Σχόλιο του Κωνσταντίνου Βετόσνικωφ,
Δρος Θεολογίας ΑΠΘ,
Δρος Ιστορίας Σορβόννης,
Επιστημονικού Συνεργάτη του Κολλεγίου της
Γαλλίας.
Οι ιεροί κανόνες αυστηρά και με απειλή καθαιρέσεως απαγορεύουν τις αναχειροτονίες. Βλ. για παράδειγμα:
Κανὼν ΞΗ´ των Αποστόλων:
«Εἴ τις ἐπίσκοπος,
ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινος, καθαιρείσθω
καὶ αὐτός, καὶ ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίη, ὅτι παρὰ αἱρετικῶν ἔχει τὴν
χειροτονίαν. Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε
πιστούς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν».
Κανὼν ΜΗ´ τῆς ἐν Καρθαγένῃ Τοπικῆς Συνόδου:
«Ἐκεῖνο δὲ
ἀναφέρομεν ἐνταλὲν ἡμῖν, τὸ καὶ ἐν τῇ συνόδῳ τῇ ἐν Καπούῃ ὁρισθέν, ὥστε μὴ ἐξεῖναι
γίνεσθαι ἀναβαπτίσεις, ἢ ἀναχειροτονήσεις, ἢ μετακινήσεις ἐπισκόπων.
Κρεσκώνιος, οὖν τοῦ Ῥεκένσης ἀγροῦ ἐπίσκοπος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου λαοῦ, τῇ
Τουβηνέκῃ ἐπέβη ἐκκλησίᾳ, καὶ ἕως τῆς σήμερον πολλάκις ὑπομνησθεὶς κατὰ τὸ ὁρισθὲν
καταλιπεῖν τὴν αὐτὴν ἐκκλησίαν, ᾗ τινι ἐπῆλθεν, οὐχ᾽ εἵλετο. Περὶ τούτου δὲ τὰ
προαγγελθέντα, βέβαια ἠκούσαμεν· καὶ αἰτοῦμεν κατὰ τὸ ἐνταλὲν ἡμῖν, ἵνα
καταξιώσητε δοῦναι παῤῥησίαν ἐπ᾽ ἀδείας ἡμῖν γενέσθαι, ὅτι αὕτη ἡ ἀνάγκη
παρασκευάζει, τῷ ἄρχοντι τῆς χώρας κατ᾽ ἐκείνου προσελθεῖν, κατὰ τὰς διατάξεις
τῶν ἐνδοξοτάτων βασιλέων, ἵνα ὁ τῇ πράῳ ὑπομνήσει τῆς ὑμετέρας ἁγιωσύνης
πειθαρχῆσαι μὴ θελήσας, καὶ διορθώσασθαι τὸ ἀσυγχώρητον, αὐθεντίᾳ ἀρχοντικῇ
παραχρῆμα κωλυθῇ. Αὐρήλιος ἐπίσκοπος εἶπε· Φυλαχθέντος τοῦ τύπου τῆς
καταστάσεως, μὴ κριθῇ τῆς συνόδου ὑπάρχων, ἐὰν ἐπιεικῶς αἰτηθεὶς παρὰ τῆς ὑμετέρας
ἀγάπης ἀποστῆναι παρῃτήσατο, ἐπειδὴ ἐκ τῆς οἰκείας καταφρονήσεως καὶ μονοτονίας
περιῆλθεν εἰς ἀρχοντικὴν ἐξουσίαν. Ὁνωράτος καὶ Οὐρβανός, οἱ ἐπίσκοποι εἶπον·
Τοῦτο οὖν πᾶσιν ἀρέσκει; Ἀπὸ πάντων τῶν ἐπισκόπων ἐλέχθη· Δίκαιόν ἐστιν, ἀρέσκει».
Ωστόσο, στην ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας υπάρχει ένα πολύ
ενδιαφέρον γεγονός, ότι «Η ιδιαιτερότητα της ρωσικής παράδοσης μέσων 15ου -
μέσων 17ου αιώνος υπήρξε η επανάληψη της αρχιερατικής χειροτονίας κατά την
προαγωγή των επισκόπων σε μητροπολίτες και πατριάρχες της Μόσχας (βλέπε:
Uspensky. 1998)» (Πηγή).
Αυτή η πρακτική πιθανότατα εμφανίστηκε κατά την προσχώρηση στο σχίσμα της
Εκκλησίας στο κράτος της Μόσχας κατά το 15ο αιώνα και προκλήθηκε από το γεγονός
ότι οι επίσκοποι ήταν θεολογικά αγράμματοι.
Ακολουθώντας κατά την ακρίβεια τον 68ο Αποστολικό κανόνα, ολόκληρη η
ιεραρχία της Εκκλησίας της Ρωσίας εκείνη την εποχή έπρεπε να καθαιρεθεί, ως
αναχειροτονημένη ή ως αναχειροτονήσασα. Δηλαδή, η αναγνώριση της νομιμότητας
των χειροτονιών αυτής της Εκκλησίας γίνεται μόνον κατ’ οικονομία, διότι η
διαδοχή των επισκόπων της προέρχεται από επισκόπους που, σύμφωνα με τον κανόνα,
έπρεπε να καθαιρεθούν.
Στο παρόν, στην Εκκλησία της Ρωσίας, πιθανότατα όλη η διαδοχή
προέρχεται από τη γραμμή του Πατριάρχη Αλέξιου Α’ της Μόσχας (Simansky), ο
οποίος χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Γρηγόριο Δ΄ το 1913 με
συμμετοχή Ρώσων ιεραρχών.
Έτσι, η αποστολική διαδοχή στην Εκκλησία της Ρωσίας βασίζεται σε μια
γραμμή που μπορεί να αναγνωριστεί μόνο κατ’ οικονομίαν, και με προσθήκη σε
αυτήν της γραμμής ενός επισκόπου με κανονική χειροτονία (Πατριάρχης Αντιοχείας Γρηγόριος),
αλλά αυτό εξακολουθεί να επιτρέπει την αναγνώριση της ρωσικής ιεραρχίας μόνο
κατ’ οικονομίαν.