Του Νίκου Ταχιάου*
Ο μητροπολίτης Λαγκαδά ήταν ένας νέος άνθρωπος. Οι γνώστες της ανθρωπογεωγραφίας του χώρου και ειδικά του γαλατικού χωριού που λέγεται «Θεσσαλονίκη», περίμεναν ότι η πιο σημαντική είδηση που θα άκουγαν κάποτε γι’ αυτόν είναι ότι διέβη το Δερβένι και όχι τον Αχέροντα. Ότι λοιπόν άλλη σκάλα περιμέναμε ότι θα ανέβαινε και όχι αυτήν προς το επέκεινα, είναι άλλη μία επιβεβαίωση ότι «άλλαι μεν βουλαὶ ανθρώπων, άλλα δε Θεὸς κελεύει».
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι καθήκον της εκκλησίας είναι να δοκιμάζει
διαρκώς το πλήρωμά της σε αυτήν την αλήθεια που ούτως ή άλλως δεν χρήζει
επαλήθευσης. Θα πρότεινα, οι υπόλοιποι ιεράρχες να σκεφτούν διαφορετικά από
αυτό που δείχνουν σήμερα, προεξοφλώντας Χριστούγεννα όπως άλλοτε. Αντί κάποιοι
από αυτούς να ανταγωνίζονται τον Βαρουφάκη και τον Κουτσούμπα, ας αποφασίσουν
να αποφύγουν τον πειρασμό να θέτουν τον κόσμο προ υπαρξιακών διλημμάτων.
Ούτε στα χρόνια των διωγμών του Διοκλητιανού ζούμε, ούτε στην
ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία όπου η θρησκεία ήταν όχημα εξουσίας. Δεν είναι
απαραίτητο οι ψυχολογικά καταπονημένοι πιστοί, που πολλοί από αυτούς είναι
ιδιαίτερα ευπαθείς σωματικά, να σκανδαλίζονται εάν η συμμετοχή τους στην Θεία
Ευχαριστία ή την Μετάληψη κι ενώ γύρω τους ο κορονοϊός υπερίπταται ελευθέρως
και κτυπά αδιακρίτως ακόμη και ιερείς που μεταλαμβάνουν καθημερινά, αποτελούν
ομολογία πίστεως. Ας αντιληφθούν οι ιεράρχες μας, ότι σε μία κοινωνία χωρίς
θεοκρατικά χαρακτηριστικά, η απώλεια ανθρώπων δεν μπορεί να συνδέεται με την
πίστη τους, ούτε για τους ίδιους, ούτε ειδικότερα για τους τρίτους, οι πλέον
κακόπιστοι των οποίων θα βρουν ευκαιρία για ανέξοδο χλευασμό.
Για το όνομα του Θεού! Το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα ο απλός
άνθρωπος που αντιλαμβάνεται ότι παραμένει ευάλωτος στο άγνωστο, όσο μπροστά κι
αν έχει προχωρήσει ο κόσμος μας, είναι να χρησιμοποιείται ως το άβουλο
υποκείμενο μιας μάχης εξουσίας, που τοποθετεί στην άλλη πλευρά την πολιτική
εξουσία και την επιστήμη.
Ως φιλελεύθερος άνθρωπος τρελαίνομαι κάθε φορά που πρέπει να στείλω
ένα sms και αρρωσταίνω στην ιδέα ότι δεν μπορώ να προσγειωθώ σε μία ξένη πόλη
όπως μέχρι πριν από έναν χρόνο. Κάθε απαγόρευση που αφορά την βασική ελευθερία
μας να μετακινούμαστε, την νιώθω ως «κάρφος εν τω οφθαλμώ». Αν όμως
απειθαρχήσω, η προσωπική επανάστασή μου θα είναι απλώς μία τεράστια ανοησία κι
αν στο τέλος νιώσω ότι έχω γίνει θύτης άλλων ανθρώπων, είμαι βέβαιος ότι θα
καταρρεύσω ηθικά. Αν αποδειχθώ θύμα της ανευθυνότητάς μου, την «μαγκιά» μου θα
πληρώσουν οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι.
Θυμούμαι τι είχα γράψει στην Ελευθεροτυπία, πριν από μια εικοσαετία,
σχολιάζοντας μία άλλη μάταια μάχη εξουσίας, στα χρόνια των «ταυτοτήτων»: Από
τους πολιτικούς περιμένουμε σύνεση, από τους ιεράρχες σοφία. Καταλλαγή
χρειάζονται σήμερα, αλλά και πάντα, οι άνθρωποι, όχι σκανδαλισμό. Να τους
εξηγηθεί ότι δεν δοκιμάζεται η πίστη τους στον έναν Θεό, αλλά η αγάπη τους στον
άγνωστο συνάνθρωπο.
Άλλωστε, η ορθόδοξη εκκλησία έχει διακριθεί στην κατ’ οικονομίαν
διαχείριση των πραγμάτων. Και όπως ο καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής
Θεολογίας του ΑΠΘ Χρυσόστομος Σταμούλης, ανέλυε σε μία εμπεριστατωμένη
παρέμβασή του , τις ημέρες του πρώτου κύματος, στο συγκεκριμένο θέμα δεν
βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άκαμπτο δόγμα το οποίο δεν είναι δυνατόν να υπερβεί
τις παρούσες συνθήκες. «Η Θεία Κοινωνία δεν είναι μαγκιά», έλεγε και προσέφερε
και λύση.
Είναι μοναδική ευκαιρία, η εκκλησία να διαχωρίσει το Μυστήριο από την
τελετουργία. Ας αφήσει την τελευταία, στον δογματισμό και την αμηχανία εκείνων
των πολιτικών που ορέγονται διαδηλώσεις εν μέσω πανδημίας. Οι πιστοί δεν είναι
οπαδοί, οι ιεράρχες δεν είναι ηγέτες. Όπως και οι επιστήμονες δεν είναι
θεολόγοι της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων, ώστε να εκτίθενται ανάγοντας από
τηλεοράσεως την επικινδυνότητα της κατάποσης σε μείζονα θεολογική συζήτηση.
Και για να ξαναέρθω στον άνθρωπο του οποίου η απώλεια έγινε η αφορμή
αυτού του σημειώματος. Τις τελευταίες φορές που τον συνάντησα, βρήκα έναν
άνθρωπο πολύ πιο διαλλακτικό και πραγματιστή από τον ιερωμένο με τον οποίον
είχα διαφωνήσει ως αντιδήμαρχος πολιτισμού την εποχή της διαμάχης για την
Ροτόντα και είχα συγκρουστεί ως αντιδήμαρχος αρχιτεκτονικού, στα χρόνια της
πρωτοσυγκελλίας του στην μητρόπολη της Θεσσαλονίκης.
Την εικόνα αυτήν επιβεβαίωσα όταν τον είδα πρόσφατα στην τηλεόραση, να
μιλά για τις απαγορεύσεις του κορονοϊού. Μεγαλώνοντας ο άνθρωπος γίνεται πιο
μετρημένος και πιο γενναιόδωρος και αυτός ο κανόνας αφορά και τους δυο μας. Ελπίζω
να βρει την ανάπαυση που ήθελε. Βρίσκω πολύ κρίμα που ο θάνατός του αποτελεί
την πιο κραυγαλέα αφορμή για μια συζήτηση που δεν έγινε ποτέ σοβαρά και για ένα
θέμα που θα έπρεπε να έχει κλείσει πριν καν ανοίξει.
* Ο Νίκος Ταχιάος είναι Αγρονόμος
και Τοπογράφος Μηχανικός, Πρόεδρος Δ.Σ. «Αττικό Μετρό Α.Ε»