Διπολισμός στην Ορθοδοξία





Πρωτοπρεσβύτερος Ηλίας Τσιγκλάτζε (Πατριαρχείο Γεωργίας),
Νομικός και Ιστορικός.
Μετάφραση: Νικόλαος Γκουργκενίτζε

Ο σημερινός εκκλησιαστικός διπολισμός της παγκόσμιας Ορθοδοξίας συνίσταται σε φιλελληνικές και φιλορωσικές στάσεις και κατευθύνσεις οι οποίες μάλιστα προέρχονται από τις ακόλουθες περιστάσεις.

Φιλελληνισμός: πρόκειται για ένα παραδοσιακό και ιστορικά εγκατεστημένο διάνυσμα στην παγκόσμια Ορθοδοξία, το οποίο εκφράζεται ακόμα τον 5ο αιώνα στην ιστορία της Γεωργίας όταν ο Μέγας Βασιλιάς Βαχτάνγκ Γκοργκάσαλι ζήτησε από τους Γεωργιανούς: «Μην απομακρυνθείτε από την αγάπη των Ελλήνων». Δηλαδή ο βασικός φορέας του αιώνιου πολιτικού και θρησκευτικού παραδείγματος των Γεωργιανών θα έπρεπε να είχε κατεύθυνση προς το Βυζάντιο/Κωνσταντινούπολη.

Μάλιστα όλη η ιστορία μας, ο πολιτισμός και η παράδοσή μας στο μεσαίωνα δεν πρόδωσε αυτήν την οδό και το Βυζάντιο παρέμενε ως βασικός πολιτισμικός και θρησκευτικός συνεργάτης, αν θέλετε ακόμα και τροφοδότης, της Γεωργίας και του Γεωργιανού Λαού. Ακόμα και στην περίοδο των πολέμων του Βυζαντίου – Γεωργίας (οι πόλεμοι ανάμεσα στο Βασίλειο Βουλγαροκτόνο και το Γεώργιο Α΄), ο Καθολικός – Πατριάρχης Μελχισεδέκ Α’ τα πλούσια δώρα τα οποία είχε λάβει από τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες προσέφερε στον Ναό Σβετιτσχοβέλι. Οι γνωστοί Γεωργιανοί Αγιορείτες Ευθύμιος και Γεώργιος βυζαντινοποίησαν τη Γεωργιανή εκκλησιαστική ζωή (μεταφορά των λειτουργικών διατάξεων της Κωνσταντινούπολης στην Εκκλησία της Γεωργίας).

Κατά το 15ο αιώνα, παρά την πτώση του Ελληνικού Βυζαντίου, η Γεωργία διατήρησε πολύ στενές σχέσεις τόσο με την Κωνσταντινούπολη τόσο και με τα ανατολικά Πατριαρχεία. Με τη βοήθεια των Γεωργιανών Βασιλέων, στη Γεωργία δημιουργήθηκαν πολλά πατριαρχικά μετόχια, όπως των Ιεροσολύμων, του Σινά, του Αγίου Όρους, του Κύκκου κ.λπ.

Από το 18ο αιώνα το πολιτικό και θρησκευτικό διάνυσμα στράφηκε προς την παγκόσμια δύναμη, τη Ρωσία, και τελικά είχαμε τα τραγικά αποτελέσματα τα οποία είναι πολύ γνωστά και δεν θα αναφέρω.

Κατά τον 21ο αιώνα, με τις νέες πολιτικές ανακατατάξεις, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πάλι απέκτησε μεγάλη δύναμη και αποκατέστησε το αρχικό του πρόσωπο και την επιρροή στα εκκλησιαστικά πράγματα. Το Πατριαρχείο επιβεβαίωσε και επικύρωσε αυτό στο θέμα της Ουκρανίας. Η Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία ιδρύθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ανά τους αιώνες αποτελούσε μια μητρόπολη του Οικουμενικού Θρόνου. Το 1589 η Κωνσταντινούπολη παραχώρησε το αυτοκέφαλο και την πατριαρχική τιμή, για το λόγο αυτό η Εκκλησία της Ρωσίας αποτελεί μικρότερο πνευματικό παιδί και δημιούργημα της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα όμως ο αχάριστος ρωσικός λαός και κλήρος ξεχνάει αυτό και με απόλυτη ανυπακοή στη Μητέρα Εκκλησία σχεδιάζουν πώς να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια Ορθοδοξία. Όμως, το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο προσγείωσε τα όνειρά τους.

Σήμερα η Ρωσία φανερά προσπαθεί να διαιρέσει την Ορθοδοξία σε δύο τμήματα: το δικό της και της Κωνσταντινούπολης. Σήμερα όλες οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες είναι μπροστά σε αυτήν την επιλογή. Εδώ βέβαια δεν υπάρχει η τρίτη επιλογή. Οι σημερινοί φιλορώσοι και ανθέλληνες Γεωργιανοί παραβιάζουν τις σημαντικές πολιτο-θρησκευτικές παρακαταθήκες των Μεγάλων Βασιλέων Μιριάν και Βαχτάνγκ και υποτάσσονται στη ρωσική πολιτο-εκκλησιαστική ειδωλολατρία, επιρροή και δύναμη. Σήμερα, το Πατριαρχείο Μόσχας δεν είναι τίποτα παρά Είδωλο του Μαμωνά, με μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη, ενώ οι υποτασσόμενοι σε αυτά ξεχνούν την κανονική παράδοση και την εκκλησιαστική ιστορία της Ορθοδοξίας. Από ιστορικής και κανονικής απόψεως στην 20 αιώνων ιστορία της Εκκλησίας το Πατριαρχείο Μόσχας δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από ένα καινούριο εκκλησιαστικό δημιούργημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η ύπαρξή του δεν υπερβαίνει τους τέσσερις αιώνες. Είναι αδύνατο να γίνει Κέντρο της Ορθοδοξίας, η οποία μάλιστα υπάρχει εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια, διότι αυτό ήταν και είναι ένα καινούριο περιφερειακό μέλος. Μπορεί βέβαια να έχει πολλές οικονομικές και πολιτικές δυνατότητες, αλλά από κανονικής απόψεως είναι χωρίς παρελθόν και βάση. Αποτελεί το μικρότερο τέκνο της Κωνσταντινούπολης και, αφού είναι τέκνο, δεν μπορεί να γίνει κυρίαρχος για τον γονέα ποτέ, διότι δεν μπορεί να διδάσκει και να δίνει οδηγίες στο γονέα. Η Εκκλησία της Μόσχας είναι υποχρεωμένη να υπακούει στη Μητέρα Εκκλησία.

Σήμερα, το Πατριαρχείο Μόσχας κατηγορεί τη Μητέρα του Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για «παπική εκκλησιολογία», δηλαδή λέει ότι ο Θρόνος της Κωνσταντινούπολης θέλει να διοικεί όλη την Ορθοδοξία όπως αυτό κάνει ο Θρόνος της Ρώμης μετά το Μέγα Σχίσμα. Αλλά πρέπει να εκλαμβάνουμε το πρωτείο του Ρώμης και τη διοικητική προτεραιότητα στην παγκόσμια Εκκλησία όπως ήταν στην Α’ χιλιετία. Έτσι ακριβώς και στην ανατολή οι Οικουμενικές Σύνοδοι έδωσαν αυτό το πρωτείο στο Θρόνο της Κωνσταντινούπολης για τη διατήρηση της ενότητας και για την εκρίζωση των συγκρούσεων και προβλημάτων μεταξύ των Εκκλησιών. Το δικαίωμα εκκλήτου του Οικουμενικού Θρόνου δεν απειλεί καθόλου τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, αλλά είναι η βάση για τη διασφάλιση της ενότητας της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Στην Α’ χιλιετία στην Ορθόδοξη Εκκλησία (και μέχρι το 18ο αιώνα, όταν η Ρωσία ενδυναμώθηκε) δεν υπήρχε τείχος μεταξύ των κατά τόπους Εκκλησιών, όπως αυτό που βλέπουμε σήμερα. Για παράδειγμα, κατά τον 17ο αιώνα ο ίδιος ο τσάρος της Ρωσίας κάλεσε τους Πατριάρχες στη Μόσχα για να συγκληθεί μια Πανορθόδοξη Σύνοδος για τη δίκη του Πατριάρχη Μόσχας Νίκωνα, διότι οι Ρώσοι από μόνοι τους άνευ αδείας δεν τόλμησαν να καθαιρέσουν τον Μόσχας, ενώ με αυτόν τον τρόπο μάλιστα θα είχε και μεγαλύτερο κύρος η απόφαση. Με αυτό καταλαβαίνουμε ότι η καθολικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ακόμα τον 17ο αιώνα ήταν αρκετά σταθερή.

Στην Α’ χιλιετία δεν συγκαλούνταν μόνο οι Οικουμενικές Σύνοδοι αλλά και άλλες πολλές Εκκλησιαστικές Σύνοδοι, όπου τα Πατριαρχεία από κοινού αποφάσιζαν για τα διάφορα θέματα, ακόμα και τα εσωτερικά προβλήματα των Εκκλησιών. Γιατί γινόταν έτσι; Διότι υπήρχε η αίσθηση της «Μίας Εκκλησίας» (Η Μία Οικουμενική Εκκλησία – Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία) και δεν υπήρχαν οι εθνικές και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες κλεισμένες στο αυγό με εθνοφυλετιστικά στοιχεία, όπως αυτό γίνεται σήμερα. Σήμερα ξεχνούμε ότι η Εκκλησία της Γεωργίας δεν επιτρέπεται και δεν μπορεί να είναι κυριολεκτικά ανεξάρτητη, διότι εάν είναι ανεξάρτητη, τότε πώς είναι μέλος της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας; Αυτό έρχεται σε αντίθεση με το ορθόδοξο «Πιστεύω».

Η Αυτοκεφαλία δεν είναι ανεξαρτησία, αλλά είναι αυτοδιοίκηση μιας συγκεκριμένης περιοχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία αποτελεί μέλος της Καθολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρέπει να θυμόμαστε ότι οι κοινές Εκκλησιαστικές Σύνοδοι (όπως Οικουμενικές ή Πανορθόδοξες Σύνοδοι) είναι μεγαλύτερο διοικητικό όργανο από την τοπική σύνοδο (αυτό που λέμε Ιερά Σύνοδος). Η ιδιωτικοποίηση και το κλείσιμο στο αυγό μιας τοπικής Εκκλησίας αποτελεί την αίρεση του εθνοφυλετισμού, η οποία διαιρεί την Εκκλησία του Χριστού και την παραμορφώνει. Ο εκκλησιαστικός απομονωτισμός για την Αυτοκέφαλη Εκκλησία είναι ένας εκκλησιαστικός χωριστισμός και μια δογματική παρακμή που απαιτεί σοβαρή πνευματική θεραπεία.