Η ιστοσελίδα pravoslavie.ru δημοσίευσε στα
ρωσικά και η ιστοσελίδα romfea.gr αναδημοσίευσε σε ελληνική μετάφραση ένα
άρθρο του Μπερνάρντ Λε Καρό υπό τον τίτλο «БЫЛ
ЛИ СВЯТИТЕЛЬ ИОАНН ШАНХАЙСКИЙ… РАСКОЛЬНИКОМ? (По поводу высказываний
митрополита Галльского Эммануила)» και «Ήταν
ο Άγιος Ιωάννης της Σαγκάης... σχισματικός;», αντιστοίχως.
Ο συντάκτης του άρθρου διατυπώνει τη δυσαρέσκειά του για τις αναφορές
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γαλλίας κ. Εμμανουήλ σε πρόσφατη ομιλία του,
σύμφωνα με τις οποίες ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς, αν και πέρασε όλη τη
ζωή του ως κληρικός μέσα στο σχίσμα, αργότερα αναγνωρίστηκε ως άγιος και τώρα
τιμάται από όλους.
Πράγματι, ένα λάθος ίσως έγινε εκ παραδρομής στην ομιλία αυτή: ότι ο
Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης γεννήθηκε στο σχίσμα, εάν εννοηθεί η φυσική γέννηση του
Μιχαήλ Μαξίμοβιτς το έτος 1896. Υπάρχει όμως και η πιθανότητα ο Σεβασμιώτατος
να εννοούσε την πνευματική (ανα)γέννηση του Μαξίμοβιτς με τη μοναχική του
κουρά, οπότε έλαβε και το μοναχικό όνομα Ιωάννης, η οποία έγινε το 1926 από τον
σχισματικό (de jure από 1927, αλλά de facto από νωρίτερα) Μητροπολίτη Αντώνιο Χραποβίτσκι, τον ιδρυτή της ROCOR, άρα όντως ο
Ιωάννης Μαξίμοβιτς, υπ’ αυτή την έννοια, «γεννήθηκε στο σχίσμα».
Αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι δύσκολο να γίνουν αποδεκτές οι
προσπάθειες κάποιων να αποδείξουν ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς πήρε
την ιερωσύνη και την αρχιερωσύνη και άσκησε όλη την ιερατική και αρχιερατική
του διακονία όντας σε κοινωνία με την Εκκλησία και όχι σε σχίσμα. Πρέπει να
παραδεχτούμε ότι αυτή η εκκλησιαστική δομή (της ROCOR) ήταν σε σχίσμα
με τον υπόλοιπο Ορθόδοξο κόσμο, εν μέρει αναγκαστικά λόγω της πολιτικής
κατάστασης στη Σοβιετική Ρωσία και στις χώρες όπου ασκούσε επιρροή και εν μέρει
χωρίς κανένα εξαναγκασμό (για Εκκλησίες σε χώρες εκτός της σοβιετικής
επιρροής).
Σχίσμα, σύμφωνα με τους Κανόνες,
είναι η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας και η παύση του μνημοσύνου
(μνημόνευσης) του οικείου Επισκόπου ή του Προκαθημένου. Ενδεικτικά αναφέρουμε
μόνο τους σχετικούς Κανόνες της Πρωτοδευτέρας Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως
του έτους 861:
Κανὼν ιγ΄ (13)
Περί σχίσματος κληρικῶν ἀπὸ τῶν ἰδίων Ἐπισκόπων.
Τὰς τῶν αἱρετικῶν ζιζανίων ἐπισπορὰς ἐν τῇ τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίᾳ ὁ παμπόνηρος
καταβαλών καὶ ταύτας ὁρῶν τῇ μαχαίρᾳ τοῦ Πνεύματος τεμνομένας προῤῥίζους, ἐφ΄ ἑτέραν ἦλθε μεθοδείας ὁδόν, τῇ τῶν σχισματικῶν μανίᾳ τὸ τοῦ Χριστοῦ σῶμα μερίζειν
ἐπιχειρῶν. Ἀλλὰ καὶ ταύτην αὐτοῦ τὴν ἐπιβουλὴν ἡ ἁγία σύνοδος
ἀναστέλλουσα
παντελῶς, ὥρισε τοῦ λοιποῦ, ἵνα, εἴ τις πρεσβύτερος ἢ διάκονος, ὡς δῆθεν ἐπὶ ἐγκλήμασί τισι τοῦ οἰκείου κατεγνωκὼς ἐπισκόπου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως καὶ ἐξετάσεως καὶ τῆς ἐπ' αὐτῷ τελείας κατακρίσεως ἀποστῆναι τολμήσοι τῆς αὐτοῦ κοινωνίας καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐν ταῖς ἱεραῖς τῶν λειτουργιῶν εὐχαῖς, κατὰ τὸ παραδεδομένον τῇ Ἐκκλησίᾳ, μὴ ἀναφέροι, τοῦτον ὑποκεῖσθαι καθαιρέσει καὶ πάσης ἱερατικῆς ἀποστερεῖσθαι τιμῆς. Ὁ γὰρ ἐν πρεσβυτέρου τάξει τεταγμένος καὶ τῶν μητροπολιτῶν ἁρπάζων τὴν κρίσιν καὶ πρὸ κρίσεως αὐτὸς
κατακρίνων, ὅσον τὸ ἐπ' αὐτῷ, τὸν οἰκεῖον πατέρα καὶ ἐπίσκοπον, οὗτος οὐδὲ τῆς τοῦ πρεσβυτέρου ἐστὶν ἄξιος τιμῆς ἢ ὀνομασίας. Οἱ δὲ τούτῳ συνεπόμενοι, εἰ μὲν τῶν ἱερωμένων εἶέν τινες, καὶ αὐτοὶ τῆς οἰκείας τιμῆς ἐκπιπτέτωσαν, εἰ δέ μοναχοὶ ἢ λαϊκοί, ἀφοριζέσθωσαν παντελῶς τῆς ᾽Εκκλησίας, μέχρις ἄν, τὴν πρὸς τοὺς σχισματικοὺς συνάφειαν διαπτύσαντες, πρὸς τὸν οἰκεῖον ἐπίσκοπον ἐπιστραφεῖεν.
Κανὼν ιδ΄ (14)
Περὶ σχίσματος Ἐπισκόπων ἀπὸ τῶν ἰδίων μητροπολιτῶν.
Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἐγκλήματος πρόφασιν ποιούμενος κατὰ τοῦ οἰκείου
μητροπολίτου, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἀποστήσει ἐαυτὸν τῆς πρὸς αὐτὸν κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ εἰθισμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος καθῃρημένον εἶναι· εἰ μόνον ἀποστὰς τοῦ οἰκείου μητροπολίτου σχίσμα ποιήσοι. Δεῖ γὰρ ἔκαστον τὰ οἰκεῖα μέτρα γινώσκειν καὶ μήτε τὸν
πρεσβύτερον καταφρονεῖν τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου, μήτε τὸν ἐπίσκοπον τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου.
Κανὼν ιε΄ (15)
Περὶ σχίσματος μητροπολιτῶν ἀπὸ τῶν ἰδίων Πατριαρχῶν.
Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ
πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ
τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας
παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι' αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς
διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ' ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται,
πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας
κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.
Ακόμη και εάν η ROCOR δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον
Μητροπολίτη Σέργιο Στραγκορότσκι ως αναπληρωτή-τοποτηρητή του Πατριαρχικού
Θρόνου της Μόσχας, μετά όμως την εκλογή του, και παρά την αμφίβολη νομιμότητά
της, και κυρίως μετά την αναγνώρισή του ως Πατριάρχη της Μόσχας από όλες τις
υπόλοιπες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, όφειλαν, έστω και κατ’ οικονομία, να τον
αναγνωρίσουν και να έχουν ευχαριστιακή κοινωνία μαζί του.
Το γεγονός ότι το Πατριαρχείο Μόσχας θεωρούσε την ROCOR σχισματική
μαρτυρείται και από την εκτενή πολεμική βιβλιογραφία που υπάρχει και από τις
δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Ο ηγέτης αυτής της διαμάχης από την πλευρά του
Πατριαρχείου Μόσχας ήταν ο Καθηγητής του Κανονικού Δικαίου Σέργιος Τρόϊτσκι, ο
οποίος αναφερόταν στη ROCOR ως «Σχίσμα του Καρλόβτσι», όρος που κυριαρχεί σε
όλη τη βιβλιογραφία του Πατριαρχείου Μόσχας μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας
του 2000 και αυτό είναι καταγεγραμμένο στις σελίδες των επισήμων οργάνων και
εκδόσεών του.
Στο παρελθόν, πριν από την
αποκατάσταση της κοινωνίας με το Πατριαρχείο Μόσχας, η ROCOR ήταν σε κοινωνία αποκλειστικά με τη
Σερβική Εκκλησία. Οι προσπάθειες να ισχυρισθούν κάποιοι ότι μέσω αυτής της
σχέσης η ROCOR ήταν
τάχα σε κοινωνία με όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αντέχουν στον λογικό και
κανονικό έλεγχο. Εάν κάποιος, διαμαρτυρόμενος, διέκοψε πλήρως τις σχέσεις του
με όλη την οικογένειά του, ταυτόχρονα όμως συνέχισε να διατηρεί επαφές μόνο με
ένα από τους αδελφούς του, τότε φυσικά δεν έχει επικοινωνία με όλη την υπόλοιπη
οικογένεια. Και δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι στο πρόσωπο του αδελφού του
επικοινωνεί δήθεν και με τον πατέρα του και με τα υπόλοιπα μέλη της
οικογένειας, με τους οποίους δεν έχει και δεν θέλει να έχει καμία απολύτως
σχέση.
Το πιο σημαντικό δε, που κάποιοι -με όρους πολιτικής και όχι θεολογίας
και εκκλησιολογίας- προσπαθούν να κρύψουν κάτω από το χαλί: Εάν αναγνωριστεί η
πλήρης κανονικότητα της ROCOR πριν από το 2007, οπότε αποκαταστάθηκε η κοινωνία
της με την Εκκλησία, τότε θα πρέπει να αναγνωριστούν ως έγκυρες όλες οι
συνοδικές της αποφάσεις και η επίσημη ιδεολογία της κατά τα 80 περίπου χρόνια
της απόσχισής της από το Πατριαρχείο Μόσχας. Αυτό, λογικά και κανονικά,
σημαίνει ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ως έγκυρη και η κυρίαρχη διδασκαλία της:
η μη κανονική φύση και κατάσταση του Πατριαρχείου Μόσχας μετά την επικράτηση
των Μπολσεβίκων στη Ρωσία.
Ευτυχώς, το 2007, το μεγαλύτερο μέρος
της ROCOR επέστρεψε στην κοινωνία με όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία και όλες οι
μομφές και τα παράπονα του παρελθόντος παραδόθηκαν στη λήθη. Το ίδιο ακριβώς
πράγμα συνέβη το 2019 στην Ουκρανία: οι αδελφοί μας που -για καθαρά
διοικητικούς λόγους και όχι λόγους πίστεως- ήταν εκτός κοινωνίας έγιναν δεκτοί
και επανήλθαν στην οικογένεια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής
Εκκλησίας.
Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι
ένας επίσκοπο που έχει τεθεί σε αργία διατηρεί την αρχιερωσύνη του, ενώ ένας
επίσκοπος που έχει καθαιρεθεί όχι, σημειώνουμε τα ακόλουθα. Σύμφωνα με τους
Ιερούς Κανόνες, όλες οι χειροτονίες που τελούνται από είτε από αργούς είτε από
καθηρημένους επισκόπους θεωρούνται άκυρες. Αλλά μπορούν να αναγνωρισθούν από
την Εκκλησία υπό όρους και συγκεκριμένες συνθήκες. Επίσης, οι αποφάσεις με τις
οποίες επιβάλλονται οι ποινές της αργίας ή της καθαιρέσεως, σύμφωνα με τους
Κανόνες, μπορούν να ακυρωθούν είτε από την αρχή που τις εξέδωσε είτε από μια
ανώτερη αρχή. Μπορούμε να πάρουμε ως παράδειγμα τη Βουλγαρική Εκκλησία, η οποία
τελούσε σε σχίσμα και οι επίσκοποί της είχαν καθαιρεθεί και αναθεματισθεί το
1872. Μετά την αποκατάσταση του σχίσματος αυτού, το 1945, και την επαναφορά της
Βουλγαρικής Εκκλησίας στην κοινωνία με την όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία, όλες οι
χειροτονίες που είχαν τελεσθεί μέσα στο σχίσμα επί 73 έτη, από καθαιρεμένους
και αναθεματισμένους επισκόπους, αναγνωρίστηκαν ως έγκυρες.
Έτσι, πράγματι, ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης, σύμφωνα με τους Κανόνες, ήταν
σε σχίσμα, αλλά ταυτόχρονα διήγε ένα άγιο τρόπο ζωής. Υπάρχουν και άλλες
περιπτώσεις που σχισματικοί τιμώνται ως άγιοι από
τις τοπικές Εκκλησίες. Τελικά, ο Σεβ. Μητροπολίτης Γαλλίας κ. Εμμανουήλ δεν
έσφαλε λέγοντας ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Μαξίμοβιτς ήταν σχισματικός ούτε
και η τιμή προς εκείνον ως άγιο δίνει το δικαίωμα στον οποιονδήποτε να
ξαναγράψει την ιστορία αγνοώντας ή διαστρεβλώνοντας τα αδιαμφισβήτητα τεκμήρια
των ιστορικών πηγών.