ΟΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΝΑΒΑΛΝΙ ΚΑΙ Η Α-ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


 

ΙΕΡΗ ΜΟΥΡΜΟΥΡΑ

 

Του Αντρέι Σίσκοφ* (Andrey Shishkov)

 

Στα τέλη Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκαν πιθανότατα οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας των τελευταίων δέκα ετών σ’ ολόκληρη τη Ρωσία. Οι διαμαρτυρίες προκλήθηκαν από τη σύλληψη του πολιτικού της αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος είχε επιστρέψει στην πατρίδα του μετά από εκτεταμένη νοσηλεία σε νοσοκομείο της Γερμανίας. Τον Αύγουστο του 2020, οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες είχαν προσπαθήσει να τον δηλητηριάσουν και ο Ναβάλνι βρισκόταν αρκετές βδομάδες σε κώμα. Δύο μέρες μετά την επιστροφή του στη Ρωσία, ένα αποκαλυπτικό βίντεο σχετικά με την υποτιθέμενη ιδιωτική κατοικία του Βλαντιμίρ Πούτιν («Το Παλάτι του Πούτιν») αναρτήθηκε στο κανάλι YouTube του Ναβάλνι και μέχρι σήμερα έχει ξεπεράσει τις 100 εκατομμύρια θεάσεις. Αυτά τα γεγονότα αποτέλεσαν το σημείο εκκίνησης των διαδηλώσεων κατά τη διάρκεια των οποίων η αστυνομία πραγματοποίησε τεράστιο αριθμό συλλήψεων που προκάλεσαν ένα νέο κύμα οργής.

Σε τέτοιες στιγμές σαν κι αυτήν, καθίσταται έκδηλη η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, κυρίως οι Ορθόδοξοι της μετασοβιετικής εποχής, δεν διαθέτουν την κατάλληλη θεολογική γλώσσα για να σχολιάσουν επί τόσο βαρυσήμαντων πολιτικών γεγονότων. Αυτό ισχύει τόσο για αυτούς που είναι εξοργισμένοι από τις ενέργειες των αρχών όσο και για εκείνους που τις υποστηρίζουν. Ο σύγχρονος Ορθόδοξος πολιτικός λόγος είναι αποστασιοποιημένος και επαναλαμβάνει τις ίδιες παλαιές κοινοτοπίες: «Δεν υπάρχουν εξουσίες παρά από τον Θεό», «Δεν ήρθα να φέρω ομόνοια αλλά διαίρεση», «Δώστε στον αυτοκράτορα ό,τι ανήκει στον αυτοκράτορα», «Η εκκλησία είναι εκτός πολιτικής.» Ωστόσο γύρω από αυτές τις κοινοτοπίες δεν παρατηρείται κάποια αφήγηση, νόημα ή ερμηνεία, ούτε διαμορφώνεται οποιοσδήποτε συγκεκριμένος κανόνας ή οδηγία. Πρόκειται για μια συνθηματολογία που εξακοντίζεται στη δημόσια σφαίρα και δεν έχει κανέναν απολύτως αντίκτυπο.

Η πενία του Ορθόδοξου πολιτικού λόγου οφείλεται σε μια ανεπαρκώς ανεπτυγμένη πολιτική θεολογία καθώς και στην έλλειψη λογικών δεξιοτήτων σε θεολογικά και πολιτικά θέματα. Εξ ου και η αμηχανία όταν πρέπει να αντιμετωπιστούν πολιτικά ζητήματα. Αυτή ακριβώς η αμηχανία συνοδεύεται από έναν εκνευρισμό λόγω της αδυναμίας της Ορθοδοξίας να μιλήσει και να εκφράσει μια επαρκή άποψη για τις σημερινές καταστάσεις καθώς και να νοηματοδοτήσει τη θεώρηση κάθε θρησκευόμενου ατόμου. Η φτωχή θεολογική γλώσσα, την οποία οι Ορθόδοξοι ιεράρχες, οι θεολόγοι και οι απλοί πιστοί χρησιμοποιούν για την πολιτική, προορίζεται κυρίως για να υπηρετήσει την τρέχουσα κυβέρνηση ή να εκφράσει μια ριζική πολιτική αδιαφορία. Αυτό δεν αποτελεί λόγο, αλλά «μουρμούρα» γύρω από τις λέξεις «συμφωνία» και «πολιτική ουδετερότητα». Ένα άτομο που μιλάει (ή μάλλον μουρμουρίζει) όπως ο Χόντορ στο Παιχνίδι του Στέμματος, επαναλαμβάνει ταυτολογίες: «Η Εκκλησία είναι εκτός πολιτικής επειδή είναι απολιτική», «Η σχέση συμφωνίας μεταξύ κράτους και Εκκλησίας προϋποθέτει τη συμφωνία.» Στο Παιχνίδι του Στέμματος, λίγο πριν τον θάνατο του Χόντορ, αντιλαμβανόμαστε ότι το μουρμουρητό του έχει κάποιο νόημα τελικά (του φωνάζουν “Hold the door” φράση η οποία στα αυτιά του ακούγεται σαν Χόντορ). Η παρεξήγηση κάνει τον ομιλητή να νοιώσει ότι είναι κατώτερος τον περιστάσεων και εν τέλει ότι είναι ανεδαφικός και εκτός πραγματικότητας.

Συχνά οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι περήφανοι για το πνεύμα μη-συμμόρφωσης που διαθέτουν και επειδή δεν καθοδηγούνται από τις δυνάμεις του κόσμου τούτου. Ωστόσο, αυτή η στάση και το αλλόκοσμο στοιχείο τους συνδυάζεται παραδόξως με την πίστη στις κρατικές αρχές και μια μεγάλη δόση θεωριών συνωμοσίας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Ρωσία όπου στην πραγματικότητα η πολύ συχνά υποτιθέμενη μη ενασχόληση της Ορθοδοξίας με τα του κόσμου δεν είναι τίποτα άλλο παρά υποκρισία. Για παράδειγμα ο επικεφαλής του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Μητροπολίτης Ιλαρίων Αλφέγιεφ, δήλωσε στο τηλεοπτικό του πρόγραμμα ότι η συμμετοχή παιδιών και νέων στο κίνημα διαμαρτυρίας είναι απαράδεκτη επειδή οι νέοι πρέπει να παραμένουν εκτός πολιτικής. Παρόλα αυτά ποτέ δεν έχει εκφράσει τις αντιρρήσεις του για τη συμμετοχή παιδιών και νέων σε δραστηριότητες υπέρ του κράτους. Ο έξαρχος της Λευκορωσίας, μητροπολίτης Βενιαμίν Τούπεκο έχει επαναλάβει πολλές φορές τους τελευταίους έξι μήνες ότι η Εκκλησία πρέπει να βρίσκεται εκτός πολιτικής. Παρόλα αυτά και εν μέσω των διαμαρτυριών, έχει απονείμει  εκκλησιαστικά παράσημα σε κρατικούς αξιωματούχους, πιστούς στον Αλεξάντερ Λουκασένκο. Η απονομή εκκλησιαστικών παρασήμων έχει μια μακρά παράδοση στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας και εκφράζει την ιεροποίηση της πολιτικής εξουσίας, ακόμα κι αν αυτή η εξουσία είναι αιρετική ή ενεργά ανήθικη. Οι Ορθόδοξοι πιστοί είναι συνηθισμένοι να βλέπουν το πρόσωπο του κυβερνήτη υπό το φως του φωτοστέφανου, είτε πρόκειται για έναν αιρετικό αυτοκράτορα, τον Ιωσήφ Στάλιν ή τον βασιλιά Ηρώδη που στέλνει στρατιώτες για να δολοφονήσουν νήπια στη Βηθλεέμ. Το δίδαγμα είναι το εξής: κάποιος που είναι Ορθόδοξος δεν μπορεί να εκφέρει λόγο για την πολιτική εξουσία, μπορεί μονάχα να στέκεται ενώπιών της και να μουρμουρίζει σεβαστικά. Οποιοσδήποτε ασκεί κριτική στις αρχές γίνεται αποστάτης, αιρετικός και πράκτορας των σκοτεινών δυνάμεων.

Η αιτία της απουσίας της Ορθόδοξης πολιτικής θεολογίας από τη ρωσική και παγκόσμια πραγματικότητα έγκειται σε μια γενικότερη κρίση της Ορθόδοξης θεολογίας. Στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά την πρώτη ρωσική επανάσταση του 1905, η οποία οδήγησε στη συγκρότηση του πρώτου ρωσικού κοινοβουλίου και ειδικότερα μετά την επανάσταση του 1917, οι Ρώσοι στοχαστές της θρησκείας συμμετείχαν ενεργά στην ερμηνεία και τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής τάξης. Προσωπικότητες όπως ο Νικολάι Μπερντιάγιεφ, ο π. Σέργιος Μπουλγκάκοφ, ο Σεμιόν Φράνκ, το σχέδιο «Νέα Πόλη» του Γεωργίου Φεντότοφ, ο Φιόντορ Στεπούν, ο Ιλία Φονταμίνσκι, η μητέρα Μαρία Σκόμπτσοβα και πολλοί άλλοι προσέφεραν αυθεντικά πρότυπα Ορθόδοξης πολιτικής θεολογίας. Κατά μία έννοια, μπορούμε να τους αποκαλέσουμε εικονοκλάστες της πολιτικής θεολογίας, όχι επειδή κατέστρεψαν τις εικόνες των ιερών αρχών αλλά επειδή συνέτριψαν τα είδωλα τους. Παρόλα αυτά, η σύντομη αυτή λάμψη της Ορθόδοξης θεολογίας έσβησε γρήγορα. Το νεοπατερικό πρόγραμμα που επικράτησε στην Ορθόδοξη θεολογία τους οδήγησε στο περιθώριο και όλοι αυτοί οι στοχαστές αντιμετωπίστηκαν με την υποψία ότι δεν είναι Ορθόδοξοι. Αρκεί να θυμηθούμε την ιστορία του εκφοβισμού του Φεντότοφ στο Θεολογικό Ινστιτούτου του Αγ. Σέργιου στο Παρίσι. Όσον αφορά το Ορθόδοξο θεολογικό κατεστημένο, αυτοί οι θεολόγοι θεωρήθηκαν πολύ φιλελεύθεροι, εμπλεκόμενοι στην πολιτική και επομένως αιρετικοί. Εν τέλει διασώθηκαν από τη λήθη μόνο επειδή τους τοποθέτησαν την ετικέτα της «θρησκευτικής φιλοσοφίας».

Οι κορυφαίοι θεολόγοι της νέας εποχής, ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ και ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν πραγματεύθηκαν ελάχιστα την πολιτική. Η νεοπατερική θεολογία, που χαρακτηρίζεται από την ιεροποίηση του παρελθόντος και την απέχθεια προς τη σύγχρονη φιλοσοφία, απ’ το «εμπρός με τους πατέρες» στράφηκε στην «επιστροφή στους πατέρες» και προκάλεσε την ανάδυση ποικίλων ιστορικοφιλοσοφικών μορφωμάτων όπως ο πολιτικός ησυχασμός, ο βυζαντινισμός και η θεωρία περί της «Μόσχας ως Τρίτης Ρώμης» (στη νεωτερική της εκδοχή). Στη χώρα μου μετά το τέλος του κομμουνισμού, οι απολογητές της Ορθόδοξης Ρωσίας έβγαλαν έξω τις εικόνες-είδωλα της αυτοκρατορικής εξουσίας και επίτηδες τους προσέδωσαν σκοτεινότερα χρώματα για να φαίνονται παλαιότερα και πιο ιερά. Για παράδειγμα, κατ’ αυτόν τον τρόπο το «Βυζαντινό Μάθημα» του Τύχωνα Σεφκούνωφ προοριζόταν να γίνει δεκτό, όπως και έγινε από το κοινό.

Η νεοπατερική σύνθεση δεν έφερε πίσω μόνο τους αγίους πατέρες αλλά και τους ασκητές, καθιστώντας τους δημοφιλείς και επομένως υπόδειγμα για όλους τους Ορθόδοξους πιστούς. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ακραιφνής, παραδοσιακός ασκητισμός να αντικαταστήσει την ηθική. Το πρόβλημα είναι ότι στον ασκητικό αγώνα των παθών τα ηθικά ζητήματα δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο, διότι δεν υφίσταται κατηγορία ηθικής επιλογής. Το ασκητικό ιδεώδες ταυτίζεται με την αδιαφορία για τα κοσμικά ηθικά διλήμματα επειδή οι λογισμοί, τόσο οι αγαθοί όσο και οι πονηροί πρέπει να εξοβελιστούν. Επιπλέον ο Ορθόδοξος ασκητισμός διδάσκει ότι ακόμα κι αν ο ίδιος ο Θεός εμφανιστεί μπροστά σε κάποιον, αυτός δεν πρέπει να εμπιστευτεί αυτό το όραμα, γιατί μπορεί ο εμφανιζόμενος να είναι ο διάβολος μεταμφιεσμένος. Αναμφίβολα αυτή η στάση προκαλεί παράνοια και τροφοδοτεί τη συνωμοσιολογία. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι οι κύριες εστίες των θεωριών συνωμοσίας στην Ορθοδοξία είναι τα μοναστήρια, ειδικά εκείνα στα οποία ισχύουν αυστηροί κανόνες και καλλιεργείται αυτός ο ακραιφνής, παραδοσιακός ασκητισμός. Εν τέλει ο ασκούμενος παραδίδει τη θέληση του σε έναν πνευματικό πατέρα και στις χώρες όπου το κράτος προβάλλεται ως πνευματικός δάσκαλος, παρεμβαίνοντας συνεχώς στη θρησκεία (όπως στη Ρωσία ή τη Λευκορωσία), οι Ορθόδοξοι διατρέχουν τον κίνδυνο να παγιδευτούν, διότι δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τις ενέργειες του καθοδηγητή τους. Αυτή η κατάσταση σε συνδυασμό με την εθελούσια ιεροποίηση της εξουσίας οδηγεί σε ένα τρομακτικό αποτέλεσμα.

Πιστεύω ακράδαντα ότι οι βασικές αρχές της νεοπατερικής σύνθεσης ως μεθόδου στην Ορθόδοξη θεολογία συνέβαλαν στην ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας και στην παρακμή της ηθικής στη σύγχρονη Ορθοδοξία. Ασφαλώς, υποστηρίζοντας το παραπάνω, εννοώ την κυρίαρχη νεοπατερική θεολογία που ακμάζει στις θεολογικές σχολές και διδάσκεται στους μελλοντικούς ιερείς. Υπάρχουν εξαιρετικά παραδείγματα θεολόγων που εργάζονται με αυτή τη μέθοδο και δεν μπορούν να κατηγορηθούν για οτιδήποτε περιγράψαμε προηγουμένως: π.χ. ο μητροπολίτης Κάλλιστος Ουέαρ, ο μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, ο π. Τζον Μπέαρ, ο π. Άντριου Λάουθ, ο Κύριλλος Γοβορούν και πολλοί άλλοι. Κατά κανόνα ωστόσο ο μέσος νεοπατερικός θεολόγος αμφιβάλλει για την ορθοδοξία των προαναφερθέντων.

Η εικόνα που σκιαγράφησα φαίνεται μάλλον λυπηρή, αλλά υπάρχει ακόμα ελπίδα. Από τη μία πλευρά, μια νέα γενιά Ορθόδοξων θεολόγων αναδύεται για τους οποίους η πολιτική θεολογία αποτελεί έναν τρόπο, ούτως ώστε να βρεθεί μια γλώσσα επικοινωνίας με την κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, όπως και στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές ώθησαν τους Ορθόδοξους θεολόγους να κατανοήσουν την πολιτική στη μετασοβιετική πραγματικότητα, η πολιτική θεολογία άρχισε να ανταποκρίνεται στα τρέχοντα γεγονότα. Η αιφνίδια ώθηση δόθηκε με την ουκρανική «θεολογία του Μαϊντάν» κατά τη διάρκεια της «Επανάστασης της Αξιοπρέπειας» το 2014. Το 2019, μια ανοιχτή επιστολή Ορθόδοξων κληρικών που υποστήριζε τους κατηγορούμενους στην υπόθεση διαμαρτυρίας στη Μόσχα έκανε την εμφάνισή της στη Ρωσία. Το 2020, η δημόσια θεολογία φανερώθηκε στη Λευκορωσία ως απάντηση στην εκλογική νοθεία, στη κρατική βία και στην εκκλησιαστική δουλοπρέπεια (Έκκληση των Ορθόδοξων Χριστιανών στη Λευκορωσία). Σήμερα στη Ρωσία, γίνονται προσπάθειες για την πολιτική και θεολογική κατανόηση της επιστροφής του Αλεξέι Ναβάλνι, της σύλληψής του και των μαζικών διαμαρτυριών (Φιόντορ Λιουντογκόφσκι, Αλεξάντερ Μορόζοφ).

Η Ορθόδοξη πολιτική θεολογία γεννιέται ως απάντηση στην πολιτική βία, την αδικία και την αδυναμία των εκκλησιαστικών αρχών να παρέχουν μια ηθική αποτίμηση για το τι πραγματικά συμβαίνει. Αυτό στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες τώρα είναι μόνο σποραδικές και ελάχιστα συνδεδεμένες μεταξύ τους πρωτοβουλίες. Θυμίζουν τις απόπειρες ενός ατόμου που είχε χάσει την ικανότητα ομιλίας και προσπαθεί να την επαναφέρει. Η φωνή είναι ακόμη αδύναμη και οι λέξεις συχνά συγχέονται μεταξύ τους, γι’ αυτό και η περίοδος αποκατάστασης θα είναι  ακόμη μακρά.

 

*Ο Αντρέι Σίσκοφ είναι συνιδρυτής και εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου Ανώτερων Θεολογικών Σπουδών της Μόσχας και συνδημιουργός του καναλιού Telegram «Ορθοδοξία και Ζόμπι».

 

Πηγή: Public Orthodoxy