Μια φωνή όχι εκκλησιαστική αλλά δημοσιογραφική πάνω σε γεγονότα που γυρεύουν να υπονομεύσουν τις ευθύνες-προνομίες της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας. Διότι με αυτά που ακούμε, διαβάζουμε, μαθαίνουμε κοντεύουμε να χάσουμε όχι μόνο το χρώμα και τη γεύση αλλά και την ίδια την αίσθηση της αλήθειας!...
Παραθέτουμε σε ελληνική μετάφραση άρθρο του δημοσιογράφου Marjan Nikolovski, πρωτοτύπως δημοσιευμένο εδώ: religija.mk
Όχι, ευχαριστώ, δεν ήσασταν καλή μητέρα!
Του Marjan Nikolovski, δημοσιογράφου
Στην περίοδο όταν υπήρχε η συνεχής αβεβαιότητα εάν οι κρατικές αρχές θα έχουν την άδεια να τιμήσουν την 2 Αυγούστου στην Ι.Μ. Αγίου Προχόρου της Πτσίνα , είχα την ευκαιρία να γνωρίσω προσωπικά τον επίσκοπο Βράνιας της Εκκλησίας Σερβίας, κ. Παχώμιο. Εκείνη την χρονιά κρατική αποστολή δεν ήρθε στη Μονή, εγώ όμως ήμουν εκεί από τις 7 το πρωί. Ο πρωτοσυγκελεύων της επαρχίας, π. Βλάνταν Μιλουτίνοβιτς, μας δέχθηκε ευγενέστατα, φωτογραφήσαμε το μοναστήρι, την Θεία Λειτουργία… Παρόλο που ο π. Βλάνταν δεν ήξερε σε ποια αίθουσα είχε γίνει η Συνέλευση του ASNOM, προσπαθούσε να μας ξεναγήσει και να μας εξηγήσει τα πάντα, συνεχώς τονίζοντας ότι η πολιτική είναι αυτή που δημιουργεί όλα αυτά…
Μετά την Θεία Λειτουργία, ο Επίσκοπος κ. Παχώμιος με δέχτηκε στο αρχονταρίκι και προσέφερε καφέ και γλυκό, όπως και ένα φημισμένο ρακί με εκπληκτική γεύση. Μιλήσαμε για αρκετή ώρα και, όταν είμασταν στο τρίτο ποτηράκι ρακιού, τον ρώτησα: «Γιατί η Εκκλησία Σερβίας δεν θέλει να αναγνωρίσει το αυτοκέφαλό μας;». Αυτός χαμογέλασε και μου είπε: «Κοιτάξτε… Το αυτοκέφαλο μιας Εκκλησίας είναι σαν βλάστηση ενός δένδρου. Πρέπει να ωριμάσει καλά, να δίνει καρπούς και το πιο σημαντικό, να φυτρώσουν υγιείς βλαστοί για να πετύχουν στα υψηλά.» Εγώ όμως δεν είχα υπομονή, η γλώσσα μου ήταν πιο γρήγορη από τον λογισμό και του απάντησα με ειρωνεία: «Εάν κρίνουμε σύμφωνα με τα σκάνδαλα που χτύπησαν την Εκκλησία Σερβίας, φαίνεται ότι εσείς δύσκολα μπορείτε να μας γεωργήσετε υγιείς βλαστούς…» Τότε ο Παχώμιος έγινε εντελώς διαφορετικό πρόσωπο, ήπιε το ρακί του και τα τελευταία λόγια που είπε ήταν: «Αποχώρησε από το μοναστήρι!».
Εγώ έφυγα, όμως έμεινε το γεγονός ότι η Εκκλησία Σερβίας ποτέ δεν είχε καθαρό επιχείρημα γιατί δεν θέλει να αναγνωρίσει την πραγματικότητα και το αυτοκέφαλο της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος. Είτε δεν έχει, είτε δεν θέλει δημόσια να το πει.
Και τώρα πάλι η Εκκλησία Σερβίας δείχνει «ευγένεια», αναγγέλλοντας δήθεν ανανέωση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών
Προκαλεί ενδιαφέρον το επίσημο ανακοινωθέν μετά την Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας Σερβίας, όπου η ίδια θέλει να αναδειχθεί ως θύμα της καινούργιας πραγματικότητας, την οποία δεν θέλει καν να αναγνωρίσει και τα κράτη που δημιουργήθηκαν στην δικαιοδοσία της ονομάζει ως «λεγόμενη περιοχή, δηλαδή στα κράτη που ιδρύθηκαν στα ερείπια της πρώην Γιουγκοσλαβίας», για να συμπεραίνει, φυσικά, ότι υπάρχει «εχθροπάθεια και διάκριση στις σχέσεις με την Εκκλησία μας, λίγο ή πολύ, σχεδόν παντού». Παρόλα αυτά, η Εκκλησία Σερβίας προσφέρει αγάπη σε όλους, ακόμη και στην Εκκλησία μας, την οποία θέλει να εξαγάγει από το σχίσμα, όμως με κανένα τρόπο δεν θέλει να αναγνωρίσει ότι ακριβώς αυτή, η Εκκλησία Σερβίας, είναι το τελευταίο φρούριο της σερβικής μεγάλης ιδέας για τα Βαλκάνια.
Να γυρίσω στην ουσία…
Είναι αναγκαίο η κοινωνία να ξέρει την ουσία, να γίνει ξεκάθαρο ότι το εκκλησιαστικό ζήτημα πρέπει οπωσδήποτε να λυθεί, όμως με αυτοκέφαλο, που στην συνάφεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας σημαίνει πολιτισμική ιδιαιτερότητα, η οποία ορίζεται πρώτα απ’ όλα από τα σύνορα του ανεξάρτητου κράτους. Πολλοί θεολόγοι δεν θα συμφωνήσουν μ’ αυτό, όμως η πραγματικότητα της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ιδιαίτερα στους τελευταίους δυο αιώνες είναι ότι η καθολικότητα της Εκκλησίας απαρτίζεται από την ενότητα των κρατών από τα οποία πηγάζουν οι αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, ιδιαίτερα στα κράτη που οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί αποτελούν την πλειοψηφία.
Άλλο, πολύ σημαντικό πράγμα είναι ότι την σφραγίδα για επίσημο αυτοκέφαλο την δίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης -στην περίπτωση αυτή ο κ. κ. Βαρθολομαίος- και μάλιστα σε Τόμο που υπογράφεται από αυτόν και από κανένα άλλο. Όποια και να είναι η οδός μέχρι το αυτοκέφαλο, αυτή πρέπει να σφραγιστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και να ακολουθήσει τις προϋποθέσεις που αυτό επιζητά. Τουλάχιστον έτσι έγινε με όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες στους τελευταίους δυο αιώνες.
Και πού είναι η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος;
Μετά από περισσότερα από 50 χρόνια μη αναγνωρισμένης, αλλά πραγματικής αυτοκεφαλίας, το περασμένο έτος η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος άρχισε μια ιστορική διαδικασία, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο δέχτηκε την έκκλητο προσφυγή της και μέλλει να φέρει τελική κρίση για το πως θα λυθεί αυτό το εκκλησιαστικό θέμα, το οποίο σχεδόν για 80 χρόνια δημιουργεί προβλήματα στην ομαλή λειτουργία των πραγμάτων στην δικαιοδοσία της Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως αυτή ορίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1922. Στην πράξη, από τα 97 χρόνια που πλέον η Εκκλησία Σερβίας έλαβε στην δικαιοδοσία της τις επαρχίες της σημερινής Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, επί 78 χρόνια δεν έχει πραγματική και ουσιαστική κυριαρχία, και αυτό αποτελεί πρόβλημα δεκαετιών για την ενότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Εκκλησία Σερβίας είχε εξουσία στην περιοχή αυτή από το 1922 μέχρι το 1941, όταν ήρθε η Βουλγαρική Εξαρχία, ενώ από το 1943 άρχισε η διαδικασία για τον ανεξάρτητο χειρισμό των εκκλησιαστικών πραγμάτων, κάτι το οποίο και η Εκκλησία Σερβίας αναγνώριζε ως πραγματικότητα από το 1958 μέχρι το 1967. Μέχρι σήμερα η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος αγωνίζεται για το αυτοκέφαλό της, και η Εκκλησία Σερβίας για να λάβει πίσω την εξουσία στις επαρχίες αυτές. Το 2002 έγινε και η προσπάθεια να το κάνει αυτό με την δημιουργία της παράλληλης ιεραρχίας με τον Μητροπολίτη πρώην Παραβαρδαρίου Ιωάννη, που αποσπάστηκε από την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, όμως στην πράξη ποτέ δεν πέτυχε, ενώ το πρόβλημα έλαβε ακόμα πιο πολύπλοκες διαστάσεις.
Τι σημαίνει αυτό στην ουσία;
Αυτή η κατάσταση δείχνει ότι η Εκκλησία Σερβίας δεν δύναται να χειριστεί τις επαρχίες τις οποίες έλαβε με το Πατριαρχικό Τόμο το 1922, ενώ τα έθιμα της Εκκλησίας επιβάλουν, σε περίπτωση που πάνω από 25 χρόνια υπάρχει συγκεκριμένο ζήτημα στην δικαιοδοσία ώστε να κινδυνεύει η ενότητα της Εκκλησίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης λαμβάνει τον ρόλο του κριτή και πρέπει να βρει λύση. Έτσι έγινε σε όλα τα παραδείγματα από την ιστορία, έτσι έγινε και το 1922, όταν η Εκκλησία Σερβίας έλαβε αυτές και άλλες επαρχίες, που προηγουμένως ήταν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, στον χώρο αυτό υπήρξε η διαμάχη επιρροής ανάμεσα την τότε εν σχίσμα Βουλγαρική Εξαρχία και την Εκκλησία Σερβίας, αλλά και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην διαμάχη αυτή το Οικουμενικό Πατριαρχείο υπέστη την μεγαλύτερη βλάβη, ενώ μεγαλύτερη επέκταση πλεονέκτησε η Εκκλησία Σερβίας, επειδή η περιοχή έγινε μέρος του Βασιλείου Σερβίας. Αρχικά, την απόκτηση της εκκλησιαστικής εξουσίας, όπου το μεγαλύτερο μέρος είχε η Βουλγαρική Εξαρχία, η Εκκλησία Σερβίας πέτυχε με αιτήματα στον Οικουμενικό Πατριάρχη να τοποθετεί επισκόπους κατόπιν δικής της προτάσεως, ενώ το 1920 και με επίσημη αίτηση από την κυβέρνηση της Σερβίας και τελική παραχώρηση αυτών των επαρχιών στην Εκκλησία τους. Όπως και έγινε.
Αλλά, πολύ σημαντικά είναι να ξέρουμε – γιατί; Κάτω από ποιες συνθήκες; Με ποια επιχειρήματα ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπογράφει τον Τόμο αυτό; Εδώ είναι και το κείμενο:
Πατριαρχικός καί Συνοδικός Τόμος.
Περί χειραφετήσεως τῶν εἰς τήν Σερβικήν Ἐκκλησίαν
περιελθουσῶν ἱ. Μητροπόλεων τοῦ Οἰκ. Θρόνου
καί τῆς ἀναγνωρίσεως τῆς γενομένης Ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος.
+ ΜΕΛΕΤΙΟΣ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
Κατά τό χρεών καί πρός οἰκοδομήν ἡ τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία οἰκονομοῦσα πάντα καί διεξάγουσα, τῆς καλῆς οἰκονομίας καί κανονικῆς τάξεως ἴδιον καί τοῦτο οἶδε καί ἐνάριθμον λογίζεται, τό πρός τάς συμβαινούσας πολιτικάς μεταβολάς καί τά τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως προσαρμόζειν καί διευθετεῖν ὅρια, ἐφ΄ ὅσον τοῦτο ὑπό τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας νόμων ἐπιτέτραπται, ἵνα ἀπρόσκοπτός μέν καί λυσιτελής ἡ τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων γίγνηται διακυβέρνησις, μείζων δέ καί τῷ χριστωνύμῳ λαῷ ἡ ὠφέλεια.
Ὅθεν καί περί τοῦ θεοσώστου Βασιλείου τῆς Σερβίας προκειμένου, ἐπειδή τοῦτο μετά τούς γενομένους κατά τά ἔτη 1912 καί 1913 Βαλκανικούς πολέμους καί τόν λήξαντα μέγαν γενικόν πόλεμον ἐδαφικῶς ἐπεκταθέν καί ἐπαυξηθέν καί εἰς ἕν ἠνωμένον βασίλειον τῶν Σέρβων, Κροατῶν καί Σλοβένων ἐλέῳ καί εὐλογίᾳ Θεοῦ μεγαλυνθέν συμπεριέλαβεν ἐν τῇ περιοχῇ αὐτοῦ καί τάς ἐξῆς ὑπό τόν καθ' ἡμᾶς Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν Θρόνον τέως τελούσας κανονικῶς ἐπαρχίας, ἤτοι τάς Μητροπόλεις Σκοπείων, Ρασκοπρεσρένης, Δεβρῶν καί Βελισσοῦ, Πελαγονίας, Πρεσπῶν καί Ἀχριδῶν, μέρος τῆς Μητροπόλεως Βοδενῶν, τήν ἐπισκοπήν Πολυανῆς, δυνάμει τῆς Συνθήκης τοῦ Βουκουρεστίου τῆς 10 Αὐγούστου 1913, τήν Μητρόπολιν Στρωμνίτσης, δυνάμει τῆς Συνθήκης τοῦ Νεγύ τῆς 27ης Νοεμβρίου 1919, καί τάς ἐν Βοσνίᾳ καί Ἐρζεγοβίνῃ Μητροπόλεις Βόσνης, Ἐρσεκίου, Σβορνικίου καί Βανιαλούκας καί Βιχάτσης, δυνάμει τῆς Συνθήκης μετά τῆς Αὐστρίας, τῆς ὑπογραφείσης ἐν Ἁγίῳ Γερμανῷ ἐν Λάϊ τῇ 10ῃ Σεπτεμβρίου 1919, καί ἐπειδή ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ ἑνιαίου τούτου βασιλείου τῶν Σέρβων, Κροατῶν καί Σλοβένων συμπεριελήφθησαν μέν καί αἱ Αὐτοκέφαλοι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι τοῦ Καρλοβιτσίου καί Μαυροβουνίου, καθώς καί αἱ δύο ἐν Δαλματίᾳ Ἐπαρχίαι τῆς Ζάρας καί τοῦ Καττάρου, ἀπό κοινῆς δέ γνώμης τῶν προεστώτων τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων ἐν Συνόδῳ συνελθόντων ἐκηρύχθη ἡ διοικητική αὐτῶν ἕνωσις μετά τῆς Ἐκ/σίας τῆς Σερβίας εἰς μίαν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν ὑπό τό ὄνομα "Αὐτοκέφαλος Ἡνωμένη Ὀρθόδοξος Σερβική Ἐκκλησία τοῦ Βασιλείου τῶν Σέρβων, Κροατῶν καί Σλοβένων", διά ταῦτα ἡ καθ' ἡμᾶς Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐπί τῇ αἰτήσει τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Κυβερνήσεως τοῦ Βασιλείου τῶν Σέρβων, Κροατῶν καί Σλοβένων, ὑπ' ὄψει ἔχουσα τό κανονικόν καί εὔλογον τῆς εἰς ἕν ὅλον καί ἐκκλησιαστικῶς ἑνώσεως τῶν πολιτικῶς ἤδη ἑνωθεισῶν ἐκκλησιαστικῶν περιοχῶν, χάριν τε τῆς κανονικῆς ἑνότητος καί ἁρμονίας ἐν τῇ διοικήσει, κατά τόν Κανόνα τῶν Πατέρων τόν λέγοντα "Τούς Ἐπισκόπους ἑκάστου Ἔθνους εἰδέναι χρή τόν ἐν αὐτοῖς Πρῶτον καί τοῦτον ἡγεῖσθαι ὡς κεφαλήν", καί πρός μείζονα καί κοινήν τῶν ἑνουμένων περιφερειῶν διά τῆς ἑνότητος ὠφέλειαν, δι' ὁμοφώνου ἀποφάσεως ληφθείσης ἐν Συνεδρίᾳ τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου ὑπό τήν προεδρείαν τῆς Μετριότητος ἡμῶν ἀποφαίνεται καί ὁρίζει τά ἀκόλουθα:
Ἐπευλογεῖ τήν ἐκκλησιαστικήν ἀπό τοῦ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως χειραφέτησιν καί τήν προσάρτησιν εἰς τήν Αὐτοκέφαλον Ἡνωμένην Ὀρθόδοξον Σερβικήν Ἐκκλησίαν τῶν τέως ὑπ' αὐτό τελουσῶν καί ἀνωτέρω μνημονευθεισῶν Ἐπαρχιῶν, ἀναγνωρίζουσα δέ καί τήν ἀνακηρυχθεῖσαν ἕνωσιν τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Σερβίας, τοῦ Μαυροβουνίου καί τοῦ Καρλοβιτσίου καί τῶν δύο Δαλματικῶν Ἐπαρχιῶν, ἀποδέχεται τήν σχηματισθεῖσαν ἐξ αὐτῶν Ἁγίαν Αὐτοκέφαλον Ἡνωμένην Ὀρθόδοξον Σερβικήν Ἐκκλησίαν ὡς ἀδελφήν ἐν Χριστῷ ἐχουσαν καί ἀπολαύουσαν πάντα τά τοῦ αὐτοκεφάλου δικαιώματα, κατά τά θέσμια καί τήν τάξιν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἰς ἔνδειξιν δέ καί μόνιμον εἰς τό διηνεκές παράστασιν καί ἀσφάλειαν τῶν οὕτω κανονικῶς ἐγκριθέντων καί ὁρισθέντων περί τῶν εἰς τό θεόσωστον Βασίλειον τῶν Σέρβων, Κροατῶν καί Σλοβένων περιελθουσῶν τέως Ἐπαρχιῶν καί μερῶν τοῦ καθ' ἡμᾶς Ἁγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί περί τῆς ἐν τῷ Βασιλείῳ τούτῳ σχηματισθείσης μιᾶς Ἡνωμένης Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἀπολύοντες μετά τῶν περί ἡμᾶς Ἱερωτάτων Μητροπολιτῶν καί ὑπερτίμων τῶν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν τόν παρόντα ἡμέτερον Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν Τόμον, οὗ ἴσον καί ἀπαράλλακτον κατέστρωται καί ἐν τῷ ἱερῷ Κώδικι τῆς καθ’ ἡμᾶς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, εὐχόμεθα ὅπως ὁ Θεός πάσης χάριτος ὁ καλέσας ἡμᾶς εἰς τήν αἰώνιον αὐτοῦ δόξαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, αὐτός χαρίζηται πάντοτε πᾶσαν εὐλογίαν καί πᾶσαν καρποφορίαν ἀγαθήν ταῖς τε οὕτως ἀφ' ἡμῶν χειραφετηθείσαις Ἐπαρχίαις καί ἁπάσῃ τῇ Ἁγιωτάτῃ ἀδελφῇ Αὐτοκεφάλῳ Ἡνωμένῃ Ὀρθοδόξῳ Σερβικῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Βασιλείου τῶν Σέρβων, Κροατῶν καί Σλοβένων. Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ͵αϠκβʹ, μηνός Φεβρουαρίου ιθ', Ἐπινεμήσεως Ε΄.
+ Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιος, ἀποφαίνεται.
Βλέπετε ότι το κύριο επιχείρημα γιατί γίνεται η χειραφέτηση αυτών των επαρχιών στην Εκκλησία Σερβίας είναι η καινούργια κατάσταση, η απόσπασή τους σε άλλο κράτος, με άλλα κρατικά όρια και -ιδιαίτερα σημαντικό- ο Οικουμενικός Πατριάρχης τις παραχωρεί για ανεμπόδιστη, κανονική λειτουργία και, όπως λέει, χάρη των μεγαλύτερων και κοινών ενδιαφερόντων. Σ’ αυτό το έγγραφο, Τόμο, που κατέχει η Εκκλησία Σερβίας, διαβάζουμε σαφέστατα ότι τα πολιτικά όρια των κρατών είναι και όρια της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας.
Τίποτα από αυτά σήμερα πλέον δεν είναι πραγματικότητα. Αντίθετα, οι συγκυρίες έχουν αλλάξει, αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι σ’ αυτόν τον χώρο η Εκκλησία Σερβίας δεν έχει καμμία κυριαρχία.
Όλα αυτά τα εξήγησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαίος στην συνέντευξη για την εφημερίδα «Πολίτικα» της Σερβίας, όταν είπε ότι δεν έχει σκοπό να αλλάξει τα όρια της Εκκλησίας Σερβίας, με το οποίο πρώτα απ’ όλα γνωρίζει σε όλους ότι αυτός έχει το δικαίωμα αυτό. Ειδάλλως θα έλεγε ότι δεν έχει δικαίωμα να το κάνει αυτό, και όχι ότι δεν έχει σκοπό. Αλλά, δεύτερο, πολύ σημαντικό σ’ αυτή την συνέντευξη είναι ότι ο Παναγιώτατος συνδέει τον σκοπό αυτό με δύο κομβικά πράγματα. Λέει: «εάν γι’ αυτό δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη και κατάλληλο αίτημα». Η ανάγκη είναι προφανής, ενώ το αίτημα απεστάλη στο γραφείο του πριν από ένα χρόνο. Με άλλα λόγια, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αυτή την στιγμή έχει στο τραπέζι του όλα τα επιχειρήματα για να γίνει κριτής σ’ αυτή την εκκλησιαστική αντιπαράθεση.
Κάτι που περισσότερο βοηθά την κατάσταση είναι ο ρόλος που έπαιξε η Εκκλησία της Βουλγαρίας. Αν και θα βοηθούσε ακόμη περισσότερο το συλλείτουργο που έπρεπε να γίνει μεταξύ των Εκκλησιών μας, ήταν αρκετό και το γεγονός που, κατόπιν αιτήσεως της Συνόδου μας, η Εκκλησία Βουλγαρίας δημιούργησε επιτροπή για διάλογο με την Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Αυτό τσιμέντωσε την αδυναμία της Εκκλησίας της Σερβίας για κυριαρχία αυτών των επαρχιών και ενεργοποίησε τον συναγερμό στο Φανάρι ότι είναι καιρός για επίλυση του θέματος. Αυτό θα το διαβάσετε και στο γράμμα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου προς την Εκκλησία Βουλγαρίας, με το οποίο υπενθύμιζε στην Σόφια ότι δεν έχει το δικαίωμα να αναμειχτεί και ότι η επίλυση των προβλημάτων αυτής της φύσεως ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Έτσι και στο Βελιγράδι άναψε ο κόκκινος συναγερμός ότι και επίσημα πλέον είναι κοντά το τέλος του δικαιώματός τους για κυριαρχία πάνω σ’ αυτές τις επαρχίες, οπότε στο διάστημα του περασμένου έτους έψαχναν πολλούς τρόπους να σώσουν την κατάσταση, χρησιμοποιώντας την Εκκλησία της Ρωσίας, αλλά και δυσφημήσεις και προσωπικές επιθέσεις στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Όλα αυτά γίνονταν μέχρι την στιγμή όταν ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος, επίσης σε συνέντευξη για την σερβική «Πολίτικα», τους προσγείωσε, βεβαιώνοντας την δυνατότητα ο Βαρθολομαίος να εκδώσει Τόμο αυτοκεφάλου για την Εκκλησία στην Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας και ότι αυτό είναι πραγματικότητα.
Το παιχνίδι είναι πολύ απλό, μάλιστα και πολύ φανερό
Σύμφωνα με το σχέδιο που δημιουργήθηκε σ’ αυτή την Σύνοδο της Ιεραρχίας, πρώτα δημόσια μέσω κάποιων ΜΜΕ, παράλληλα και κρυφά μέσω κάποιων πολιτικών, αλλά και εκκλησιαστικών δορυφόρων της Σερβίας στην Βόρεια Μακεδονία, πρέπει να πουληθεί το μυθιστόρημα ότι η Εκκλησία Σερβίας είναι έτοιμη να αναγνωρίσει και να δεχτεί πως το μέλλον αυτής της Εκκλησίας μπορεί να είναι και το αυτοκέφαλο, αλλά μόνο όταν εφαρμοστεί η Συμφωνία της Νις. Αυτό στην πράξη πρέπει να είναι η δεύτερη φάση από την φημισμένη αυτή Συμφωνία, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε η παράλληλη ιεραρχία, η Αρχιεπισκοπή του Ιωάννη. Αυτό το σχέδιο προβλέπει οι δύο Εκκλησίες στην χώρα να ενωθούν, δεχόμενες την δικαιοδοσία της Εκκλησίας Σερβίας με μορφή της ευρέως αυτονομίας, και μετά αυτή η ενωμένη Εκκλησία να ειδοποιήσει την Ιεραρχία της Σερβίας ότι οι επαρχίες γυρίζουν στην ενότητα με την Εκκλησία Σερβίας. Αυτή η πραγματικότητα θα βεβαιωθεί σε Σύνοδο και περαιτέρω θα ειδοποιηθούν οι άλλες τοπικές Εκκλησίες, πρωτίστως το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο, σε συναίνεση με τις άλλες Εκκλησίες θα ορίσει την μελλοντική κατάσταση αυτής της Εκκλησίας. Στην πρώτη όψη για πολλούς θα φανεί ελκυστικό, όμως που κρύβεται η παγίδα;
Αυτό το μυθιστόρημα με το οποίο η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος πρέπει να εμπαιχτεί έχει δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι όλα αυτά να πετύχουν και η Εκκλησία να εισέλθει σε μια καινούργια περίοδο αβεβαιότητας και επαναφορά στην θέση που είχε πριν από 50 χρόνια, διαδικασία που θα γεννήσει νέα σχίσματα και χωρισμούς σε αυτονομιστές και αυτοκεφαλιστές, που μπορεί να έχει σοβαρές εκκλησιαστικές συγκρούσεις, όμως η Εκκλησία Σερβίας θα κερδίσει ένα σπασμένο εκκλησιαστικό σώμα, το οποίο εύκολα θα υπόκειται σε χειρισμό. Αυτό πραγματικά μπορεί να γίνει, επειδή ολόκληρη η διαδικασία μπορεί πάλι να διαρκέσει χρόνια, αν όχι και δεκαετίες.
Το δεύτερο επίπεδο είναι να εισέλθει η Αρχιεπισκοπή Αχρίδος στην διαδικασία διαπραγματεύσεων με την Εκκλησία Σερβίας. Εδώ αρκεί οι επιτροπές να καθίσουν στο τραπέζι και να αρχίσουν τις διαπραγματεύσεις, που στη συνέχεια θα πάρουν την κατεύθυνση που δεν θα συμφέρει καθόλου σε μας και η ενοχή για την αποτυχία απαράλλακτα να πέσει στους δικούς μας επισκόπους. Αυτή η κατάσταση θα είναι πολύ θετική για την Σερβία, επειδή θα έχει επιχειρήματα ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εμείς θα δείξουμε κλασική ανευθυνότητα. Γιατί; Πολύ απλά! Εφόσον κάνατε έκκλητο προσφυγή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη και αυτός άρχισε την διαδικασία, εφόσον το επιχείρημά σας ήταν ότι η Εκκλησία Σερβίας δεν είναι αποφασισμένη για λύση, και πάλι γυρίσετε στο τραπέζι μαζί τους, τότε δεν έχετε τι να ζητάτε πλέον από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, επειδή αυτός αποφασίζει όταν οι δυο πλευρές δεν πετυχαίνουν συμφωνία. Στο δικαστήριο πηγαίνετε όταν δεν μπορείτε να τα βρείτε, και όχι όταν συζητάτε.
Οι επίσκοποί μας έχουν μια ξεκάθαρη κατάσταση, εάν ξέρουν τι θέλουν ως αποτέλεσμα. Εάν ο σκοπός είναι το αυτοκέφαλο, η διεύθυνση είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ στην πρόταση της Εκκλησίας Σερβίας αρκεί μόνο αυτή η απάντηση: «Όχι, ευχαριστώ, δεν ήσασταν καλή μητέρα!».