Του λιμανιού...





Σβήσαν τα φώτα στα στενά,
του λιμανιού τα καλντερίμια σκοτεινά
και σταμάτησε η ζωή
το ψέμα το φτασιδωμένο της να ζει.


Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανός Αναστασιάδης,
Κληρικός του Οικουμενικού Πατριαρχείου εκ Κρήτης.

Ως επιστέγασμα των σπουδαίων κανονικών διατριβών και μεστών θεολογίας επιστολών των τελευταίων ημερών, ακόμη και του κουρνιαχτού των καταδρομών-προσκυνηματικών επισκέψεων από τον Βορρά (τι ευλάβεια-αλήθεια- έπιασε όλους τους Ρώσσους ιεράρχες τις τελευταίες εβδομάδες για τα άγια λείψανα και τις ιερές εικόνες μας, καθώς και για τους Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος;-να δω μετά τον Οκτώβριο πόσο συχνά θα έρχονται!...), ήρθε στο προσκήνιο η επιστολιμαία διατριβή περί του Ουκρανικού Εκκλησιαστικού Ζητήματος του Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ, την οποία και θα επιχειρήσω με τις πενιχρές δυνάμεις μου να αναλύσω μπροστά στους αναγνώστες.


Επιτρέψτε μου, Σεβασμιώτατε, αφού καταθέσω τον αληθινό θαυμασμό μου για το κοινωνιοθεολογικό μάθημα περί της αιωνιότητος και του χρόνου, να τονίσω την καθαρά νομική σας σκέψη, η οποία χρησιμοποιήθηκε και από άλλους κληρικούς του περασμένου αιώνα, πλην όμως εκείνη -επειδή εδραζόταν επί πραγματικών δεδομένων- έδινε και ασφαλή συμπεράσματα. Εδώ προηγείται το συμπέρασμα και πάνω σε αυτό οικοδομείται η επιχειρηματολογία που βολεύει, ώστε να έχουμε αυτό το συγκεκριμένο συμπέρασμα. Αυτό που με θλίβει πραγματικά είναι η τάση τόσο του Σεβασμιωτάτου, όσο και άλλων συγγραφέων των τελευταίων ημερών, να προβάλλουν την Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία ως ένα Μουσείο που περιλαμβάνει συλλεκτικά αντικείμενα και που έχει, λόγω της παλαιότητάς του, μια ξεχωριστή θέση ώστε να καλεί -και όχι να έρχονται αυτόκλητοι- τους ανά τον κόσμο μουσειολόγους να αποφαίνονται για εκείνο, τα έργα του και την πορεία του. Το λέω και το ξαναλέω!

Περί του εκκλήτου:

Με δικανικό τρόπο προβλήθηκαν επιχειρήματα και γνώμες κανονολόγων και του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου σχετικά με το ζήτημα αυτό. Παράλληλα, για προφανείς λόγους βέβαια, υποτιμάται το εθιμικό δίκαιο της Εκκλησίας, αυτό που ονομάζουμε καθηγιασμένη πράξη, Ιερά Παράδοση δηλαδή, δηλαδή το πώς ενεργεί η Εκκλησία απέναντι στα υπό των Θείων και Ιερών Κανόνων προβλεπόμενα. Αν δεν ισχύει η καθηγιασμένη πράξη, τότε ποιος Κανόνας ορίζει, επί παραδείγματι, πώς και πότε πρέπει να κάνουμε το σημείο του Σταυρού; Τα επιχειρήματα, Σεβασμιώτατε, τόσο των διαπρεπών Κανονολόγων, όσο και των Αγίων Πατέρων, ακόμη και αυτά της Αγίας Γραφής, ΔΕΝ είναι ανώτερα από την Ιερά Παράδοση. Εκείνη καθορίζει το πλαισιό τους. Εκείνη όρισε τον Κανόνα της Παλαιάς και Καινής. Εκείνη όρισε το άγαμο των επισκόπων σε αντίθεση με τα του Θεοπνεύστου Παύλου. Εκείνη οικοδομεί και οικονομεί. Είναι η Ταμειούχος της Χάριτος. Γι’ αυτό, λοιπόν, η απόρριψη κατ’ ουσίαν των αξιώσεων του Ρώμης περί επεκτάσεως των δικαιωμάτων του δεν ήταν άλλο από τη σοφή Πρόνοια της Εκκλησίας, η οποία διείδε πίσω από αυτές τις ενέργειες όχι διάθεση για επωμισμό ευθυνών αλλά ιμπεριαλισμό κοσμικό και θεολογικό. Διείδε ότι ο Ρώμης επεδίωκε να γίνει υπερεπίσκοπος ή παγκόσμιος επίσκοπος και ανέκοψε αυτήν την πορεία. Δεν έκανε, όμως, το ίδιο με τον Κωνσταντινουπόλεως. Διότι σε αυτές τις δύο -φαινομενικά όμοιες- συμπεριφορές της εκδίκασης εκκλήτου, στον μεν Ρώμης διέκρινε επεκτατισμό, στον δε Κωνσταντινουπόλεως βαθειά συναίσθηση ότι ως Κωνσταντινουπόλεως είναι και οφείλει να είναι ο αίρων τον Σταυρόν του Κυρίου, ο υποχρεωμένος να διακονεί την Αλήθεια και μόνον, με όποιο κόστος. Έτσι κατενόησε και απέδωσε στον Κωνσταντινουπόλεως την ευθύνη του εκκλήτου. Αυτό το καταλαβαίνουμε μέσα από τα πολλά παραδείγματα στις μελέτες του Καρτάσωφ αλλά και του Θεοφιλ.Επισκόπου Αβύδου κ. Κυρίλλου (μου φάνηκε από το κείμενό σας μια απαρέσκεια προς την επιστημοσύνη του ανδρός) και το κατανοούμε στα μεταγενέστερα της εύκλειας της Κωνσταντινουπόλεως χρόνια όταν όλοι οι Πατριάρχες της Ανατολής υποδείκνυαν ως υπεύθυνο για την έκκλητο τον Νέας Ρώμης. Διαβάζοντας τον πρόλογο από τον δεύτερο Τόμο του Αρχιμανδρίτου Καλλινίκου Δελικάνη, Αρχειοφύλακος του Οικουμενικού Θρόνου, θα μπορέσετε άμεσα να διακρίνετε τι πραγματικά είναι η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, η Μήτηρ Εκκλησία, μέσα από τα κείμενα των αιώνων, και όχι μέσα από μεμονωμένες γνώμες, αλλά θα δείτε πώς βίωσε η Εκκλησία το μέγα της ευσεβείας Μυστήριον που λέγεται Οικουμενικόν Πατριαρχείον.

Δεν θέλω η έκταση της δικής μου φτωχικής ανάλυσης να είναι μεγάλη, καθώς δεν έχω τα προσόντα τα δικά σας, αλλά θέλω να ρωτήσω:

Πώς αντέχει η εκκλησιολογική σας συνείδηση να καταπατώνται τα όρια των Εκκλησιών και να έχει π.χ. Μητροπολίτη Σιγκαπούρης και ο Κωνσταντινουπόλεως και ο Μόσχας; Πώς το δέχεσθε; Πώς δέχεσθε να αμφισβητείται η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου; Υποσχεθήκατε ή όχι στην εις Επίσκοπον χειροτονία σας να φυλάττετε τα δίκαια του Ιερού αυτού Θεσμού; Ναι ή όχι; Κάνατε και εσείς άρση αυτής της υπογραφής σας; Να το γνωρίζουμε.

Πώς δέχεσθε να φέρνουν οι Ρώσσοι ιερείς τους στην Κωνσταντινούπολη και στη Μικρά Ασία και να λειτουργούν ανερυθρίαστα στα εδάφη του Κωνσταντινουπόλεως χωρίς άδεια;

Πώς δέχεσθε να συμπλέετε με ό,τι διχαστικό και εμπρηστικό υπάρχει σχετικά με την ενότητα της Εκκλησίας, είτε αφορά στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο είτε στο Ουκρανικό, και ταυτόχρονα να είσθε Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Ελλαδος, μη υπολογίζοντας ότι εκτός των ονειροβασιών υπάρχει η πραγματικότητα;

Πώς δέχεσθε ότι το Ουκρανικό είναι από πολιτικά κριτήρια, ενώ το Ελλαδικό, Ρουμανικό, Σερβικό, Αλβανικό κλπ αυτοκέφαλα από πού είναι; Από εκκλησιολογικά κριτήρια;

Πώς τολμάτε να αποκαλείτε «μοναχό» τον Ιεράρχη Φιλάρετο, μη αναγνωρίζοντας κατά συνέπεια και την ιερωσύνη των υπ’ αυτού χειροτονηθέντων, τη στιγμή που ο Κωνσταντινουπόλεως τον αποκατέστησε λειτουργικά ως Επίσκοπο στην κοινωνία με τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία;

Πώς αποφαίνεστε για τις χειροτονίες του Μακαρίου, όταν έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι έχουν κανονικές χειροτονίες -εντός βέβαια σχίσματος αλλά όχι ανυπόστατες! (βλ. 1. Μητροπολίτης Μακάριος Μαλέτιτς: «οι τοπικές Εκκλησίες δεν πρέπει να έχουν αμφιβολίες για τις χειροτονίες», 2. Περί των χειροτονιών στην Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία). Ο Μιστισλάβ που αναφέρετε χειροτόνησε πληθώρα αρχιερέων του Οικουμενικού Θρόνου, οι οποίοι έγιναν δεκτοί άνευ αναχειροτονίας, όπως δεκτοί έγιναν και οι Πολύκαρπος Λιώσης και Χριστόφορος Χατζής (βλ. 1. Η περί αναχειροτονίας παλαιοημερολογιτών «ιερέων» απόφασις της ΙΣΙ και κανονική αξιολόγησις αυτής, 2. Η απoκατάστασις των δύο παλαιοημερολογιτών «Επισκόπων»).

Το μεγαλύτερο επιχείρημα σε όλο αυτό είναι ότι η Μόσχα -όχι μια φορά αλλά περισσότερες της μίας- πρότεινε και στον Προκάτοχο του Μακαρίου Μεθόδιο αλλά και στον ίδιο τον Μακάριο να αφήσουν την Κωνσταντινούπολη, να έρθουν σε διάλογο μαζί της με μια από τις προσφερόμενες προϋποθέσεις να είναι η αναγνώριση των χειροτονιών και των βαθμών τους!!! Το ίδιο άλλωστε δεν έκαναν με τη ROCOR (βλ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ROCOR / ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ); Το ίδιο δεν έκαναν και οι Σέρβοι με τους δικούς τους στην Αμερική (βλ. Ανοικτή επιστολή προς τον Πατριάρχη Ειρηναίο και την Ιερά Σύνοδο της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας); Και μάλιστα εκείνοι ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΕΥΘΥΝΗ ΕΚΚΛΗΤΟΥ και σε εδάφη εκτός της δικαιοδοσίας τους.

Το ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναγνώρισε ότι η καθαίρεση του τότε Κιέβου Φιλαρέτου έπρεπε να γίνει από την Μόσχα δεν σημαίνει ούτε ότι αρνείται την ευθύνη της εκκλήτου, ούτε ότι έδωσε τη δικαιοδοσία αυτή στον Μόσχας. Δηλαδή αν αναγνωρίσει την καθαίρεση του εν Σιγκαπούρη επισκόπου της Ρωσικής Εκκλησίας σημαίνει ότι παραχωρεί στον Μόσχας τη Σιγκαπούρη; Βιαστικό και αβάσιμο το επιχείρημα.

Πώς δέχεσθε όλα να συγκλίνουν υπέρ της Μόσχας, την οποία για τα μάτια του κόσμου ψέγετε για ελάχιστα από τα μύρια όσα εγκλήματα κατεργάστηκαν εναντίον του ευσεβούς μας Γένους και του Φαναρίου; Ως εκεί αξιοποιείται η νομοκανονική σας δεινότητα; Δεν βαθαίνει;

Όσα και να γράψετε, Σεβασμιώτατε, δυστυχώς ούτε πείθετε ούτε και θα πείσετε. Διότι ο κόσμος έχει αντιληφθεί ότι υπάρχει συνολική στρατευμένη προσπάθεια φθοράς του Οικουμενικού Πατριαρχείου ένδοθεν και έξωθεν. Διότι ο κόσμος σιχαίνεται τους διχαστικούς (προς αποτροπήν δήθεν του... διχασμού) λόγους. Ο λόγος της Αληθείας διχάζει μεν αλλά χωρίζει αυτήν από το ψέμα. Και κάπου το ψέμα πρέπει να τελειώνει. Διότι η γραφικότητα δεν απέχει πολύ από το νομικίστικο και δικολαβικό πνεύμα. Διότι ο κόσμος μας κατάλαβε, Σεβασμιώτατε, ποιος είναι ποιος και, ευτυχώς, προτιμά το παράδειγμα ενός Αθηνών Ιερωνύμου Β’- για τον οποίον δέχομαι εν μετανοία ότι είχα πάνω στο ζήλο μου εκφρασθεί άσχημα παλαιότερα και ζητώ συγγνώμη- ο οποίος με σιωπή και μεθοδικότητα εργάζεται για την ανακούφιση του συνανθρώπου, όχι με μισαλλοδοξία και φανατισμό αλλά με τη γλώσσα της αγάπης. Ακόμη και η στάση του στο ζήτημα αυτό δικαιώνει και τη συγγνώμη μου και τον ταπεινό μου έπαινο.

Σεβασμιώτατε,

Ο κόσμος κουράστηκε από τη στείρα και εγκεφαλική χρήση των Κανόνων. Θέλει, διψά, για Ζωή έως του αιώνος. Αυτό έδωσε στον Ουκρανικό λαό ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος -στον Οποίον, κατά τα γραφόμενά σας, χρεωστείτε «εὐγνωμοσύνην καί σεβασμόν διότι κατ’ ἄνθρωπον» του οφείλετε «τήν εἰς Ἐπίσκοπον προαγωγήν καί χειροτονίαν» σας, «ὡς βοηθός Ἐπίσκοπος τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας»- θεραπεύοντας το σχίσμα (την ευθύνη για την όποια συνέχεια την έχει η Μόσχα, η οποία λέγεται ότι εκμεταλλεύεται κρυφά το γεροντικό πείσμα του Μητροπολίτου Φιλαρέτου ώστε να καταστρέψει -όπως αυταπατώμενη θεωρεί- το αυτοκέφαλο), εκδικάζοντας θετικά την έκκλητο προσφυγή τους, αποκαθιστώντας τους στην κοινωνία, απαλλάσσοντάς τους από την μπότα της Μοσχοβίας, δίνοντας ελευθερία, χαρίζοντας προοπτικές, προσκαλώντας όλους ανεξαιρέτως στην Ενωτική Σύνοδο και επιδιώκοντας με κάθε τρόπο το συμφέρον της Εκκλησίας, έννοια που δυστυχώς δεν συμπορεύεται με τους «Καθαρούς» και την αυτοδικαίωση.