Μόλις αναρτήθηκε στην επίσημη Ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και με μεγάλη τιμή και χαρά αναδημοσιεύουμε, η πλήρης και εμπεριστατωμένη εργασία του έγκριτου Ομοτίμου Καθηγητού Εντιμολ. κ. Βλασίου Φειδά με τίτλο: "Η ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ (1686) ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ".
Όσα έχουν τεθεί μέχρι σήμερα στο δημόσιο διάλογο γύρω από το Ουκρανικό Εκκλησιαστικό Ζήτημα, και κυρίως τα αθεολόγητα, ανιστόρητα και αντικανονικά "επιχειρήματα" Ρώσων και Ρωσόφιλων, απαντώνται με το αδιαμφισβήτητο κύρος και την σοφία του μεγάλου αυτού Καθηγητού.
Απολαύστε παρακάτω την όντως Θεολογία...
Βλασίου Ι.Φειδᾶ
Ὁμ. Καθηγητοῦ Πανεπ. Ἀθηνῶν
Ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο προβάλλει ὡς ἕνα πλασματικό ἔρεισμα τήν αὐθαίρετη ἑρμηνεία τῶν ἐπισήμων κειμένων περί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), τήν ὁποία ἑρμηνεύουν ἀκρἰτως μέ τήν ἐσφαλμένη μέθοδο τῆς «λήψεως τοῦ ζητουμένου» (petitio principii), γιά νά ὑποστηρίξουν προφανῶς τήν ἐπιθυμητή πρόταση, ἤτοι ὅτι δῆθεν ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ’ μέ τή Συνοδική Πράξη του ὑπήγαγε πλήρως καί ὁριστικῶς τήν Μητρόπολη Κιέβου τῆς Οὐκρανίας στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Βεβαίως, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας γνωρίζει καλῶς ὅτι...
τό «ζητούμενον» δέν ἔχει ὁποιοδήποτε ἔρεισμα τόσο στή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη, ὅσο καί στίς σχετικές Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη πρός τούς τσάρους Ἰβάν καί Πέτρο, πρός τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90), πρός τόν Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων τῆς Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱερό Κλῆρο καί πρός τόν λαό τῆς Οὐκρανίας. Ἄλλωστε, γνωρίζει ἐπίσης καλῶς ὅτι μέχρι τό 1686 ὁ μητροπολίτης Κιέβου καί πάσης Ρωσσίας, μέ τήν ἀχανῆ δικαιοδοσία στή Λιθουανία, τή Λευκορωσσία καί τήν Οὐκρανία, ὑπαγόταν ὡς «Πατριαρχική Ἐξαρχία» στήν ἄμεση καί πλήρη κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 613-614).
Πράγματι, ἡ κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριάρχη Μόσχας περιοριζόταν ρητῶς μόνο στά ἐδαφικά ὅρια τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν» καί ὄχι βεβαίως στίς νοτίως τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας χῶρες, ἤτοι στήν Οὐκρανία ἤ Μικρή Ρωσσία. Ὡστόσο, μέ τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας προσαρτήθηκαν στήν κυριαρχία του οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τόσο τῆς Λευκορωσσίας, ὅσο καί τῆς Οὐκρανίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ τσάρος Μ. Πέτρος ἀνταποκρίθηκε στό ἐπίμονο αἴτημα τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90) νά ζητήση ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη τήν ὑπαγωγή καί στήν ἐκκλησιαστική του δικαιοδοσία τῶν προσαρτηθεισῶν στή κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οὐκρανίας.
Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀπέρριψε τό αἴτημα τοῦ τσάρου καί μέ Συνοδική Πράξη (1686) παραχώρησε κατ’ οἰκονομίαν στόν Πατριάρχη Μόσχας μόνο «τήν ἄδειαν» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν ἐκλεγμένο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑποψήφιο Μητροπολίτη Κιέβου, ὑπό τόν ἀπόλυτο ὅμως καί ἀπαραιτητο ὅρο, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη σέ κάθε θεία Λειτουργία τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ἤτοι παρέμεινε πάντοτε ὡς «ἔξαρχος» στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Πράγματι, ἡ Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), ἡ ὁποία κοινοποιήθηκε μέ σχετικές Ἐπιστολές στούς τσάρους Ἰβάν καί Πέτρο, στόν πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ, στόν Ἒτμάνο τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, στήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλῆρο καί στόν λαό τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ὅριζε μέ ἐντυπωσιακή σαφήνεια τά ἀκόλουθα:
«Ὁ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητός καί περιπόθητος ἀδελφός καί συλλειτουργός τῆς ἡμῶν μετριότητος (=πατριάρχης Μόσχας) ἔχῃ ἐπ’ ἀδείας χειροτονεῖν Κιέβου Μητροπολίτην κατά την ἐκκλησιαστικήν διατύπωσιν,... ἑνός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιέβου ἱερουργῶν εἴη τήν ἀναίμακτον θείαν μυσταγωγίαν ἐν τῇ παροικίᾳ ταύτῃ, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὡς ὄντος πηγή καί ἀρχή, ὑπερκειμένου πάντων τῶν πανταχοῦ παροικιῶν τε καί ἐπαρχιῶν, ἔπειτα τοῦ Πατριάρχου Μοσκοβίας...».
Εἶναι λοιπόν αὐτονόητο, κατά τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση, ὅτι τόσο ἡ «ἐπ’ ἀδείας» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κατ’οἰκονομίαν χειροτονία ἤ ἐνθρόνιση ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας τοῦ ἐκλεγομένου ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου μητροπολίτη, μετά τήν προσάρτηση τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας στήν κυριαρχία τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν», ὅσο καί ἡ ἀπαραίτητη κανονική ὑποχρέωση τοῦ ἑκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου νά μνημονεύη πάντοτε στό «ἐν πρώτοις…» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη, ἐπιβεβαιώνουν πλήρως, παρά τά ἀντιθέτως καί θορυβωδῶς προβαλλόμενα πλασματικά καί ἀβάσιμα ἐπιχειρήματα, τή διατήρηση ἀπαραβίαστης τῆς ἐξαρχικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή Μητρόπολη Κιέβου, ἀφοῦ ἡ κατ’ οἰκονομίαν γενομένη παραχώρηση στόν Πατριάρχη Μόσχας ἴσχυε μέχρι τήν πιθανή ἀνάκλησή της.
Συνεπῶς, μέ τή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1686) ὄχι μόνο δέν παραχωρήθηκαν πλήρως ἤ ὁριστικῶς στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας, ὅπως ἰσχυρίζονται ἀκρίτως οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀλλ’ἀντιθέτως διακηρύχθηκε τό ἀπαραβίαστο τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου σέ ὁλόκληρη τήν ἔκταση τῆς Μητροπόλεως τοῦ Κιέβου. Ἡ διαπίστωση αὐτή πλήρως θεμελιωμένη στίς σχετικές Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ πρός τόν προστάτη τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων τῆς Κριμαίας Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλήρο καί πρός τόν εὐλαβῆ λαό τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀφοῦ ἐπιβεβαιώνουν ρητῶς τό κανονικό καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὡς «ἐξαρχίας» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη.
Ἡ κοινή αὐτή διαπίστωση ἐξηγεῖ τή μετάθεση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο σέ ἄσχετα πρός τό κύριο θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας κανονικά ζητήματα, ὅπως λ.χ. μέ τίς ἄβάσιμες καί ἄκριτες, ὅπως θα δοῦμε, ἀμφισβητήσεις τοῦ κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀπό ἄλλα Πατριαρχεῖα ἤ ἄν ἔχη τό κανονικό δικαίωμα κατά τήν ἐφαρμογή τοῦ Ἐκκλήτου νά δεχθῆ σέ κοινωνία καταδικασθέντες σχισματικούς ἀπό ἄλλα Πατριαρχεῖα ἤ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Βεβαίως, ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, πρίν λάβη τήν ἀπόφαση αὐτή μέ ἀβάσιμα καί πλασματικά ἐπιχειρήματα, θά ἔπρεπε νά λάβη ὑπ’ὄψη της τουλάχιστον τόν Τόμον, τῶν Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς (1663), ὁ ὁποῖος, ὅπως θα δοῦμε, ζητήθηκε ἀπό τόν τσάρο γιά τήν κρίση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα καί περιέχει τήν ὁμόφωνη καί σαφῆ Ἀπόκρισιν τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τόσο γιά τό Ἔκκλητον στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅσο καί γιά τά ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας του ὡς πρός τήν ἀποδοχή ἤ τήν ἀπόρριψη τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς.
Συνεπῶς, τό καίριο ζήτημα στή συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική διαφωνία εἶναι ἡ ἀπάντηση στό κρίσιμο ἐρώτημα, ἄν οἱ ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας, οἱ ὁποῖες ἐντάχθηκαν στήν κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, περιῆλθαν ὁριστικῶς ἤ ὄχι στήν πλήρη δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τή συγκεκριμένη Συνοδική Πράξη τοῦ 1686. Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφῶς ἀρνητική ἀπό τήν ἴδια τή Συνοδική Πράξη, ἡ ὁποία παρέχει κατ’ οἰκονομίαν ἁπλῶς καί μόνο «τήν ἄδειαν» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη ὁ Πατριάρχης Μόσχας τόν ἐκλεγόμενο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑποψήφιο, ὑπό τόν ἀπαραίτητο ὅμως ὅρο, ὅτι ὁ χειροτονούμενος ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη πάντοτε καί ἀπαραιτήτως στό «ἐν πρώτοις…» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, πρός συνεχῆ βεβαίωση τῆς ἐξαρτήσεώς του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Α’. ΤΟ ΚΥΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ
Εἶναι λοιπόν προφανές τόσο ἀπό τό Ἀνακοινωθέν τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅσο καί ἀπό τά προβαλλόμενα ὡς δῆθεν κανονικά σχόλια τῶν θεολογικῶν συμβούλων του, τά ὁποῖα συνάπτονται στήν Ἐγκύκλια Ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχη Μόσχας πρός ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅτι τά προβαλλόμενα ἐπιχειρήματα ὡς πρός τήν ἀμφισβήτηση τοῦ κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά κινήση τή διαδικασία γιά τήν ἀνακήρυξη τοῦ Αὐτοκεφάλου τῆς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας εἶναι ὄχι μόνο παντελῶς ἀβάσιμα, ἀλλά καί προφανῶς πλασματικά, ἀφοῦ τά ἑρμηνεύουν ἐσφαλμένως καί τά προβάλλουν ἀφελῶς, μέ τήν προκλητική μάλιστα μέθοδο «τῆς λήψεως τοῦ ζητουμένου», ἤτοι ὡς πρός:
α’. Τό κῦρος τῆς Συνοδικῆς ἀποφάσεως.
Οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὑποστηρίζουν, ὅτι δῆθεν ἡ Συνοδική ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ νά παραχωρήση κατ’οἰκονομίαν στόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ (1674-90) «τήν ἄδειαν» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν ἐκλεγόμενο ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Μητροπολίτη δηλώνει δῆθεν τήν ὁριστική καί πλήρη παραχώρηση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι ἔγινε ὑπό τόν ρητό, κατηγορηματικό καί σαφῶς ἀπαραίτητο ὅρο, ὅτι ὁ ἑκάστοτε Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη πάντοτε καί σέ κάθε θεία Λειτουργία «τοῦ σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη (1686). Εἶναι ὅμως ἐπίσης πολύ σημαντικό, ὅτι καί ἡ κατ’οἰκονομίαν δοθείσα «ἄδεια» στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιέβου προκάλεσε τίς ὀξύτατες ἀντιδράσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, γι’ αὐτό οἱ ἐκλεγόμενοι μητροπολίτες δέν μετέβαιναν στή Μόσχα γιά τήν χειροτονία τους καί δέν συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Ὡστόσο, τό «Ἀνακοινωθέν» τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπως καί τά ἐκτενῆ σχόλια τῶν θολογικῶν του συμβούλων στήν Ἐγκύκλια Ἐπιστολή τοῦ Πατριάρχη Μόσχας πρός τούς Προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἑρμηνεύουν αὐθαιρέτως καί ἐσφαλμένως ἐξ ἀγνοίας ἤ σκοπίμως τόσο «τήν ἄδειαν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιέβου, ὅσο καί τό ἀπαραίτητο κανονικό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἀπό τούς μητροπολίτες Κιέβου. Ὡστόσο, ὑποστηρίζουν ἕνα ἐπιθυμητό, πλασματικό καί παντελῶς ἀβάσιμο συμπέρασμα, ἤτοι ὅτι δῆθεν «ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης παρέδωσε πλήρως καί ὁριστικῶς τήν Μητρόπολη Κιέβου στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ὅτι δῆθεν μετά τό 1686 Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου κατέστη τό Πατριαρχεῖο Μόσχας», στή δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου ἐντάχθηκε δῆθεν ὁριστικῶς ἡ Μητρόπολη Κιέβου, μέ τήν ὑποτιθέμενη δῆθεν συναίνεση καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Προφανῶς, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀγνοοῦν πλήρως ἤ ἐπιθυμοῦν νά ἀγνοοῦν σκοπίμως τό ἐκκλησιολογικό βάθος τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τοῦ «Μνημοσύνου» ὄχι μόνο γιά τή σαφῆ καί ὁριστική κανονική περιγραφή ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν πρός ἀποφυγήν ἀνεπιθυμήτων καί ὁπωσδήποτε ἐπικινδύνων γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας δικαιοδοσιακῶν συγχύσεων, ἀλλά καί γιά τήν ἴδια τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν κοινωνία τῆς πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Πράγματι, τό «Μνημόσυνον» καθιερώθηκε ὡς ἕνα ἀπολύτως ἀναγκαῖο καί ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητο κανονικό κριτήριο γιά ὅλες τίς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τόσο γιά τόν ὁρισμό τῶν κανονικῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τῆς ἐκκλησιαστικῆς τους δικαιοδοσιακῆς ταυτότητας καί τῆς ὅλης ἐσωτερικῆς λειτουργίας κάθε αὐτοκέφαλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὅσο καί γιά τή βεβαίωση τῆς ἑνότητας καί τῆς κοινωνίας της μέ ὅλες τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Συνεπῶς, ἡ ἀδιάλλακτη ἀξίωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά διαφυλαχθῆ ἀπαραβίαστο τό κανονικό δικαίωμα τῆς Μητρός Ἐκκλησίας γιά τό «Μνημόσυνον» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἀπό τόν ἑκάστοτε Μητροπολίτη Κιέβου σέ κάθε θεία Λειτουργία ἦταν μία αὐτονόητη καί ὁπωσδήποτε ἀπαραίτητη, ἀφ’ἑνός μέν γιατί δηλώνει σαφῶς τή διατήρηση τῆς πλήρους κανονικῆς δικαιοδοσίας του στή Μητρόπολη Κιέβου, ἡ ὁποία ἐκφράζεται καί μέ τό κανονικό δικαίωμα παραχωρήσεως στόν Πατριάρχη Μόσχας «τῆς ἀδείας» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη κατ’ οἰκονομίαν μόνο τόν ἐκλεγόμενο Μητροπολίτη ἀπό τήν Κληρικολαϊκή συνέλευση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, λόγω τῆς προσαρτήσεως μόνο τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας στήν κυριαρχία τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας.
Ἀντιθέτως, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὑποστηρίζουν ἀφελῶς ἤ σκοπίμως, ὅτι δῆθεν ὁ τεθείς ἀπαραίτητος ὅρος τῆς «μνημονεύσεως» τοῦ «σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ ἑκάστοτε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου γιά τή συμβατική παραχώρηση «τῆς ἀδείας» στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη κατ’ οἰκονομίαν τόν Μητροπολίτη Κιέβου, καλύφθηκε δῆθεν μέ τό ἄσχετο πρός τό συγκεκριμένο θέμα κανονικό «Μνημόσυνον» στίς Πατριαρχικές θεῖες Λειτουργίες τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Προφανῶς, τό πλασματικό αὐτό ἐπιχείρημα προβλήθηκε γιά νά ἀποσυνδέσουν αὐθαιρέτως στό «ἐν πρώτοις…» τό ἀποκλειστικό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη ἀπό τήν κανονική δικαιοδοσία του στή Μητρόπολη Κιέβου, γιατί γνωρίζουν καλῶς ὅτι ἡ «μνημόνευση» δηλώνει σαφῶς τήν κανονική του δικαιοδοσία.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, προέβαλαν ἀφελῶς τόν ἐπίσης πλασματικό καί παντελῶς ἀβάσιμο συλλογισμό, ὅτι δῆθεν «τό αἴτημα τοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ νά μνημονεύεται ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τόν Μητροπολίτη Κιέβου κατά τίς θεῖες Ἀκολουθίες, στά πλαίσια τῆς ρωσσικῆς παραδόσεως, ἦταν ἀδύνατον νά δηλώνη τήν ἀποδοχή τῆς ἱεραρχικῆς σχέσεως τοῦ Κιέβου μέ τήν Κωνσταντινούπολη, ἐφ’ὅσον μετά τή μεταρρύθμιση τοῦ Νίκωνα οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐμνημονεύοντο σέ κάθε ναό». Ἡ ἐπίκληση ὅμως ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τοῦ γενικοῦ κανονικοῦ «Μνημοσύνου» τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς στίς Πατριαρχικές θεῖες Λειτουργίες εἶναι παντελῶς ἄσχετη πρός τό συγκεκριμένο ζήτημα. Ἄλλωστε, τό «Μνημόσυνον» τῶν τεσσάρων Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν ἀναφέρεται μόνο στίς ἀναγκαῖες ἀμοιβαῖες κανονικές σχέσεις τῶν Προκαθημένων τῶν ὁμοταγῶν Πατριαρχικῶν θρόνων καί τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ τό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686) ἀναφέρεται ρητῶς στήν ἐσωτερική λειτουργία τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Βεβαίως, τό «Μνημόσυνον» τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν δέν ἀναφέρεται καί στήν καθιερωμένη εἰδικότερη ἐσωτερική δικαιοδοσιακή ἀναφορά τοῦ Μνημοσύνου μιᾶς αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἤτοι στή σχέση της μέ τήν πραγματική Μητέρα Ἐκκλησία, ὅπως στήν περίπτωση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἡ ὁποία ταυτίζεται πλήρως καί ἀδιαμφισβητήτως μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ἡ παντελῶς ἀβάσιμη καί σαφῶς πλασματική προβολή τῆς ἀξιώσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά χαρακτηρισθῆ ὡς Μητέρα Ἐκκλησία τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, μέ μόνο μάλιστα ἔρεισμα τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας σέ ὁρισμένες μόνο ἐπαρχίες τῆς Λευκῆς καί τῆς Μικρῆς Ρωσσίας, ἀφοῦ οἱ ἐπαρχίες αὐτές ἀνῆκαν στή Μητρόπολη Κιέβου τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ παραχώρηση ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη στόν Πατριάρχη Μόσχας «τῆς ἀδείας» νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιἐβου κατ’οἰκονομίαν καί ὑπό συγκεκριμένους κανονικούς ὅρους, γι’αὐτό δέν ἦταν δυνατόν νά ὑποκαταστήση ἤ νά ἀκυρώση τή μακραίωνη κανονική σχέση τῆς Μητροπόλεως Κιέβου μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἄλλωστε, ἡ ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία τῆς Οὐκρανίας ἀπέρριπτε ἀδιαλλάκτως καί αὐτήν ἀκόμη «τήν ἄδειαν» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας, γι’ αὐτό οἱ ἐκλεγόμενοι Μητροπολίτες δέν μετέβαιναν στή Μόσχα γιά τή χειροτονία ἤ τήν ἐνθρόνισή τους καί δέν συμμετεῖχαν στή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 613 κἑξ.).
β’. Τό ἐξαρχικό καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου.
Οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἰσχυρίζονται ὅτι δῆθεν ὁ Μητροπολίτης Κιέβου δέν ἦταν «ἔξαρχος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’, καίτοι εἰδικότερα στίς Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη πρός τόν Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλῆρο καί πρός τούς πιστούς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὁ Μητροπολίτης Κιέβου προσαγορευόταν μέ τόν καθιερωμένο στήν παράδοση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤτοι ὡς «ἱερώτατος καί ὑπέρτιμος Μητροπολίτης Κιέβου, ἔξαρχος πάσης Ρωσσίας», ἀφοῦ ὁ τίτλος αὐτός δήλωνε σαφῶς τήν ἄμεση ἐξαρχική ἐξάρτησή του ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.
Ὡστόσο, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας προσπαθοῦν νά ἀποκλείσουν τήν κανονική «ἐξαρχική σχέση» τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γι’αὐτό προβάλλουν ἀφελῶς ὡς ἀναγκαῖα πλασματικά ἐπιχειρήματα, ἀφ’ἑνός μέν τόν ἀδιανόητο καί αὐθαίρετο χαρακτηρισμό τῶν σημαντικῶν αὐτῶν ἐπισήμων Πατριαρχικῶν Ἐπιστολῶν γιά τό κανονικό καθεστώς τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὡς δῆθεν «ἐπουσιωδῶν Πατριαρχικῶν Γραμμάτων», ἀφ’ἑτέρου δέ τό ἐπίσης παντελῶς ἀβάσιμο καί προφανῶς πλασματικό συμπέρασμα, ὅτι δῆθεν ἡ ἔκφραση «ἔξαρχος πάσης Ρωσσίας» γιά τόν Μητροπολίτη Κιέβου «δέν δηλώνει τήν ἰδιότητά του ὡς ἐξάρχου τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, διότι ἡ συγκεκριμένη ἔκφραση χρησιμοποιήθηκε ὡς ἱστορικός τιμητικός τίτλος».
Ἐν τούτοις, οἱ ἴδιοι θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν μποροῦσαν νά ἀποκρύψουν ὅτι, ἕνα χρόνο πρίν ἀπό τή Συνοδική Πράξη (1686) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν παραχώρηση κατ’ οἰκονομίαν «τῆς ἀδείας» γιά τή χειροτονία ἤ τήν ἐνθρόνιση τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἰωακείμ, ὁ προστάτης τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Ἐτμάνος τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, μέ Ἐπιστολή του πρός τούς τσάρους Ἰβάν καί Πέτρο (1685), ὑποστήριξε τό κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ὥστε ὁ ἐνθρονιζόμενος ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Μητροπολίτης Κιέβου νά φέρη τόν τίτλο «ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως». Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ κατ’οἰκονομίαν παραχώρηση «τῆς ἀδείας» στόν Πατριάρχη Μόσχας νά χειροτονῆ ἤ νά ἐνθρονίζη τόν Μητροπολίτη Κιέβου, ἔγινε ὑπό τόν ρητό καί ἀπαράβατο ὅρο, ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου θά μνημονεύη πάντοτε καί ἀπαραιτήτως σέ κάθε θεία Λειτουργία «τοῦ σεβασμίου ὀνόματος» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου.
Εἶναι λοιπόν πολύ χρακτηριστική καί ἡ αἰτιολόγηση τῆς συγκεκριμένης Ἐπιστολῆς τοῦ Ἐτμάνου τῶν Κοζάκων στούς τσάρους τῆς Ρωσσίας Ἰβάν καί Πέτρο (1685), ὅτι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου, ὡς «ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως», θά μποροῦσε νά ἐπεκτείνη τήν ἐξουσία τους καί στήν ἐκτός τοῦ Βασιλείου τῆς Μοσκοβίας Ἱεραρχία τῆς Δυτικῆς Οὐκρανίας. Συνεπῶς, εἶναι προφανῶς ἐσφαλμένο τό αὐθαίρετο καί πλασματικό συμπέρασμα τῶν θεολογικῶν συμβούλων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅτι δῆθεν «ἡ χρήση τοῦ ὅρου ἔξαρχος ἀδυνατεῖ νά δηλώνη κατά τρόπο σαφῆ, ὅτι ὁ Κωνστατινουπόλεως ἐξακολουθοῦσε νά θεωρῆ τόν Μητροπολίτη Κιέβου ὡς ὑπαγόμενο ὑπό τή δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως...».
γ’. Τά ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
Οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας προβάλλουν τήν αὐθαίρετη, πλασματική καί παντελῶς ἀβάσιμη ἑρμηνεία τῆς ταυτόσημης περιγραφῆς στόν Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο (1590) γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς Μητροπόλεως Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων τόσο τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν, ὅσο καί τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Βεβαίως, τά ἐδαφικά αὐτά ὅρια καθορίσθηκαν μέ τό «ἐπιτοπίως» ἐπιδοθέν «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ (1589) καί μέ τόν «Τόμον» τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1590). Ὁ «Τόμος» αὐτός ἐπισφραγίσθηκε μέ τή σύγκληση καί τῆς δεύτερης Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1593 γιά τήν ἀποδοχή του καί ἀπό τόν νεοεκλεγέντα Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μελέτιο Πηγᾶ.
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας δήλωσε ρητῶς: «Δίκαιον οὖν κρίνω... τόν θρόνον τῆς εὐσεβεστάτης καί ὀρθοδόξου πόλεως Μοσκόβου εἶναί τε καί λέγεσθαι Πατριαρχεῖον, διά τό βασιλείας ἀξιωθῆναι παρά Θεοῦ τήν χώραν ταύτην, πᾶσάν τε τήν Ρωσσίαν (=Μεγάλην) καί τά ὑπερβόρεια μέρη ὑποτάσσεσθαι τῷ Πατριαρχικῷ θρόνῳ Μοσκόβου καί πάσης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν, κεφαλήν εἶναι καί ἐπιγινώσκεσθαι κατά τόν λδ’ (=κανόνα) τῶν ἁγίων καί πανευφήμων ἀποστόλων... Ἀδελφόν εἶναι καί λέγεσθαι τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν... καί ὑπογράφεσθαι...: Πατριάρχης Μοσκόβου καί πάσης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα., ΙΙΙ, 10-17).
Εἶναι λοιπόν προφανές, ὅτι τά ὅρια τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καθορίσθηκαν σαφῶς καί ὁριστικῶς μέ κύριο κανονικό γνώμονα τά ἐδαφικά ὅρια τοῦ «Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν», στά ὁποῖα δέν ἀνῆκαν βεβαίως οἱ ἐπαρχίες τῆς Μητροπόλεως Κιέβου στή Λιθουανία, τή Λευκορωσσία καί στήν Οὐκρανία. Ἡ ἐπισήμανση αὐτή εἶναι ἀδιαμφισβήτητη, ἀφοῦ ἐπιβεβαιώνεται πλήρως ἤδη καί ἀπό τίς πολλές ἐκλησιαστικές πράξεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ ἤδη κατά τήν ἐπιστροφή του ἀπό τή Μόσχα στήν Κωνσταντινούπολη (1589) γιά τή ριζική ἀναδιοργάνωση τῆς λατινόφιλης ἤ διεφθαρμένης Ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, γι’αὐτό ὅρισε αὐτοδικαίως πατριαρχικό ἔξαρχο γιά τήν ἐποπτεία τῆς κανονικῆς λειτουργίας της (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 608 κἑξ.).
Τό καθεστώς λοιπόν αὐτό διατηρήθηκε ἀμετάβλητο καί μετά τή Συνοδική Πράξη τοῦ 1686, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τίς προαναφερθεῖσες σχετικές Ἐπιστολές τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ πρός τόν προστάτη τῆς Μητροπόλεως Κιέβου Ἐτμάνο τῶν Κοζάκων Σαμοΐλοβιτς, πρός τήν Ἱεραρχία καί τόν ἱ. Κλῆρο τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί πρός τόν εὐλαβῆ λαό τῆς Οὐκρανίας. Προφανῶς, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀναζήτησαν ἄλλα πλασματικά ἤ καί οὐτοπικά ἐπιχειρήματα γιά τήν ἀμφισβήτηση τοῦ ἐξαρχικοῦ καθεστῶτος τῆς Μητροπόλεως Κιέβου ὑπό τήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, κατέφυγαν σέ μία προφανῶς πλασματική καί σαφῶς ἐσφαλμένη ἑρμηνεία τοῦ ἀσαφοῦς ἐδαφικοῦ ὅρου «ὑπερβορείων μερῶν» στό τίτλο τοῦ Πατριάρχη Μόσχας («Πατριάρχης Μοσκόβου καί πάσης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν»), ὁ ὁποῖος δήλωνε σαφῶς τά βορειότερα μέρη ἀπό τό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας.
Βεβαίως, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι γνωρίζουν καλῶς τήν ἀληθῆ γεωγραφική ἀναφορά τοῦ ἐδαφικοῦ ὅρου «ὑπερβόρεια μέρη» κατ’ἀναφοράν πρός τό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, ἐν τούτοις ἰσχυρίζονται ἀφελῶς, ὅτι δῆθεν «αὐτή ἡ διατύπωση δέν καθορίζει ἐπακριβῶς τά ὅρια». Ἡ προβαλλομένη ὅμως ἀσάφεια τοῦ ὅρου αὐτοῦ χρησιμοποιήθηκε σκοπίμως γιά νά ὑποστηριχθῆ ἡ δική τους σαφῶς πλασματική καί προφανῶς ἐσφαλμένη ἑρμηνεία, ἤτοι ὅτι δῆθεν, ἤδη κατά τήν ἀνακήρυξη τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας(1589), «ὑπό τή δικαιοδοσία του ὑπήχθησαν οὐσιαστικά ὅλες οἱ βορειότερα τοῦ Βυζαντίου εὑρισκόμενες χῶρες» στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὑποστηρίχθηκε ἐπίσης αὐθαιρέτως τό «ζητούμενον», ἤτοι ὅτι δῆθεν ὁ ἀσαφής αὐτός ἐδαφικός ὅρος «οὐδόλως σημαίνει ὅτι τό κανονικό ἔδαφος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὀφείλει νά περιορίζεται ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ Βασιλείου τῆς Μοσχοβίας τοῦ τέλους τοῦ ΙΣΤ’ αἰώνα», γι’αὐτό ἀναγκάζονται νά ἰσχυρισθοῦν ἐπίσης ἐσφαλμένως, ὅτι δῆθεν ὁ ὅρος «πάσης Ρωσσίας» κατά τήν ἐποχή ἐκείνη δήλωνε ὄχι μόνο τήν «Μεγάλη», ἀλλά καί τήν «Μικρή» (Οὐκρανία) καί τή «Λευκή» (Λευκορωσσία).
Εἶναι ὅμως εὐνόητο ὅτι τόσο πρίν, ὅσο καί μετά τίς ἀποφάσεις τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686) ἡ «Μικρή» (Οὐκρανία) καί ἡ «Λευκή» Ρωσσία ἀνῆκαν στήν ἄμεση κανονική δικαιοδοσία τῆς ὑπαγομένης στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Μητροπόλεως Κιέβου. Ἑπομένως, ἡ ὁποιαδήποτε πλήρης ἤ μερική ἐπέκταση τῆς κανονικῆς ἐδαφικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στίς περιοχές αὐτές, ἤτοι πέρα τῶν περιγραφομένων στόν ἱδρυτικό Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο (1590) ἐδαφικῶν ὁρίων τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας καί τῶν ὑπερβορείων μερῶν, ἦταν δυνατή μόνο μέ τήν ἔκδοση ἀντιστοίχων Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Τόμων ἤ Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Πράξεων. Ἄλλωστε, ἡ ἔκδοσή τους ἦταν πάντοτε κανονικῶς ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη γιά νά καταγραφοῦν οἱ συγκεκριμένοι λόγοι, οἱ κανονικοί ὅροι καί οἱ ἐκκλησιαστικές συνέπειες γιά τήν προσαρτωμένη περιοχή. Οἱ ὅροι αὐτοί περιγράφονται καί στή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Διονυσίου Δ’ γιά τό κατ’οἰκονομίαν ἰδιότυπο καθεστώς χειροτονίας ἤ ἐνθρονίσεως τοῦ Μητροπολίτη Κιέβου, λόγῳ τῶν προσαρτηθεισῶν στό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τόσο τῆς Οὐκρανίας, ὅσο καί τῆς Λευκορωσσίας (1686), οἱ ὁποῖες ἀνῆκαν κανονικῶς στή Μητρόπολη Κιέβου καί παρέμειναν πάντοτε στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὑπό τή μορφή τῆς Πατριαρχικῆς ἐξαρχίας.
δ’. Ὁ ἀνακλητός χαρακτήρας τῆς Συνοδικῆς Πράξεως (1686)
Ἡ ἀμφισβήτηση ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τόσο τοῦ προσωρινοῦ χαρακτήρα τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686), ὅσο καί τῆς κανονικῆς δυνατότητας γιά μία πιθανή μελλοντική ἀναθεώρηση ἤ ἀνάκλησή της ὑποστηρίχθηκε ἀφελῶς μέ μία σαφῶς αὐθαίρετη καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένη ταύτιση τοῦ κανονικοῦ περιεχομένου τῶν σημαντικῶν κανονικῶν ὅρων «Πατριαρχικός Τόμος» καί «Συνοδική Πρᾶξις», γιά νά ἐξουδετερωθῆ προφανῶς ἡ γενομένη σαφής διάκριση ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ κανονικοῦ περιεχομένου τῶν δύο αὐτῶν ὅρων.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ θεολογικοί του σύμβουλοι ἰσχυρίζονται ἐξ ἀγνοίας ἤ σκοπίμως, ὅτι δῆθεν στίς ἀνωτέρω θέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «εἶναι πρόδηλος ἡ ἔλλειψη ἐπιστημονικότητας καί ὁ τεχνητός χαρακτήρας αὐτοῦ τοῦ σχήματος, λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψη τό γεγονός ὅτι οἱ ὅροι «Τόμος» καί «Πράξη» ἐναλλάσσονται συχνά, μή ἔχοντας μάλιστα σχέση οὔτε μέ τό κύρος, ἀλλ’ οὔτε καί μέ τίς ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες κατοχυρώνονται σέ αὐτές. Ἐπίσης, σφάλλει κανείς ἰσχυριζόμενος ὅτι τό περιεχόμενο ἑνός «Τόμου» ὀφείλει ὁπωσδήποτε νά ἔχη σχέση μέ τήνἐκκλησιαστική καί τή δικαιοδοσιακή θεματολογία... Ἀκόμη, δέν εὐσταθεῖ ἡ γνώμη ὅτι οἱ ἀποφάσεις ἐκκλησιαστικοῦ δικαιοδοσιακοῦ περιεχομένου (αὐτοκέφαλον, μεταβίβαση ἐπαρχιῶν στή δικαιοδοσία μιᾶς ἄλλης τοπικῆς Ἐκκλησίαςκ.λπ.) εἶναι ἀμετάβλητες μόνο ὅταν ἀποκαλοῦνται «Τόμος». Ἡ ἀπόφαση π.χ. τῆς Συνόδου τοῦ 1593 περί ἱδρύσεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν ἀποκαλεῖται «Τόμος», ἀλλά «Πρᾶξις», κάτι τό ὁποῖο ὅμως δέν καθιστά μεταβλητή τήν ἀπόφαση αὐτή».
Προφανῶς, οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀγνοοῦν ἀφελῶς ἤ ἐπιλέγουν σκοπίμως νά ἀγνοοῦν, ὅτι τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἱδρύθηκε «ἐπιτοπίως» ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἱερεμία Β’ μέ τό σχετικό «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» (1589), τό ὁποῖο ἐπικυρώθηκε ρητῶς μέ τόν «Τόμον» τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1590). Ἑπομένως, ἡ «Πρᾶξις» τῆς ἄλλης Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1593) ἐξέφραζε ἁπλῶς τή συναίνεση καί τοῦ νεοεκλεγέντος Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ στόν «Τόμον» τῆς προηγουμένης σχετικῆς Μείζονος Συνόδου (1590), ὅπως συνάγεται καί ἀπό τά Πρακτικά τῶν ἐργασιῶν της (Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία τῆς Ρωσσίας, Ἀθῆναι 20055, 295-304. Τοῦ αὐτοῦ, Ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν., ΙΙΙ, Ἀθῆναι 2012, 342-356).
Εἶναι ὅμως εὐνόητο ὅτι ὁ «Τόμος» τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (1590) δέν ἦταν ὁριστικός καί ἀμετάβλητος, ἤτοι μέχρι τήν ἐπικύρωσή του ἀπό μία Οἰκουμενική σύνοδο, γι’αὐτό καταργήθηκε, μέ τήν ἐπίμονη μάλιστα ἀξίωση τοῦ τσάρου Μ. Πέτρου. Ἡ ἀξίωση αὐτἠ κρινόταν ἀναγκαία τόσο γιά τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅσο καί γιά τήν ἐπιβολή μέ Διάταγμά του (1720) μιᾶς ἑπταμελοῦς «Ἱερᾶς Διοικούσας Συνόδου» (Πρόεδρος καί δύο ἀντιπρόεδροι ἐπίσκοποι καί τέσσαρα κληρικά ἤ λαϊκά μέλη), ἡ ὁποία θά λειτουργοῦσε ὑπό τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τοῦ «Ἐπιτρόπου» τοῦ τσάρου (oberprocuror). Συνεπῶς, ὁ τσάρος ἀπευθύνθηκε ὀφειλετικῶς μέ Ἐπιστολή του (30 Σεπτ. 1721) πρός τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Ἱερεμία Γ’ (1716-26, 1732-33) καί ζήτησε τήν κανονικῶς ἀπαραίτητη ἄλλωστε Πατριαρχική ἔγκριση, ἀφ’ἑνός μέν γιά τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀφ’ἑτέρου δέ γιά τή σύσταση τῆς «Ἱερᾶς Διοικούσης Συνόδου». Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἔγραφε στήν Ἐπιστολή του:
«Ὡς εὐπειθής υἱός τῆς περιποθήτου ἡμῶν Μητρός Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, διατηρῶν πάντοτε τήν εὐλάβειαν πρός τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ὡς Πρῶτον αὐτῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Ἀρχιποιμένα καί κατά πνεῦμα ἡμῶν Πατέρα...Ὅθεν, ... μετά πολλήν ὀρθήν κρίσιν καί βουλήν μετά τε τοῦ Ἱερατείου καί τοῦ τῶν λαϊκῶν τάγματος τοῦ ἡμετέρου Βασιλείου, ἐνεκρίναμεν τοῦ συστῆσαι πνευματικήν Σύνοδον, ἰσοδυναμοῦσαν τοῖς Πατριάρχαις,... πρός κυβέρνησιν τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας...Πεποίθαμεν οὖν ὅτι καί ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης, ὡς Πρῶτος Ἀρχιερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τό ἡμέτερον τοῦτο Διάταγμα καί τήν συστηθεῖσαν Πνευματικήν Σύνοδον εὐδοκήσαντες ὁμολογήσητε δίκαιον, καί περί τούτου διακοινώσητε τοῖς λοιποῖς μακαριωτάτοις Πατριάρχαις, τῷ τε τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων. Ἐπειδή δέ ἡμεῖς πανευμενῶς προσετάξαμεν ταύτῃ τῇ ἁγιωτάτῃ Πνευματικῇ Συνόδῳ ἔχειν μετά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ἀναφοράν καί ἀλληλογραφίαν ἐν πάσαις ταῖς ἐκκλησιαστικαῖς ὑποθέσεσιν, ἀξιοῦμεν καί τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ὅπως εὐδοκήσαντες διατηρῆτε μετά τῆς Συνόδου ταύτης ἀλληλογραφίαν καί ἀναφοράν περί τάς πνευματικάς ὑποθέσεις, ὅσαι συντελοῦσιν εἰς τό συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας, ὥσπερ καί πρότερον τοῦτο διετηρεῖτο μετά τῶν Πατριαρχῶν πάσης Ρωσσίας. Εἰ δέ ποτε ἐξαιτήσονται παρά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος ὁποιανδήποτε καλήν συμβουλήν πρός ὄφελος καί κρείττονα οἰκονομίαν τῆς Ἐκκλησίας (=Ἐκκλητον), παρακαλοῦμεν ἐν τοιαύτῃ περιστάσει μή ἀπαξιῶσαι αὐτούς τούτου διά τό κοινόν συμφέρον τῶν Ὀρθοδόξων...». (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 231-234).
Βεβαίως, ἡ περιεκτική ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Γ’ ἦταν θετική (23 Σεπτ. 1723), ὅπως ἦταν θετική καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ στόν τσάρο Βασίλειο γιά τήν ἵδρυση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, γι’αὐτό ἐνέκρινε τήν ἀπόφαση τοῦ τσάρου μέ μία σύντομη καί λιτή διατύπωση: «Ἡ μετριότης ἡμῶν... ἐπικυροῖ, βεβαιοῖ καί ἀποφαίνει τήν παρά τοῦ εὐσεβεστάτου καί γαληνοτάτου αὐτοκράτορος... διορισθεῖσαν ἐν τῇ ρωσσικῇ ἁγίᾳ καί μεγάλῃ βασιλείᾳ εἶναι καί λέγεσθαι ἐν Χριστῷ ἀδελφῇ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος παρά πάντων τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν... καί ἔχει ἄδειαν τελεῖν καί ἐπιτελεῖν ὅσα οἱ τέσσαρες ἀποστολικοί ἁγιωτάτοι Πατριαρχικοί θρόνοι. Νουθετεῖ, παραινεῖ καί ἐπιτάττει αὐτήν, ἵνα διαφυλάττῃ καί κρατῇ ἀπαρασάλευτα ἔθη καί κανόνας Οἰκουμενικῶν ἁγίων ἑπτά Συνόδων καί ἄλλα, ὅσα ἡ Ἀνατολική ἁγία Ἐκκλησία διακρατεῖ καί διαμένει εἰς αἰῶνα τόν ἅπαντα ἀπαρασάλευτος» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα., ΙΙΙ, 234-235).
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι, ἐάν εἶναι δυνατή ἡ ἀνάκληση ἑνός Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου, ὁ ὁποῖος ἔγινε δεκτός ὁμοφώνως ἀπό τούς τέσσαρες Πατριάρχες τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ἐπειδή δέν εἶχε ἐπικυρωθῆ μέ ἀπόφαση μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τότε εἶναι προφανῶς περισσότερο δυνατή ἡ ἀνάκληση μιᾶς Συνοδικῆς Πράξεως. Ἄλλωστε, ἡ Πρᾶξις αὐτή ὑπογράφηκε ὑπό ρητούς καί κανονικούς ὅρους ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη Διονύσιο Δ’ καί ἀπό τά μέλη τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου (1686), ὑπό τήν πίεση τοῦ τσάρου τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, μέ κύριο μάλιστα ἐπιχείρημα τήν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας του στίς ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς Οὐκρανίας καί τῆς Λευκορωσσίας. Συνεπῶς, ἡ Πρᾶξις εἶναι ἀνακλητή, κυρίως μάλιστα ὅταν ἀθετοῦνται αὒθαιρέτως ἤ περιφρονοῦνται ἀκρίτως, ὅπως εἴδαμε, βασικοί ὅροι κατά τήν ἐφαρμογή τῆς «κατ’οἰκονομίαν» συμβατικῆς ρυθμίσεως τῶν σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τή Μητρόπολη Κιέβου.
Βεβαίως, οἱ ἀνακλήσεις σχετικῶν Συνοδικῶν Πράξεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ ἔκδοσή τους, ἦσαν πάντοτε εὐεργετικές γιά τίς ἐμπερίστατες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ὅπως λ.χ. ἡ πρόθυμη ἀπόδοση τοῦ πατριαρχικοῦ του δικαιώματος στή μεγάλη Ἐπαρχία Ἑλλησπόντου τῆς Μ. Ἀσίας στόν Ἀρχιεπίσκοπο, τήν Ἱεραρχία, τόν ἱ. Κλῆρο καί τόν λαό τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου γιά νά μήν ἀποδυναμωθῆ ἤ ἀμφισβητηθῆ ἡ αὐτοκεφαλία της, ἡ ὁποία ὅμως ἀνακλήθηκε τελικῶς, ὅταν κατέστη δυνατή ἡ ἐπιστροφή τους στήν Κύπρο (καν. 39 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου, 691). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Διονυσίου Δ’ στήν πρώτη πατριαρχία του (1671-73), γιά τήν παραχώρηση στόν ἀρχιεπίσκοπο Σινᾶ ὅλων τῶν προνομίων τῶν αὐτοκεφάλων ἀρχιεπισκόπων Κύπρου καί Ἀχρίδος (Μίτρα, Μακαριώτατος κ.ἄ.), ἀνακλήθηκε ὡς ἀντικανονική ἀπό τόν διάδοχό του Ἰάκωβο στήν τρίτη Πατριαρχία του (1687-88) μέ μία νέα Συνοδική Πράξη (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα., ΙΙΙ, 194-195).
Ἀνάλογη εἶναι καί ἡ περίπτωση τοῦ αἰτήματος τοῦ ἐμπεριστάτου ἀπό τήν ἀθέμιτη δράση τῆς παπικῆς Οὐνίας Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σιλβέστρου (1724-66) πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Σαμουήλ Χαντζερῆ νά ἐντάξη προσωρινῶς τή μεγάλη Μητρόπολη Χαλεπίου τῆς Συρίας στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά νά ἐξουδετερωθῆ ἡ ἐπιρροή τοῦ λατινοφίλου ἰατροῦ τοῦ Σουλτάνου ὑπέρ τῆς παπικῆς Οὐνίας. Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, παρά τίς εὔλογες ἀρχικές κανονικές ἐπιφυλάξεις του, ἀποδέχθηκε μέ Συνοδική Πράξη πρός καιρόν τό αἴτημα, χειροτόνησε δέ μητροπολίτη Χαλεπίου τόν πρωτοσύγκελλό του Φιλήμονα, ὁ ὁποῖος διαδέχθηκε τόν Σίλβεστρο στόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Ἀντιοχείας (1766-67) καί ἐπανέφερε τήν μητρόπολη Χαλεπίου στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, ἀλλ’ὅμως διατήρησε στήν μητρόπολη τό «Μνημόσυνον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, ὥστε νά ἔχη τό κανονικό δικαίωμα νά παρεμβαίνη στήν Ὑψηλή Πύλη γιά τήν ἐξουδετέρωση τῆς προκλητικῆς δράσεως τῆς παπικῆς Οὐνίας (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙ, 207-210. Β. Ι. Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 164).
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι τά μέν καθοριζόμενα μέ Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου κανονικά ἐδαφικά ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῶν νεωτέρων Πατριαρχείων καί τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τή συναίνεση μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν ἄλλων πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, εἶναι δυνατόν νά μεταβληθοῦν ἤ καί νά ἐπεκταθοῦν μόνο μέ τήν ἔκδοση ἑνός σχετικοῦ Πατριαρχικοῦ καί Συνοδικοῦ Τόμου ἤ μιᾶς σαφοῦς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Πράξεως, ἤτοι χωρίς ρητούς περιοριστικούς κανονικούς ἤ συμβατικούς ὅρους γιά τόν ἀνακαθορισμό τῶν νέων κανονικῶν ὁρίων τοῦ συγκεκριμένου Πατριαρχείου ἤ αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας.
Ἀντιθέτως, οἱ ὑπό συγκεκριμένους πάντοτε ὅρους καθοριζόμενες σέ μία Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου περιστασιακές δικαιοδοσιακές ἤ ποιμαντικές ρυθμίσεις, οἱ ὁποῖες περιγράφονται σαφῶς στή Συνοδική Πράξη, ὅπως στή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ γιά τή Μητρόπολη Κιέβου (1686), εἶναι δυνατόν νά ἀνακληθοῦν μέ μία νέα Συνοδική Πράξη ἀπό τήν Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἤτοι ἀφ’ἑνός μέν ἄν δέν τηρήθηκαν οἱ ἀναφερόμενοι σέ αὐτή συμβατικοί ὅροι ἀπό τήν εὐνοούμενη μέ τίς περιστασιακές αὐτές ρυθμίσεις αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφ’ἑτέρου δέ ἄν ἐξέλειπαν πλέον οἱ προκαλέσαντες τίς προσωρινές αὐτές ρυθμίσεις λόγοι, ὅπως λ.χ. στό σύγχρονο ζήτημα τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς ἀνεξάρτητης Δημοκρατίας τῆς Οὐκρανίας.
Ἄλλωστε, ὅλα τά νεώτερα Πατριαρχεῖα καί οἱ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποσπάσθηκαν ἀπό τήν κανονική δικαιοδοσία τῆς κοινῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μέ ἀντιστοίχους Πατριαρχικούς καί Συνοδικούς Τόμους καί μέ σαφῆ πάντοτε τήν περιγραφή τῶν ἐδαφικῶν ὁρίων καί τῶν καθιερωμένων ὅρων τῆς κανονικῆς τους δικαιοδοσίας στά ἐδαφικά ὅρια τῆς κυριαρχίας τῶν νεοσυστάτων κρατῶν τῶν ὀρθοδόξων λαῶν κατά τούς νεωτέρους χρόνους. Στό νέο αὐτό πλαίσιο, ὁποιαδήποτε μεταβολή τῆς ἐδαφικῆς κυριαρχίας τῶν νεοσυστάτων κρατῶν προκαλοῦσε καί προκαλεῖ πάντοτε σοβαρές δικαιοδοσιακές ἀξιώσεις ἤ συγχύσεις, οἱ ὁποῖες ἀντιμετωπίσθηκαν κανονικῶς ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὄχι μόνο μέ Πατριαρχικές καί Συνοδικές Πράξεις, ἀλλά καί μέ σαφῶς εὐεργετική πάντοτε διάθεση πρός τίς νέες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί ὑπό συγκεκριμένους πάντοτε ὅρους γιά τήν ἄρρηκτη πνευματική σχέση τους μέ τή Μητέρα Ἐκκλησία.
Βεβαίως οἱ εὐεργετικές Συνοδικές Πράξεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦσαν πάντοτε ὄχι μόνο ἀνιδιοτελεῖς, ἀλλά καί μέ μία πρόθυμη θυσία τῶν δικαιοδοσιακῶν του δικαιωμάτων, ὅπως λ.χ. α) στήν ὀρθή ἀντιμετώπιση τῆς ὑπαγωγῆς τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Βοσνίας-Ἐρζεγοβίνης ἀπό τή Συνθήκη τοῦ Βερολίνου (1878), οἱ ὁποῖες, καίτοι εἶχαν παραχωρηθῆ στήν κυριαρχία τῆς Αὐστρίας, ὑπήχθησαν στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό ὁποῖο στόν συνταχθέντα Κανονισμόν (1880) τίς χαρακτήρισε Σερβική Ἐκκλησία καί ἐπέβαλε σέ αὐτές τή σερβική σημαία ὡς τό κοινό σύμβολο τῆς ἑνότητας τοῦ σερβικοῦ ἔθνους ὑπό τόν μητροπολίτη Βελιγραδίου, ἀφοῦ ἦταν ἀναγκαία γιά τήν ἐνίσχυση καί τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, β) στήν ἄνευ κανονικῶς ὅρων πλήρη καί ὁριστική παραχώρηση τῶν ἐπαρχιῶν τῶν Ἰονίων Νήσων (1866) καί τῶν ἐπαρχιῶν Ἠπείρου καί Θεσσαλίας (1882) γιά τήν ἐνίσχυση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τῆς αὐτοκέφαλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γ) στήν ὑπό συγκεκριμένους κανονικούς καί συμβατικούς ὅρους συνοδική ἀπόφαση ἀναθέσεως τῆς ἐπιτροπικῆς διοικήσεως τῶν προσαρτηθεισῶν στήν κυριαρχία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἐπαρχιῶν τῆς Θράκης, τῆς Μακεδονίας καί τῶν Νήσων τοῦ Β. Αἰγαίου, τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν», γιά τήν κάλυψη τῶν πολλαπλῶν διοικητικῶν καί ποιμαντικῶν ἀναγκῶν (1928) κ.ἄ.
Συνεπῶς, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὀφείλει νά ἐφαρμόση καί στό Οὐκρανικό ζήτημα τά καθιερωμένα αὐτά διαχρονικά κανονικά κριτήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὄχι μόνο γιά τήν πρόληψη, ἀλλά καί γιά τή θεραπεία τῶν ἀπειλουσῶν καί αὐτή ἀκόμη τήν ὑπόσταση τῆς σημαντικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας δικαιοδοσιακῶν συγχύσεων ἤ ἀξιώσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνέλαβε ὀφειλετικῶς, ὡς διαχρονικός φύλακας καί ἐγγυητής τῆς κανονικῆς τάξεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, νά ἀντιμετωπίση ἀνιδιοτελῶς καί μέ ἀμιγῶς ἐκκλησιαστικά κριτήρια τό χρονίζον ζήτημα τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης Ὀρθοδόξου Ἑκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, «ἵνα μή τό κακόν χεῖρον γένηται». Ἄλλωστε, εἶναι κανονικῶς καί ἐκκλησιαστικῶς ἀδιανόητο νά ἀνακηρύσσονται προθύμως αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίιες μέ μέλη μόνο ὁρισμένες χιλιάδες πιστῶν καί νά μήν ἀνακηρύσσεται αὐτοκέφαλη ἡ μεγάλη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, μέ 40 περίπου ἑκατομμύρια εὐλαβῶν πιστῶν, ἐπειδή ἀντιδρᾶ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας δι’οἰκείαν φιλονικίαν ἤ ἰδιοτέλειαν.
Βεβαίως, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀγωνίζεται ἐπί πέντε αἰῶνες νά ἐπιβάλη βιαίως καί μέ καθαρῶς πολιτικά ἤ ἐθνοφυλετικά κριτήρια τήν ἀντικανονική ἀξίωσή του γιά τήν ὑπαγωγή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας στή δυναστική δικαιοδοσία του, γι’ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική Ἱεραρχία, ὁ ἱ. Κλῆρος καί ὁ εὐλαβής λαός τῆς Οὐκρανίας ἀρνήθηκαν πάντοτε νά δεχθοῦν τήν ἐξάρτηση αὐτή. Ἄλλωστε, οἱ Οὐκρανοί γνωρίζουν «πῶς» καί «γιατί» οἱ ἀνατολικές έπαρχίες τῆς Οὐκρανίας ἀναγκάσθηκαν νά γίνουν ρωσσόφωνοι καί ἀπειλοῦν σήμερα τήν ἐσωτερική ἑνότητα τῆς Οὐκρανίας, ὅπως συνέβη καί μέ τή βίαιη προσπάθεια ἐκρωσσισμοῦ τοῦ εὐλαβοῦς λαοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας γιά νά καταστῆ δυνατή ἡ προσάρτησή της στή ρωσσική αὐτοκρατορία (1811), γι’ αὐτό, ἀμέσως μετά τήν ἐπιβολή τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ἀποκατέστησε αὐτοδικαίως τήν ἐκκλησιαστική της ἀνεξαρτησία ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας (1917). Τό αὐτό συνέβη καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας κατά τήν περίοδο τῆς δυναστικῆς προστασίας τῆς τσαρικῆς Ρωσσίας μέ τούς τρεῖς διαμελισμούς τῆς Πολωνίας (1772, 1793, 1795) καί μέ τήν ὑπαγωγή της σέ ρώσσους ἀρχιερεῖς, μέχρι τήν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της μέ «Τόμον» τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1924) κ.ἄ.
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία Οὐκρανίας ἔχει δῆθεν σήμερον, ὅπως δηλώνουν καί οἱ θεολογικοί σύμβουλοι τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, μία ἐκκλησιαστική αὐτονομία καί μία ἐσωτερική διοικητική ἀνεξαρτησία, κατ’ἀναφοράν ὅμως προς τό Πατριαρχεἶο Μόσχας, γιά νά ἰσχυρισθοῦν ἀφελῶς ὅτι δῆθεν δέν εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀνακήρυξη τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας. Βεβαίως, ἡ ἰδιότυπη αὐτή ἐπαχθής ἀνεξαρτησία κατοχυρώνεται μέ τόν Καταστατικό Χάρτη της, ἀφοῦ ἡ Ἱ. Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας ἐκλέγει καί χειροτονεῖ ὄχι μόνο ὅλους τούς ἀρχιερεῖς τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά καί τόν Προκαθήμενό της Μητροπολίτη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας. Ἐν τούτοις, τό αὐτό καθεστώς τῆς ἐπαχθοῦς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας σχετικοποιεῖται καί ἀποδυναμώνεται ἀπό τήν ἀντικανονική ἀξίωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά εἶναι ὁ Μητροπολίτης Κιέβου τακτικό μέλος καί τῆς Ἱ. Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, γιά νά ἐκφράζεται προφανῶς ἡ αὐθαίρετη ἀξίωση τῆς πλήρους ὑπαγωγῆς της στήν κανονική του δικαιοδοσία.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀντιτίθεται αὐθαιρέτως καί μέ προφανῶς πλασματικά προσχήματα στό κανονικό δικαίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας νά ἀποκτήση τήν ἐκκλησιαστιική της αὐτοκεφαλία, καίτοι ἡ ἀντίθεση αὐτή καθιστᾶ ὀξύτερες τίς ἤδη ἐπικίνδυνες ἀντιθέσεις στίς σχέσεις τῶν δύο ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Συνεπῶς, ἡ μόνη πλέον κανονική ὁδός γιά τήν ὁριστική ἐκτόνωση τῶν μακραιώνων καί ἀδιαλλάκτων ὀξυτάτων ἀντιθέσεών τους εἶναι ἡ ἄμεση ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, ἡ ὁποία θά ἱκανοποιήση ἕνα ἐπίμονο καί δίκαιο αἴτημα τῆς μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Ἄλλωστε, ἡ λύση αὐτή θά εἶναι ἐπωφελής καί γιά τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἀφοῦ ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας θά ἐπιστεφθῆ τελικῶς μέ τήν ἄμεση ενίσχυση τόσο τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ διεσπασμένου σώματος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὅσο καί τῶν διμερῶν ἀδελφικῶν ἐκκλησιαστικῶν τους σχέσεων.
Β’. ΤΟ ΕΚΚΛΗΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΘΡΟΝΟΝ
α’. Ἡ καθιέρωση τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τοῦ Ἐκκλήτου
Ἡ αὐθαίρετη, ἀβασιμη καί προφανῶς ἐσφαλμένη ἀμφισβήτηση ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας τόσο στή σύνταξη τοῦ «Ἀνακοινωθέντος» τῆς Ρωσσικῆς Συνόδου γιά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο στηρίχθηκε ἀφελῶς ἤ σκοπίμως σέ μία προφανῆ διπλῆ σύγχυση κανονικῶν ἀρχῶν καί κριτηρίων γιά νά πλήξη τό κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά δεχθῆ τό Ἔκκλητον τοῦ καθαιρεθέντος ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας Μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο καί νά τόν ἀποκαταστήση στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία. Ἡ σύγχυση ὅμως αὐτή εἶναι διπλῆ, ἀφ’ἑνός μέν γιατί ὑποστηρίζεται αὐθαιρέτως ἤ ἀκρίτως, ὅτι δῆθεν «ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης οὐδέποτε εἶχε ἤ ἄσκησε τό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλησον καί ἀπό τά ἄλλα Πατριαρχεῖα», ἤτοι καί ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ἀφ’ἑτέρου δέ γιατί ἰσχυρίζονται ἐσφαλμένως, μέ τήν πλασματική μάλιστα μέθοδο τῆς λήψεως τοῦ ζητουμένου, ὅτι δῆθεν μέ τή Συνοδική Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Διονυσίου Δ’ (1686) «ἡ Ἐκκλησία Οὐκρανίας ἐντάχθηκε πλήρως καί ὁριστικῶς» στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, καίτοι ἡ Μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Ρωσίας παρέμεινε πάντοτε, ὅπως εἴδαμε, ἐξαρχία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (Β.Ι.Φειδᾶ, Ἐκκλ. Ἱστορία, ΙΙΙ, 613-614).
Ὑπό ὁποιαδήποτε ὅμως ἀπό τίς δύο αὐτές προσεγγίσεις, ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ κανονικοῦ δικαιώματος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι προφανῶς ἀβάσιμη καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένη, καίτοι, ὅπως θά δοῦμε, χρησιμοποιεῖται ἀκρίτως γιά τήν ὑποστήριξή τηςμία μεμονωμένη καί ἀσαφής ἤ ἀμφίσημη μαρτυρία τοῦ ἐγκρίτου βυζαντινοῦ κανονολόγου Ἰω. Ζωναρᾶ (ΙΒ’ αἰ.). Πράγματι, ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ θεωρήθηκε ὅτι δῆθεν ἀπαγορεύει στόν Οἰκουμενικό θρόνο τήν ἀποδοχή Ἐκκλήτου ἀπό ἄλλο Πατριαρχικό θρόνο, μέ βάση τούς σχετικούς κανόνες 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), καίτοι ὁ ἔγκριτος κανονολόγος γνώριζε καλῶς τόσο τήν ἰσχύουσα ἀντίθετη κανονική παράδοση καί ἐκκλησιαστική πράξη, ὅσο καί τή νομοθετική κατοχύρωση τοῦ δικαιώματος αὐτοῦ στόν συνταχθέντα ἀπό τόν ἱ. Φώτιο τρίτο Τίτλο τῆς Ἐπαναγωγῆς (παρ. 9-10). Ὡστόσο, ἡ μαρτυρία αὐτή τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ περιορίζεται σέ μία μονοσήμαντη γραμματική ἑρμηνεία τοῦ ὅρου «ἔξαρχος τῆς διοικήσεως» τῶν δύο κανόνων κατά τόν Δ’ αἰώνα, ἤτοι πρίν ἀπό τήν εἰσαγωγή τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος μέ τόν κανόνα 28 τῆς αὐτῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος προσέδωσε μία εἰδικότερη προοπτική στά ἐξαιρετικά «πρεσβεία τιμῆς» τοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως στό πλαίσιο τοῦ κανονικοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν.
Βεβαίως, ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 9 περιγράφει ἁπλῶς τίς ἤδη ὑφιστάμενες γνωστές διαφωνίες μεταξύ τῶν κανονολόγων ὡς πρός τήν ἔννοια τοῦ ὅρου «ἔξαρχος τῆς Διοικήσεως», στήν κρίση τοῦ ὁποίου τίθεται ὁποιαδήποτε ἀντιδικία ἐπισκόπου μέ τόν μητροπολίτη τῆς ἐπαρχίας, σέ περίπτωση δέ παραπομπῆς τῆς ἀντιδικίας στή Μείζονα Σύνοδο τῆς Διοικήσεως, τότε δύνανται νά προσφεύγουν καί στόν «τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιεπίσκοπον». Ἄλλωστε, ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς γνώριζε τίς ὑφιστάμενες διαφωνίες, ἤτοι ὅτι «ἐξάρχους δέ τῶν διοικήσεων τούς πατριάρχας εἶναι φασίν, ἄλλοι δέ μητροπολίτας», γι’ αὐτό ὑποσχέθηκε μία σαφέστερη ἀνάλυση στόν κανόνα 17 τῆς αὐτῆς Συνόδου (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 237-238). Ὡστόσο, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 17 ἀναπτύσσει ἐκτενέστερα τίς διαφωνίες του γιά τόν τίτλο τοῦ «ἐξάρχου», ἀλλά δέν δίνει μία σαφῆ κανονική ἀπάντηση στό ζήτημα τῆς ἀσκήσεως τοῦ Ἐκκλήτου στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Πράγματι, ἐνῶ τόνιζε ρητῶς, ὅτι «ὅτε ἐπίσκοπος κατά μητροπολίτου αὐτοῦ δίκην ἔχει, τότε τῷ Κωνσταντινουπόλεως ἐπιτρέπει τό δικαστήριον. Οὐ πάντων δέ τῶν μητροπολιτῶν πάντως ὁ Κωνσταντινουπόλεως καθιεῖται δικαστής, ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ. Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας, ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης καί Φοινίκης, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου ἄκοντας ἑλκύσει δικάσασθαι παρ’ αὐτῷ...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 259-260).
Ἡ ἑρμηνεία ὅμως αὐτή τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ, τήν ὁποία ἀπορρίπτουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι, ἤτοι ὁ Πατρτιάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών καί ὁ διαπρεπής νομομαθής Ἀλέξιος Ἀριστηνός, χρησιμοποιήθηκε ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας γιά νά ὑποστηριχθῆ ἀκρίτως, ὅτι ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς ἀπέρριπτε δῆθεν ρητῶς καί κατηγορηματικῶς τό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά δέχεται προσφυγές Ἐκκλήτου ἀπό ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς. Ὡστόσο, στό παρατεθέν κείμενο ἀποκλείεται σαφῶς ἡ κρίση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μόνο γιά τούς «ἄκοντας» ἀρχιερεῖς, ἤτοι γιά τούς μή προσφεύγοντες σέ αὐτό μέ τήν ἄσκηση Ἐκκλήτου ἀρχιερεῖς ἄλλου Πατριαρχικοῦ θρόνου. Συνεπῶς, ὅταν ἀσκηθῆ προσφυγή Ἐκκλήτου στόν Οἰκουμενικό θρόνο ἀπό «ἐκόντας» ἀρχιερεῖς ἄλλου Πατριαρχικοῦ θρόνου, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς ἔχων τό πρωτεῖον τιμῆς μεταξύ τῶν ἄλλων πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἔχει αὐτονόητη τήν κανονική ὑποχρέωση νά ἐπιληφθῆ τῆς ὑποθέσεως.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ ἔγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι τοῦ ΙΒ’ αἰώνα Θεόδωρος Βαλσαμών καί Ἀλέξιος Ἀριστηνός δέν συμφωνοῦσαν, ὅπως θά δοῦμε, μέ τήν ἀντίθετη πρός τήν καθιερωμένη ἐκκλησιαστική πράξη ἀσαφή ἤ ἀμφίσημη μαρτυρία τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ. Ἄλλωστε, ἡ προβαλλόμενη στούς κανόνες 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου κανονική δυνατότητα ἀσκήσεως Έκκλήτου στόν «ἔξαρχο τῆς Διοικήσεως» ἤ στόν «τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον» δέν εἰσάγεται μέ τούς κανόνες αὐτούς, ἀφοῦ ἀπορρέει ἀπό τόν ἤδη κατοχυροῦντα τά ἐξαιρετικά «πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀμέσως μετά τόν θρόνο τῆς Ρώμης, κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381) καί ὄχι βεβαίως ἀπό τούς κανόνες 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451).
Πράγματι, ἀμέσως μετά τή Β’ Οἰκουμενική σύνοδο (381) ὁ πρόεδρος αὐτῆς ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, καίτοι δέν εἶχε δική του Σύνοδο ἐπισκόπων, ἀποδέχθηκε τό Ἔκκλητον τῶν ἐπισκόπων Ἀγαπίου καί Βαγαδίου τῆς ἐπισκοπῆς Βόστρων τῆς Ἀραβίας γιά τήν καθαίρεση τοῦ Βαγαδίου μόνο ὑπό δύο ἐπισκόπων. Ἑπομένως, συγκάλεσε σέ μία μεγάλη Ἐνδημοῦσα σύνοδο (394) ὅλους τούς ἐξέχοντες ἀρχιεπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς (Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, Φλαβιανό Ἀντιοχείας, Ἑλλάδιο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας καί πολλούς ἄλλους ἐγκρίτους Μητροπολίτες) γιά τή λήψη μιᾶς κοινῆς καί ὁριστικῆς γιά τό θέμα κανονικῆς ἀποφάσεως.
Ὑπό τό αὐτό πνεῦμα, ὁ διάδοχός του Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀποδεχόταν ὄχι μόνο τό Ἔκκλητον τῶν διωκομένων ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας μοναχῶν («Μακρῶν ἀδελφῶν»), ἀλλά καί πλῆθος προσφυγῶν ἀπό τίς Μητροπόλεις τῶν διοικήσεων Ἀσίας καί Θράκης γιά τίς στασιαζόμενες ἐκλογές, χειροτονίες ἤ κρίσεις ἀρχιερέων. Ὡστόσο, ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος Β’ (408-450), μέ τό περιληφθέν στόν Θεοδοσιανό Κώδικα (Codex Theodosianus) Διάταγμά του πρός τόν Ἔπαρχο τοῦ Ἰλλυρικοῦ (Praefectus Praetorio per Illyricum, 421), ὅρισε, ὅτι ὅλες οἱ διαμφισβητούμενες ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις στίς ἐπαρχίες τῶν Διοικήσεων τοῦ Ἰλλυρικοῦ θά ὑπόκεινται στόν ἔλεγχο καί τήν κρίση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.
Συνεπῶς, ἡ ἀναγνώριση ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο (451) μέ τόν κανόνα 28 τόσο τῶν «ἴσων πρεσβείων» τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, ὅσο καί εὐρυτάτης δικαιοδοσίας τῆς Νέας Ρώμης στίς ρωμαϊκές Διοικήσεις Ἀσίας, Πόντου καί Θράκης, μέ τήν ἐπέκτασή της καί στά λεγόμενα «βαρβαρικά μέρη ἤ ἔθνη», κατέστη πλέον ἀδιαμφισβήτητο τό ἤδη ἀσκούμενο κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ὄχι μόνο ἀπό ἀρχιερεῖς τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως λ.χ. γιά τήν καταδίκη τοῦ ἤδη καθηρημένου Πατριάρχη Ἀντιοχείας Σεβήρου καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀπό τή συγκληθείσα, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μεγάλη Ἐνδημούσα Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (536), ἀλλά καί ἀπό τούς ἰδίους τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, ὅπως λ.χ. τό Ἔκκλητον τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας Γρηγορίου Α’ (570-596) στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἰωάννη Δ’ τόν Νηστευτή (582-595) γιά νά συγκαλέση μία μεγάλη Ἐνδημούσα Σύνοδο καί νά ἐλέγξη τίς ἐναντίον του ἀβάσιμες κατηγορίες γιά ἀντικανονικές ἤ ἐγκληματικές πράξεις (588).
Εἶναι λοιπόν εὐνόητο ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νέας Ρώμης, ἐπειδή εἶχε συνοδικῶς κατοχυρωμένα «ἴσα πρεσβεῖα» μέ τόν Πάπα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, προσεφωνεῖτο, ἀμέσως μετά τή Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο (451), ὡς «Οἰκουμενικός», ἤτοι ὅπως καί ὁ Πάπας Ρώμης. Συνεπῶς, εἶχε ὅλα τά κανονικά προνόμια τοῦ Πρώτου θρόνου (Prima sedes) στίς σχέσεις τους τόσο μέ τόν Παπικό θρόνο, ὅσο καί μέ τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐμπερίστατοι ὑπό τήν ἐπαχθῆ ἀραβική κυριαρχία καί δέν εἶχαν τήν ἐλευθερία γιά μία ἐνεργότερη συμμετοχή στή συνοδική ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν κρίσεων. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ Ζ’ Οἰκουμενική Σύνοδος (787) ἀποφάσισε, ὅτι μία Μεγάλη Σύνοδος γιά νά εἶναι Οἰκουμενική πρέπει νά ἔχη ἀπαραιτήτως ὡς «συνεργούς», παρόντες ἤ ἐκπροσωπουμένους, τούς Πατριάρχες Ρώμης καί Κωνσταντι¬νουπόλεως καί «συμφρονοῦντας» τούς ἐμπεριστάτους Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων (Mansi, XIII, 208- 209).
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτή, στή συγκληθείσα ὑπό τήν προεδρία τοῦ ἱ. Φωτίου Μείζονα Σύνοδο τῆς Ἁγίας Σοφίας (879-880), ἡ πρόταση τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων γιά τόν κανόνα 1 τῆς Συνόδου, κατά τόν ὁποῖο ὁποιαδήποτε καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ Πάπα στή Δύση νά γίνεται ἀμέσως δεκτή καί ἀπό τόν Οἰκουμενικό πατριάρχη, ὅπως καί ὁποιαδήποτε δική του καταδικαστική ἀπόφαση στήν Ἀνατολή νά γίνεται δεκτή καί ἀπό τόν Πάπα Ρώμης (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 705). Ὑπό τό αὐτό πνεῦμα, ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 3 τῆς Συνόδου (343) γιά τό ἔκκλητον στόν Πάπα Ρώμης, τονίζει ὀρθῶς, ὅτι «τά μέντοι ὁρισθέντα περί τοῦ Πάπα ἐκληπτέον καί εἰς τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, διά τό ἐπί πᾶσιν ὁμοίως καί τοῦτον τῷ Πάπᾳ τιμηθῆναι ἀπό διαφόρων κανόνων» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙΙ, 237).
Ὁ ἱ. Φώτιος, συντάκτης τῶν Τίτλων ΙΙ καί ΙΙΙ «Περί Βασιλέως καί Περί Πατριάρχου» τῆς «Ἐπαναγωγῆς» ἤ «Εἰσαγωγῆς τοῦ Νόμου», τονίζει ἰδαιτέρως στόν τρίτο Τίτλο τό ἤδη καθιερωμένο στήν κανονική παράδοση καί στήν ἐκκλησιαστική πράξη ἀποκλειστικό κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη νά δέχεται τό Ἔκκλητον καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς. Πράγματι, κατά τόν τρίτο Τίτλο τῆς Ἐπαγωγῆς, «ὁ Κωνσταντινουπόλεως θρόνος, ἐπικυρωθείς ταῖς Συνοδικαῖς ψήφοις, Πρῶτος ἀνερρήθη, αἷς οἱ θεῖοι κατακολουθοῦντες νόμοι καί τάς ὑπό τούς ἑτέρους θρόνους (=Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων) γινομένας ἀμφισβητήσεις ὑπό τήν ἐκείνου (Κωνσταντινουπόλεως) προστάττουσιν ἀναφέρεσθαι διάγνωσιν καί κρίσιν», γι’ αὐτό «τῷ Κωνσταντινουπόλεως Προέδρῳ ἔξεστι καί ἐν ταῖς τῶν ἄλλων (=Πατριαρχικῶν) θρόνων ἐνορίαις...Σταυροπήγια διδόναι...» (Περί Πατριάρχου ΙΙΙ, 9-10).
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ἔγκριτος νομομαθής καί κανονολόγος τοῦ ΙΒ’ αἰώνα Ἀλέξιος Ἀριστηνός, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 9 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), τονίζει σαφῶς, ὅτι «ἐπίσκοπος ἤ κληρικός, εἰ κατά μητροπολίτου ἔχει τινά ὑπόθεσιν, ἤ παρά τῷ Ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως, ἤτοι τῷ Πατριάρχῃ, ὑφ’ ὅν τελοῦσιν οἱ τῶν ἐπαρχιῶν ἐκείνων μητροπολῖται, δικάζεσθαι, ἤ παρά τῷ Πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπερ προνόμιον οὐδενί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν ἐδόθη, οὔτε ἀπό τῶν κανόνων, οὔτε ἀπό τῶν νόμων, τό δικάζεσθαι μητροπολίτην τελοῦντα ὑφ’ ἕτερον Πατριάρχην, παρά Πατριάρχῃ ἑτέρῳ, εἰ μή μόνῳ τῷ Κωνσταντινουπόλεως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 240).
Συνεπῶς, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδή εἶχε τό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, εἶχε καί τό δικαίωμα νά ἱδρύη Σταυροπήγια καί στούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Ἄλλωστε, μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ’ αἰώνα (1054), οἱ παρεπιδημοῦντες στήν Κωνσταντινούπολη ἐμπερίστατοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς προσεκαλοῦντο καί συμμετεῖχαν στίς Μείζονες Ἐνδημοῦσες Συνόδους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅταν ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθοῦν σοβαρά ζητήματα πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ὁ ἔγκριτος κανονολόγος καί Πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών (1185-1199), στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), ἀντικρούει τούς ἀμφισβητοῦντες τό οἰκουμενικό κῦρος τῆς Πατριαρχικῆς συνόδου τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τονίζει δέ ρητῶς, «ὅτι ἡ ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος, κἄν Οἰκουμενική Σύνοδος οὐκ ἐστίν, ὡς μή παρρησιαζόντων καί τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, ἀλλά μείζων ἐστί πασῶν τῶν Συνόδων, καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ταύτης Οἰκουμενικός Πατριάρχης καλεῖται» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 186).
Βεβαίως, στήν Πατριαρχική σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, στήν ὁποία παρίσταντο ἤ ἐξεπροσωποῦντο οἱ προσκαλούμενοι ἤ παρεπιδημοῦντες στήν Κωνσταντινούπολη ἐμπερίστατοι Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἦταν αὐξημένο ἤ ἀδιαμφισβήτητο τό κῦρος τῶν ἀποφάσεών της, ἀφοῦ ἔγιναν δεκτές ἤ εἶχαν τή συναίνεση τῆς «τετρακτύος» τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν. Ἡ καθιερωμένη αὐτή κανονική παράδοση ἐφαρμόσθηκε γενικῶς κατά τούς χαλεπούς καιρούς τῆς μεταβυζαντικῆς περιόδου, ὑπό τήν Προεδρία πάντοτε τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη, γιά τή συνοδική ἀντιμετώπιση τῶν ἀπειλούντων τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σοβαρῶν ζητημάτων πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως. Πράγματι, Μείζονες Ἐνδημοῦσες Σύνοδοι συγκλήθηκαν λ.χ. γιά τήν ἀποκήρυξη τῆς ἑνωτικῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1484), γιά τήν ἐπικύρωση τῆς ἀποφάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἱερεμίου Β’ νά ἀνακηρύξη μέ «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» τή Μητρόπολη Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο (1590, 1593), γιά τήν καταδίκη τῆς ἀποδιδομένης στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρι καλβινικῆς Ὁμολογίας πίστεως (1638, 1642, 1672, 1691), γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ πολυπλόκου Συναϊτικοῦ ζητήματος (1575, 1615, 1645, 1648, 1670), γιά τήν ἀξιολόγηση τοῦ ζητήματος τῶν ἀγγλικανῶν Ἀνωμότων (1718, 1723, 1727), γιά τήν καταδίκη τῶν ἐθνοφυλετικῶν παροξυσμῶν τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1872) κ.ἄ.
Συνεπῶς, ἡ ἄσκηση Ἐκκλήτου στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπό ἀρχιερεῖς τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ἦταν πλέον ἕνα αὐτονόητο κανονικό δικαίωμα, τό ὁποῖο μποροῦσε νά κριθῆ τόσο ἀπό τήν Πατριαρχική Σύνοδο, ὅσο καί ἀπό μία Μείζονα Ἐνδημούσα Σύνοδο, ἀναλόγως πρός τή σοβαρότητα τοῦ παραπεμπομένου ζητήματος ἤ τῶν πιθανῶν ἀνεπιθυμήτων προεκτάσεων ἤ συνεπειῶν γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, σέ ὅλους τούς Πατριαρχικούς καί Συνοδικούς Τόμους γιά τήν ἀπόδοση τῆς Αὐτοκεφαλίας ἤ τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας σέ μία αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τονίζεται μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση ὄχι μόνο ἡ ἄρρηκτη πνευματική σχέση τους μέ τή Μητέρα Ἐκκλησία, ἀλλά καί ἡ αὐτονόητη μέριμνα ἤ συνδρομή τῆς Μητρός Ἐκκλησίας γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν ἐσωτερικῶν θεολογικῶν, κανονικῶν ἤ ποιμαντικῶν προβλημάτων τους μετά ἀπό σχετική αἴτησή τους.
β‘. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ Ἐκκλήτου ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας Β’ στό «ἐπιτοπίως» ἐπιδοθέν «Πατριαρχικόν Χρυσόβουλλον» (1589), ὅπως καί στό «Συνοδικόν Γράμμα» ἤ «Τόμον» τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1590), μέ τή συναίνεση μάλιστα καί τῶν ἄλλων ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, ὁ Πατριάρχης Μόσχας ὄφειλε, «ἵνα ὡς κεφαλήν καί ἀρχήν ἔχῃ αὐτός τόν ἀποστολικόν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνου πόλεως, ὡς καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι». Ἡ σοβαρή λοιπόν κρίση στίς σχέσεις τοῦ τσάρου Ἀλεξίου μέ τόν Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα (1652-1666) προκάλεσε τήν ὑποβολή μιᾶς σειρᾶς κανονικῶν «Ἐρωτήσεων» στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη γιά νά ἔχη στίς «Ἀποκρίσεις» του τήν κοινή γνώμη τῶν τεσσάρων ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἡ ὁποία ἐκφράσθηκε ὁμοφώνως στόν περίφημο «Τόμον ζητημάτων τινῶν ἀναγκαίων...» (1663).
Σημαντικότερη γιά τό θέμα αὐτό ἦταν ἡ ὀγδόη «Ἐρώτησις»: «Εἰ τῷ Κωνσταντινουπόλει θρόνῳ ἐφεῖται πᾶσα κρίσις ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί παρ’αὐτοῦ λαμβάνει ἑκάστη ὑπόθεσις ἐκκλησιαστική πέρας». Ἡ ὁμόφωνη «Ἀπόκρισις» τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν ἦταν σαφής: «Τό προνόμιον τοῦτο τῷ πάπᾳ Ρώμης ἦν πρό τοῦ διαραγῆναι τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὑπό ἀλαζονίας καί ἐθελοκακίας, ἤδη δέ διαρραγέντος, αἱ ὑποθέσεις αὗται τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τόν τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνον ἀναφέρονται καί παρ’αὐτοῦ τάς ἀποφάσεις λαμβάνουσιν, ὡς τά ἴσα πρωτεῖα, κατά τούς κανόνας (=καν. 4 Σαρδικῆς), ἔχοντος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης...». Καί ἐκ τοῦ Βαλσαμῶνος: «Μή εἶναι τά περί τοῦ πάπα ὁρισθέντα ἰδικά τούτου καί μόνου προνόμια, ἀλλ’ἐξακούεσθαι καί εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως, ἤδη δέ ἀπορραγέντος τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἀπό τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, μόνον εἰς τόν Οἰκουμενικόν ἀναφέρονται θρόνον. Εἰ δέ συναινοῦσι καί οἱ λοιποί Πατριάρχαι, εἰ τυχόν εἴη μείζων ὑπόθεσις ἀμετάβλητος ἔστι ἡ ἐξενεχθεῖσα ἀπόφασις...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 102-103).
Εἶναι λοιπόν προφανές ὅτι ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ὡς ὁ Πρῶτος μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, εἶχε πάντοτε καί ἔχει συνεχῶς τό ἀποκλειστικό καί ἀπαράγραπτο κανονικό δικαίωμα νά δέχεται προσφυγές Ἐκκλήτου ἀπό ὅλους τούς Πατριαρχικούς θρόνους, ἄν ὅμως εἶναι μία «μείζων ἐκκλησιαστική ὑπόθεσις», ὅπως λ.χ. ἡ κρίση ἑνός Πατριάρχη, εἶναι κανονικῶς ὀρθό νά συναινοῦν καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχες. Εἶναι λοιπόν εὐνόητο τό αἴτημα τοῦ τσάρου, μέ Ἐπιστολή του πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη (Σεπτ. 1664), ἡ συνοδική κρίση τοῦ παραιτηθέντος Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα νά γίνη μέ τή συναίνεση τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν στή Μόσχα ἀπό μία Μείζονα Σύνοδο (1666) μέ τή συμμετοχή τῶν ἐξουσιοδοτημένων ἀπό τούς Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως καί Ἱεροσολύμων Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Παϊσίου καί Ἀντιοχείας Μακαρίου, τῶν παρόντων ρωμαίων ἐπισκόπων, τῶν μητροπολιτῶν, ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων τοῦ Βασιλείου τῆς Μεγάλης Ρωσσίας, παρι¬σταμένων δέ 130 ἀρχιμανδριτῶν, ἡγουμένων καί πολλῶν κληρικῶν, γι’αὐτό καί ἡ ληφθείσα ἀπόφαση καθαιρέσεως τοῦ πατριάρχη Νίκωνα ἦταν ὁριστική καί ἀμετάκλητη.
Σημαντική ὅμως εἶναι ἡ ἄσκηση Ἐκκλήτου καί ἀπό τόν Πατριάρχη Μόσχας Ἀδριανό (1690-1700), ὁ ὁποῖος πιεζόταν ἀπό τόν τσάρο Μ. Πέτρο, ἀπό τήν ἡγεσία τῆς Λιθουανίας καί ἀπό τόν μητροπολίτη Κιέβου Βαρλαάμ νά χειροτονήση κατ’ οἰκονομίαν τόν λατινόφρονα Διονύσιο στήν ἐπισκοπή Λούτσκ. Ὡστόσο, φοβούμενος τήν προσχώρησή του στά ἀθέμιτα σχέδια τῆς παπικῆς Οὐνίας, ἀρνήθηκε νά συναινέση καί ἔκρινε ἀναγκαία τήν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ πατριάρχη γιά τήν ἀποτροπή της. Συνεπῶς, ὁ Πατριάρχης Μόσχας ἀπευθύνθηκε: «τῷ Παναγιωτάτῳ καί Παμμακαριωτάτῳ αὐθέντῃ καί δεσπότῃ, ἀδελφῷ καί συλλειτουργῷ τῆς ἡμῶν μετριότητος κυρίῳ Καλλινίκῳ, ἀρχιεπισκόπῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ», γιά νά ἀσκήση τό Ἐκκλητον καί νά ζητήση τήν ἄμεση παρέμβασή του.
Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τόνιζε ὅτι «ὑπό τοιαύτης ἀνάγκης ἡμεῖς ἔχομεν, βιαζόμεθα καί συμπάσχομεν, ἀλλά συγγνώμην καί βουλήν ἐπί τοιοῦτον ἔργον, ὡς νεοφανές καί μηδέποτε γενόμενον, ἐν ὑποδείγματι περί ἄλλου ὁμοίου μή εὑρεθέν, ἀφ’ ἑαυτοῦ δοῦναι οὐκ ἐτολμήσαμεν. Καί γάρ γνωστός ἡμῖν ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ὅρος, λέγων οὕτως: ἄνευ Οἰκουμενικῆς συνόδου οὐδείς δύναται τι θρόνος νεωστί ἀναβλαστηθέν ἀπόρως ἔχειν ἀποτελέσαι. Διά τοῦτο, ἵνα μή πλέον ἐνοχληθῶμεν, ἔχοντες τήν τῶν μεγάλων ἡμῶν μοναρχῶν, τῶν τῆς Ἐκκλησίας ὑπερασπιστῶν, συνευδόκησιν, ἐπέμψαμεν πρός τήν Ὑμετέραν Παναγιότητα, ἵνα, συνοδικῶς καί εὐλόγως ἀνακρίνοντες περί τοῦ ἔργου, δικαίαν διάκρισιν ἤ λύσιν, κοινῆς χάριν ὠφελείας καί τῆς Ἐκκλησίας βεβαιότητος, ποιήσητε καί ἐγγράφως ἀποπέμψητε, εἰ δυνατόν ἐστι τό τόν ἄνδρα μοναχόν γενέσθαι ἐπίσκοπον. Ὅθεν καί παρακαλοῦντες τήν Ὑμετέραν πνευματικήν εὔνοιαν, προσδοκῶ¬μεν διά τάχους πληροφορίαν...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 200-203).
Βεβαίως, ἀνάλογη ἦταν ἡ ἀντίδραση τοῦ Πατριάρχη Μόσχας Ἀδριανοῦ (1690-1700) καί στήν ἐπίμονη ἀξίωση τοῦ τσάρου Μ. Πέτρου νά ἐπιβάλη τή χειροτονία τοῦ λατινοφίλου ἀποφοίτου τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Κιέβου Στεφάνου Ἰαβόρσκυ στήν ἐπισκοπή Ριαζάν, ὥστε νά εἶναι ὁ διάδοχος τοῦ Ἀδριανοῦ στό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης συζήτησε τό θέμα αὐτό μέ τό ἐνδημούντα στήν Κωνσταντινούπολη Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο καί μέ τά μέλη τῆς Πατριαρχικῆς συνόδου γιά τόν χρόνο καί τόν τρόπο παρεμβάσεως πρός ἀποτροπή τῶν σχεδίων τοῦ τσάρου, ὥστε νά μην ἐπιτραπῆ ἡ διείσδυση τῆς παπικῆς Οὐνίας καί στό Βασίλειο τῆς Μεγάλης Ρωσσίας.
Εἶναι λοιπόν πολύ σημαντική καί πολύτιμη ἡ ἐπίσημη θέση τοῦ Πατριάρχη Ἱεροσολύμων ὄχι μόνο γιά τήν κανονικῶς κατοχυρωμένη ὑπερέχουσα αὐθεντία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη νά παρεμβαίνη στά ἐκκλησιαστικά πράγματα τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅταν μάλιστα προκύπτουν δυσεπίλυτα προβλήματα, ἀλλά καί γιά τήν ἰδιαίτερη κανονική σχέση τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου τόσο μέ τό Πατριαρχεῖο Μόσχας, ὅσο καί μέ τή μεγάλη Μητρόπολη Κιέβου. Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ὁ Δοσίθεος προέτρεπε ἐπιμόνως τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη νά ἀναλάβη ἀμέσως τίς δέουσες πρωτοβουλίες γιά νά ἀποτρέψη ὀφειλετικῶς τή διείσδυση τῆς παπικῆς Οὐνίας καί στό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Συνεπῶς, ὑποστήριζε, μέ χαρακτηριστική μάλιστα ἔμφαση, ὅτι ἡ «ἡ ἀρχή καί τό θεμέλιον καί τέως εἰπεῖν πᾶν τῆς διορθώσεως δεῖ γενέσθαι παρά τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος καί τῆς περί Αὐτήν Ἱερᾶς καί Ἁγίας Συνόδου καί διά τό ἀξίωμα τοῦ θρόνου (=πρωτεῖον τιμῆς) καί διότι ἡ Μοσκοβία (εἶναι) Ὑμετέρα Ἐπαρχία...» (Κ. Δελικάνη, Πατρ. Ἔγγραφα, ΙΙΙ, 211-215).
Βεβαίως, ὁ Στέφανος Ἰαβόρσκυ δέν διαδέχθηκε τόν ἀποθανόντα Ἀδριανό (1700), ἀφοῦ ὁ Μ. Πέτρος εἶχε ἤδη ἀποφασίσει τήν κατάργηση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, γι’ αὐτό ἄφησε κενό τόν Πατριαρχικό θρόνο τῆς Μόσχας (1700-1720) μέχρι τήν ἐξασφάλιση τῆς ἐγκρίσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη καί τῆς συναινέσεως τῶν ἄλλων τριῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν γιά τήν ἐπίσημη κατάργησή του (1721). Ὡστόσο, Πρόεδρος τῆς συσταθείσας «Ἱερᾶς Διοικούσας Συνόδου» ὁρίσθηκε ὁ ἐπίσκοπος Ριαζάν Στέφανος Ἰαβόρσκυ, χωρίς ὅμως οὐσιαστικές ἐξουσίες στήν ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοιήσεως, ἀφοῦ δεσπόζουσα αὐθεντία στή λειτουργία της ἦταν ὁ «Ἐπίτροπος τοῦ τσάρου» στή Σύνοδο (oberprocuror). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, στή Συνοδική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας (1721-1917) ἐνισχύθηκαν οἱ σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας τόσο μέ τό Οἰκουμενικό πατριαρχεῖο, ὅσο καί μέ τά ἄλλα πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς.
Συνεπῶς, κατά τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση καί τή διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη εἶναι προφανῶς ἀβάσιμη καί παντελῶς ἐσφαλμένη ἡ ἄποψη τῶν θεολογικῶν συμβούλων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅτι δῆθεν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο οὐδέποτε εἶχε τό κανονικό δικαίωμα νά δέχεται καί ὅτι οὐδέποτε δέχθηκε προσφυγές Ἐκκλήτου καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους. Ἄλλωστε, ἡ διαπίστωση αὐτή δέν εἶναι δυνατόν νά ἀμφισβητηθῆ, ὅπως εἴδαμε, μέ μόνη τήν ἐπίκληση τῆς ἀσαφοῦς καί προφανῶς ἀμφίσημης μαρτυρίας τοῦ διαπρεποῦς βυζαντινοῦ κανονολόγου Ἰω. Ζωναρᾶ στόν σχολιασμό τῶν σχετικῶν κανόνων 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451).
Ἡ ὁποιαδήποτε λοιπόν ἐπίκληση τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἶναι πλέον παντελῶς ἀβάσιμη καί ὁπωσδήποτε ἐσφαλμένη, γιατί ὁ σχολιασμός τῶν δύο αὐτῶν κανόνων ἀπό τόν Ἰω. Ζωναρᾶ ἀποκλείει τήν κρίση ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη μόνο «ἀκόντων» ἀρχιερέων ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους, ἤτοι τῶν μή ἀσκησάντων τό δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου, ἀλλ’ὅμως ὄχι καί τῶν «ἐκόντων» ἀρχιερέων, ἤτοι τῶν ἀσκησάντων τό Ἔκκλητον. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, δέν ἀποδέχθηκαν τήν ἀμφίσημη αὐτή θέση οἱ ἄλλοι ἔγκριτοι βυζαντινοί κανονολόγοι (Θεόδωρος Βαλσαμών, Ἀλέξιος Ἀριστηνός κ.ἄ.), γιατί γνώριζαν καλῶς ὅτι τό δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης ἀπέρρεε ἀπό «τά πρεσβεῖα τιμῆς» τοῦ θρόνου, ὅπως αὐτά κατοχυρώθηκαν στόν κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381) καί στόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), ἀλλ’ὄχι βεβαίως ἀπό τούς κανόνες 9 καί 17 τῆς αὐτῆς Οἰκουμενικῆς συνόδου, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς κατοχυρώνουν τήν καθιερωμένη ἐκκλησιαστική πράξη.
γ‘. Τό Πρωτεῖον τιμῆς καί τό Ἔκκλητον στόν Οἰκουμενικό θρόνο
Εἶναι λοιπόν εὐνόητο, ὅτι τό δικαίωμα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά δέχεται τό Ἔκκλητον καί ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς συνδέεται ἀρρήκτως πρός τά αὐτονόητα κανονικά προνόμια τοῦ Πρώτου θρόνου σέ ἐπαρχιακή, περιφερειακή καί οἰκουμενική προοπτική, γι’αὐτό ὑποστηρίζεται πάντοτε μέ τήν ἐπίκληση τῶν προνομίων τοῦ Παπικοῦ θρόνου, ὡς τοῦ Πρώτου θρόνου (Prima sedes) τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως. Ἄλλωστε, οἱ θρόνοι τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης εἶχαν «τά ἴσα πρεσβεῖα» στήν πρωτοκαθεδρία τῶν Πατριαρχικῶν θρόνων, συμφώνως πρός τόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), γι’αὐτό ἡ ἀλληλέγγυα καί ἰσότιμη συνεργασία τους ἦταν ἀναγκαία γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως διακηρύχθηκε ἤδη ἀπό τούς Παπικούς ἀντιπροσώπους στή Δ’ Οἰκουμενική σύνοδο γιά τήν ἄσκηση τῆς Προεδρίας τῆς Συνόδου ἀπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατόλιο καί ὅπως ἐκφράσθηκε στόν κανόνα 1 τῆς Μείζονος Συνόδου τῆς Ἁγίας Σοφίας (879-880), μέ πρόταση ἐπίσης τῶν ἐκπροσώπων τοῦ παπικοῦ θρόνου στή Σύνοδο.
Συνεπῶς, ὁ κανονικός θεσμός τοῦ Πρώτου σέ ὅλα τά κανονικά συστήματα διοικητικῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας σέ τοπική, περιφερειακή καί οἰκουμενική προοπτική δέν εἶναι μία ἁπλή τιμητική διάκριση, ἀφοῦ ἔχει ἀδιαμφισβήτητο ἐκκλησιολογικό ἔρεισμα καί συνδέεται ἀρρήτως μέ τήν ὅλη συνοδική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἀποτελεσματική ὑπεράσπιση τῆς ἑνότητας τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στήν κοινωνία τῆς πίστεως καί στόν σύνδεσμο τῆς ἀγάπης. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό διαμορφώθηκε ἡ ὅλη κανονική παράδοση γιά τήν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τοῦ Πρώτου (sine qua non) τόσο γιά τή διοικητική ὀργάνωση, ὅσο καί γιά τή συνοδική λειτουργία τοῦ μητροπολιτικοῦ, τοῦ ἐξαρχικοῦ καί τοῦ πατριαρχικοῦ συστήματος (καν. 4, 5, 6 καί 7 τῆς Α’, 2 καί 6 τῆς Β’, 8 τῆς Γ’, 9, 17, 28 καί 30 τῆς 30 τῆς Δ’, 36 καί 39 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς συνόδου, 9, 12, 14, 15, 16, 17, 19 καί 20 Ἀντιοχείας, 3, 4 καί 5 τῆς Σαρδικῆς, 49 καί 50 Καρθαγένης, 13, 14 καί 15 τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως).
Τό πνεῦμα αὐτό ἐκφράζει μέ ἔξοχο τρόπο ὁ κανόνας 34 τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος τονίζει, ὅτι «τούς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς Πρῶτον καί ἡγεῖσθαι αὐτόν ὡς Κεφαλήν, καί μηδέν τι πράττειν περιττόν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης. Ἐκεῖνα δέ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει καί ταῖς ὑπ’ αὐτήν χωραις. Ἀλλά μηδέ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς τῶν πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός διά Κυρίου ἐν ἁγίῳ Πνεύματι∙ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί το Ἅγιον Πνεῦμα». Ὁ σχολιασμός τοῦ κανόνα ἀπό τόν ἔγκριτο κανονολόγο Ἰω. Ζωναρᾶ προβάλλει μέ ἐπίσης ἔξοχο τρόπο τό ἐκκλησιολογικό βάθος τοῦ ἐξαιρετικοῦ ρόλου τοῦ Πρώτου γιά τήν ἁρμονική λειτουργία τοῦ ὅλου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Πράγματι, τονίζει σαφῶς ὅτι «ὥσπερ τά σώματα, μή τήν οἰκείαν ἐνέργειαν σωζούσης τῆς κεφαλῆς, πλημμελῶς κινοῦνται ἤ καί ἄχρηστα εἰσι παντςλῶς, οὕτω καί τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εἰ μή ὁ Πρωτεύων τούτου καί τάξιν πληρῶν Κεφαλῆς, ἐπί τῆς οἰκείας διατηροῖτο τιμῆς, ἀτάκτως καί πλημμελῶς κινηθήσεται. Διά τοῦτο ὁ παρών κανών τούς ἑκάστης ἐπαρχίας Πρώτους ἐπισκόπους, τούς τῶν μητροπόλεων δηλονότι ἀρχιερεῖς, Κεφαλήν ἡγεῖσθαι ὑπό τῶν ἄλλων ἐπισκόπων τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας κελεύει, καί χωρίς ἐκείνων (=Πρώτων) μηδέν ποιεῖν, ὅ εἰς κοινήν ἀφορᾶ τῆς Ἐκκλησίας κατάστασιν...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 45).
Συνεπῶς, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν πάντοτε Πρῶτος ὄχι μόνο στήν πατριαρχική του δικαιοδοσία, ἀλλά καί στόν κανονικό θεσμό τῆς Πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, ἀφοῦ ἔχει «τά ἴσα πρεσβεῖα» μέ τόν θρόνο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, καίτοι εἶχε τή δεύτερη θέση στήν τάξη προκαθεδρίας τῶν πέντε Πατριαρχικῶν θρόνων, συμφώνως πρός τή σχετική διατύπωση τοῦ κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), ἤτοι ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ἔχει «τά πρεσβεῖα τιμῆς μετά τόν τῆς Ρώμης ἐπίσκοπον». Βεβαίως, ἡ πρωτοκαθεδρία τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης δέν ἦταν μόνο «Πρωτεῖον τιμῆς», ἀφοῦ συνεπαγόταν τήν προταξη τοῦ Πάπα Ρώμης ἔναντι τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τόσο στήν ἐνεργοποίηση, ὅσο καί στή λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ συστήματος γιά τήν ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ζητημάτων πίστεως ἤ κανονικῆς τάξεως, τά ὁποῖα ὑπερέβαιναν τίς ἁρμοδιότητες ἑνός Πατριαρχείου.
Βεβαίως, ὁ Ἰω. Ζωναρᾶς, στόν σχολιασμό τοῦ κανόνα 3 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (381), δίνει μεγάλη ἔμφαση στήν πρόθεση «μετά», ἡ ὁποία δέν εἶναι συμβατή μέ «τά ἴσα πρεσβεῖα» τῶν δύο θρόνων στόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451). Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ἔγκριτος βυζαντινός κανονολόγος τονίζει, ὅτι «τήν πρόθεσιν τήν μετά, ἔνιοι τοῦ χρόνου δηλωτικήν ἔφασαν εἶναι καί οὐχ ὑποβιβασμόν τῆς τιμῆς πρός τήν πρεσβυτέραν Ρώμην...Φασίν οὖν ὅτι, ἐπεί τῶν ἴσων ἀξιοῦσιν αὐτήν τιμῶν, πῶς ἡ μετά πρόθεσις ὑποπτώσεως δηλωτική...Ἐντεῦθεν οὖν ἐναργῶς δείκνυται (=Νεαρά 131 τοῦ Ἰουστινιανοῦ) ἡ μετά πρόθεσις ὑποβιβασμόν δηλοῦσα καί ἐλάττωσιν. Καί ἄλλως δέ ἀδύνατος ἄν εἴη τό ταυτόν τῆς τιμῆς καί ἀμφοτέροις τοῖς θρόνοις φυλάττεσθαι (=στήν ἐκκλησιαστική πράξη). Ἀνάγκη γάρ ἐν ταῖς ἀναφοραῖς τῶν ὀνομάτων (Μνημόσυνον) τῶν προϊσταμένων αὐτῶν τόν μέν προτερεύειν, τόν δέ δευτερεύειν, καί ἐν ταῖς καθέδραις, ὅτε συνέλθοιεν, καί εἰ ταῖς ὑπογραφαῖς, ὅτε τούτων δεήσει (=συνόδους). Ἡ γοῦν τοῦ μετά ἐξήγησις ἡ λέγουσα τοῦ χρόνου δηλωτικήν εἶναι πρόθεσιν καί οὗχ ὑποβιβασμοῦ, βεβιασμένη ἐστι, καί διανοίας οὐκ εὐθείας, οὐδ’ ἀγάπης...» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 173-174).
Ἀντιθέτως, ὁ ἐπίσης ἔγκριτος βυζαντινός νομομαθής καί κανονολόγος Ἀλέξιος Ἀριστηνός ὑποστήριζε, μέ κύριο γνώμονα τόν κανόνα 28 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου γιά «τά ἴσα πρεσβεῖα» τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, ὅτι «τό γάρ μετά ἐνταῦθα οὐ τῆς τιμῆς, ἀλλά τοῦ χρόνου ἐστί δηλωτικόν, ὡς ἄν εἴποι τις, ὅτι μετά πολλούς χρόνους τῆς ἴσης τιμῆς τῷ Ρώμης μετέσχε καί ὁ Κωνσταντινουπόλεως» (Γ. Ράλλη-Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα, ΙΙ, 176). Συνεπῶς, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς ὁ Πρῶτος θρόνος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς, ἦταν πάντοτε ex officio ὁ διαχρονικός φύλακας καί ἐγγυητής ὄχι μόνο τῆς κανονικῆς τάξεως, ἀλλά καί τῆς αὐθεντικῆς λειτουργίας τοῦ συνοδικοῦ συστήματος γι’αὐτό εἶχε πάντοτε καί ἔχει συνεχῶς ἀδιαμφισβήτητο τό κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀρχιερέων ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους, πολύ δέ περισσότερο ἀπό τήν ὑπαγομένη στήν κανονική ἐξαρχική δικαιοδοσία του Μητρόπολη Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας.
δ‘. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ Ἐκκλήτου στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας
Εἶναι λοιπόν προφανές ἀπό τά ἀνωτέρω περιεκτικῶς ἐκτεθέντα ὅτι κατά τήν ὁμόφωνη κανονική παράδοση, στήν ὁποία ἐντάσσεται ἀπό τούς θεολογικούς συμβούλους τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας καί ἡ ἀκρίτως παρανοούμενη, ὅπως εἴδαμε, μαρτυρία τοῦ Ἰω. Ζωναρᾶ στόν ὑπομνηματισμό τῶν κανόνων 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου (451), τό μέν Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶχε πάντοτε τό ἀδιαμφισβήτητο κανονικό δικαίωμα νά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀρχιερέων ἀπό τούς ἄλλους Πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλ’ὅμως καί οἱ ἀρχιερεῖς τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς εἶχαν τό κανονικό δικαίωμα νά ἀσκοῦν τό Ἔκκλητον στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν ἀναθεώρηση μιᾶς στασιαζομένης καταδικαστικῆς ἀποφάσεως στόν δικό τους Πατριαρχικό θρόνο.
Τό ἀμφίδρομο αὐτό δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου, τό ὁποῖο ἀπέρρεε ἀπό «τά ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς» τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, ἐκφράσθηκε μέ τήν ἐξαιρετική αὐθεντία τους στή διαχρονική ἐκκλησιαστική πράξη ὄχι μόνο γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως, ἀλλά καί γιά τόν ἔλεγχο τῆς τηρήσεως τῆς κανονικῆς παραδόσεως στήν ἐκλογή, τή χειροτονία καί τήν κρίση τῶν ἐπισκόπων. Ἄλλωστε, ὁ συνταχθείς μετά ἀπό πρόταση τῶν παπικῶν ἀντιπροσώπων σημαντικός κανόνας 1 τῆς Μείζονος Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως (879-880), ὅριζε ὅτι ὁ μέν Πάπας Ρώμης δέν θά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀπό ἀρχιερεῖς τῆς Ἀνατολῆς καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δέν θά δέχεται τό Ἔκκλητον ἀπό ἀρχιερεῖς τῆς Δύσεως.
Συνεπῶς, τό Πρωτεῖον τιμῆς τῶν θρόνων τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης καθιστοῦσε αὐτονόητη τήν ἀποδοχή τοῦ ἀσκουμένου Ἐκκλήτου ὑπό μητροπολιτῶν, ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων ὄχι μόνο ἀπό τή δική τους δικαιοδοσία, ἀλλά καί ἀπό τή δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Πατριαρχικῶν θρόνων. Ὥστόσο, μετά τό σχίσμα τοῦ ΙΑ’ αἰώνα (1054), ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἀνέλαβε μόνος ὅλα τά ἀποκλειστικά προνόμια τοῦ Πρώτου θρόνου ὄχι μόνο γιά τό Ἔκκλητον, ἀλλά καί γιά τήν ὅλη συνοδική λειτουργία τῆς «τετρακτύος» τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν. Ἄλλωστε, ὑπό τό πνεῦμα αὐτό εἶχαν διατυπωθῆ ὅλοι οἱ ἱ. κανόνες γιά τήν ἄσκηση τοῦ Ἐκκλήτου στούς θρόνους τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρονται στήν ἀναθεώρηση στασιαζομένων σοβαρῶν καταδικαστικῶν ἀποφάσεων ἀπό μία Πατριαρχική ἤ Μείζονα Σύνοδο.
Βεβαίως, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης κατά τήν ἐκδίκαση Ἐκκλήτου εἶχε καί ἔχει τό κανονικό δικαίωμα νά ἀποδεχθῆ, νά μετριάση ἤ νά ἀκυρώση τήν ποινή μιᾶς πρωτοβάθμιας ἤ μιᾶς δευτεροβάθμιας καταδικαστικῆς ἀποφάσεως τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά δέν εἶχε καί δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ἐπιβάλη στόν καταδικασθέντα μία μεγαλύτερη ποινή (καν. 5 τῆς Α’, 6 τῆς Β’, 9 καί 17 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς συνόδου, 14 καί 15 τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας, 3, 4 καί 5 τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς κ.ἄ.). Προφανῶς, ὁ Οἰκουμενικός πατριάρχης δέν ἔπρεπε καί δέν μποροῦσε νά ἐμποδίση ἤ νά μην ἀποδεχθῆ τήν ἄσκηση Ἐκκλήτου ἀπό τόν ἀκρίτως καθαιρεθέντα Μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο Ντενισένκο ἤ τήν κανονική συνοδική ἀξιολόγηση τοῦ ὑποβληθέντος σχετικοῦ φακέλου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Πατριαρχική Σύνοδος ἀκύρωσε τήν ἀντικανονικῶς καί ἀκρίτως ἐπιβληθείσα καθαίρεση ὡς κανονικῶς ἀναιτιολόγητη ἤ καί καταχρηστική, ὅπως συνάγεται καί ἀπό τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας κάι Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Εἶναι ὅμως εὐρύτερα γνωστό, ὅτι ἡ καθαίρεση τοῦ μητροπολίτη Κιέβου Φιλαρέτου ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἔγινε ἀκρίτως καί ἀντικανονικῶς, μέ προσχηματικές μάλιστα αἰτιολογίες, ἤτοι ἀφ’ἑνός μέν ὅτι ἡγήθηκε στή λήψη τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Μητροπόλεως Κιέβου καί πάσης Οὐκρανίας γιά νά ὑποβληθῆ στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό αἴτημα ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, τό ὁποῖο ὅμως ἀγνοήθηκε πλήρως ἀπό τό Πατριαχεῖο Μόσχας, γιά προφανεῖς ἤ καί εὐνοήτους λόγους, ἀφ’ἑτέρου δέ ὅτι ἀρνήθηκε νά ὑποκύψη στήν ἀντικανονική καί πιεστική ἀξίωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά παραιτηθῆ ἀπό τή Μητρόπολη Κιέβου, γιά νά ἐπιβληθῆ προφανῶς σέ αὐτή ἕνας φιλορῶσσος Μητροπολίτης. Ἡ ἀξίωση ὅμως αὐτή προκάλεσε τελικῶς τήν τραγική διάσπαση τῆς ἑνότητας ὄχι μόνο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Μητροπόλεως Κιέβου, ἀλλά καί τοῦ εὐλαβοῦς οὐκρανικοῦ λαοῦ, μέ ἐπικίνδυνες μάλιστα προεκτάσεις καί γι’αὐτή ἀκόμη τήν ὑπόσταση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας.
Ὑπό τήν προοπτική αὐτή, ἡ ἄσκηση τοῦ Ἐκκλήτου ἀπό τόν καθαιρεθέντα μητροπολίτη Κιέβου Φιλάρετο στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἦταν ἕνα εὐνόητο κανονικό του δικαίωμα, ὅπως καί ἡ ἀποδοχή τοῦ Ἐκκλήτου ἦταν σαφῶς ἕνα κανονικό δικαίωμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου. Προφανῶς, ἡ ἀποδοχή του δέν εἶχε μέν μία ἄμεση ἀναφορά στό κανονικό ζήτημα τῆς ἀνακηρύξεως τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ἀλλ’ὅμως καθιστοῦσε σαφέστερη τήν ἀντικανονική ἀξίωση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας νά ὑποτάξη ἀντικανονικῶς στή δικαιοδοσία του τή διεσπασμένη καί ἐμπερίστατη μεγάλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀκύρωσε τήν ἀντικανονικῶς ἐπιβληθείσα ποινή καί ἀποκατέστησε τόν ἀκρίτως καθαιρεθέντα μητροπολίτη Κιέβου στό ἐπισκοπικό του ἀξίωμα.
Ἡ σημαντική λοιπόν αὐτή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἦταν μία ἀπολύτως ἀναγκαία καί σαφῶς κανονική προϋπόθεση γιά τήν ἀνακήρυξη τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας Οὐκρανίας, ἀφοῦ συνδεόταν αὐτομάτως μέ τήν ἄμεση ἀποκατάσταση στήν ἐκκλησιαστική κοινωνία ὄχι μόνο τοῦ καθαιρεθέντος μητροπολίτη Φιλαρέτου καί τῶν ὁμοφρόνων του ἀρχιερέων, κληρικῶν καί μοναχῶν, ἀλλά καί πολλῶν ἑκατομμυρίων οὐκρανῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μέν ἀποσχισθῆ ἀπό τόν πιστό στό Πατριαρχεῖο Μόσχας μητροπολίτη Κιέβου, ἀλλ’ὅμως ἀπέρριπταν ρητῶς καί κατηγορηματικῶς ὁποιαδήποτε ἄμεση ἤ ἔμμεση ἐξάρτηση ἀπό τό Πατριαχεῖο Μόσχας.
Συνεπῶς, ἡ μόνη κανονική ὁδός γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ διεσπασμένου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος τῆς δεινῶς δοκιμαζομένης μεγάλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας εἶναι, ὅπως καί σέ ὅλες τίς ἄλλες αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῶν νεωτέρων χρόνων, ἡ ἄμεση ἀνακήρυξη τῆς Αὐτοκεφαλίας, ἡ ὁποἰα θά ἀποδειχθῆ ἰδιαιτέρως ἐπωφελής ὄχι μόνο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐσωτερικῆς ἑνότητας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ της σώματος, ἀλλά καί γιά τήν ἐνίσχυση τῶν ἀδελφικῶν σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας μέ τήν αὐτοκέφαλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας.
Πηγή: ec-patr.org