Διαγραφή άρθρου του Καταστατικού Χάρτη ζητεί ο Κύκκου. Προσπάθεια να στερηθεί Κανονικό Δικαίωμα του το Οικουμενικού Πατριαρχείου


 

Ο κ. Νικηφόρος, όπως και το Πατριαρχείο Ρωσίας, δεν αναγνωρίζει ότι οι Αρχιερείς έχουν δικαίωμα εκκλήτου προσφυγής ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 


Την διαγραφή από τον Καταστατικό Χάρτη (Κ.Χ.) της Εκκλησίας Κύπρου του  άρθρου  81 ( Έκκλητον, δηλαδή άσκηση έφεσης  καταδικασθέντος Αρχιερέως ενώπιον  του Οικουμενικού Πατριαρχείου)  ζητά ο Μητροπολίτης Κύκκου και Τηλλυρίας , Νικηφόρος, ο οποίος θέτει το ζήτημα στο βιβλίο του, με τίτλο το «ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΘΕΙΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΟΥ». Μάλιστα, ο κ. Νικηφόρος , ο οποίος το 2010 ψήφισε το συγκεκριμένο άρθρο και τον Κ.Χ. στο σύνολο του, τονίζει τώρα ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας  Κύπρου «οφείλει πάραυτα να διαγράψει από τον ψηφισθέντα  το 2010 Καταστατικό της Χάρτη το άρθρο 81». Επίσης, προκαλεί εντύπωση και το γεγονός ότι το Κέντρο Μελετών της Ιεράς Μονής Κύκκου το 2001 εξέδωσε ειδικό τόμο , τιτλοφορούμενο «Τα Πατριαρχικά Έγγραφα των ετών 1600-1878». Στον τόμο αυτό παρατίθενται πολλά έγγραφα περί του Εκκλήτου Κυπρίων Αρχιερέων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Στο βιβλίο του για το Ουκρανικό ο Μητροπολίτης Κύκκου αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο , με τίτλο « Έχει ή όχι το  Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το Κανονικό Δικαίωμα να δέχεται υπερορίως ( σ.σ:πέρα από τα όρια της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του) εκκλήτους προσφυγές».

Ο Μητροπολίτης Κύκκου, αφού  προσπαθεί να πείσει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έχει Κανονικό Δικαίωμα για εκκλήτους προσφυγές , γράφει στην σελίδα 103:

«Στο σημείο αυτό και έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, επιβάλλεται να επισημάνουμε και μετ’ επιτάσεως να τονίσουμε, ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου οφείλει πάραυτα να διαγράψει από τον ψηφισθέντα το 2010 Καταστατικό της Χάρτη το άρθρο 81, με το οποίο δίνεται στον καταδικασθέντα για κανονικά αδικήματα Αρχιερέα το δικαίωμα εκκλήτου προσφυγής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, κατά τα προβλεπόμενα (όπως λανθασμένα τονίζεται) υπό των ιερών Κανόνων. Λέγει το συγκεκριμένο άρθρο: «Αρχιερεύς, ο οποίος καταδικάστηκε σε ποινή στερητική της ιερωσύνης, ή σε έκπτωση από τον Θρόνο, ή σε ποινή αργίας, που επιφέρει έκπτωση, μπορεί να ασκήσει το δικαίωμα του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά τα προβλεπόμενα από τους ιερούς Κανόνες».





Επίσης, στην σελίδα 109 ο κ. Νικηφόρος υποστηρίζει: “…αν αποδεχθούμε και δεν διαγράψουμε το άρθρο 81 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, που δίνει στους Επισκόπους της το δικαίωμα του εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου,  είναι ως να αποδεχόμαστε, ότι το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας του Αποστόλου Βαρνάβα δεν είναι πλήρες, αλλά ελλιπές, αφού το δικαίωμα να κρίνει τους Επισκόπους της τελεσίδικα και αμετάκλητα το έχει όχι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, αλλά το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως”.

Έγκυρη πηγή επεσήμανε ότι  το αίτημα  του Μητροπολίτη Κύκκου ταυτίζεται πλήρως με την θέση του Πατριαρχείου Μόσχας για το ζήτημα του Εκκλήτου. “Ακόμη χειρότερος”, σύμφωνα με την ίδια πηγή, “είναι ο εντελώς αβάσιμος και εξωπραγματικός ισχυρισμός ότι η μη διαγραφή από τον Κ.Χ. του άρθρου 81 σημαίνει τάχα ότι το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Κύπρου «δεν είναι πλήρες αλλά ελλιπές»”.   





Επίσης, σημειώνεται ότι “το βιβλίο στο σύνολο του κινείται στην λογική του Πατριαρχείου Μόσχας, το οποίο  αγωνίζεται πλέον να αποτρέψει  ή να ακυρώσει  με κάθε πρόσφορο μέσο, θεμιτό ή και αθέμιτο, την αναγνώριση της ανακηρύξεως της αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας  Ουκρανίας”.

Όλα τα ζητήματα , που θέτει στο βιβλίο του ο Μητροπολίτης Κύκκου, έχουν απαντηθεί τεκμηριωμένα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και εν συνόψει από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμο.





Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, μιλώντας  ( 12 Οκτωβρίου 2019) στην Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας Ελλάδος,  είχε τονίσει:  

«α. Ουδέποτε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον παρεχώρησεν εις το Πατριαρχείον Μόσχας τη δικαιοδοσίαν του επί της Μητροπόλεως Κιέβου. Ανέθεσε εις τον Μόσχας επιτροπικώς διά Πράξεως του 1686 «ίνα έχη επ’ αδείας» και μόνον το δικαίωμα του χειροτονείν και ενθρονίζειν τον εκάστοτε, υπό Κληρικολαικής Συνελεύσεως, εκλεγόμενον Μητροπολίτην Κιέβου, ο οποίος οφείλει να μνημονεύει πρωτίστως του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου (Κανών 120 Καρθαγένης).

β. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει το προνόμιον της «εκκλήτου προσφυγής» και παρά Αρχιερέων ετέρου εκκλησιαστικού κλίματος, εάν και εφ’ όσον ο εκκαλών Αρχιερεύς ήθελε υποβάλη σχετικόν αίτημα (Βλ. Φιλάρετος, Μακάριος) (Κανόνες 9 και 17 Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου).

γ. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε και έχει πάντοτε απαραμείωτον το κανονικόν δικαίωμα ουχί μόνον όπως μεριμνά οφειλετικώς διά την υποστήριξιν των εμπεριστάτων ή δοκιμαζομένων Ορθοδόξων Εκκλησιών, αλλά και την δεσμίαν, κανονικήν υποχρέωσιν όπως αναλαμβάνη έγκαίρως όλας τας αναγκαίας πρωτοβουλίας διά την πρόληψιν, την αποτροπήν ή την θεραπείαν των επικινδύνων απειλών ή δοκιμασιών του εκκλησιαστικού των σώματος. Άλλωστε, η όλη ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτοι τόσο σε ευτυχείς, όσο και εις χαλεπούς καιρούς, αποτελεί εν τοις πράγμασι μαρτυρίαν της πάντοτε ανιδιοτελούς ή και θυσιαστικής προσφοράς του προς όλας τας εμπεριστάτους Ορθοδόξους Εκκλησίας.

δ. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον έχει κανονικόν προνόμιον αυτό μόνον να ανακηρύσσει το αυτοκέφαλον των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών (βλ. Γεωργίας 1990. Τσεχίας 1998, Πολωνίας 1924, Αλβανίας 1937, Ελλάδος 1850, Σερβίας 1878, Ρουμανίας 1885, Βουλγαρίας 1945 κ.λπ.).

Δυστυχώς, επειδή το Πατριαρχείον Μόσχας απουσίασεν από τας εργασίας της Συνόδου της Κρήτης, κατά το 2016, δεν εδόθη η δυνατότης συζητήσεως του Θέματος της χορηγήσεως του αυτοκεφάλου και ούτω εχάθη η ευκαιρία όπως συναποφαίνεται μετά των λοιπών Εκκλησιών διά την χορήγησίν του.

Όλοι γνωρίζομεν ότι όλοι οι αποδεχθέντες την χριστιανικήν πίστιν λαοί από την βυζαντινήν Ιεραποστολήν (Γεωργιανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι κ.α.) προέβαλλον αμέσως την αξίωσιν της αποδόσεως υπό της Μητρός Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της εκκλησιαστικής Αυτοκεφαλίας αυτών διά την ενίσχυσιν και της εθνικής των ταυτότητος. Όλοι γνωρίζομεν ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον παρεχώρει πάντοτε προθύμως και ανιδιοτελώς την Αυτοκεφαλίαν της Εκκλησίας ενός ανεξαρτήτου κράτους, αν βεβαίως είχον τας απαραιτήτους κανονικάς προϋποθέσεις, διά την κάλυψιν των αμέσων και επιτακτικών ποιμαντικών αναγκών.

Όλοι γνωρίζομεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία της Ουκρανίας υπήγετο συνήθως επί αιώνας υπό την διαδοχικήν δυναστικήν κυριαρχίαν είτε της Πολωνίας, είτε της Μεγάλης Ρωσίας, αλλ’ όμως παρέμεινε πάντοτε εις την κανονικήν εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν της Μητρός Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ͵ αφού δεν ήτο δυνατόν να αμφισβητηθή αζημίως διά τα κυρίαρχα κράτη η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Όλοι γνωρίζομεν ότι το Πατριαρχείον Μόσχας αποδοκιμάζει ως αντικανονικάς πράξεις, μετά μεγάλης μάλιστα οξύτητος, την οφειλετικήν πρωτοβουλίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά την ανακήρυξιν της Αυτοκεφαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, ως εάν αυτή ανήκε κανονικώς εις Πατριαρχείον  Μόσχας.

Όλοι γνωρίζομεν ότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως φιλόστοργος Μήτηρ Εκκλησία της Μητροπόλεως Κιέβου και πάσης Ουκρανίας επί μίαν ολόκληρον χιλιετίαν, όχι μόνον εις ουδέν ωφελείται, αλλά και παραιτείται εκ της κανονικής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας αυτού διά να ενταχθή δικαίως η μεγάλη Εκκλησία της Ουκρανίας των 40 περίπου εκατομμυρίων ορθοδόξων πιστών εις την κοινωνίαν των αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και να αναπτύξη ελευθέρως την ποιμαντικήν διακονίαν του δοκιμαζομένου ευλαβούς ουκρανικού λαού, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε έξωθεν επεμβάσεως.

Όλοι γνωρίζομεν ότι η ανακήρυξις της εκκλησιαστικής Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας Ουκρανίας είναι ιδιαιτέρως επωφελής διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, θα αποδειχθή δε και πολύτιμος διά την ενίσχυσιν των σχέσεων των δύο αδελφών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Μεγάλης Ρωσίας και της Ουκρανίας».


Πηγή