Απάντηση Αναστασίου Βαβούσκου στην Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς


 

Στην φιλόξενη ιστοσελίδα www.poimin.gr, στην οποία δημοσίευσα προσφάτως επιστημονικό –νομοκανονικού χαρακτήρα– άρθρο μου με τον τίτλο «Περί κανονικών παραπτωμάτων και ποινών συνέχεια», ανέγνωσα κείμενο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, το οποίο εκ του τίτλου του ήδη έδειχνε να θέλει εκ των προτέρων να προκαταλάβει το αναγνωστικό κοινό και να κερδίσει τον τίτλο του ειδήμονος έναντι του «ασχέτου» και επικρινομένου κ. Αναστασίου Βαβούσκου, δηλαδή εμού του γράφοντος. Δι’ αυτό έφερε και τον περισπούδαστο τίτλο «Απάντησις εις τας υποδείξεις του κ. Αναστασίου Βαβούσκου», ενώ ουδεμία υπόδειξη εμπεριέχεται στο περί ου ο λόγος άρθρο μου. Εκείνο, όμως, που σίγουρα εμπεριέχεται στο άρθρο μου –και το παραδέχομαι– είναι ένας αναλυτικός και επί νομοκανονικής βάσεως σχολιασμός των εσφαλμένων χειρισμών της δικαστικής αρχής της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς σε επίπεδο διαδικαστικό και όχι –τονίζω– ουσιαστικό.

Περαιτέρω, εξεπλάγην, διότι οι εκτιθέμενες στο κείμενο αυτό απόψεις, ενώ απαντούν σε απόψεις φυσικού προσώπου και ενυπογράφως κατατεθείσες και σ’ αυτό το πρόσωπο απευθύνεται το κείμενο, προέρχονται και διατυπώνονται από νομικό πρόσωπο απροσώπως και ανυπογράφως, το οποίο νομικό πρόσωπο εκ της φύσεώς του –ως μη έχον κριτική ικανότητα– δεν δύναται να κτάται το ίδιο επιστημονικές γνώσεις και κατά συνέπεια δεν δύναται και να κρίνει επιστημονικές απόψεις άλλων φυσικών προσώπων. Ιδίως φυσικών προσώπων, όπως ο γράφων, ο οποίος είναι διδάκτωρ του Εκκλησιαστικού Δικαίου με διδακτορική διατριβή υπό τον τίτλο: «Θεμελιώδεις αρχές της εκκλησιαστικής δικονομίας της Εκκλησίας της Ελλάδος – Η αρχή της εξασφαλίσεως της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των οργάνων απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2003». Και η οποία διδακτορική διατριβή οδήγησε στον διορισμό μου ως μέλους και των δύο Επιτροπών, που όρισε η Εκκλησία της Ελλάδος επί Αρχιεπισκόπων Χριστοδούλου και Ιερωνύμου, για την σύνταξη Σχεδίου Νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη. Στην πρώτη μάλιστα συνεδρίαση της Επιτροπής επί Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, όπως ενθυμούμαι, δίπλα μου καθόταν ο Ποιμενάρχης της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο οποίος έχει και νομική και θεολογική κατάρτιση, αλλά το πρόσφατο -και απαντώμενο- κείμενο της Ιεράς Μητροπόλεώς του φοβούμαι, ότι τον εκθέτει. Είμαι βέβαιος, ότι εάν ο Σεβασμιώτατος εγνώριζε το κείμενο, δεν θα το ενέκρινε ως αντίθετο προς τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας ή αν μη τι άλλο θα υποχρέωνε τον εμπνευστή και συντάκτη του να το υπογράψει, όπως θα έκανε άλλωστε και ο ίδιος, αφού ως γνωστόν τοις πάσι έχει το θάρρος της γνώμης. Και δεν θα αναφερθώ στο λοιπό συγγραφικό έργο μου, στο οποίο συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων ο «Κώδικας Νομοκανονικός, εκδόσεις Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2016, σελίδες 1140» και προσφάτως η μονογραφία υπό τον τίτλο «Το Ουκρανικό Ζήτημα». 

Συνεπώς, ασμένως αποδέχομαι τον χαρακτηρισμό του «Κήνσορος», διότι αποδίδει την πραγματικότητα και αντανακλά στην επιστημονική κατάρτισή μου, την οποία χαίρομαι που αναγνωρίζει και αποδέχεται και η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς. 

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η αναφορά από την Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς των δύο ιδιοτήτων μου, του Δικηγόρου και του Άρχοντα Ασηκρήτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την προσθήκη της φράσεως «όπως υπογράφεται». Έχω την αίσθηση, ότι η υποφαινόμενη αμφιβολία της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς περί του αληθούς των δύο ιδιοτήτων μου δεν τιμά την ίδια, καθόσον πρόκειται περί μη συγγνωστής πλάνης, αφού είναι παγκοίνως γνωστές και οι δύο ιδιότητές μου. Εν πάση πάντως περιπτώσει, είμαι στην διάθεση της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς σε πρώτη ζήτησή της να της αποστείλω τα σχετικά νομιμοποιητικά έγγραφα, ήτοι την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του δικηγόρου, καθώς και το Πιττάκιο του Οικουμενικού Πατριάρχη και την θερμότατη αντιφώνησή του προς απόδειξιν της απονομής του οφφικίου. 

Τώρα, όσον αφορά στην στήριξη εκ μέρους της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς της αντίστοιχης στάσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου. Χαίρομαι, διότι αδελφικώς η μία Ιερά Μητρόπολη στηρίζει εξ ιδίας πρωτοβουλίας την άλλη, ή, χρησιμοποιώντας την έκφραση που η ίδια Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς χρησιμοποίησε για μένα στην αρχή του κειμένου της, «έχει αναλάβει αυτοκλήτως τον ρόλο του «κήνσορος» της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης». Αλλά όταν πας να βοηθήσεις, αλλά δεν γνωρίζεις, κάνεις πιο πολλή ζημία, παρά βοηθείς και ωφελείς. Λοιπόν, γράφει η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς «Το λάθος του Εντιμοτάτου κ. Βαβούσκου εις την περίπτωση της Ι. Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου επαναλαμβάνεται διότι εις την κριτική του παρέμβαση διά τας Ανακοινώσεις της Ι. Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου «συνελήφθη» αγνοών ότι κατά παγίαν νομολογίαν του ΣτΕ η πρόβλεψις της παραγρ. 3 του άρθρου 11 του Ν. 5383/1932 «Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», διά της οποίας μετ’ έγγραφον ή προφορικήν απολογίαν επιβάλλεται αργία 30 ημερών μετά ή άνευ εκπτώσεως από του Εκκλησιαστικού οφφικίου και μέχρι 6 μηνών αν προεκλήθη σκανδαλισμός, επιβάλλεται και εις εγγάμους Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Επομένως απολύτως συννόμως ενήργησε ο Σεβ. Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κ. Μακάριος εν προκειμένω 

Το πρώτο λάθος της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς είναι ότι έχει την βεβαιότητα ότι εγώ έκανα λάθος, δηλαδή κατά το κοινώς λεγόμενο «έλα παππού να σου δείξω τα αμπέλια σου». 

Η Ιερά Μητρόπολη μού καταλογίζει, ότι αγνοώ την παγία νομολογία του ΣτΕ, δηλαδή –για να αναφερθώ στην πλέον πρόσφατη– την 390/2020 απόφαση του Γ΄ Τμήματος. Η συγκεκριμένη απόφαση δέχθηκε ότι η ποινή της αφαιρέσεως της πνευματικής πατρότητας δεν προβλέπεται ως ποινή ούτε στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος ούτε στον ν. 5383/1932. Συνεπώς δεν συνιστά ποινή κατά νόμον, ούτε επίσης κατά τους ιερούς κανόνες. Όταν, λοιπόν, ένας Ποιμενάρχης δικάζει σαφώς συμφώνως με τις διατάξεις του ν. 5383/1932, οφείλει να επιβάλλει ποινή ή ποινές που τις προβλέπει ο νόμος αυτός. Προσθήκη αυτογνωμόνως ποινών που δεν προβλέπονται από τον ν. 5383/1932 δεν είναι αποδεκτές. Έγινε, λοιπόν, σαφές, γιατί δεν σχολίασα την ποινή αυτήν; Νομίζω, πως ναι. 

Το δεύτερο λάθος της Ιεράς Μητροπόλεως είναι ότι δεν διάβασε –και αν διάβασε δεν κατανόησε– την ως άνω απόφαση, την οποία και επικαλείται. Και τούτο, διότι σε κανένα σημείο της αποφάσεως το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται, ότι η παράγραφος 3 του άρθρου 11 του ν. 5383/1932 ισχύει και για εγγάμους πρεσβυτέρους και διακόνους. Αλλά και να το έλεγε, είναι αδιάφορο στην συζητούμενη περίπτωση. Άλλο πράγμα είναι να διαβάζω μια δικαστική απόφαση και άλλο πράγμα να καταλαβαίνω τι λέει. Πέραν τούτου, ούτε εγώ στο άρθρο μου για τα δικονομικά σφάλματα του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου αναφέρθηκα σε εγγάμους πρεσβυτέρους και διακόνους, υποστηρίζοντας δήθεν ότι γι’ αυτούς δεν εφαρμόζεται η πργφ. 3 του άρθρου 11 ν. 5383/1932. Άρα, ποιος κάνει λάθος; Ο Βαβούσκος; Όχι βέβαια. 

Πάμε τώρα παρακάτω, στα ειδικότερα θέματα που κατά την Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς προκύπτουν από το άρθρο μου. 

Λέει η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, ότι «Όσον αφορά εις την Ι. Μητρόπολιν Πειραιώς ο Εντιμότατος κ. Βαβούσκος αγνοών τα κείμενα και μη έχων γνώσιν του κατηγορητηρίου, αποφαίνεται και πάλιν εσφαλμένως, διότι η διαδικασία του άρθρου 11 του Ν. 5383/1932 «Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας» επελέγη όχι ασφαλώς διά την κατάγνωση αιρετικών απόψεων του Κληρικού, αλλά διά την άκριτον δημοσίευσιν δίχα κανονικής ευλογίας του Ποιμενάρχου του θεολογικού κειμένου παρά την ύπαρξη σχετικής εγκυκλίου εντολής αυτού». 

Υποστηρίζει, λοιπόν, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς ότι έκανα και πάλι λάθος, διότι αγνοών εγώ το κατηγορητήριο οδηγήθηκα σε εσφαλμένα συμπεράσματα ως προς το άρθρο 11 πργφ. 3 ν. 5383/1932. Για να δούμε, λοιπόν, είναι έτσι τα πράγματα; 

Καταρχήν, η επιλογή από τον Ποιμενάρχη της Ιεράς Μητροπόλεως της διαδικασίας του άρθρου 11 πργφ. 3 ν. 5383/1932 προβλέπει πρωτίστως προφορική και επικουρικώς – διαζευκτικώς έγγραφη απολογία του παρεκτραπέντος κληρικού. Η πρόβλεψη αυτή αποκλείει εν τοις πράγμασι την σύνταξη κατηγορητηρίου, άλλως και όλως επκουρικώς καθιστά άνευ ουσίας την σύνταξή του, διότι πρόκειται περί ελαφρού παραπτώματος. 

Περαιτέρω, επισημαίνει η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, ότι η διαδικασία του άρθρου 11 πργφ. 3 ακολουθήθηκε, διότι δεν επρόκειτο «διά την κατάγνωση αιρετικών απόψεων του Κληρικού, αλλά διά την άκριτον δημοσίευσιν δίχα κανονικής ευλογίας του Ποιμενάρχου του θεολογικού κειμένου παρά την ύπαρξη σχετικής εγκυκλίου εντολής αυτού». Για να δούμε, λοιπόν, αν και εδώ έκανα λάθος ή μήπως η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς τελικώς κάνει λάθος. Το Δελτίο Τύπου λέει αυτολεξεί «ὅτι διά τήν δημοσίευσιν ἀπαραδέκτου ἐπιστολῆς του εἰς τό περιοδικόν τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ΘΕΟΛΟΓΙΑ (Ὀκτ.-Δεκ. 2020), κατόπιν προφορικῆς ἀπολογίας του καί ἀρνήσεώς του ὅπως ἐπανορθώσῃ ἀποκηρύσσων ἐγγράφως τήν κακοδοξίαν του,…». Όπως προκύπτει από το ίδιο το Δελτίο Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, ο Ιερομόναχος π. Χριστόδουλος Ταμπακόπουλος κλήθηκε προς απολογίαν, απολογήθηκε προφορικώς αλλά δεν αποκήρυξε την κακοδοξία του. Οπότε αυτό που μένει, είναι να ερμηνεύσουμε τον όρο «κακοδοξία», για να καταλάβουμε, τι εννοεί η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς. Εννοεί αιρετική άποψη ή «άκριτον δημοσίευσιν», που έγινε χωρίς την κανονική ευλογία του Σεβασμιωτάτου παρά την ύπαρξη αντίθετης εγκυκλίου; Την απάντηση μάς την δίνει ο ίδιος ο Ποιμενάρχης της Ιεράς Μητροπόλεως. Στις 9 Ιανουαρίου 2017, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς απέστειλε επιστολή στον Κόπτη Πατριάρχη Θεόδωρο Β΄, το κείμενο της οποίας αναρτήθηκε στο διαδίκτυο (https://www.impantokratoros.gr/CC81636A.el.aspx). Στην επιστολή αυτή ο Σεβασμιώτατος, απευθυνόμενος στον Κόπτη Πατριάρχη, του έγραφε, ότι «Γι’ αυτό θεωρούμε καθήκον μας ιερό και επιβεβλημένο, ….., να φροντίσουμε παντί σθένει να Σάς επαναφέρουμε στην Μητέρα Καθολική Ορθόδοξο Εκκλησία, από την οποία αποχωρήσατε και αποκοπήκατε, έργο το οποίο ελπίζουμε, συνεργούσης της ακτίστου Θείας Χάριτος του Κυρίου, να κατορθωθεί. Το ιερό αυτό χρέος της επιστροφής των αιρετικών στην Ορθόδοξη Εκκλησία έχει βεβαίως ιεροκανονικό έρεισμα και βάση και στηρίζεται στους 131ο, 132ο και 133 ιερούς Κανόνες της εν Καρθαγένη Τοπικής Συνόδου (418 ή 419 μ.Χ.)». Συνεπώς, η επιστολή αυτή στάλθηκε από έναν ορθόδοξο Ιεράρχη σε έναν αιρετικό, με σκοπό να πεισθεί ο δεύτερος να επανέλθει στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Και λίγο πιο κάτω, αναφέρει και πάλι ο Σεβασμιώτατος προς τον αιρετικό Κόπτη Πατριάρχη «Τρανή απόδειξη της εξαπατήσεως Υμών εκ μέρους των Ορθοδόξων Οικουμενιστών είναι ότι, ενώ αποδίδουν τίτλους εκκλησιαστικότητας εις Υμάς, τους πρόδηλα κακοδόξους αιρετικούς, δεν τολμούν….». Και λίγο παρακάτω αναρωτιέται ο Σεβασμιώτατος «Αυτό δεν αποτελεί την πλέον κραυγαλέα απόδειξη της κακοδοξίας του Οικουμενισμού;». Και τέλος, λίγο πιο κάτω «…γιατί αλλιώς αποδεικνύουν με την στάση τους αυτή την ανυπαρξία των τίτλων εκκλησιαστικότητος, που αποδίδουν σ’ Εσάς, τους ψευδεπισκόπους των κακοδόξων.». Είναι, λοιπόν, σαφές, ότι η χρήση του όρου «κακόδοξος» και «κακοδοξία» από τον Ποιμενάρχη της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς αποδίδει τον αιρετικό και την αιρετική άποψη. Οπότε, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς ή διαφωνεί με τον Ποιμενάρχη της, ή συμφωνεί με αυτόν, που είναι και το πιο λογικό, αλλά παρερμηνεύει η ίδια τα λεγόμενά της, προκειμένου να δικαιολογήσει προς εμέ τα αδικαιολόγητα. Και κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτοδιαψεύδεται με τρόπο πανηγυρικό. Συνεπώς, και ο ισχυρισμός της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς ότι «Επομένως, η άσκησις κανονικής διώξεως διά τας αιρετικάς κακοδόξους θέσεις του κατηγορουμένου πλέον Ιερομονάχου, αφορά σε έτερο Κανονικό αδίκημα και σε έτερα πραγματικά περιστατικά, για τα οποία δεν έχει υπάρξη δικανική κρίσις οιουδήποτε βαθμού και για τα οποία υφίσταται σαφεστάτη κανονική πρόβλεψις υπό πλήθους ιερών κανόνων, που αναφέρονται εις την άσκησιν της κανονικής διώξεως την οποίαν αγνοεί ο αποφαινόμενος κ. Βαβούσκος!!!», είναι έωλος, καταρριπτόμενος από τα όσα λέει ο ίδιος ο Ποιμενάρχης της. Δεν πρόκειται για άλλο κανονικό παράπτωμα αλλά για το ίδιο κανονικό παράπτωμα, που εσφαλμένως η δικαστική αρχή της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς επιλαμβάνεται εκ νέου. Άρα, ποιος κάνει λάθος; Ο Βαβούσκος; Όχι βέβαια. 

Επιπλέον, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς τονίζει με εμφαντικό τρόπο, ότι «…νομίμως εφηρμόσθη η διάταξις της παραγρ. 3 του άρθρου 11 του Ν. 5383/1932 «Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας», που σαφώς προβλέπει και την έκπτωση από του Εκκλησιαστικού οφφικίου του Αρχιμανδρίτου, την οποία προδήλως αγνοεί ο κ. Βαβούσκος.». Για να δούμε και εδώ, ποιος κάνει λάθος. Όπως αναφέρει σαφώς η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, στο Δελτίο Τύπου «…του επιβάλαμε την ποινήν της εξαμήνου αργίας από πάσης ιεροπραξίας μετ’ αφαιρέσεως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτου δίχα στερήσεως των αποδοχών». Έχοντας ως δεδομένα: 

Α) ότι το άρθρο 11 πργφ. 3 λέει: «Επί ελαφρών παραπτωμάτων ο Αρχιερεύς μετά προφορικήν η έγγραφον απολογίαν επιβάλλει εις τον παρεκτραπέντα αργίαν μέχρι 30 ημερών μετά ή άνευ εκπτώσεως από του εκκλησιαστικού οφφικίου, αν δε το παράπτωμα προξενήση σκάνδαλον, ο Μητροπολίτης δύναται να επιβάλλη αργίαν μέχρι εξ [6] μηνών». Συνεπώς, έχουμε και λέμε. Οι δυνατότητες του Μητροπολίτη ως προς την επιβλητέα ποινή είναι:

– ποινή αργίας τριάντα ημερών και δυνητικά σώρευση της ποινής της αφαιρέσεως του οφφικίου.

– ποινή αργίας μέχρι έξι μηνών, αν προκλήθηκε σκάνδαλο, χωρίς όμως δυνατότητα σωρεύσεως στην περίπτωση αυτή της ποινής της αφαιρέσεως του οφφικίου ή και σωρεύσεως της ποινής της στερήσεως αποδοχών. 

Β) ότι εγώ στο άρθρο μου αναφέρω κατά λέξη «Περαιτέρω, υπάρχει και ένα άλλο σφάλμα. Από τη στιγμή που επελέγη η διαδικασία του άρθρου 11 πργφ. 3 του ν. 5383/1932, τότε θα πρέπει και η ποινή που θα επιβληθεί, να είναι αυτή που προβλέπει η σχετική διάταξη, δηλαδή αργία 30 ημερών ή μέχρι έξι μηνών, αν υπάρχει σκανδαλισμός. Σε καμία περίπτωση όμως δεν προβλέπεται η ποινή της αφαιρέσεως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτη άνευ στερήσεως των αποδοχών,…», δηλαδή ότι στο άρθρο 11 πργφ. 3 οι κύριες ποινές είναι η αργία των 30 ημερών και σε περίπτωση σκανδάλου η αργία μέχρι έξι μήνες. Περαιτέρω, όμως, σε καμία περίπτωση δεν προβλέπεται η σώρευση της ποινής της αφαιρέσεως του οφφικίου συνοδευόμενη από την διακριτική ευχέρεια του Μητροπολίτη να επιβάλλει ή να μην επιβάλλει στέρηση μισθού. Με άλλες λέξεις, η ποινή που μπορεί να σωρευθεί –και αυτό μόνο στην περίπτωση της ποινής της αργίας των 30 ημερών– είναι η έκπτωση από το οφφίκιο και όχι η έκπτωση από το οφφίκιο με ή χωρίς στέρηση των αποδοχών. Διότι για την περίπτωση της αργίας μέχρι έξι μηνών λόγω σκανδαλισμού, δεν νοείται σώρευση ουδεμίας παρεπόμενης ποινής, πολλώ δε μάλλον της παρεπόμενης ποινής της αφαιρέσεως οφφικίου μετά ή άνευ στερήσεως μισθού. 

Γ) ότι η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς λέει, ότι επέβαλε «την ποινήν της εξαμήνου αργίας από πάσης ιεροπραξίας μετ’ αφαιρέσεως του οφφικίου του Αρχιμανδρίτου δίχα στερήσεως των αποδοχών»,

γίνεται ευχερώς κατανοητό, ότι αυτός που προδήλως αγνοεί δεν είναι ο γράφων αλλά η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, η οποία επαίρεται στο Δελτίο Τύπου, ότι η επιβληθείσα ποινή είναι η αργία έξι μηνών λόγω σκανδαλισμού με σώρευση ποινής αφαιρέσεως οφφικίου χωρίς στέρηση αποδοχών. Τα συμπεράσματα όλα δικά σας. Αφήνω δε ασχολίαστη την επιμονή της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς στην άποψη, ότι ο σκανδαλισμός είναι κανονικό παράπτωμα και όχι λόγος επαυξήσεως της ποινής «…και πρόκλησιν σκανδαλισμού, που αποτελεί παρεπόμενο αδίκημα βασικού τοιούτου, διά του Η΄ Κανόνος της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου». Όποιος γνωρίζει Κανονικό Δίκαιο, δεν μπορεί να υποστηρίξει αυτήν την άποψη. 

Τέλος, για να ολοκληρώσω την απάντησή μου, υποστηρίζει η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς ότι «Όσον αφορά εις την καθύβρισιν του εν αγίοις Πατρός ημών Γρηγορίου του Παλαμά, ασφαλώς και υφίσταται κανονική πρόβλεψις, την οποία αγνοεί ο κ. Βαβούσκος, κολάζεται ως η βλασφημία κατά του Παναγίου Θεού του ενοικούντος εις τους αγίους Του καί θεώσαντος αυτούς. Η κανονική πρόβλεψις και κατάγνωσις των κανονικών εγκλημάτων, δεν εδράζεται ως εσφαλμένως θεωρεί ο κ. Βαβούσκος μόνον επί των Ι. Κανόνων, αλλά και επί των Γραφικών Λογίων, που αποτελούν για την Εκκλησία κανόνες δικαίου. Επομένως ο Εντιμότατος κ. Βαβούσκος χωρίς γνώση των δικαστικών κειμένων και των πραγματικών περιστατικών αποφαίνεται.» 

Αφού βάλω στην άκρη την ιδιαιτέρως πρωτότυπη έκφραση «Γραφικά Λόγια», θα ήθελα να εκφράσω την λύπη μου προς την Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς, διότι δεν δύναμαι από το άρθρο αυτό να διδάξω στοιχειώδεις αρχές Κανονικού Δικαίου. Μπορώ, όμως, να σημειώσω, ότι οι πηγές για την καταγραφή των κανονικών παραπτωμάτων είναι συγκεκριμένες. Είναι οι ιεροί κανόνες, οι οποίοι έχουν επικυρωθεί από τις Οικουμενικές συνόδους, και οι οποίοι κανόνες προβλέπουν και ποινές. Ο αυτόβουλος και τυχαίος συνυπολογισμός στον κατάλογο των κανονικών παραπτωμάτων, απόψεων «Γραφικών Λογίων», οι οποίες κατά την ελεύθερη εκτίμηση ενός ερευνητή ή ενός ερασιτέχνη λάτρη του Κανονικού Δικαίου δύνανται να ερμηνευθούν ως κανονικά παραπτώματα, δεν είναι επιτρεπτός, διότι ουδεμία διασφάλιση αντικειμενικότητας έχουν και ουδεμίας γενικής αποδοχής απολαμβάνουν. Ο τομέας του Κανονικού Δικαίου, που αφορά στα παραπτώματα και στις ποινές αυτών απαιτεί ακρίβεια στην περιγραφή της πράξεως και γενικότητα εφαρμογής. Συνεπώς, δημιουργία κανονικών παραπτωμάτων και κατ’ αναπόδραστο τρόπο και αντιστοίχων ποινών από μη αδειοδοτημένο και εξουσιοδοτημένο από την Εκκλησία όργανο, δεν επιτρέπεται επ’ ουδενί. Ειδάλλως, τινάζουμε στον αέρα όλο το σύστημα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης. 

Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα όσα έχω ήδη εκθέσει στο άρθρο μου.

 

Εν κατακλείδι, Σεβασμιώτατε, 

Φίλη η Υμετέρα Σεβασμιότης, φιλτάτη όμως η αλήθεια. 

Για αυτόν τον λόγο θεωρώ, ότι η ανάλωση της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς σε ατυχείς προσπάθειες αντικρούσεως της επιστημονικής καταρτίσεώς μου είναι άνευ λόγου και αιτίας. Επικαλούμενος, λοιπόν, και την επιστημοσύνη σας, ζητώ από εσάς, όπως μεριμνήσετε για την δημοσίευση αυτής της απαντήσεως σε όλες τις ιστοσελίδες, στις οποίες η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς δημοσίευσε την δική της απάντηση στο άρθρο μου, χωρίς προηγουμένως να έχει δημοσιευθεί σ’ αυτές το δικό μου άρθρο. 

Και θα ολοκληρώσω την απάντησή μου και με μία πράγματι σύσταση. Μην εξαντλείτε τον δυναμισμό Σας σε ατέρμονες προσπάθειες διαψεύσεως των τεκμηριωμένων απόψεων αυτών που ξέρουν το αντικείμενο. Την επόμενη φορά, αντί να προσπαθήσετε να με βγάλετε λάθος και άσχετο, καλύτερα ρωτήστε με, για να αποφύγετε την επανάληψη των ίδιων λαθών. Και υποστηρίξτε την προσπάθειά μου για την ίδρυση Σεμιναρίου Εκκλησιαστικών Δικαστών. Γιατί, όπως επεσήμανα και στο άρθρο, που η Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς προσπάθησε ματαίως να αντικρούσει και διαψεύσει, με τον θεσμό της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης και την αξιοπρέπεια των κληρικών δεν παίζεις. Τα προστατεύεις. 

Με κατηγορήσατε, ότι ομιλώ ex cathedra. Με αναγκάσατε. Δεν επιθυμώ όμως να επαναληφθεί. 

Μετά τιμής 

Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος

Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου

 

Πηγή