δρυός Μαβρῆ: «Οἱ Τοῦρκοι τόσον κατηγορηματικῶς ἠρνοῦντο κατά τόν χρόνον τῆς ἀπουσίας μου, ὥστε τώρα ἀδυνατοῦσι νά ὀπισθωχωρήσωσιν. Ἐγώ κάτι ἐψιθύρισα περί τούτου εἰς τόν Βαλῆν,  ἀλλ᾿    Βεζύρης ἀπήντησε κατηγορηματικῶς, ὅτι ἡ ἀπόκτησις τῆς Δρυός Μαβρῆ ἦτο ἀπό μέρους  ἡμῶν  κατάφορος παραβίασις τοῦ Status quo τῆς Παλαιστίνης, καί ὅτι τό μέρος τοῦτο εἶνε καί σέβασμα μουσουλμανικόν. Ὁ Βαλῆς φοβεῖται ἐρεθισμόν τοῦ μουσουλμανικοῦ φανατισμοῦ,  ὑποδεικνύει  δέ  ἀνακοινώσεις  τοῦ Διοικητοῦ καί διάφορους μασβατάδες, μαρτυροῦντα περί τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ λεγομένων. Θά προσπαθήσω ἀκόμη νά  κλονήσω τίς πεποιθήσεις τῆς  Πύλης  καί θά  συντάξω  πρός  τοῦτο  σημείωμα  ἐπί τῇ βάσει  τῶν πονηρῶν καί -μεταξύ μας- ἀρκετά σοφιστικῶν συλλογισμῶν τῆς ἀπαντήσεώς σας... προβλέπω ἀποτυχίαν...». Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 55.

[142] Γιά τόν Ἰγνάτιεφ ἡ ἀγορά γῆς στήν Παλαιστίνη σχετιζόταν μέ αἴσια ἔκβαση τῆς ἀγορᾶς τῆς Δρυός Μαβρῆ: «ἀνακοινώσατέ μοι λεπτομερείας καί σχετικά ἀντίγραφα  καί σχέδια  τῶν  ἐδαφικῶν  κτήσεων ὑμῶν ἐν Ὀρεινῇ, τῷ Ὄρει τῶν Ἐλαιῶν, ἐν Ἰόππῃ καί ἐν Μπετζάλλᾳ. Θά προσπαθήσω νά πράξω πᾶν δυνατόν, καίτοι οὐχί ἄνευ δυσκολιῶν. Πρέπει νᾶ σᾶς εὐχαριστήσω ἄν ὄχι τώρα, ἀλλά τουλάχιστον ἐν καταλλήλῳ περιστάσει, δυνατόν δέ  αὕτη νά  παρουσιασθῇ καί οὐδέν  κωλύει νά  ἦσθε  ἐγκαίρως  πάνοπλος διά νά μή χαθῶσιν εὐνοϊκαί στιγμαί. Καμμίαν ὠφέλειαν δέν βλέπω διά τήν Ἐκκλησιαστικήν ἡμῶν Ἀποστολήν ἐν τῷ ἀποκτᾶν ὅσον τό δυνατόν περισσότερα τεμάχια παλαιστινῆς γῆς, ἀλλ᾽ εἶμαι ἕτοιμος νά σᾶς διευκολύνω ἐφ᾽ ὅσον ἔχω δυνάμεις καί καθ᾽ ὅσον ἔχω δυνάμεις καί καθ᾽ ὅσον τοῦτο εἶνε δυνατόν...». Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 65.

[143] Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σσ. 68-69.

[144] Stavrou, Russian interests in Palestine, σ. 49.

[145] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 64. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά Ἰγνάτιεφ σέ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀντωνῖνο: «Ἐπί τέλους τό δικαίωμα τῆς ἀκινήτου ἰδιοκτησίας ἐν Τουρκίᾳ τῶν Ρώσων  ὑπηκόων ἐπεκυρώθη... Δόξᾳ τῷ Θεῷ, ὅτι ἐμείνατε εὐχαριστημένος!» Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 64.

[146] Ὁ Ἀντωνῖνος ἔγραψε στόν B. P. Mansurov γιά τό ζήτημα: «Γιά νά μή συγκρουσθῶ μέ κανένα πολιτικό, ἐκκλησιαστικό ἤ καί ἱεραποστολικό  πεδίο,  περιόρισα  μόνο  στήν  καθαρά  προσκυνηματική σημασία τήν Ἱεραποστολή, καί βρῆκα τρόπο μέ τήν ἀγορά γῆς καί τήν ἀνέγερση διαφόρων ἀσύλων νά τήν ἐξασφαλίσω σέ δυνατότερη καί διαρκέστερη βάση πού  ὑπῆρχε  ποτέ  στήν Παλαιστίνη.  Θά  μοῦ συγχωρεθεῖ ἄραγε αὐτό ἀπό τό σύστημα; Δέν εἶμαι παιδί γιά νά τό πιστέψω. Ἀλλά, ἀπευθύνομαι σέ σᾶς, ἀξιότιμε Boris Pavlovič, ἄνθρωπο τίμιο καί εἰλικρινή; Σέ τί ἁμάρτησα ἀπέναντι στήν πατρίδα μου,  τό Βασιλιᾶ μου, τό Θεό μου; Στό ὅτι ἄρχισα νά ἀγοράζω γῆ γιά τή Ρωσία ἀπό ἐκείνη πού ἄφησε  ἡ Θεία  Πρόνοια καί δέν τήν ἅρπαξαν οἱ ρωμαιοκαθολικοί, οἱ προτεστάντες, οἱ Ἀρμένιοι καί  οἱ  Ἑβραῖοι;  Εἶναι ἀλήθεια ὅτι σέ κάθε ἄλλη χριστιανική χώρα παρόμοιο πρόθυμο  ἄνθρωπο  τουλάχιστον  θά  τόν ἐπαινοῦσαν». Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ Ἀντωνίνου Kapustin, σσ. 69-70.

[147] Ὁ Ἰγνάτιεφ μέ ἐπιστολή του στίς 4 Μαρτίου 1870 ἀναφέρει στόν Ἀντωνῖνο: «...τό καθῆκον ἡμῶν εἶνε νά μήν ἀκολουθῶμεν τάς στενάς αὐτόθι θεωρίας, νά μή ἱκανοποιῶμεν προσκαίρους ὀρέξεις, ἀλλά νά βλέπωμεν ἐμπρός καί νά διευθύνωμεν τά διαβήματα ἡμῶν συμφώνως πρός τά γενικά ρωσικά πολιτικά συμφέροντα». Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 56. Ἐνῶ εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἐπιστολή του πρός τόν Ἀντωνῖνο στις 7 Δεκεμβρίου 1871 στήν ὁποία ἀναλύει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους θεωρεῖ ἀνωφελεῖς τίς ἀγορές γῆς, οἱ ὁποῖες προκαλοῦν: «μόνον τόν φθόνον τῶν ἡμετέρων ἀνταγωνιστῶν, οἵτινες υἱοθετοῦσιν, ὅτι  ἔχομεν  προμεμελετημένον  τι  σχέδιον  δράσεως ἐν  Παλαιστίνῃ…  Ὅπως θέλετε,  ἀλλά δέν εἶνε καλόν αὐθαιρέτως νά  παρασυρθῇ  ἡ ρωσική  κυβέρνησις  εἰς  ἀπροόπτους δι᾿  αὐτήν  περιπλοκάς καί ν᾿ ἀναγκασθῇ νά μεταχειρισθῇ τήν δι᾿ ἄλλους ὑψηλούς σκοπούς κτηθεῖσαν ἐν Τουρκίᾳ ἐπιρροήν πρός καταναγκασμόν τῆς Πύλης εἰς τό ν᾿ ἀναγνωρίση ὡς νόμιμα τά μυστικά ἀγοραπωλητικά ἔγγραφα καί τάς παρανόμους συμπαιγνίας, αἵτινας γίνονται πρός αἰφνιδίαν ἀπόκτησιν διαφόρων τεμαχίων γῆς. Διατί νά ἐρεθίζη τίς τούς χῆνας δωρεάν;...». Παπουλίδη, Ὁ ἑλληνικός κόσμος τοῦ  Ἀντωνίνου  Kapustin, σσ. 69-70.

[148] Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σσ. 140-141. Τό 1964 ἡ σοβιετική κυβέρνηση πούλησε μεγάλο μέρος τῶν ἀκινήτων πού τῆς ἀνῆκαν στήν ἰσραηλινή κυβέρνηση μέ τό συμβολικό καί πολύ μικρό ποσό τῶν 4.500.000 ἀμερικανικῶν δολλαρίων. Παπουλίδη, Ἡ πολιτική τῆς Ρωσίας στή χριστιανική Ἀνατολή, σ. 140.

[149] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 57.

[150] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 64.

[151] Παπαμιχαήλ, Ἀποκαλύψεις, σ. 58.

[152] Stavrou, Russian interests in Palestine, σ. 49.

[153] Παπαδοπούλου, Ἱστορία Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, σ. 829.

[154] Σπ. Κοντογιάννη, «Τό status quo τῶν Ἁγίων Τόπων μεταξύ τῶν λατινικῶν διεκδικήσεων καί τῆς πανσλαβιστικῆς προπαγάνδας», ΕΕΘΣΠΑ Λ’ (1995) 807-808.