Η συνάθροιση του Αμμάν του Φεβρουαρίου του 2020 θεμελίωσε αντικανονικές ενέργειες εκ μέρους όσων συμμετείχαν σ’ αυτήν. Παρά ταύτα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, όπως φαίνεται, δεν θέλησε να «τραβήξει το σκοινί». Όμως, όπως φαίνεται, ισχύει πλήρως η διαπίστωση, ότι «ο δράστης επιστρέφει πάντοτε στον τόπο του εγκλήματος».
Γράφει ο
Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος
Δικηγόρος
Άρχων
Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Πριν από δεκαπέντε
περίπου μήνες, στις 21 Νοεμβρίου 2019 ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, ενώ βρισκόταν
στη Μόσχα, μετά από πρόσκληση του οικείου Πατριάρχη, έκανε δηλώσεις, με τις
οποίες γνωστοποίησε δημοσίως την πρόθεσή του να συγκαλέσει Σύναξη Προκαθημένων
των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Αμμάν της Ιορδανίας. Σκοπός της
συναντήσεως αυτής θα ήταν, κατά τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, η συζήτηση με θέμα την
ενότητα της Ορθοδοξίας. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικώς: «Θα θέλαμε να φιλοξενήσουμε, στο σπίτι μας ως Πατριαρχείο Ιεροσολύμων,
τους αδελφούς μας, Προκαθήμενους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, να συγκεντρωθούμε σε
πνεύμα αδελφικής κοινωνίας ώστε να διαβουλευτούμε για τη διατήρηση της ενότητάς
μας στην Ευχαριστιακή κοινωνία».
Η δήλωση
αυτή πήρε «σάρκα και οστά» τρεις εβδομάδες περίπου αργότερα, όταν ο
Προκαθήμενος της τετάρτης τη τάξει Σιωνίτιδος Εκκλησίας απέστειλε προς όλους
τους Προκαθημένους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών (με εξαίρεση τον Μητροπολίτη
Κιέβου Επιφάνιο) την από 11 Δεκεμβρίου 2019 επιστολή, με την οποία ανακοίνωνε
στους παραλήπτες της τη σύγκληση της συναθροίσεως αυτής στο Αμμάν της
Ιορδανίας, παραλείποντας όμως οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα, που η συνάθροιση
αυτή θα συζητούσε.
Η συνέχεια
στην αντικανονική αυτή κίνηση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ήρθε δύο μήνες περίπου
μετά από την επιστολή αυτή, με νέα επιστολή του προς όλους τους Προκαθημένους
των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, εξαιρουμένου και πάλι του Μητροπολίτη Επιφανίου,
στην οποία υπερτονίζεται ο α-συνοδικός χαρακτήρας της συναθροίσεως αυτής,
ορίζεται ως ημερομηνία συγκλήσεως η 26η Φεβρουαρίου 2020, δεν
καθορίζεται όμως και πάλι το θέμα που θα συζητηθεί και αποτελεί και την αιτία
για την «σύνοδο» αυτή.
Την
πρόσκληση αποδέχθηκαν τρεις Προκαθήμενοι (ο Πατριάρχες Ρωσίας και Σερβίας και ο
Αρχιεπίσκοπος Πρέσωβ και πάσης Τσεχίας και Σλοβακίας), στους οποίους
προστέθηκαν και οι αντιπροσωπείες δύο Αυτοκεφάλων Εκκλησιών (Ρουμανίας και
Πολωνίας). Οι υπόλοιποι Προκαθήμενοι, ήτοι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, οι Πατριάρχες
Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Γεωργίας, Βουλγαρίας και οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου,
Αλβανίας, Ελλάδος αρνήθηκαν την πρόσκληση.
Η
συνάθροιση αυτή πραγματοποιήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2020, όμως ενώ, θεωρητικώς
επρόκειτο για «σύνοδο Προκαθημένων»,
στις εργασίες της συναθροίσεως αυτής δεν μετείχαν μόνον Προκαθήμενοι αλλά και
οι αντιπροσωπείες των δύο απόντων Προκαθημένων, καθώς και επίσκοποι – συνοδά
μέλη των παρισταμένων Προκαθημένων.
Το σύνολο
των πραγματικών περιστατικών, όπως προεκτέθηκαν, δίδουν μια επαμφοτερίζουσα και
συγκεχυμένη εικόνα, ως προς την τελική θέση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, για το
αν συγκαλεί τελικώς «Πανορθόδοξη σύνοδο» ή «φιλική συνάντηση». Η πραγματική
πρόθεση ήταν η σύγκληση «Πανορθόδοξης συνόδου», ο φόβος όμως για πιθανή άρνηση
συμμετοχής εκ μέρους αρκετών Προκαθημένων – φόβος που αποδείχθηκε εκ του
αποτελέσματος πραγματικός και βάσιμος – επέβαλε την σύγκληση υπό τον «μανδύα»
της φιλικής συναντήσεως, ώστε σε κάθε περίπτωση ο διοργανωτής να είναι
καλυμμένος.
Για αυτό το
λόγο, και η «συνάντηση» αυτή θα εξετασθεί υπό το πρίσμα και των δύο απόψεων,
δηλαδή και ως «σύνοδος» και ως «φιλική συνάντηση».
Ως
«σύνοδος», η συνάθροιση αυτή συγκλήθηκε
κατά παράβασιν των ιερών κανόνων, οι οποίοι αφορούν στη λειτουργία του
συνοδικού θεσμού.
Πρώτον,
όσον αφορά στο πρόσωπο του συγκαλούντος και προεδρεύοντος, αφού κατ’ αναλογική
εφαρμογή των κανόνων, που αφορούν στη σύγκληση και στη διεύθυνση των εργασιών της
Επαρχιακής συνόδου (βλ. τους κανόνες 8ο
της Πενθέκτης, 6ο της Ζ’ Οικουμενικής και 20ο της
Αντιοχείας), την σύνοδο των Προκαθημένων συγκαλεί και στις εργασίες της
προεδρεύει κατ’ αποκλειστική αρμοδιότητα ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποκλειομένης αναλογικώς στο ζήτημα αυτό
οποιασδήποτε αναμείξεως των μελών της συνόδου των Προκαθημένων, δηλαδή των
επικεφαλής των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Την άποψη αυτή διατύπωσαν ο Θ. Βαλσαμών στο ερμηνευτικό σχολιό του
υπό τον 40ο κανόνα της Λαοδικείας (Σύνταγμα, ΙΙΙ, 208) «χωρίς γάρ μετακλήσεως τοῦ
πρώτου, ἤγουν τοῦ μητροπολίτου, οὐκ ὀφείλουσι συνέρχεσθαι κατά τόν κ΄. κανόνα
τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου, καί τόν παρόντα», ο Ι. Ζωναράς στο ερμηνευτικό σχόλιο υπό τον 20ο κανόνα της Αντιοχείας (Σύνταγμα, ΙΙΙ, 163) «Οὐ παραχωρεῖ δέ ὁ κανών
μόνους τούς ἐπισκόπους συνιστᾷν σύνοδον, μή παρόντος τοῦ μητροπολίτου τῆς ἐπαρχίας˙
προείρηται γάρ τελείαν σύνοδον ἐκείνην εἶναι, ἐν ᾗ καί ὁ τῆς μητροπόλεως
ἐπίσκοπος σύνεστι τοῖς λοιποῖς» αλλά και ο Μ. Βλάσταρις,
Σύνταγμα κατά Στοιχείον (Σύνταγμα, VΙ, 87) «∙τελεία δέ ἐστι, φησί, Σύνοδος, ᾗ σύνεστι καί ὁ μητροπολίτης∙ οὐ γάρ ἐφεῖται
ταῦτα πράττειν μόνοις τοῖς τῆς ἐπαρχίας ἐπισκόποις».
Δεύτερον,
όσον αφορά στον τόπο συγκλήσεως της συνόδου, αφού κατ’ αναλογική και πάλι
εφαρμογή των ιερών κανόνων, ως τόπος συγκλήσεως της συνόδου νοείται η έδρα του
Οικουμενικού Πατριάρχη ως Προέδρου της συνόδου των Προκαθημένων, δηλαδή η
Κωνσταντινούπολη (βλ. 19ο της
Δ΄ Οικουμενικής και 8ο της Πενθέκτης).
Τρίτον,
όσον αφορά στο θέμα της συγκλήσεως, αφού κατά τους ιερούς κανόνες η ύπαρξη
θέματος είναι απαραίτητη για τη σύγκληση και μίας συνόδου Προκαθημένων (βλ. 8ο της Πενθέκτης, 6ο
της Ζ΄ Οικουμενικής, 20ο της Αντιοχείας, 18ο της
Καρθαγένης και 37ο των Αποστόλων) και το θέμα αυτό θα πρέπει να
αφορά σε ζητήματα:
α) δόγματος (βλ. σχετ.
τον 18ο της Καρθαγένης
και τον 95ο της αυτής
συνόδου, καθώς και την ερμηνεία του όρου από τον Θ. Βαλσαμώνα στο σχόλιό
του υπό τον 95ο κανόνα (Σύνταγμα, ΙΙΙ, 536) ή
β) κανονικής τάξεως
(βλ. τα ερμηνευτικά σχόλια του Ι. Ζωναρά στους κανόνες 6ο
της Ζ΄ Οικουμενικής (Σύνταγμα, ΙΙ, 578) και 20ο της Αντιοχείας (Σύνταγμα, ΙΙΙ, 163), καθώς
και την άποψη του Θ. Βαλσαμώνος στο ερμηνευτικό του σχόλιο υπό τον 6ο
κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής (Σύνταγμα, ΙΙ, 579)) ή
γ) ηθικής τάξεως.
Τέταρτον,
όσον αφορά στο θέμα της συνθέσεως, αφού κατ’ αναλογική εφαρμογή των ιερών
κανόνων, μία σύνοδος Προκαθημένων θα πρέπει να αποτελείται από τους επικεφαλής
των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών (βλ.
6ο της Β΄ Οικουμενικής, 9ο της Δ΄ Οικουμενικής, 14ο και
15ο της Αντιοχείας και
3ο της Σαρδικής), των οποίων η παρουσία είναι υποχρεωτική,
εκτός αν λόγοι ανεξάρτητοι της θελήσεώς τους, όπως λόγοι υγείας ή πραγματικοί,
όπως π.χ. καθήκοντα και υποχρεώσεις στην επισκοπή τους δεν επιτρέπουν την
συμμετοχή τους στην συγκληθείσα σύνοδο (βλ.
19ο της Δ΄ Οικουμενικής,
6ο της Ζ΄ Οικουμενικής,
40ο της Λαοδικείας και
76ο της Καρθαγένης,
καθώς και τα σχόλια των ερμηνευτών Ι.
Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού υπό τους κανόνες 40ο
της Λαοδικείας (Σύνταγμα, ΙΙΙ,
207 –209) και 76ο της
Καρθαγένης (Σύνταγμα, ΙΙΙ, 497 –
498)), οπότε υπάρχει η δυνατότητα αποστολής αντιπροσώπου (βλ. 18ο της Καρθαγένης),
εξαιρουμένου του Προέδρου της συνόδου, ο οποίος ως συγκαλών τη Σύνοδο, δεν
επιτρέπεται να παραστεί με αντιπρόσωπο (βλ.
34ο των Αποστόλων και τα υπό τον κανόνα σύμφωνα
ερμηνευτικά σχόλια των Ι. Ζωναρά,
Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού (Σύνταγμα, ΙΙ, 45, 46 και
47 αντιστοίχως), 4ο της Α΄
Οικουμενικής και 9ο και 16ο της Αντιοχείας, καθώς και τα υπό τον κανόνα σύμφωνα ερμηνευτικά
σχόλια των Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού (Σύνταγμα, ΙΙΙ, 154, 155,157 αντιστοίχως)).
Αφ’ ης
στιγμής, ισχύουν τα παραπάνω, η απόφαση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων να συγκαλέσει
κατά τις προθέσεις του και το σκεπτικό του «σύνοδο», συνιστά υφαρπαγή
αρμοδιότητας άλλου Επισκόπου, και δή του Οικουμενικού Πατριάρχη, η οποία
μάλιστα αρμοδιότητα είναι και αποκλειστικού και πανορθόδοξου χαρακτήρα. Συνεπώς, η ενέργεια αυτή του Πατριάρχη
Ιεροσολύμων συνιστά υπέρβαση ορίων δικαιοδοσίας, με αποτέλεσμα την στοιχειοθέτηση
καταρχήν του σχετικού κανονικού παραπτώματος κατά τους προαναφερθέντες κανόνες
περί αποκλειστικής αρμοδιότητας του Προέδρου για σύγκληση συνόδου.
Περαιτέρω,
οι Προκαθήμενοι που συμμετείχαν στη «σύνοδο» είτε αυτοπροσώπως είτε δι’
αντιπροσώπου, συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, διέπραξαν ως μέλη
της πραγματικής συνόδου των Προκαθημένων, το κανονικό παράπτωμα της αναμείξεως
σε σύγκληση συνόδου, η οποία ανάμειξη απαγορεύεται, όπως έχει ήδη αναφερθεί.
Τέλος, οι
επίσκοποι που παρέστησαν ως εκπρόσωποι Προκαθημένων, καθώς και οι λοιποί
επίσκοποι, που συμμετείχαν στις εργασίες της «συνόδου», φαίνεται να διέπραξαν το αδίκημα της
συμμετοχής σε αντικανονική (ληστρική) σύνοδο (1ος κανόνας της Γ΄
Οικουμενικής συνόδου).
Εάν πάρουμε
τώρα την δεύτερη περίπτωση, δηλαδή αυτή της αδελφικής συναντήσεως.
Εφόσον
δεχθούμε αυτήν την εκδοχή, τότε απορρίπτουμε την εφαρμογή των κανόνων, που
διέπουν τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος και προσφεύγουμε στους κανόνες,
που ρυθμίζουν τα παραπτώματα της ανυπακοής και ειδικότερα της γενικευμένης και
όχι εξατομικευμένης ανυπακοής.
Τα
παραπτώματα αυτά είναι η συνομωσία, η φατρία και η τυρεία, τα οποία
προβλέπονται στον 18 κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής κατά τον οποίο: «Τό τῆς συνωμοσίας, ἤ φατρίας, ἔγκλημα καί
παρά τῶν ἔξω νόμων πάντῃ κεκώλυται, πολλῷ δή μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο
γίνεσθαι ἀπαγορεύειν προσήκει. Εἴ τινες τοίνυν κληρικοί, ἤ μονάζοντες, εὑρεθεῖεν
συνομνύμενοι, ἤ φατριάζοντες, ἤ κατασκευάς τυρεύοντες ἐπισκόποις, ἤ συγκληρικοῖς,
ἐκπιπτέτωσαν πάντῃ τοῦ οἰκείου βαθμοῦ».
Κατά τους
ερμηνευτές Ι. Ζωναρά και Θ. Βαλσαμώνα, οι οποίοι ανέλυσαν τα ως άνω παραπτώματα
στα σχόλιά τους υπό τον 18ο κανόνα (βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 204), σε
συνδυασμό με τον σχετικό κανόνα:
α) ως συνομωσία
νοείται η μεταξύ κληρικών ή μοναχών απόφαση μεθ’ όρκου για πρόκληση βλάβης σε
επίσκοπο ή άλλο κληρικό και η επιμονή απόφαση αυτή μέχρι την πραγματοποίησή της
β) ως φατρία
νοείται η κατόπιν κακόβουλης συναθροίσεως κληρικών ή μοναχών συζήτηση και
συμφωνία για πρόκληση βλάβης σε επίσκοπο ή άλλο κληρικό
γ) ως τυρεία
νοείται η από κοινού μεταξύ κληρικών ή μοναχών κατασκευή κατηγοριών και εν
γένει ψευδών γεγονότων κατά επισκόπων ή συγκληρικών.
Από τις
τρεις αυτές εκδοχές της γενικευμένης ανυπακοής, η πλέον εγγύτερη προς την
συντελεσθείσα συνάθροιση είναι αυτή της φατρίας. Και θα εξηγήσουμε αμέσως
γιατί.
Προϋποθέσεις
για την τέλεση του κανονικού παραπτώματος της φατρίας είναι:
1) η ύπαρξη
κακόβουλης συναθροίσεως («…εὑρεθεῖεν
συνομνύμενοι…»),
2) κληρικών ή
μοναχών («Εἴ τινες τοίνυν κληρικοί, ἢ
μονάζοντες…»),
3) η συζήτηση και
συμφωνία για πρόκληση βλάβης σε επίσκοπο ή άλλο κληρικό («…ἐπισκόποις, ἢ συγκληρικοῖς…».)
Συνδυάζοντας,
τώρα, τα πραγματικά περιστατικά σχετικώς με την συνάθροιση στο Αμμάν και τις
προϋποθέσεις του κανονικού παραπτώματος της φατρίας, συνάγονται τα εξής
συμπεράσματα:
Η πρώτη
προϋπόθεση πληρούται, διότι:
1. Υπήρξε
συνάθροιση, όπως προκύπτει από την δημοσιευμένη ειδησεογραφία,
2. Η συνάθροιση
αυτή είναι και κακόβουλη, καθόσον οι μετέχοντες σ΄ αυτήν γνώριζαν προ της
ενάρξεως της, ότι αυτή αντίκειται στους ιερούς κανόνες. Η γνώση δε αυτή
αποδεικνύεται από την δημοσιευμένη επιστολή του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον
Πατριάρχη Ιεροσολύμων, στην οποία εκτίθενται αναλυτικώς οι λόγοι, που
καθιστούσαν τη «σύνοδο» αυτή
αντικανονική και της οποίας το περιεχόμενο γνώριζαν οι συμμετέχοντες σ’ αυτήν
την «σύνοδο».
Η δεύτερη
προϋπόθεση πληρούται, καθόσον οι συμμετασχόντες στη συνάθροιση αυτή είχαν την
ιδιότητα του κληρικού ή και του μοναχού.
Η τρίτη
προϋπόθεση επίσης πληρούται, καθόσον από την ίδια την Δήλωση, που εκδόθηκε μετά
το πέρας της συναθροίσεως, προκύπτει συμφωνία των συμμετασχόντων για επανάληψη
της συγκλήσεως της συναθροίσεως αυτής («Οι
αντιπροσωπίες συμφώνησαν ότι πρέπει να συγκεντρωθούν ως αδέλφια, κατά προτίμηση
πριν από το τέλος του τρέχοντος έτους, για να ενισχύσουν τους δεσμούς της
αδελφότητας μέσω της προσευχής και του διαλόγου»), η οποία ως «υφαρπαγή» κανονικής αρμοδιότητας συνιστά
βλάβη για τον επίσκοπο (εδώ τον Οικουμενικό Πατριάρχη), στον οποίο ανήκει η
αρμοδιότητα αυτή.
Αποτέλεσμα
της στοιχειοθετήσεως του κανονικού παραπτώματος της φατρίας είναι η καθαίρεση
των εμπλεκομένων στο παράπτωμα αυτό.
Συμπερασματικώς, η συνάθροιση του Αμμάν του Φεβρουαρίου του 2020 θεμελίωσε
αντικανονικές ενέργειες εκ μέρους όσων συμμετείχαν σ’ αυτήν. Παρά ταύτα, ο
Οικουμενικός Πατριάρχης, όπως φαίνεται, δεν θέλησε να «τραβήξει το σκοινί». Όμως,
όπως φαίνεται, ισχύει πλήρως η διαπίστωση, ότι «ο δράστης επιστρέφει πάντοτε
στον τόπο του εγκλήματος».
Ήδη, με
αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την οργάνωση αυτής της «συνόδου», ο
Πατριάρχης Ιεροσολύμων απέστειλε επιστολή στους Προκαθημένους των Αυτοκεφάλων
Εκκλησιών, με την οποία τους υπενθυμίζει την προ έτους συμφωνία τους για
επανάληψη της «συνόδου» αυτής. Συνεπώς, όπως γίνεται σαφές πλέον, όντως
θεμελιώνεται πλήρως και το αδίκημα της φατρίας.
Και το
ερώτημα, που τίθεται, είναι ένα: Ποιο όργανο θα κρίνει το αδίκημα αυτό και
όσους συμπράξουν εκ νέου στην τέλεσή του;
Συμφώνως
προς την αρχή της κατά πρόσωπο αρμοδιότητας, και αναλογικώς προς τα ισχύοντα
για την σύνοδο της επαρχίας, αρμόδιο όργανο για την κρίση επί κανονικού
παραπτώματος Προκαθημένου Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας είναι η ίδια η
σύνοδος των Προκαθημένων, εφόσον το ζήτημα που προέκυψε, είναι μείζονος ή
γενικοτέρου ενδιαφέροντος και δεν αφορά αποκλειστικώς στην Εκκλησία, της οποίας
είναι ο αυτουργός είναι Προκαθήμενος.
Η άποψη
αυτή επιρρωνύεται και από την αρχή της καθ’ ύλη αρμοδιότητας, αφού η πράξη του
Πατριάρχη Ιεροσολύμων - είτε η νέα συνάθροιση θεωρηθεί αντικανονική σύνοδος
είτε θεωρηθεί συνάντηση που οδηγεί στο κανονικό παράπτωμα της φατρίας –
αντανακλά στην ιδιότητα του Οικουμενικού Πατριάρχη ως Προέδρου της συνόδου των
Προκαθημένων, δηλαδή θεσμού πανορθόδοξου χαρακτήρα, θίγοντας ταυτοχρόνως και
τις αρμοδιότητες που απορρέουν από αυτήν. Συνεπώς, πρόκειται για ζήτημα
μείζονος ή γενικοτέρου ενδιαφέροντος, οπότε υπάγεται στην αρμοδιότητα της συνόδου
των Προκαθημένων.
Η
αρμοδιότητα αυτή επεκτείνεται και επί των λοιπών μελών της συνόδου των
Προκαθημένων, οι οποίοι πιθανόν θα συμμετάσχουν και στην νέα «σύνοδο», που
προετοιμάζεται. Όπως επίσης, επεκτείνεται και επί των λοιπών επισκόπων, που θα
συμμετάσχουν στη σύνοδο ως συνοδά μέλη, και αυτό για την ταυτότητα του
κανονικού λόγου και για προς αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων για το ίδιο
αντικανονικό γεγονός.
Αυτονόητο,
ότι στη σύνθεση της συνόδου των Προκαθημένων ως εκκλησιαστικού δικαστηρίου δεν
θα συμμετέχουν, όσα μέλη αυτής θα έχουν την ιδιότητα του κατηγορουμένου, διότι θα
συμμετάσχουν στην νέα αυτή «σύνοδο» του Αμμάν.
Το μόνο που
μένει, είναι να περιμένουμε, διότι εξελίξεις σίγουρα θα υπάρξουν. Εκείνο, όμως,
που δεν μπορεί να περιμένει, είναι η τήρηση της κανονικότητας και η προστασία
της ενότητας της Ορθοδοξίας. Κινήσεις, όμως, όπως αυτές του Πατριάρχη
Ιεροσολύμων, καθώς και η επίδειξη ανοχής σ’ αυτές από Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες
Εκκλησίες, δεν υποβοηθούν το έργο του Οικουμενικού Πατριάρχη ως Πρώτου μεταξύ
ίσων και καταργούν την κανονικότητα και διασπούν την ενότητα. Και το πιο λυπηρό
απ’ όλα θα ήταν, σε μια πιθανόν σύγκληση Συνόδου Προκαθημένων, είτε η αποχή από
τη συμμετοχή στις εργασίες της είτε η συμμετοχή μεν αλλά η ανοχή και όχι η
καταδίκη τέτοιου είδους συμπεριφορών.