Ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1880-1956), Επίσκοπος Ζίτσης και Αχρίδος, ο αποκαλούμενος και «Σέρβος Χρυσόστομος», πνευματικός πατήρ του άλλου μεγάλου Αγίου της Σερβικής Εκκλησίας, του Ιουστίνου Πόποβιτς, και πνευματικός «παππούς» των περισσοτέρων σημερινών Σέρβων Αρχιερέων, είναι εκείνος που εγκαλεί και ελέγχει τους...
υποτιθέμενους πνευματικούς επιγόνους του, οι οποίοι διαφεντεύουν σήμερα την Εκκλησία της Σερβίας.
Η απαξιωτική συμπεριφορά προς την Μητέρα Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, την οποία επιδεικνύει η κυρίαρχη ομάδα των Σέρβων Ιεραρχών που κατευθύνουν τον Πατριάρχη Ειρηναίο και τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου σε εκκλησιολογικές αυθαιρεσίες και θεολογικές ακροβασίες, προκειμένου να υποστηρίξουν τις αθέμιτες επιδιώξεις τις Ρωσικής Εκκλησίας σε βάρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ατιμάζει με απρέπεια τις παρακαταθήκες που τους άφησαν μεγάλες μορφές της Σερβικής Εκκλησίας από το παρελθόν, όπως ο εν λόγω Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς.
Με τα δικά του λοιπόν λόγια, όπως τα κατέγραψε στο «Μάρτιο» του πνευματικού Ημερολογίου της σειράς «Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΧΡΙΔΟΣ», θα καλέσουμε αυτούς τους πατραλοίες να μετανοήσουν, να ανανήψουν, να σεβαστούν πρώτα από όλους τους δικούς τους πατέρες και να επανέλθουν στην κανονικότητα της Εκκλησίας μας. Να πάψουν δηλαδή να λακτίζουν προς το Ιερό Κέντρο της Ορθοδοξίας, το Φανάρι, λειτουργώντας ως ευτελή φερέφωνα της μοσχοβίτικης προτεσταντίζουσας εκκλησιολογίας, που αμφισβητεί αντικανονικώς τα προαιώνια προνόμια, δικαιώματα και υποχρεώσεις, της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως μέσα στο σύστημα της καθ’ όλου Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ας δούμε όμως τι γράφει ο Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς στο προαναφερθέν πόνημά του για την Πρωτόθρονο Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τον μοναδικό της ιστορικό και εκκλησιολογικό ρόλο μέσα στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Πρόκειται για έναν Ύμνο γεμάτο σοφία και φως, έτσι όπως μόνο οι Άγιοι του Θεού μπορούν να αντιληφθούν και να αποτυπώσουν:
«Κωνσταντινούπολη, Βασιλεύουσα Πόλη, δίπλα στον καταγάλανο Βόσπορο, ποιας άλλης πόλης η δόξα μπορεί ποτέ με τη δική σου να συγκριθεί;
Υπήρξες πεδίο μάχης φοβερό μεταξύ πνευματικών αντιπάλων: βλάσφημων αιρετικών και άγιων του Θεού.
Σαν κόσκινο τους ξεκαθάρισες όλους στο μακραίωνο πέρασμα των αιώνων, αποκαλύπτοντας τους αποστάτες, αλλά και τους υπηρέτες του Θεού.
Ποιος μπορεί να απαριθμήσει τις στρατιές όλων των πνευματικών σου ηρώων, όλες τις ουράνιες οπτασίες κι όλα τα μυστήριά σου;
Συχνά οι άγγελοι του Θεού κατέρχονταν, χαμήλωναν προς εσένα, Βασιλεύουσα, και από σένα υψώνονταν προς τον ουρανό άνθρωποι ισάγγελοι.
Η Θεοτόκος εμφανίστηκε εντός των τειχών σου πολλάκις, για να ελευθερώσει τους κινδυνεύοντες και να γιατρέψει τους ασθενείς.
Το νέφος των εξαίσιων αγίων, ως σκέπη αγία, σε στέφει και οι προσευχές των παιδιών σου ως θυμίαμα ανεβαίνουν στον Ύψιστο.
Ω, πόσοι πολλοί άγιοι ήταν δικά σου παιδιά! Όσα αμέτρητα υπάρχουν κρίνα του αγρού, τόσοι υπάρχουν άγιοι επί αγίων!
‘Έγραψες ιστορία, Βασιλεύουσα Πόλη, και το ημερολόγιο της ιστορίας με βαθυκόκκινο μελάνι. Με τους αγώνες σου γράφτηκε και το ακρογωνιαίο της Εκκλησίας Σύμβολο της Πίστεως!
Έτσι, λοιπόν, μπορεί για σένα τούτο να ειπωθεί: ανάμεσα στις πόλεις τις πολλές, εσύ μόνη ξεχωρίζεις, πορφυρή γραφή.
Φώτισες την οικουμένη με την Αγία Πίστη.
Γιάτρεψες τον κόσμο απ’ την ειδωλολατρία και τις αιρέσεις.
Βασανισμένη αλλά όχι θανατωμένη, ακόμη δεν έχεις τελειώσει. Γι’ αυτό όλοι εμείς σε εορτάζουμε, Πόλη των Ομολογητών!
Σ’ όλη την γη και στους ουρανούς η δόξα σου μεγαλόπρεπη αντηχεί και ο κάθε βαπτισμένος χρέος βαρύ έχει, ευγνωμοσύνης προς εσένα οφειλή!»