Καθηγητής Μιλτιάδης Κωνσταντίνου: «Το Πατριαρχείο Της Μόσχας Αποφάσισε Να Διακόψει Την Κοινωνία Με Το Οικουμενικό Πατριαρχείο»




Την κατάσταση που διαμορφώνεται στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετά την κλιμάκωση της σύγκρουσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο της Ρωσίας αναλύει ο...
καθηγητής στο Θεολογικό Τμήμα του ΑΠΘ Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, εξηγώντας και το παρασκήνιο πίσω από τη σύγκρουση αυτή.

Κατ’ αρχάς, θεωρείτε ότι υπάρχει σχίσμα μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Ρωσικής Εκκλησίας;
Η λέξη «σχίσμα» είναι πολύ βαριά και δεν θα έπρεπε να δικαιολογείται η χρήση της όταν δεν υπάρχει δογματική διαφορά, αλλά μόνο μια διοικητική διαφορά. Παρά ταύτα, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου της Μόσχας αποφάσισε να διακόψει την κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θεωρώντας ότι υπεισέρχεται σε ζητήματα της δικής του δικαιοδοσίας.

Πρακτικά, αλλά και ουσιαστικά, τι σημαίνει αυτή η απόφαση της Μόσχας;
Αν η απόφαση αυτή εφαρμοστεί, σημαίνει ότι στους πιστούς που ανήκουν στο Πατριαρχείο της Μόσχας δεν επιτρέπεται να μετέχουν στις ακολουθίες, να κοινωνούν κ.λπ. σε εκκλησίες όπου η λειτουργία τελείται από κληρικούς που ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Μπορούμε να εξηγήσουμε πώς οι δύο εκκλησίες έφτασαν σε αυτό το σημείο;
Είναι ένα ζήτημα που βρίσκεται σε «εκκρεμότητα» από τον 17ο αιώνα, δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήταν το 1686 όταν ο τότε οικουμενικός πατριάρχης Διονύσιος Δ΄ αναγκάστηκε, εξ αιτίας των δυσκολιών που το πατριαρχείο αντιμετώπιζε στο πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να δώσει με μια επιστολή του το δικαίωμα στον Μόσχας να χειροτονεί –όπως αναφέρει η επιστολή– όποιον η κληρικολαϊκή συνέλευση του Κιέβου εξέλεγε ως μητροπολίτη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός θα εξακολουθούσε να μνημονεύει τον Κωνσταντινουπόλεως. Δυστυχώς, η πράξη αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρερμηνεύτηκε στη συνέχεια από την πλευρά του Πατριαρχείου της Μόσχας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια περίπλοκη από κανονικής απόψεως κατάσταση. Η Μόσχα θεώρησε ότι εφόσον δόθηκε η δυνατότητα στον πατριάρχη Μόσχας να χειροτονεί τον μητροπολίτη Κιέβου, ο Κιέβου ανήκει σε αυτόν. Η επιστολή, βέβαια, δεν λέει κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις 11 Οκτωβρίου ακύρωσε τη νομική ισχύ αυτής της επιστολής, επαναφέροντας, με την επανασύσταση σταυροπηγίου στο Κίεβο, τα πράγματα στην προ του 1686 κανονική κατάσταση. Το πρόβλημα που δημιουργήθηκε είναι ότι ήδη οι πιστοί και οι κληρικοί της Ουκρανικής Εκκλησίας είχαν προχωρήσει σε μια δική τους ανακήρυξη αυτοκεφάλου, ανεξαρτησίας από τη Μόσχα, με αποτέλεσμα η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Μόσχας –και ως όφειλε, βεβαίως– να τους κατατάξει στις τάξεις των σχισματικών και να τους αποκηρύξει. Συγκεκριμένα, το 1992 ο τότε μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας της Ρωσικής Εκκλησίας Φιλάρετος αυτοανακηρύχθηκε πατριάρχης Ουκρανίας και, βεβαίως, την ίδια χρονιά η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου της Μόσχας τον καθαίρεσε. Ένας άλλος, επίσης αυτοαποκαλούμενος αρχιεπίσκοπος της Ορθόδοξης Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας, Μακάριος, επίσης καθαιρέθηκε από το Πατριαρχείο της Μόσχας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρέθηκε μπροστά σε μια κατάσταση όπου 22 εκατομμύρια Ουκρανοί βρίσκονται με επικεφαλής κάποιον καθαιρεμένο. Δεν είναι μια μειονότητα, μια αμελητέα ποσότητα, και στην Ουκρανία λειτουργούν στην πραγματικότητα τρεις διαφορετικές εκκλησίες, και οι τρεις ορθόδοξες, η μία με τον Ονούφριο, η άλλη με τον Μακάριο και η τρίτη είναι του Πατριαρχείου Μόσχας. Όμως το κυριότερο πρόβλημα είναι ότι ακριβώς η ίδια κατάσταση που ανάγκασε κάποτε τον οικουμενικό πατριάρχη να δώσει το δικαίωμα στον Μόσχας να χειροτονεί τον μητροπολίτη Κιέβου επικρατεί και σήμερα: ο Μόσχας δεν μπορεί να πάει στην Ουκρανία, είναι ανεπιθύμητος μετά την πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε, και ακριβώς εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Επομένως οι Ουκρανοί ζήτησαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο να αποκαταστήσει την τάξη κι εκείνο αποκατέστησε τους καθαιρεμένους μητροπολίτες, δίνοντας αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Ουκρανίας και αναγνωρίζοντας πλέον ότι μπορεί να είναι μία από τις ορθόδοξες εκκλησίες χωρίς να εξαρτάται από τη Μόσχα.

Η σύγκρουση Οικουμενικού Πατριαρχείου – Μόσχας τι σημαίνει για την ορθοδοξία;
Βασικά, η σύγκρουση αυτή έχει σημασία για την Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία, για κάποιους δικούς της λόγους, προσπαθεί να αποτελέσει το «μακρύ χέρι» της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής, με αποτέλεσμα να χάνει όπου χάνει και το Κρεμλίνο. Δηλαδή έχει χάσει ολόκληρη τη Βαλκανική, έχει το πρόβλημα με τη Μολδαβία και με το Πατριαρχείο της Ρουμανίας, το πρόβλημα με την Ουκρανία. Όλα αυτά είναι επιλογές που έχει κάνει για τον εαυτό της η ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας, με αποτέλεσμα κάθε φορά να βρίσκεται απομονωμένη. Το έχει κάνει και στο παρελθόν αυτό, αλλά, δυστυχώς, δεν φαίνεται να διδάχτηκε από τα λάθη εκείνα. Παλαιότερα ανακήρυξε την Εκκλησία της Πολωνίας αυτοκέφαλη, κάτι που δεν αναγνωρίζει καμία άλλη ορθόδοξη εκκλησία. Το ίδιο έκανε και με την Εκκλησία της Τσεχοσλοβακίας, όπου προσπάθησε να επιβάλει δικό της προκαθήμενο. Σε καμία από αυτές τις ενέργειες δεν μπόρεσε να πετύχει, διότι ο υπόλοιπος ορθόδοξος κόσμος, βλέποντας μια παντοδύναμη Ρωσική Εκκλησία να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, παίρνει τις αποστάσεις του και προβάλλει ακόμα περισσότερο τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο, ακριβώς επειδή δεν έχει πολιτική δύναμη, δεν έχει τη δύναμη της Ρωσικής Εκκλησίας να επιβάλει την ενότητα, μπορεί με πολύ καλύτερο τρόπο, μέσα από το συνοδικό σύστημα, να λειτουργήσει ως το σύμβολο της ενότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Δεν νομίζω ότι το πλήρωμα της εκκλησίας θα ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική απόφαση που ελήφθη εν θερμώ, αντιθέτως εκθέτει την ηγεσία της Ρωσικής Εκκλησίας, καθώς βάσει της απόφασης αυτής οι Ρώσοι πιστοί δεν μπορούν να πάνε στο Άγιο Όρος, στην Πάτμο, σε κανένα από τα μεγάλα προσκυνήματα. Ουσιαστικά, η Ρωσική Εκκλησία αποκόπτεται από τα κέντρα εκείνα που είναι προσκυνήματα για την ορθοδοξία.

Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται και μια ψυχρότητα στις σχέσεις Οικουμενικού Πατριαρχείου και Εκκλησίας της Ελλάδος. Πού την αποδίδετε;
Είναι μια περιστασιακή διαφωνία πάνω στην ιδιοκτησία ενός κτήματος, η οποία δεν νομίζω ότι θα διαρκέσει περισσότερο από τη στιγμή που θα λυθεί αυτό το θέμα. Γενικά, το ελληνικό ζήτημα είναι περίπλοκο, καθώς η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν από τις πρώτες που αποκόπηκαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με βίαιο τρόπο. Ήταν μια απόφαση της τότε κυβέρνησης με τον βασιλιά Όθωνα να δημιουργηθεί μια εθνική εκκλησία κατά το πρότυπο της Βαυαρικής Εκκλησίας της εποχής εκείνης. Στη συνέχεια, καθώς η Ελλάδα αυξανόταν εδαφικά, τέθηκε το θέμα τι θα γίνει με τις καινούργιες μητροπόλεις και καθώς η εδαφική διεύρυνση της Ελλάδας έγινε μέσα σε ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, κάθε περιοχή που εντασσόταν στο κράτος είχε και διαφορετικό εκκλησιαστικό καθεστώς. Είναι ένα πρόβλημα για το οποίο η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να αλλάξει το status, το Πατριαρχείο δεν πρόκειται να διεκδικήσει τις μητροπόλεις που πνευματικά τού ανήκουν, αλλά πάντοτε θα υπάρχουν προβλήματα, σε ποιον ανήκει η τάδε εκκλησία ή το τάδε οικόπεδο. Άλλωστε πάντα όταν τα αδέλφια χωρίζουν περιουσίες είναι λογικό να υπάρχουν και τέτοιες επιπλοκές.