Στη
φωτογραφία, ο επίδοξος Αυτοκράτορας της Τρίτης Ρώμης Βλαδίμηρος και ο
ψευδεπίγραφος Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος
Του Γεωργίου Αργύρη
Μετά την παράδοση του Μυστρά στους Οθωμανούς στις 29 Μαΐου του 1460, ο Θωμάς Παλαιολόγος, η σύζυγος του Αικατερίνη και τα παιδιά τους Ζωή, Ανδρέας και Μανουήλ διέφυγαν στην ενετοκρατούμενη τότε Κέρκυρα. Απ’ εκεί, ο Θωμάς μετέβη στη Ρώμη όπου ο Πάπα Πίος Β΄ τον αναγνώρισε ως το νόμιμο κληρονόμο του θρόνου της Ρωμανίας. Σε αντάλλαγμα αυτής της αναγνώρισης αλλά και για να εξασφαλίσει πόρους προς το ζην, ο Θωμάς ασπάστηκε τον Καθολικισμό κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρώμη. Λίγες μέρες προτού πεθάνει το Μάιο του 1465, η Ζωή και τ’ αδέλφια της πληροφορήθηκαν ότι ο πατέρας τους ήταν βαριά άρρωστος και καθώς η μητέρα τους είχε ήδη πεθάνει το 1462, μετέβησαν στη Ρώμη όπου κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα.
Σε αναζήτηση συζύγου για τη
Ζωή
Κεντρικό ρόλο στην εξεύρεση συζύγου για τη Ζωή διαδραμάτισε ο καθολικός
πατριάρχης Βησσαρίωνας ο οποίος συνειδητοποίησε ότι με δεδομένη την αδυναμία
της Δύσης να οργανώσει εκστρατεία για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, ο
καταλληλότερος ήταν ο ηγεμών της Μόσχας Ιβάν
Γ΄. Τόσο ο Πάπας Παύλος Β΄ όσο και ο διάδοχος του Σίξτος Δ΄ υιοθέτησαν
το σχέδιο του Βησσαρίωνα καθώς πρόσφερε τη δυνατότητα προσέλκυσης των Ρώσων
στον Καθολικισμό, είτε προσχωρώντας πλήρως σε αυτόν είτε αποδεχόμενοι τις
αποφάσεις της Συνόδου της Φεράρας- Φλωρεντίας
για την ένωση Καθολικών και Χριστιανών.
Διαβλέποντας τα πολιτικά οφέλη ενός γάμου με την απόγονο της
αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, ο Ιβάν απάντησε θετικά. Στις 24 Απριλίου του 1472, η Ζωή αναχώρησε
για τη Μόσχα συνοδευόμενη από ρώσους απεσταλμένους και αντιπροσώπους του Πάπα αλλά και πολλούς
ρωμηούς λόγιους κι ευγενείς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Μόσχα.
Στις 11 Οκτωβρίου 1472 έγινε επίσημη υποδοχή της Ζωής στην πρώτη ρωσική
πόλη Πσκωφ αλλά ο κλήρος και ο λαός ήταν εχθρικοί απέναντι της, καθώς υπήρχε η
εντύπωση ότι αποστολή της ήταν να τους προσηλυτίσει στον Καθολικισμό. Με μια
εξόχως διπλωματική ενέργεια, η Ζωή αποκήρυξε τον Καθολικισμό και δήλωσε πως
επανέρχεται στην πίστη των προγόνων της, λαμβάνοντας τ’ όνομα Σοφία. Οι γάμοι της με τον Ιβάν Γ΄ τελέστηκαν στις
12 Νοεμβρίου 1472 στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Κρεμλίνο.
Μέσω του γάμου του με τη Σοφία Παλαιολογίνα, ο Ιβάν Γ΄ διακήρυξε ότι
είναι ο νόμιμος κληρονόμος των δικαιωμάτων επί του βυζαντινού θρόνου.
Ταυτόχρονα υιοθέτησε το δικέφαλο αετό που συμβολίζει την κυριαρχία των
βυζαντινών αυτοκρατόρων από την ανατολή ως τη δύση, ενώ ο σταυρός και η σφαίρα
στα νύχια του αετού αντιπροσωπεύουν τη διπλή εξουσία του αυτοκράτορα, κοσμική
και πνευματική.
Ο γάμος του Ιβάν Γ’ με τη Σοφία Παλαιολογίνα ωστόσο, δεν είχε καμμιά
νομική συνέπεια καθώς κληρονόμος του
θρόνου της Ρωμανίας θεωρείτο ο αδελφός της Σοφίας Ανδρέας, ο οποίος είχε
πουλήσει τα δικαιώματά του στο γάλλο βασιλιά
Κάρολο Η´ και στη συνέχεια στο Φερδινάνδο της Ισπανίας.
Περί τα μέσα του 15ου αιώνα, τα μόνα ορθόδοξα κράτη που είχαν
απομείνει, ήταν η Γεωργία και η γη των Ρως.
Πολλοί θεωρούσαν ότι επήλθε το πλήρωμα του χρόνου και ο κόσμος βρισκόταν
επί τοις θύραις της Δευτέρας Παρουσίας. Tο 1460, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων
Ιωακείμ που αντιλήφθηκε το εσφαλμένο των προσδοκιών για βοήθεια της Δύσης κατά
των Τούρκων, αναχώρησε για τη μακρινή Μόσχα αλλά πέθανε στην Κριμαία, χωρίς ποτέ να φθάσει
στον προορισμό του.
Η Ρωσική Εκκλησία άρχισε να προβάλλει με σθένος τη θέση πως η Μόσχα
αποτελούσε πλέον τη μοναδική ελεύθερη πρωτεύουσα του ορθόδοξου χριστιανικού
κόσμου και την εχέγγυο δύναμη της καθαρότητας της ορθόδοξης πίστης. Σ’ επιστολή
του στο διάδοχο του Ιβάν Γ΄ και γιο του από τη Σοφία Παλαιολογίνα Βασίλειο Γ΄,
ο μοναχός Φιλόθεος του Πσκωφ διατύπωσε τη θεωρία της Τρίτης Ρώμης’
«Είσαι ο μόνος χριστιανός τσάρος σε όλη την οικουμένη, στα χέρια σου
συγκρατείς τα ηνία όλων των θρόνων της Αγίας Οικουμενικής Εκκλησίας, η οποία
δεν βρίσκεται πλέον μήτε στη Ρώμη, μήτε στην Κωνσταντινούπολη αλλά στη Μόσχα».
Το δόγμα της Τρίτης Ρώμης διαδόθηκε ευρύτατα στη Ρωσία ώστε να ριζώσει
στη συνείδηση των ευγενών και των υψηλά ιστάμενων κληρικών η ανάγκη μιας
ανεξάρτητης εκκλησιαστικής διοίκησης, που οδήγησε το 1589 στην ίδρυση του
αυτοκέφαλου Πατριαρχείου της Μόσχας. Ένα χρόνο αργότερα, η σύνοδος των
ανατολικών πατριαρχείων κατέταξε το ρωσικό πατριαρχείο στην πέμπτη θέση των
ορθοδόξων ανά τον κόσμο πατριαρχείων, μετά την Κωνσταντινούπολη, την
Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα.
Την εποχή του Μεγάλου Πέτρου έγινε απότομη μεταστροφή της ρωσικής
κρατικής ιδεολογίας επειδή κατά την άποψη
του, το Βυζάντιο χάθηκε εξαιτίας της θρησκοληψίας των κυβερνώντων και
της περιφρόνησης της στρατιωτικής
ισχύος. Το 1720 μάλιστα, ο Πέτρος προχώρησε
σε κατάργηση του Πατριαρχείου Μόσχας, μετά από σχετικό αίτημα του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Η άλωση του Πατριαρχείου
Αντιοχείας
Από τα µέσα του 19ου αιώνα, άρχισε η προώθηση των ρωσικών συµφερόντων
στη Συρία και την Παλαιστίνη, με υποκίνηση των αραβόφωνων ορθοδόξων χριστιανών
εναντίον των ελληνόφωνων θρησκευτικών
ηγετών τους. Αιχµή του δόρατος της πολιτικής αυτής αποτέλεσε η ρωσικών
συμφερόντων Ορθόδοξη Αυτοκρατορική Εταιρεία
Παλαιστίνης που καλλιέργησε τον αραβικό εθνικισμό, με απώτερο σκοπό την
εκλογή άραβα Πατριάρχη Αντιοχείας.
Έτσι το 1897, μετά την υπό πίεση παραίτηση του Πατριάρχη
Σπυρίδωνος (κατά κόσμο Αναστάσιου
Ευθυμίου από τον Άγιο Νικόλαο της Πάφου), πατριάρχης Αντιοχείας εξελέγη ο
άραβας μητροπολίτης Λαοδικείας Μελέτιος Ντουµάνι. Η εκλογή του συντελέστηκε από
τους αραβόφωνους μητροπολίτες χωρίς τη
συµµετοχή των ελληνόφωνων. Έκτοτε, το Πατριαρχείο Αντιοχείας κατέστη εργαλείο
άσκησης της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή.
Η θεωρία της Τρίτης Ρώμης
επί Σοβιετικής Ένωσης
Το 1917, η μετριοπαθής προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι αποκατέστησε τη
Ρωσική Εκκλησία στο προ του 1720 καθεστώς της. Με την άνοδο ωστόσο στην εξουσία
των Μπολσεβίκων, η εκκλησιαστική περιουσία κρατικοποιήθηκε, εκκλησίες
γκρεμίστηκαν και χιλιάδες απλοί ιερείς και
ανώτεροι κληρικοί εκτελέστηκαν. Οι
διωγμοί κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1930 όταν ξεκίνησε μια ανελέητη
εκστρατεία εναντίον κάθε θρησκευτικής έκφρασης,
Ενώ οι Γερμανοί βρίσκονταν προ των πυλών της Μόσχας, ο Στάλιν συνειδητοποίησε ότι σ’ ένα πόλεμο
επιβίωσης η κομμουνιστική ιδεολογία χρειαζόταν τη στήριξη παραδοσιακών
πεποιθήσεων και συμβόλων που ενέπνεαν
τον λαό της Ρωσίας. Τη νύχτα της 4ης
προς την 5η Σεπτεμβρίου 1943, κάλεσε στο Κρεμλίνο τρεις μητροπολίτες, από τους
οποίους ζήτησε όπως η Εκκλησία προσθέσει
το πατριωτικό της βάρος στον αγώνα. Σε
αντάλλαγμα, σταμάτησαν οι διώξεις κι επετράπη η ανάδειξη του μητροπολίτη
Σέργιου σε Πατριάρχη Μόσχας και πασών των Ρωσιών.
Όσο και αν ακούγεται παράξενο, το δόγμα της Τρίτης Ρώμης επανήλθε στο
προσκήνιο στη μεταπολεμική Σοβιετική Ένωση όταν με την ενθάρρυνση του κράτους,
το Πατριαρχείο της Μόσχας ανέλαβε
ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια Ορθοδοξία, ως αντίβαρο στον Πάπα που είχε ευθυγραμμιστεί με τη Δύση.
Άλλωστε, ο μεγάλος όγκος του ορθόδοξου ποιμνίου της Ρωσίας που ξεπερνούσε τα
200 εκατομμύρια, αποτελούσε ένα ισχυρό σύμμαχο στα σχέδια για επιβολή της
ηγεμονικής θέσης του Πατριαρχείου Μόσχας στο εκκλησιαστικό στερέωμα της εποχής.
Πρόσθετα ο προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας ήταν σε θέση να διαμορφώνει
τάσεις και αντιλήψεις ανάμεσα στα λοιπά σλαβικά πατριαρχεία τα οποία επίσης
τελούσαν υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Ο σέρβος πατριάρχης Γαβριήλ που ταυτίστηκε
με τη νέα πολιτική του Κρεμλίνου, είπε ευθέως πως «τα πρωτεία στον ορθόδοξο
κόσμο ανήκουν στο Πατριαρχείο της Μόσχας».
Για να καταστεί ο Πατριάρχης Μόσχας Πάπας της Ορθοδοξίας, ο Στάλιν
υπολόγιζε στην υποστήριξη των φτωχών και κατατρεγμένων Πατριαρχείων
Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων και Αντιοχείας. Οι υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες ήταν
ήδη στο «τσεπάκι» του καθώς ανήκαν σε χώρες που βρίσκονταν υπό κομμουνιστικό
καθεστώς. Τα μεγαλεπήβολα ωστόσο σχέδια της Ρωσικής Εκκλησίας για πραγμάτωση της Τρίτης Ρώμης δεν
υλοποιήθηκαν, καθώς τα τρία Πρεσβυγενή Πατριαρχεία αντιστάθηκαν μέχρις εσχάτων στις πιέσεις του σοβιετικού καθεστώτος.
Η Εκκλησία της Ουκρανίας
Το 860 κι ενώ ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ’ βρισκόταν σ’ εκστρατεία στην
Ανατολή, οι Σκανδιναβοί Ρως του Κιέβου πολιόρκησαν και κατέλαβαν την
Κωνσταντινούπολη. Με παρέμβαση του Πατριάρχη Φώτιου, τους παραχωρήθηκαν
εμπορικά προνόμια με αντάλλαγμα τον εκχριστιανισμό τους και τη δημιουργία
Ορθόδοξης Επισκοπής στο Κίεβο, υπό την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως. Από της καθιέρωσης του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας
των Ρως του Κιέβου το 988, ο
Μητροπολίτης «Κιέβου και πασών των Ρωσιών» εκλεγόταν από τη Σύνοδο του
Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως.
Το 1685 ο Πατριάρχης Μόσχας παραβίασε την αυτονομία της Ουκρανικής
Εκκλησίας ορίζοντας μητροπολίτη Κιέβου το Γεδεών. Υπό την πίεση της κοσμικής
εξουσίας, το 1686 δόθηκε στο Πατριαρχείο Μόσχας «κατ’ οικονομίαν» άδεια από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο να εκλέγει το ίδιο τον Μητροπολίτη Κιέβου, χωρίς όμως
διοικητική εξουσία επί της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Ο μητροπολιτικός επίσκοπος
του Κιέβου διατηρούσε όμως ακόμα τον τίτλο του Έξαρχου του Οικουμενικού θρόνου
και άρα την υποχρέωση να μνημονεύει τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης.
Οι όροι ωστόσο της Συνοδικής Πράξης δεν τηρήθηκαν και η Μητρόπολη
Κιέβου υποβιβάστηκε σε καθεστώς απλής επισκοπής της Ρωσικής Εκκλησίας,
μετατρέποντας την Ουκρανική Εκκλησία σε όργανο της κρατικής πολιτικής της
Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ουδέποτε αναγνώρισε ως νομικά
και κανονικά ορθή την πράξη προσάρτησης της Μητρόπολης Κιέβου από τον Πατριάρχη
Μόσχας. Σ’ επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Β΄ το 1991, ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος αναφέρει ότι το Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίζει τα κανονικά όρια του Πατριαρχείου Μόσχας όπως
αυτά καθορίστηκαν κατά την ανακήρυξη του Μητροπολίτη Μόσχας σε Πατριάρχη το 1589, χωρίς δηλαδή τη Μητρόπολη Κιέβου.
Το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής
Εκκλησίας
Με την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης
και την ανεξαρτητοποίηση της
Ουκρανίας, το εκκλησιαστικό ζήτημα ήρθε ξανά στο προσκήνιο. Στις 16 Ιουνίου
2016 το ουκρανικό κοινοβούλιο αποφάσισε να ζητήσει από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη ν' ακυρώσει την πράξη του 1686 και να ορίσει Αυτοκέφαλη Εκκλησία.
Στις 15 Δεκεμβρίου 2018 πραγματοποιήθηκε ενωτική κληρικολαϊκή συνέλευση που
αποφάσισε την ένωση τριών εκκλησιών που ποίμαιναν ορθοδόξους χριστιανούς κι
εξέλεξε ως προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ουκρανίας και Μητροπολίτη Κιέβου και
πάσης Ουκρανίας τον Μητροπολίτη Επιφάνιο.
Τον Ιανουάριο του 2019, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απένειμε στην
Εκκλησία της Ουκρανίας τον Τόμο Αυτοκεφαλίας, παραπέμποντας στον
λη΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής
Συνόδου ότι «η τάξη των εκκλησιαστικών πραγμάτων πρέπει ν’ ακολουθεί τους
πολιτικούς και κοινωνικούς τύπους» και σε πολλά άλλα ιστορικά προηγούμενα που
διακηρύττουν την αυτοκεφαλία των εθνικών εκκλησιών.
Η αρχή «ένα ανεξάρτητο κράτος – μία αυτοκέφαλη Εκκλησία» αποτελεί
κανόνα της Ορθόδοξης παράδοσης. Σε αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ο Τόμος του
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως για την αναγνώριση το 1924 της Αυτοκέφαλης
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Πολωνίας, ο οποίος παραθέτει απόφθεγμα του Πατριάρχη
Φωτίου.
«Ας αποδεχθούμε ότι το δίκαιο που αφορά τις θρησκευτικές υποθέσεις, και
ιδίως τις υποθέσεις που αφορούν ενορίες, πρέπει να συμβαδίζει με τις πολιτικές
και διοικητικές αλλαγές»
Επίσης, το απόσπασμα αρ. 12 από τον ορισμό της Ιεράς Συνόδου του
Πατριαρχείου Μόσχας και πασών των Ρωσιών στις 19 Νοεμβρίου του 1943, αναφέρει
τ’ ακόλουθα για την αναγνώριση της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Γεωργίας.
«Σύμφωνα με τους κανόνες της Εκκλησίας (ιζ΄ της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου
κα.), τα σύνορα της Εκκλησίας θα πρέπει ν’ ακολουθούν τα σύνορα του κράτους».
Το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας αναγνώρισαν το Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας, η Εκκλησία της Κύπρου, και η Εκκλησία της Ελλάδας. Το Πατριαρχείο
Ιεροσολύμων, η Εκκλησία της Πολωνίας, της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της
Γεωργίας και της Τσεχίας. διατηρούν επιφυλάξεις και η στάση που θα τηρήσουν
αποτελεί ακόμη και σήμερα ερωτηματικό.
Η αντίδραση του Πατριαρχείου
Μόσχας
Ο Πούτιν αντέδρασε στην αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής
Εκκλησίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη με τη δήλωση ότι «δεν μπορεί να διοικεί την Ορθοδοξία ένας
παπάς που είναι επικεφαλής μιας ενορίας
2.500 ατόμων στην Ιστανμπούλ».
Για ν’ αποτρέψει περαιτέρω διεθνή υποστήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας
της Ουκρανίας, το Πατριαρχείο Μόσχας έπαυσε να μνημονεύει τον Οικουμενικό
Πατριάρχη, τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και τον
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών.
Η αναγνώριση της νεοπαγούς Εκκλησίας από το Πατριαρχείο
Αλεξανδρείας, αποδείχθηκε ιδιαίτερα
επώδυνη για τον Πατριάρχη Θεόδωρο Β’, καθώς η Ρωσική Εκκλησία ξεκίνησε τη
διαδικασία δημιουργίας παράλληλης δομής στην επικράτεια της Αλεξανδρινής
Εκκλησίας, με σκοπό αυτή να περάσει στα χέρια ελεγχόμενων από τη Μόσχα
ορθοδόξων. Η εισπήδηση άρχισε με την εξαγορά 106 ιερέων στην Κένυα τους οποίους
χρηματοδοτεί για την ανέγερση εκκλησιών που θα υπάγονται στη Ρωσική Εκκλησία.
Οι ενέργειες αυτές και η εκστρατεία γι'
ανακατάληψη εδαφών που ανήκαν στη Σοβιετική Ένωση, εντάσσονται στα
πλαίσια του μεγαλεπήβολου σχεδίου του Πούτιν για εγκαθίδρυση της λεγόμενης
Τρίτης Ρώμης, με πολιτικό και πνευματικό
κέντρο τη Μόσχα.
Όσον αφορά την επιχειρηματολογία της Ρωσικής Εκκλησίας ότι η
πρωτοκαθεδρία στον Ορθόδοξο κόσμο ανήκει δικαιωματικά στο Πατριαρχείο της
Μόσχας λόγω της πληθυσμιακής υπεροχής του ποιμνίου του σε σχέση με το ποίμνιο
των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων της Ανατολής, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το
«πρωτείον τιμής και διακονίας» του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως Πρωτοθρόνου
Μητρός Εκκλησίας της Ορθοδόξου Ανατολής δεν είναι το αποτέλεσμα πληθυσμιακών
κριτηρίων ή αριθμών, αλλά ιστορικών δεδομένων και αποφάσεων Οικουμενικών
Συνόδων.
Είναι πλέον ολοφάνερο ότι ένεκα του άκρατου εθνοφυλετικού πανρωσισμού
της, με τα ρούβλια του Κρεμλίνου και την ιμπεριαλιστική και μεγαλοϊδεατική
τακτική της, η Ρωσική Εκκλησία στοχεύει στη δημιουργία ενός κακέκτυπου ρωσικού
Βατικανού με κοσμική, πολιτική κι εκκλησιαστική εξουσία μέσα στον Ορθόδοξο
κόσμο, σε βάρος των υπολοίπων
Πρεσβυγενών Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.