Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Παρακολουθούμε με θλίψη τον τελευταίο καιρό τον σκληρό πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ο οποίος εξελίσσεται με μεγαλύτερη σκληρότητα, που δεν δικαιολογείται αν υποτεθή ότι έχουν κοινή καταγωγή και είναι ένας λαός.
Υπάρχουν Ρώσοι που ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αδελφοπόλεμο, δηλαδή
πόλεμο μεταξύ ενός και του αυτού λαού. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να εξηγηθή από το
μίσος που υπάρχει μεταξύ τους, αφού οι Ουκρανοί θέλουν την ανεξαρτησία τους και
αγωνίζονται σκληρά, και οι Ρώσοι προβαίνουν σε σκληρές ενέργειες προκειμένου να
κάμψουν την αντίσταση των Ουκρανών.
Το θέμα αυτό, δηλαδή το μίσος που υπάρχει μεταξύ τους, με απασχόλησε
και με απασχολεί και προσπαθώ να βρω κάποια αιτία. Βέβαια, πριν λίγο καιρό με
άλλο κείμενό μου αναφέρθηκα στο ότι οι Ουκρανοί είναι ένας άλλος λαός, με δική
του γλώσσα, δικά του ήθη και έθιμα, και πάντοτε τα τελευταία χρόνια αναζητούσε
την αυτονομία του και κυρίως την ανεξαρτησία του (Βλ. Μητροπολίτου
Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου «Ρωσία και Ουκρανία» Εκκλησιαστική
Παρέμβαση - Τεύχος 280 Νοέμβριος 2019, Κύριο άρθρο). Όμως, ήθελα να βρω
περισσότερα στοιχεία για την ιστορία μεταξύ των δύο λαών, Ρώσων και Ουκρανών,
και με το παρόν άρθρο θα παραθέσω μερικά ενδεικτικά στοιχεία.
Κατ’ αρχάς είναι γνωστόν ότι οι Ρως είναι ένας Σκανδιναβικός λαός, και
στους Ανατολικούς Ρωμαίους ήταν γνωστοί με το όνομα Βάραγγοι. Γίνεται, όμως,
συζήτηση κατά πόσον οι Ρως είναι Βάραγγοι η Σλάβοι. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι
Ρως είναι Σκανδιναβοί, και άλλοι ότι είναι Σλάβοι.
Εκείνο που επικρατεί στην ιστορία είναι ότι στον χώρο μεταξύ της
Βαλτικής θάλασσας και της Μαύρης θάλασσας, πριν τον 9ο μ.Χ. αιώνα που
εμφανίσθηκαν οι Ρως, κατοικούσαν ανατολικές σλαβικές φυλές και μετά την
εμφάνισή τους αναμείχθησαν οι δύο λαοί. Οι πρώτοι Σλάβοι κάτοικοι της περιοχής
κάλεσαν τους Ρως να κυβερνήσουν μαζί τους την περιοχή, και οι ίδιοι οι Ρως
αυτοχαρακτηρίζονταν ως Σκανδιναβοί Βίκινγκς.
Πως, όμως, εξελίχθηκαν τα πράγματα στην ιστορία ως προς τις σχέσεις
μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων;
Αναζητώντας ένα επιστημονικό κείμενο μελέτησα το βιβλίο της Γιάννας
Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη με τίτλο «Η αυτοκρατορική Ρωσία (1613-1917)», μέσα στο
οποίο βρήκα ενδιαφέροντα στοιχεία για το θέμα αυτό. Η κ. Γιάννα
Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη «σπούδασε Σλαβική Φιλολογία και Ιστορία της Ανατολικής και
Νοτιοανατολικής Ευρώπης στα Πανεπιστήμια της Πράγας και του Münster. Είναι
καθηγήτρια Ιστορίας και Πολιτισμού Σλαβικών Λαών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης».
Στο βιβλίο της με τίτλο «Η αυτοκρατορική Ρωσία (1613-1917)» κάνει μια
επισκόπηση των τριών αιώνων της Αυτοκρατορίας της Ρωσίας. Σε αυτούς τους τρεις
αιώνες διακρίνονται τρεις ενδιάμεσοι σταθμοί, ήτοι πρώτον ο 17ος αιώνας
από το 1613-1689, δεύτερον από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι τον Κριμαϊκό
πόλεμο, δηλαδή το 1689 έως το 1856 και τρίτον από τον Κριμαϊκό πόλεμο έως την
Οκτωβριανή Επανάσταση, δηλαδή από το 1856 έως το 1917.
Σε κεφάλαιο του βιβλίου αυτού βλέπει κανείς και ενδιαφέροντα στοιχεία για την Ουκρανία και το «Κράτος του Κιέβου» σε σχέση με τους Ρώσους και τους Πολωνούς - Λιθουανούς. Μερικά από αυτά θα παρουσιασθούν στην συνέχεια.
Γράφεται ότι «ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής Ουκρανίας αποτελούσε,
από το δεύτερο μισό του 9ου έως τον 13ο αιώνα, μέρος εκείνου του
μεσαιωνικού ρωσικού κράτους που είναι γνωστό στην ιστοριογραφία με την ονομασία
ως "Κράτος του Κιέβου", "Ρωσία του Κιέβου" η "Κιεβική
Ρωσία". Το κράτος αυτό είχε πληθυσμό πολυεθνικό με σαφή όμως υπεροχή του
σλαβικού στοιχείου. Ωστόσο, οι Σλάβοι αυτοί δεν αποτελούσαν ακόμη διαμορφωμένα
έθνη, τα έθνη των σημερινών Ρώσων, Ουκρανών η Λευκορώσων. Συνεπώς η ιστορία του
κράτους του Κιέβου αποτελεί μια κοινή ιστορική περίοδο και για τους τρεις
αυτούς σλαβικούς λαούς. Η διάκρισή τους και η διαμόρφωση σε Ρώσους, Ουκρανούς
και Λευκορώσους αντίστοιχα έγινε αργότερα, κατά τους 14ο - 17ο αιώνες
για τους δύο πρώτους, από τον 19ο αιώνα για τους Λευκορώσους» (Γιάννα
Κατσόβσκα-Μαλιγκούδη, Η Αυτοκρατορική Ρωσία (1613-1917), Gutenberg Αθήνα, 2008,
σελ. 65).
Το απόσπασμα αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό. Πριν τον 9ο αιώνα
μ.Χ. στην περιοχή της σημερινής Ουκρανίας κατοικούσαν διάφορα σλαβικά φύλα,
κατέρχονταν από την Σκανδιναβία οι Ρως και ανεμείχθησαν μεταξύ τους. Από τον 9ο έως
τον 13ο αιώνα σχηματίζεται ένα Κράτος με κέντρο το Κίεβο που είχε
«πολυεθνικό πληθυσμό» με «υπεροχή του σλαβικού στοιχείου». Οι Σλάβοι δεν
αποτελούσαν τότε τρία διαμορφωμένα Έθνη ήτοι Ρώσοι, ή Ουκρανοί ή Λευκορώσοι,
πράγμα που έγινε αργότερα.
Αυτό «το Κράτος του Κιέβου διαλύθηκε κάτω από τις επιθέσεις των
μογγολο-ταταρικών στρατευμάτων κατά τα έτη 1234/1240» (Ενθ. αν. σελ. 65). Τότε
τα μογγολο-ταταρικά στρατεύματα κατέκτησαν την πόλη του Κιέβου, κατέστρεψαν τα
κεντρικά και ανατολικά τμήματα του Κράτους αυτού, με αποτέλεσμα να ερημώσουν οι
περιοχές αυτές από ανθρώπους, οι οποίοι κατέφυγαν στην Βορειοανατολική Ρωσία η
προς τα νοτιοδυτικά, στην Επαρχία Γαλικία-Βαλανία (Ενθ. αν. σελ. 65).
Στην συνέχεια από το δεύτερο μισό του 13ου αιώνος το Δουκάτο της
Λιθουανίας προσέλαβε «ένα μεγάλο μέρος των εδαφών του διαλυμένου πλέον κιεβικού
κράτους, ενώ το υπόλοιπο προσαρτήθηκε στην Πολωνία, η περιοχή της
Γαλικίας-Βολονίας, γεωγραφικά στα άκρα ως προς την Πολωνία, την Λιθουανία και
αργότερα τη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία, άρχισε να ονομάζεται Ουκρανία
(δηλαδή "ακριτική περιοχή") και να έχει χωριστή από τους Ρώσους
εξέλιξη, που οδήγησε στη δημιουργία του σλαβικού έθνους των Ουκρανών με δική
του γλώσσα και ιστορική συνείδηση» (Ενθ. αν. σελ. 65-66).
Και το απόσπασμα αυτό είναι ενδεικτικό της ιστορικής εξέλιξης της περιοχής της Ουκρανίας. Δηλαδή, μετά την κατάλυση του Κράτους του Κιέβου από τα μογγολο-ταταρικά στρατεύματα τον 13ο αιώνα οι κάτοικοι της περιοχής αυτής διασπάσθηκαν, άλλοι έφυγαν στην Βορειοανατολική Ρωσία και συνέβαλαν στην διαμόρφωση του Κράτους της Μόσχας, και άλλοι προσαρτήθηκαν στην Λιθουανία και την Πολωνία τον 14ο αιώνα. Στα γεωγραφικά άκρα μεταξύ Λιθουανίας - Πολωνίας, Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελέσθηκε η Ουκρανία που σημαίνει «ακριτική περιοχή» και δημιουργείται το σλαβικό Έθνος των Ουκρανών με ιδιαίτερη γλώσσα και συνείδηση, που διαφέρει από την Ρωσία.
Στην συνέχεια τον 15ο αιώνα «όταν η μεγάλη μογγολο-ταταρική
αυτοκρατορία άρχισε να εξασθενεί» αυτό το σλαβικό έθνος, «διασπάστηκε σε πολλά
τμήματα» και βέβαια αυτό «επέτρεψε στο κράτος της Μόσχας να απαλαγεί το 1480
από τον μογγολικό ζυγό και στη συνέχεια να κατακτά παραμεθόριες ουκρανικές (και
λευκορωσικές) περιοχές από το πολωνο-λιθουανικό κράτος» (Ενθ. αν. σελ. 66-67).
Στα τέλη του 15ου αιώνος στις «παραμεθώριες περιοχές της Ουκρανίας
άρχισαν να εμφανίζονται ομάδες ελεύθερων πολεμιστών, οι λεγόμενοι Κοζάκοι». «Η
λέξη κοζάκοι/κοζάκος είναι τουρκο-ταταρικής προέλευσης. Πραγματικά οι πρώτοι
Κοζάκοι ήταν Τατάροι και Τούρκοι. Ωστόσο, τον 16ο αιώνα μεγάλο μέρος των
Κοζάκων ήταν πλέον σλαβικής καταγωγής η πρώην αγρότες η άλλοι φυγάδες από τα
φτωχότερα στρώματα των πόλεων, οι οποίοι, εγκατέλειψαν τον γαιοκτήμονα η τον
ιδιοκτήτη τους και μετοίκησαν στο έδαφος των Κοζάκων, ζώντας ως ευκαιριακοί
αγρότες, ψαράδες, κτηνοτρόφοι η κυνηγοί» (Ενθ. αν. σελ. 67).
Οι Κοζάκοι ήταν εμπειροπόλεμοι και «υπηρετούσαν οργανωμένοι σε
βοηθητικά στρατιωτικά σώματα είτε ως μισθοφόροι στα πολωνικά, κρατικά η
ιδιωτικά στρατεύματα είτε συμμαχούσαν με τους Τατάρους της Κριμαίας». Επεδίωκαν
την εξασφάλιση των προνομίων τους και επέκταση των εδαφών τους και «αποτελούσαν
ένα στοιχείο βίαιο, ανεξέλεγκτο και αναξιόπιστο, και συνήθιζαν να συμπληρώνουν
τα έσοδά τους με ληστρικές επιθέσεις στα γειτονικά κράτη» (Ενθ. αν. σελ. 68).
Στα εδάφη των Κοζάκων της Νότιας και Νοτιοανατολικής σήμερα Ουκρανίας,
από τις αρχές του 17ου αιώνος αυξήθηκε η εισροή αγροτών από την Πολωνία
και άρχισαν διενέξεις μεταξύ τους. «Την κοινωνική ένταση αύξανε και το γεγονός
ότι οι Κοζάκοι άρχισαν να εμφανίζονται ως προστάτες της ορθοδοξίας, επομένως
του ουκρανικού ορθοδόξου πληθυσμού έναντι των ρωμαιοκαθολικών Πολωνών, και
αντίστοιχα η προσπάθεια της Πολωνίας να ελέγξει τους Κοζάκους περιορίζοντας έως
έναν βαθμό τα παλαιά προνόμιά τους» (Ενθ. αν. σελ. 69).
Στην συνέχεια οι Κοζάκοι εξεγέρθησαν εναντίον των Πολωνών τους οποίους
νίκησαν και ένα μέρος της Ουκρανίας οργανώθηκε σε ανεξάρτητο κρατικό μόρφωμα.
Αυτό έγινε το 1648. «Οι Κοζάκοι και αγρότες ξεσηκώθηκαν και επέφεραν στον
πολωνικό στρατό βαριά ήττα. Χιλιάδες Πολωνοί γαιοκτήμονες ευγενείς και
υπάλληλοί τους, που ήταν συνήθως Εβραίοι, καθώς και καθολικοί ιερείς βρήκαν το
θάνατο. Η επιτυχής έκβαση της εξέγερσης σήμαινε ότι ένα μέρος της
Ουκρανίας οργανώθηκε σε ανεξάρτητο κρατικό μόρφωμα το οποίο στην ιστοριογραφία
ονομάζεται συνήθως αταμανάτο (= hetmanat)» (Ενθ. αν. σελ. 69).
Όμως, αυτό το «ανεξάρτητο ιστορικό μόρφωμα» των Κοζάκων στην Ουκρανία,
κάτω από τις διαταγές του Χμελνίτσκι, δεν μπορούσε εύκολα να διατηρήση την
ανεξαρτησία του, γι’ αυτό ο αταμάνος Χμελνίτσκι ζήτησε προστασία από την Μόσχα.
Στην αρχή ο Τσάρος Αλέξιος «δίσταζε να ανταποκριθεί στις πολλαπλές του
παρακλήσεις, φοβούμενος έναν πόλεμο με την Πολωνία - Λιθουανία». Όμως, το 1654
«ενέδωσε ο Τσάρος και δέχθηκε τον όρκο πίστης και υποταγής των Κοζάκων και του
Κρατιδίου τους (= του αταμανάτου), για το οποίο το Κράτος της Μόσχας
χρησιμοποίησε στην συνέχεια την ονομασία "Μικρή Μόσχα"». «Μεταξύ των
ετών 1667-1764 το αταμανάτο κατόρθωσε να διατηρήσει μια σχετική αυτονομία στο
πλαίσιο του Κράτους της Μόσχας» (Ενθ. αν. σελ. 70).
Με τον θάνατο του ηγέτη τους του Χμελνίτσκι υπήρξαν διαμάχες μεταξύ των
Κοζάκων του Κρατιδίου αυτού αν θα ήταν «φιλορωσικό» «η αν θα ήταν σκοπιμότερη η
επιλογή της πολωνικής η και οθωμανικής προστασίας» που θα τους εξασφάλιζε περισσότερα
προνόμια και εδάφη (Ενθ. αν. σελ. 71-72).
Οι διαμάχες των Κοζάκων για τα αξιώματα και για την πολιτική, για τον
προσανατολισμό του Κρατιδίου οδήγησαν τελικά στην διχοτόμηση της Ουκρανίας. Η
εξέλιξη του θέματος είναι ενδιαφέρουσα.
«Η Ρωσία και η Πολωνία - Λιθουανία, οι οποίες βρίσκονταν σε πολεμική
σύγκρουση από το 1654, συνομολόγησαν το 1667 στο χωριό Ανδρούσοβο ανακωχή και
μοίρασαν την Ουκρανία. Η Ρωσία κράτησε το αταμανάτο της ανατολικής πλευράς του
Δνείπερου, καθώς και την πόλη του Κιέβου στην αριστερή ακτή του ποταμού και η
Πολωνία - Λιθουανία πήρε ένα μεγάλο μέρος της Ουκρανίας δυτικά από τον
Δνείπερο. Μία άλλη περιοχή της σημερινής Νότιας Ουκρανίας, εκείνη η
"Ζάποροτσκα Σιτς", δηλαδή "η περιοχή πέραν των
καταρρακτών", που αποτελούσε το κέντρο της κοζακικής ζωής και δύναμης,
έγινε προτεκτοράτο και των δύο χωρών. Ο χωρισμός αυτός της Ουκρανίας μεταξύ
Πολωνίας και Ρωσίας κράτησε περίπου τα επόμενα τριακόσια χρόνια. Η συμφωνία της
ανακωχής του 1667 επιβεβαιώθηκε με τη συνθήκη ειρήνης του 1686, με την οποία
όμως περιήλθε αποκλειστικά στη ρωσική επικυριαρχία και η "περιοχή πέραν
των καταρρακτών", δηλαδή η "Ζάποροτσκα Σιτς".
«Το αταμανάτο διατήρησε την κάπως περιορισμένη αυτονομία του στο πλαίσιο της Ρωσικής αυτοκρατορίας για ακόμη έναν αιώνα, όπως ήδη αναφέρθηκε ενώ η Ζάποροτσκα Σιτς διατήρησε τη σχετική αυτονομία της έως το 1709. Στη συνέχεια οι δύο αυτές αυτόνομες οντότητες ενσωματώθηκαν απολύτως διοικητικά στη Ρωσική αυτοκρατορία και οι Κοζάκοι έγιναν τακτικά μέλη του ρωσικού στρατού. Στην πολωνική Ουκρανία τα στρατεύματα των Κοζάκων διαλύθηκαν το 1699 και εδώ η περιοχή ενσωματώθηκε στη διοίκηση του πολωνο-λιθουανικού κράτους. Νέα διχοτόμηση της Ουκρανίας έγινε στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν η Πολωνία - Λιθουανία μοιράστηκε ανάμεσα στην Πρωσία, την Αυστρία και τη Ρωσία» (Ενθ. αν. σελ. 72-74).
Από τα προηγούμενα φαίνεται καθαρά ότι ο γεωγραφικός χώρος της
σημερινής Ουκρανίας κατοικείτο στο παρελθόν από Σλάβους, Ρως - Σκανδιναβούς -
Ρώσους, Λευκορώσους, ήταν ένας «πολυεθνικός πληθυσμός» στον οποίο υπερείχε το
σλαβικό στοιχείο. Κατά καιρούς διεκδικείτο από τους Μογγόλους - Τατάρους, τους
Λιθουανούς, τους Πολωνούς, τους Κοζάκους και τους Ρώσους. Ήταν ένας χώρος
διαρκών πολέμων και διεκδικήσεων. Μετά την κατάρρευση των Κοζάκων τον
17ο αιώνα η Ουκρανία χωρίστηκε μεταξύ της Ρωσίας και της Πολωνίας -
Λιθουανίας.
Παλαιότερα, σε κείμενο που μνημόνευσα στην αρχή του άρθρου αυτού με
τίτλο «Ρωσία-Ουκρανία», έχοντας ως αναφορά το
βιβλίο της Anne Applebaun με τίτλο «κόκκινος λιμός», σημείωσα το πως η σημερινή
Ουκρανία τον 18ο έως τον 20ο αιώνα ανήκε στην Ρωσική Αυτοκρατορία,
ενώ προηγουμένως τα εδάφη της ανήκαν στην Πολωνία και μάλιστα στην
Πολωνολιθουανική Ένωση, και ότι το Ουκρανικό Έθνος είναι ένα «εναλλακτικό έθνος
από την Ρωσία, και κατά καιρούς τόσο οι Πολωνοί όσο και οι Ρώσοι επεδίωκαν να
υπονομεύσουν η να αρνηθούν την ύπαρξη του ουκρανικού έθνους». Γι’ αυτό η
Τσαρική Αυτοκρατορία επιδίωκε με ποικίλους τρόπους να εκρωσίση την ουκρανική
ταυτότητα. Αυτό συνεχίσθηκε και μετά την πτώση της Τσαρικής Αυτοκρατορίας.
Μάλιστα, όταν το 1917 κατέρρευσε η Ρωσική Αυτοκρατορία και το 1918
κατέρρευσε και η Αυστροουγγαρική Αυτοκρατορία οι Ουκρανοί θέλησαν να
εγκαθιδρύσουν ένα ανεξάρτητο Ουκρανικό Κράτος και ήλθαν σε αιματηρές
συγκρούσεις με τους Πολωνούς και τους Ρώσους. Την 1 Απριλίου του έτους 1917 το
ουκρανικό εθνικό κίνημα έκανε μια μεγάλη διαδήλωση με κεντρικό σύνθημα
«ελεύθερη Ουκρανία σε μια ελεύθερη Ρωσία», με το οποίο σαφέστατα ζητούσε μια
αυτονομία. Όμως, αυτήν την προσπάθεια την κατέλυσε ο κόκκινος Στρατός, οι
Μπολσεβίκοι.
Αργότερα, και συγκεκριμένα το 1991 η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της και σχηματίσθηκε το ελεύθερο Ουκρανικό Κράτος. Όμως, η Ρωσία δεν αφήνει να ορθοποδήση αυτό το Κράτος με αποτέλεσμα να βλέπουμε όσα συμβαίνουν σήμερα στον χώρο της Ουκρανίας.
Η σύντομη αυτή ιστορική διαδρομή καταρρίπτει πολλούς «μύθους» που
διαδίδονται στις ημέρες μας.
Πολλοί Ρώσοι, και μάλιστα υψηλόβαθμοι, ισχυρίζονται ότι «οι Ουκρανοί
είναι Ρώσοι, είναι αδελφοί μας». Όμως, οι Ουκρανοί είναι ένα άλλο Έθνος με
διαφορετικά ήθη και έθιμα, γλώσσα και παραδόσεις με αναμείξεις πολλών λαών. Το
Κίεβο χαρακτηρίστηκε ως «Μικρή Ρωσία» τον 17ο αιώνα, όταν οι Κοζάκοι
δήλωσαν όρκο και υποταγή στους Ρώσους και δεν ονομάζονταν έτσι από τον
9ο αιώνα.
Έπειτα, ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής Ουκρανίας δεν ήταν από την αρχή
Ρωσικός, αλλά ήταν ένας χώρος στον οποίο ζούσαν πολλές λαότητες, ήτοι Σλάβοι,
Σκανδιναβοί, Πολωνοί, Λιθουανοί, Μογγόλοι, Τάταροι, Κοζάκοι κ. α.
Ακόμη, ο γεωγραφικός αυτός χώρος διεκδικείτο από πολλούς, κυρίως ήταν
χώρος διαμάχης μεταξύ Ουκρανών και Ρώσων, μεταξύ Ουκρανών και Πολωνών -
Λιθουανών, μεταξύ Πολωνών κάι Ρώσων, και σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Μογγόλοι, οι
Τάταροι και οι Κοζάκοι.
Η ιστορία, η οποία ερευνάται από επιστήμονες, καταρρίπτει ιδεολογίες,
μύθους, σκοπιμότητες, προπαγάνδες και αποκαθιστά τα πράγματα στην θέση τους. Οι
Ουκρανοί είναι ένας βασανισμένος λαός που υπέφερε δια μέσου των αιώνων και
υποφέρει στις ημέρες μας. Έτσι, δικαιολογείται το μίσος τους εναντίον των
Ρώσων, αφού θέλουν να ζήσουν επί τέλους ελεύθεροι σε μια ελεύθερη και ανεξάρτητη
Πατρίδα. Μέσα σε αυτήν την ελεύθερη Πατρίδα πρέπει να ζήσουν με δημοκρατικό
τρόπο, και οι Ρώσοι που βρίσκονται στην Ουκρανία. Έτσι γίνεται σε όλα τα
σύγχρονα δημοκρατικά Κράτη, αφού οι κάτοικοί τους αισθάνονται ότι άλλο είναι η
εθνότητα κάθε ανθρώπου και άλλο η ταυτότητα του πολίτη στην χώρα την οποία ζη.