Τo κείμενο της Ραβέννας και η θέση του Πατριαρχείου Μόσχας για το Πρωτείο

 



 

Τοῦ Θεοφιλ. Ἐπισκόπου Ἀβύδου κ. Κυρίλλου (Κατερέλου)

 

Ι. Ὁ περί τό θέμα προβληματισμός

Στίς 26 Δεκεμβρίου 2013 ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἐνέκρινε καί δημοσίευσε κείμενο[1] πού ἀναφέρεται στό Πρωτεῖο στήν Ἐκκλησία, ἔτσι ὅπως αὐτό κατανοεῖται καί καταγράφεται στό κείμενο τῆς Ραβέννας[2] πού ἐξέδωσε ἡ μεικτή θεολογική ἐπιτροπή διαλόγου Ὀρθοδόξων–Ρωμαιοκαθολικῶν (13.10.2007). Χωρίς ἐν προκειμένῳ νά ἐνδιαφέρει οὔτε ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἡ ρωσσική ἀντιπροσωπεία ἀπουσίαζε ἀπό τή συνεδρία κατά τήν ὁποία υἱοθετήθηκε τό κείμενο στή Ραβέννα, οὔτε ὁ μακρύς χρόνος μεταξύ 27ης Μαρτίου 2007 καί 26ης Δεκεμβρίου 2013, κατά τή διάρκεια τοῦ ὁποίου ἡ Συνοδική Θεολογική Ἐπιτροπή ἀσχολήθηκε μέ τό θέμα τοῦ Πρωτείου καί συνέταξε τό δικό της κείμενο τρία πράγματα εἶναι δεδομένα:

1.        Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας εἶχε ἀναθέσει τήν ἐξέταση τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος σέ θεολογική ἐπιτροπή, πρίν ἀπό τήν υἱοθέτηση τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας ἀπό τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἐπειδή, ὅπως ἀναγράφεται στόν πρόλογο τοῦ κειμένου, πολλές φορές κατά τή διάρκεια τοῦ διαλόγου ἀνέκυπτε τό θέμα τοῦ Πρωτείου.

2.        Τό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, ἕνα θέμα τόσο σοβαρό, ἕνα θέμα πού ἀφορᾶ τήν περί Ἐκκλησίας δογματική μας διδασκαλία, ἐγένετο ἀντικείμενο προβληματισμοῦ στό ἐσωτερικό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας. Αὐτό δείχνει ὅτι γιά τό Πατριαρχεῖο Μόσχας τά θέματα τοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς δέν ἀπασχολοῦν μόνο τά μέλη τῆς ἀντιπροσωπείας πού μετέχουν στό διάλογο, ἀλλά ἔχουν ἀσφαλῶς εὑρύτερο ἐνδιαφέρον, συζητοῦνται καί μελετῶνται, καρπός δέ αὐτῆς τῆς μελέτης εἶναι τό παρόν κείμενο πού μᾶς ἀπασχολεῖ.

3.        Τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἐκφράζει τή διαφωνία του μέ μία θεμελιώ-δη θέση τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας, γιά τό Πρωτεῖο σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἡ διαφωνία αὐτή, ἀφ᾽ ἑνός μέν διαφοροποιεῖ τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας ἀπό ὅλες τίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού ὑπέγραψαν τό κείμενο, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ δημιουργεῖ τήν ὑποχρέωση στίς τελευταῖες, εἴτε νά ὑπερασπιστοῦν τό κείμενο τῆς Ραβέννας, εἴτε νά ἀναθεωρήσουν τήν ἄποψή τους. Καθίσταται ὅμως πρόδηλο ὅτι μέ τό κείμενο αὐτό οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐξ αἰτίας τοῦ διαλόγου καί στήν ἐπαινετέα τους προσπάθεια γιά σύγκλιση μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία στό θέμα τῆς ἐκκλησιολογικῆς θέσης τοῦ Ἐπισκόπου Ρώμης –ἀνεξάρτητα ἀπό τό ποιός φέρει τήν εὐθύνη γι᾽ αὐτό– διακινδυνεύουν τήν ἐσωτερική τους συνοχή.

Ἐάν θά ἤθελε νά συνοψίσει κάποιος τή θέση τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, παρατηρεῖ ὅτι αὐτό ἑστιάζει τό ἐνδιαφέρον του στό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα καί ἀρνεῖται –ὀρθά– οἱαδήποτε κυριαρχική ἐξουσία τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐπί τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας, τόσο κατά τήν πρώτη, ὅσο καί κατά τή δευτέρα χιλιετία. Ἰδιαίτερα κατά τήν πρώτη χιλιετία πού ἀποτελεῖ καί τό ἀντικείμενο ἐξέτασης τοῦ διαλόγου, ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης δέν εἶχε καμιά ἐξουσία ἤ καμιά ἁρμοδιότητα ἐπέμβασης στά ὑπόλοιπα τέσσερα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, τά ὁποῖα ἀποτελοῦσαν καί ἀποτελοῦν αὐτάρ-κεις καί ἀνεξάρτητες μεταξύ τους διοικητικές ἑνότητες. Ἡ σημασία καί ἡ ἰσχύς τῶν κανόνων τῆς Σαρδικῆς πού ἀπέκτησαν οἰκουμενικό κῦρος μέ τό δεύτερο κανόνα τῆς Πενθέκτης δέν ἀπασχολοῦν τό ρωσσικό κείμενο. Εἶναι γνωστό ὅτι οἱ κανόνες τῆς Α´ καί Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[3] ἀπέδωσαν στό θρόνο τῆς Ρώμης τά Πρεσβεῖα τιμῆς, τάσσοντας τήν Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης πρώτη στή σειρά προκαθεδρίας μεταξύ τῶν θρόνων, στούς ὁποίους προσεδόθησαν Πρεσβεῖα τιμῆς, ἐνῶ ταυτόχρονα εἶναι γνωστό ὅτι στήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέ τούς κανόνες τῆς Β´ καί Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[4] ἐδόθησαν ἴσα Πρεσβεῖα τιμῆς μέ αὐτά τά ὁποῖα ἐδόθησαν στή Ρώμη, τάσσοντας αὐτήν δευτέρα στή σειρά προκαθεδρίας. Τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν ἐπιχειρεῖ κάποια ἑρμηνεία τῶν ἴσων Πρεσβείων μεταξύ τῶν θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι οὐδόλως ἀναφέρεται σ᾽ αὐτά.

Στά ἀνωτέρω ὀφείλει κανείς κατ᾽ ἀρχήν νά παρατηρήσει περαιτέρω τά ἑξῆς:

α. Τά Πρεσβεῖα τιμῆς ἐδόθησαν σέ συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς θρόνους, σέ συγκεκριμένο τόπο, μέ κριτήριο εἴτε τήν πολιτική σημασία τοῦ συγκεκριμένου τόπου εἴτε τό ἐκκλησιαστικό κῦρος πού διέθετε, λόγω τῆς ἀποστολικότητας τοῦ θρόνου ἤ τῆς θεολογικῆς αὐθεντίας, εἴτε, ἐπειδή συνέτρεχαν περισσότεροι παράγοντες μαζί.

Ἔτσι, μπορεῖ νά δικαιολογήσει κανείς, γιατί προτιμήθηκε ἡ Ἀλεξάνδρεια σέ σχέση μέ τήν Καρθαγένη καί γιατί προτιμήθηκε ἡ Ἱερουσαλήμ σέ σχέση μέ τήν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Οἱ διά Πρεσβείων τιμῆς τιμηθέντες θρόνοι ἀσκοῦσαν δικαιοδοσία σέ περιγεγραμμένη ἐδαφική περιοχή. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Ζωναρᾶς[5] κάνει λόγο γιά «τά πρεσβεῖα τῆς τιμῆς, ἤτοι τά πρωτεῖα ἤ τό ἐξαίρετον». Κατά συνέπεια οἱ διαθέτοντες Πρεσβεῖα τιμῆς ἐκκλησιαστικοί θρόνοι διέθεταν τό Πρωτεῖο ἔναντι τῶν ὑπ᾽ αὐτῶν ὑπαγομένων θρόνων. Σημαντικό εἶναι βεβαίως ἐν προκειμένῳ νά κατανοήσει κανείς ὅτι ἡ πηγή τῶν Πρεσβείων ἦταν ὁ τιμηθείς συγκεκριμένος τόπος, φορέας δέ αὐτῶν ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος τοῦ τόπου αὐτοῦ. Ἡ τάξη προκαθεδρίας μεταξύ τῶν πέντε Πατριαρχείων ἀδιαμφισβήτητα καθορίζεται ἀπό τούς ἰερούς κανόνες, ὥστε νά μήν μπορεῖ σήμερα νά ὑπάρξει καμιά διαφωνία γιά τή σειρά αὐτή. Ὁ λστ´ κανόνας τῆς Πενθέκτης[6] ἐπαναλαμβάνει τή σειρά αὐτή. Ἡ δημιουργία κατά τή β´ χιλιετία καί ἄλλων ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν δημιουργεῖ σήμερα πρόβλημα μεταξύ τους γιά τήν τάξη προκαθεδρίας. Ἡ διαφωνία ὅμως αὐτή δέν ἀφορᾶ τά ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων προβλεπόμενα Πατριαρχεῖα. Ἀφορᾶ τίς μεταγενέστερα δημιουργηθεῖσες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες ἐρίζουν γιά τή σειρά ἀναγραφῆς τους στά Δίπτυχα. Τά Δίπτυχα ὅμως δέν ἀποτελοῦν οὔτε πηγή τῶν Πρεσβείων, οὔτε πηγή τῆς σειρᾶς προκαθεδρίας μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἐπιση-μαίνει ἀτυχῶς τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας[7].

Βεβαίως καί οἱ ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νά ὁμονοήσουν γιά τή σειρά ἀναγραφῆς τους, ἡ ἀναφορά ὅμως στά Δίπτυχα δέν ἔχει σχέση μέ τή διά τῶν κανόνων ἀπονομή Πρεσβείων σέ συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς θρόνους καί τή μεταξύ τους σειρά προκαθεδρίας.

β. Τά Πρεσβεῖα τιμῆς τοῦ πρώτου θρόνου δηλ. τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης μετά τή διακοπή τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ ΙΑ´ αἰῶνας περιῆλθαν στόν ἑπόμενο κατά τή σειρά τῶν Ἱερῶν Διπτύχων θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπισημαίνει τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας[8]. Μέ τήν ἐπισήμανση ὅτι ἡ σειρά δέν προσδιορίζεται, ὅπως προαναφέρθη, ἀπό τά Δίπτυχα, ἀλλά ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, τό κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας ἴσως γιά νά ἀντικρούσει τίς ἀξιώσεις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιά ἐξουσιαστικές ἁρμοδιότητες ἐντός τῶν πλαισίων τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, θεωρεῖ ὅτι καί τό περιεχόμενο τοῦ Πρωτείου τιμῆς σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο δέν καθορίζεται ἀπό τούς κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν ἤ Τοπικῶν Συνόδων[9]. Αὐτό σημαίνει ὅτι μετά πάροδο 15-16 περίπου αἰώνων, ἀπό τήν θέσπιση τῶν σχετικῶν κανόνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα δέν γνωρίζουμε τό περιεχόμενο τῶν Πρεσβείων καί ἰδιαίτερα τό περιεχόμενο τῶν Πρεσβείων τοῦ πρώτου θρόνου, δηλ. μέχρι τοῦ σχίσματος τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού διέθεταν ἴσα Πρεσβεῖα (τῆς Κωνσταντινουπόλες δευτέρας στή σειρά προκαθεδρίας) καί ἀπό τοῦ σχίσματος τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἐξ αὐτοῦ προκύπτει τό πρῶτο εὔλογο ἐρώτημα: Τό γεγονός ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε ἴσα Πρεσβεῖα τιμῆς μέ αὐτά τοῦ Ρώμης, δέν ἀποτελοῦσε αὐτό διάκριση σέ σχέση μέ τά ὑπόλοιπα τρία Πατρι-αρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς; Τί ἐσήμαινε αὐτή ἡ διάκριση; Ἀποτελοῦσε αὐτό ὑποβάθμιση γιά τά ἄλλα Πατριαρχεῖα;

Ἀφοῦ δέν γνωρίζουμε τό περιεχόμενο τῶν Πρεσβείων τιμῆς, γι᾽ αὐτό κατά τό ρωσσικό κείμενο δέν γνωρίζουμε καί τό περιεχόμενο τοῦ Πρωτείου τιμῆς τοῦ πρώτου ἐκκλησιαστικοῦ θρόνου. Τό κείμενο τοῦτο ἐπισημαίνει μάλιστα: Τό περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ Πρωτείου καθορίζει ἡ συναίνεση τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία ἐκφράζεται εἰδικῶς στίς Διορθόδοξες Διασκέψεις ἐπί τῆς προπαρασκευής τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας[10].

Χωρίς νά προσδιορίζεται τό πῶς «γενικῶς» ἐκφράζεται καί παρέχεται ἡ συναίνεση τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αὐτό σημαίνει καί πάλι ὅτι μέχρι τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ κ´ αἰῶνα οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες δέν ἐγνώριζαν τό περιεχόμενο τοῦ Πρωτείου τῶν πρώτου μεταξύ αὐτῶν θρόνου, ἐνῶ κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες τό προσδιορίζουν ἔστω καί κατά τήν περίσταση.

Εἶναι ὅμως ἔτσι;

Τά πράγματα δέν ἔχουν ἔτσι καί αὐτό ὄφειλε νά τό καταγράψει καί ὁ συντάκτης τοῦ παρόντος κειμένου, ἐάν δέν προέβαινε σέ μιά ἐπιλεκτική χρήση τῶν πηγῶν ἤ σέ μιά κατά τό δοκοῦν ἑρμηνεία. Καί γιά τά δύο θά παρασχεθοῦν συγκεκριμένα παραδείγματα, αὐτά πού χρησιμοποιοῦν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου.

     Προκειμένου νά καταδειχθεῖ ὅτι στήν Ἐκκλησία δέν ἴσχυσε ποτέ ἕνα παπικό Πρωτεῖο ἐξουσίας ὁ συντάκτης καταφεύγει στή Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή–Ἀπάντηση τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς[11] πρός τόν Πάπαν Πίον Θ´ (1848), ἕνα λίαν ἐνδιαφέρον καί σημαντικό δογματικό καί συμ-βολικό κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, (τό ὁποῖο μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἀποκαλεῖ τήν ἀποκαταστήσασα τόν Ἱ. Φώτιο καί ἀπαγορεύσασα οἱαδήποτε προσθήκη στό Σύμβολο τῆς Πίστεως Σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 879-880 ὡς Η´ Οἰκουμενική καί θεωρεῖ τό θρόνο τῆς Ρώμης καί τούς θρόνους ὅλων τῶν ἐπισκόπων τῆς Δύσεως ὡς κενούς), τό ὁποῖο ἐπισημαίνει: Τό Πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης «οὐ κυριαρχικόν, οὔτε μήν διαιτητικόν... ἀλλ᾽ ἀδελφικόν τυγχάνει Πρεσβεῖον ἐν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησία καί γέρας ἀπονεμηθέν τοῖς Πάπαις διά τό μεγαλώνυμον καί τό πρεσβεῖον τῆς πόλεως». Τό ἴδιο ὅμως κείμενο σχολιάζοντας τήν ἀρχαία διένεξη τῶν Κορινθίων, οἱ ὁποῖοι πρός ἐπίλυση τοῦ προβλήματός του «ἀναφοράν ἐποιήσαντο εἰς Κλήμεντα τόν πάπα Ρώμης», δικαιολογώντας γιατί οἱ Κορίνθιοι προσέφυγαν στή Ρώμη, ἐπισημαίνει τά ἑξῆς σημαντικά: «Οὕτω συμβαίνει καί μέχρι τῆς σήμερον· οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας, τῶν Ἱεροσολύμων, εἰς τά παραδόξως συμπεσόντα καί δυσδιευθέτητα γράφουσι εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως, διά τό εἶναι ἕδραν αὐτοκρατορικήν, ἔτι δέ καί διά τό συνοδικόν πρεσβεῖον[12]». Λίγο πιό κάτω τό ἴδιο κείμενο τονίζει: «᾽Αλλ᾽ αὕτη ἡ ἀδελφική συνδρομή, ἔν γε τῇ χριστιανική πίστει, οὐ πωλεῖται διά τῆς ὑποδουλώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ» (Τό ἴδιο, ἐπίσης, κείμενο ἀποδέχεται καί ἑρμηνεύει τήν προσφυγή τοῦ Μ. Ἀθανασίου καί τοῦ Ἰ. Χρυσοστόμου «εἰς τά πρεσβεῖα τῶν ἐπισκόπων Ῥώμης Ἰουλίου τε καί Ἰννοκεντίου»). Πῶς ὅμως ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μποροῦσε καί «μέχρις τῆς σήμερον», δηλ. τό 1848, ὅταν «ἕν τῶν διαφερομένων μερῶν προσέτρεψεν εἰς ἐξωτερικήν σύμπραξιν», νά δέχεται νά συζητᾶ καί νά ἀποφασίζει γιά ὑποθέσεις τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καί τῶν Ἰεροσολύμων; Ἡ ἐγκύκλιος αἰτιολογεῖ αὐτήν τήν ἁρμοδιότητα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, «διά τό εἶναι ἕδραν αὐτοκρατορικήν, ἔτι δέ καί διά τό συνοδικόν πρεσβεῖον». Ἡ ἀπονομή καί ἡ ἀναγνώριση μιᾶς τέτοιας ἁρμοδιότητας στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέ σημαίνει τίποτα γιά μᾶς σήμερα;

Παρότι ἡ Κωνσταντινούπολις τό 1848 εἶχε παύσει πρό πολλοῦ νά εἶναι αὐτοκρατορική ἕδρα, οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς δέν ἀρνήθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη τό προνόμιο αὐτό, θεωροῦντες αὐτήν ἀκόμα ὡς τήν βασιλεύουσαν πόλιν – προφανῶς ἐκ λόγων σεβασμοῦ πρός τήν παράδοση καί τήν ἱστορία – πού ἐκτός τούτου διέθετε «πρεσβεῖον συνοδικόν». Εἶναι κατά συνέπεια δυνατόν νά εὐσταθεῖ ἡ θέση τοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅτι οἱ αὐτοκέφαλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελοῦσαν καί ἀποτελοῦν παντελῶς ἀνεξάρτητες μεταξύ τους διοικητικές ἑνότητες; Εἶναι δυνατόν ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά διαθέτει μέν Πρωτεῖο, ἐστερημένο ὅμως οἱασδήποτε ἁρμοδιότητας; Ἡ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή τοῦ 1848 ὄχι μόνο δέν ἐπιβεβαιώνει τή θέση αὐτή, ἀλλά ἐπιβεβαιώνει ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Ὅλοι οἱ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς πού ὑπέγραψαν τήν Ἐγκύκλιο ἀναγνωρίζουν τό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς τό ὕψιστο «κριτήριον». Δέν ἀποτελεῖ αὐτό ἐπιλεκτική χρήση τῶν πηγῶν πού ἀρνεῖται μάλιστα τήν ἰστορική πραγματικότητα;

     Οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας προκειμένου νά ἀποδείξουν ὅτι κανόνες γ´, δ´ καί ε´ τῆς Συνόδου τῆς Σαρδικῆς (343 μ.Χ.), δέν ἔδιδαν προνόμια καί ἁρμοδιότητες στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ἐπί τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας – ἀφοῦ αὐτοί οἱ κανόνες δίδουν στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὑπερτοπική δικαστική ἁρμοδιότητα– ἐπισημαίνει: Ἀπό τό σῶμα τῶν ἱερῶν κανόνων γνωρίζουμε ὅτι ἀκόμα καί στή Δύση δέν ἦσαν ἀπεριόριστα τά δικαιώματα αὐτά[13].

Γιά νά ὑποστηρίξει δέ τήν τελευταία αὐτή θέση προσάγει: α) Γνώμη πού διατυπώθηκε σέ σύνοδο τοῦ 256 μ.Χ. στήν Καρθαγένη ἐπί προεδρίας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ ὅτι δέν ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία καί οὐδείς μπορεῖ νά καθιστᾶ ἑαυτόν «ἐπίσκοπο τῶν ἐπισκόπων»[14]. β) Ἐπιστολή Ἐπισκόπων τῆς Συνόδου τῆς Ἀφρικῆς (424 μ.Χ.), ἡ ὁποία θεωρεῖται μέρος τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς τοπικῆς Συνόδου στήν Καρθαγένη. γ) Τόν ρε´ κανόνα τῆς τοπικῆς Συνόδου στήν Καρθαγένη[15], ὁ ὁποῖος περιέχει ἀπαγόρευση ἀσκήσεως προσφυγῆς στίς Ἐκκλησίες τῶν ὑπερποντίων χωρῶν, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐν πάσῃ περιπτώσει ὑπονοεῖ ἐπίσης καί τή Ρώμη[16], ὅπως γράφουν οἱ συντάκτες τοῦ ρωσσικοῦ κειμένου, ἀφήνοντας προφανῶς νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ἀφορᾶ κατά πολύ περισσότερο τήν Κωνσταντινούπολη. Θά καταδειχθεῖ ὅτι ἡ ἀπαγόρευση προσφυγῆς ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τή Ρώμη καί ὄχι τήν Κωνσταντινούπολη. Αὐτό ὅμως δέ σημαίνει ὅτι, ὅταν τόσο οἱ κανόνες τῆς Σαρδικῆς, ὅσο καί οἱ κανόνες τῆς Καρθαγέννης ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν Πενθέκτη, τό γεγονός αὐτό καθ᾽ ἑαυτό δέ δημιουργεῖ ἐκ πρώτης ὄψεως μεταξύ τους μιά ἀντίφαση πού πρέπει ἑρμηνευτικά νά ἀντιμετωπισθεῖ.

Στήν πρώτη περίπτωση τό περιεχόμενο καί οἱ ἐπιλογές τῶν κανόνων τῆς Σαρδικῆς πού ἀναγνωρίζουν ὑπό προϋποθέσεις στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὑπερόρια δικαιοδοσία, ἐπιχειρεῖται νά ἀντικρουσθοῦν μέ μιά προσωπική γνώμη πού δέν ἀποτελεῖ ἰσχύοντα κανόνα γιά τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στή συγκεκριμένη περίπτωση ἐπιχειρεῖται, κανόνες μιᾶς τοπικῆς Συνόδου[17] (Σαρδική 343 μ.Χ.), πού ἐπικυρώθηκαν ἀπό τό δεύτερο κανόνα τῆς Πενθέκτης, νά ἀντικρουσθοῦν μέ μιά προγενέστερη χρονική γνώμη ἐπισκόπου πού διατυπώθηκε σέ μιά τοπική Σύνοδο[18] (256 μ.Χ.) ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ καί δέν ἀποτέλεσε ποτέ ρυθμιστικό κανόνα γιά τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ὅμως δυνατό νά γίνει ἀποδεκτό ὅτι μιά προσωπική γνώμη πού διατυπώθηκε προγενέστερα ἀπηγόρευε τή ρύθμιση τῶν κανόνων μιᾶς μεταγενέστερης Συνόδου; Τότε γιατί ἔγινε δεκτή ἡ ρύθμιση αὐτή στή Σαρδική; Γιατί ἡ Πενθέκτη ἐπικύρωσε τή ρύθμιση αὐτή; Ἐάν ὁ κάθε ἐπισκοπος δέν μποροῦσε νά κρίνεται γιά τίς πράξεις του παρά μόνο ἀπό τό Θεό, τότε δέ θά ἔπρεπε νά εἶχε διαμορφωθεῖ οὔτε τό Μητροπολιτικό οὔτε τό Πατριαρχικό σύστημα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς ἱερεῖς κανόνες. Σήμερα στό Πατριαρχεῖο Μόσχας οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ Μητροπολίτες εἶναι «ἀνεξέλεγκτοι» καί θά ἀποδώσουν λόγο γιά τίς πράξεις τους μόνο στό Θεό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανῶς ἀρνητική.

Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ διένεξη μεταξύ Ρώμης καί Καρθαγένης ἀναφέρεται στή μεταξύ Κυπριανοῦ Καρθαγένης καί Στεφάνου Ρώμης (254-257 μ.Χ.) διαφωνία γιά τόν ἀναβαπτισμό ἤ μή τῶν ἐπιστρεφόντων στήν Ἐκκλησία αἱρετικῶν. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι ἡ πολλαπλῶς ἐκφρασθεῖσα γνώμη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης γιά τό θέμα αὐτό καί κατά τήν ἄνοιξη τοῦ 255 μ.Χ. σέ Σύνοδο καί σέ ἄλλη Σύνοδο τήν ἄνοιξη τοῦ 256 μ.Χ., ἀλλά καί στή Σύνοδο τοῦ Σεπτεμβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους δέν ἔτυχαν εὐρύτερης ἀποδοχῆς ἀπό τήν καθόλου Ἐκκλησία, δεδομένων τῶν διακρίσεων στίς ὁποῖες προβαί-νουν μεταγενέστεροι κανόνες[19] πού προβαίνουν σέ διακρίσεις τῶν αἱρετικῶν. Κάποιοι ὀφείλουν νά ἀναβαπτίζωνται, κάποιοι γίνονται δεκτοί διά χρίσεως διά τοῦ Ἁγ. Μύρου καί κάποιοι γίνονται δεκτοί καί διά λιβέλλου. Ἐκτός ὅλων αὐτῶν, ἡ ἀπολυτοποίηση μιᾶς προσωπικῆς γνώμης εἶναι ἀδόκιμη, γιατί ἡ γνώμη αὐτή, ὅπως δέν ἴσχυσε καί δέν ἰσχύει σέ ἐπαρχιακό ἐπίπεδο, ἀφοῦ κανείς ἐπίσκοπος δέν εἶναι «ἀνεξέλεκτος» ἀποδίδοντας μόνο λόγο στό Θεό, κατά τόν ἴδιο τρόπο δέν ἔχει ἰσχύ καί σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο γιά τόν ἴδιο λόγο. Κάτι τέτοιο θά καταργοῦσε τή με-ταξύ τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κοινωνία διά τῶν Προκαθημένων τους, ὅπως κατωτέρω θά καταδειχθεῖ.

Εἶναι ποτέ δυνατόν νά ἀποτελέσει σήμερα ἐπιχείρημα ἡ γνώμη ἑνός ἐπισκόπου πού ἔζησε στά μέσα τοῦ γ´ αἰώνα, δηλ. πρίν ἀπό τή σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού θέσπισαν τούς ἱερούς κανόνες, πρίν ἀκόμα καί ἀπό τή διαμόρφωση τοῦ Μητροπολιτικοῦ συστήματος πού εἰσήχθη στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο[20];

Ἐξ ἄλλου ἡ προσφυγή στίς πηγές τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ Καρθαγένης, ἀκόμα καί ἐάν λανθανόντως στοχεύουμε στήν κατ᾽ οὐσίαν ἀπόρριψη τοῦ Πρωτείου τιμῆς τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀναμφίβολα δημιουργεῖ ἐπιπρόσθετες δυσκολίες στό διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς, ἀφοῦ ὁ Ἅγ. Κυπριανός ἀποκαλεῖ τή ρωμαϊκή Ἐκκλησία «ecclesia principalis», ἀπό ὅπου ἀπορρέει («exortaest») ἡ ἐπισκοπική ἑνότητα[21], τή δέ Ρώμη ὡς «locus Petri»[22]. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ὀρθόδοξη πλευρά θά κληθεῖ νά ἀξιολογήσει τίς θέσεις αὐτές καί τί αὐτές σημαίνουν, ἐάν σημαίνουν, γιά τό Πρω-τεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης.

Εἶναι δυνατόν νά υἱοθετηθεῖ ἡ θεωρία τοῦ «ἀνεξέλεγκτου» ἐπισκόπου ἀπό τόν Ἅγ. Κυπριανό, ὅταν ὁ ἴδιος ἐπισημαίνει καί τονίζει στίς ἐπιστολές του ὅτι κατέστη ἐπίσκοπος Καρθαγένης «post divinum iundicium, post populi suffragium, post coepiscoporum consensum»[23]; Πῶς συμβιβάζεται ἡ θεωρία τοῦ «ἀνεξέλεκτου» ἐπισκόπου μέ τό γεγονός ὅτι ὁ Ἅγ. Κυπριανός ἐπιζητοῦσε πρίν πράξει τό ὁτιδήποτε νά ἔχει καί τή συναίνεση τῶν πρεσβυτέρων καί τοῦ λαοῦ;

Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἐκφρασθεῖσα γνώμη πού ἐπικαλεῖται τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν εἶναι μόνο προσωπική, ἀλλά καί περιστασιακή, χωρίς κανένα εὐρύτερο ἐνδιαφέρον καί κῦρος.

Στή δεύτερη περίπτωση ἡ ἐπιστολή τῶν ἐπισκόπων τῆς Συνόδου στήν Ἀφρική (424 μ.Χ.) πρός τόν πάπα Κελεστῖνο[24], ἀρνεῖται τό δικαίωμα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης νά δέχεται προσφυγές κατά ἀποφάσεων ληφθέντων σέ Σύνοδο ἐπισκόπων τῆς Ἀφρικῆς. Τό πρόβλημα δημιουργήθηκε, ὅταν κάποιος πρεσβύτερος ὀνόματι Ἀπιάριος πού καθαιρέθηκε στήν Ἀφρική προσέφυγε στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, ὁ ὁποῖος τόν ἔκανε δεκτό σέ κοινωνία καί σύμφωνα μέ τόν κανόνα στ´ τῆς Σαρδικῆς ἀπέστειλε στήν Ἀφρική τόν ἐπίσκοπο Φαυστῖνο, γιά νά ἐπανεξετασθοῦν οἱ ἐναντίον του κατηγορίες. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Συνόδου τῆς Ἀφρικῆς, ὅταν διαπίστωσαν (424 μ.χ.) ὅτι ἡ συμπεριφορά τοῦ πάπα Ρώμης δέν μπορεῖ νά ἔχει ἔρεισμα στούς κανόνες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τούς ὁποίους ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Ἅγ. Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καί τόν Κωνσταντινουπόλεως Ἀττικό, ὀρθῶς ἀπέρριψαν τήν ἀξίωση τοῦ Ρώμης νά ἀναμειχθεῖ στά ἐσωτερικά τῆς Ἀφρικῆς, δεδομένου ὅτι ἡ Σύνοδος τῆς Σαρδικῆς ἦταν μιά τοπική Σύνοδος πού εἶχε συγκληθεῖ μερικές δεκαετίες πρίν καί οἱ κανόνες της δέν μποροῦσαν τή συγκεκριμένη χρονική στιγμή (424 μ.Χ.) νά ἔχουν οἰκουμενική ἰσχύ.

Μπορεῖ ὅμως ἡ ἐπίκληση αὐτοῦ τοῦ παραδείγματος νά σημαίνει κάτι καί γιά τό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἰδιαίτερα, ὅταν σ᾽ αὐτόν μέ τούς κανόνες θ´ καί ιζ´ τῆς Συνόδου στή Χαλκηδόνα[25] τοῦ δόθηκε τό προνόμιο νά δέχεται προσφυγές κατά Μητροπολίτου μιᾶς ἐπαρχίας ἀπό ἐπισκόπους ἤ κληρικούς τῆς ἐπαρχίας ἤ ἀπό ὁποιοδήποτε πιστό, ὁ ὁποῖος θεωροῦσε ὅτι εἶχε ἀδικηθεῖ ἀπό τό Μητροπολίτη του; Γιατί τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν κάνει λόγο γιά τήν ὑπερόρια αὐτή ἁρμοδιότητα καί δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Κων/λεως; Ὁ Βαλσαμών[26], σχολιάζοντας τό 12ο αἰώνα, τόν ε´ κανόνα τῆς Σαρδικῆς ὁρίζει «μή εἶναι τά περί τοῦ πάπα ὁρι-σθέντα ἰδικά τούτου προνόμια, ὥστε ἔχειν ἐξ ἀνάγκης πάντα ἐπίσκοπον καταδικαζόμενον τῷ θρόνῳ τῆς Ρώμης προσέρχεσθαι, ἀλλ᾽ ἐξακούεσθαι καί εἰς τόν Κωνσταντινουπόλεως...». Αὐτό σημαίνει ὅτι τόσο ὁ θρόνος τῆς Ρώμης, ὅσο καί ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν τό προνομιακό δικαίωμα νά δέχωνται προσφυγές. Τό ἀπό ποιούς μποροῦσαν νά δέχωνται προσφυγές θά τό ξεκαθαρίσει ἡ ἐπί Ἱ. Φωτίου συγκληθεῖσα Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῶν ἐτῶν 879-880.

Ὁ πρῶτος κανόνας[27] τῆς ἐπί Ἱ. Φωτίου συγκληθείσης συνόδου (879-880) ἐπιβάλλει τήν ἀμοιβαία ἀναγνώριση ἀποφάσεων ἀφορισμοῦ ἤ καθαιρέσεως ἤ ἀφορισμοῦ κληρικῶν ἤ λαϊκῶν μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά δέν ἀναφέρεται στά ἄλλα πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Γιατί συνέβη αὐτό; Ἡ ἀπάντηση δίδεται στή Σύνοδο ἀπό τόν ἐπίσκοπο Μαρτυρουπόλεως καί τοποτηρητή τοῦ θρόνου τῆς Ἀντιοχείας[28], σχεδόν ἀμέσως μετά τήν παράθεση τοῦ ἀνωτέρου κανόνος: «Οἱ τῶν καθ᾽ ἡμᾶς θρόνων μέγιστοι ἀρχιερεῖς, ἐπί πλεῖον ἀδιάσπαστον τήν πρός τόν ἁγιώτατον πατριάρχην Φώτιον γνώμην ἔχοντες... ἐπί τούτῳ καί ἡμᾶς ἀπέστειλαν, δόντες ἐξουσίαν καί αὐθεντίαν Φωτίῳ τῷ ἁγιωτάτῳ πατριάρχῃ... ὡς οὖν καί τήν τῶν ἀνατολικῶν θρόνων ἐξουσίαν εἰληφώς καί τῆς τῶν Ρωμαίων αὐθεντίας τό κῦρος προσλαβόμενος, καθώς ἀρτίως ἠκούσαμεν, μᾶλλον δέ προέχων ἐκ Θεοῦ ἀρχιερεύς μέγιστος, οὕς ἄν δήσῃ τῷ τοῦ παναγίου Πνεύματος ἀλήτῳ δεσμῷ, ἔχομεν καί ἡμεῖς δεδεμένους καί οὕς ἄν λύσῃ ἔχουμεν καί ἡμεῖς λελυμένους». Εἶναι δυνατόν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ «τήν τῶν ἀνατολικῶν θρόνων ἐξουσίαν εἰληφώς» καί «ὁ τῆς τῶν Ρωμαίων αὐθεντίας τό κῦρος προσλαβόμενος», ὁ «προέχων ἐκ Θεοῦ μέγιστος ἀρχιερεύς» νά ἀπολαύει ἴσων Πρεσβείων τιμῆς καί ἴσως προνομίων μέ τούς ὑπολοίπους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, τόν Ἀλεξανδρείας, τόν Ἀντιοχείας καί τῶν Ἰεροσολύμων; Ἀβίαστα ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ἀρνητική ἡ ἀπάντησις.

Στήν τρίτη περίπτωση, ὁ ρε´ κανόνας τῆς Συνόδου στήν Καρθαγένη[29] ἀπαγορεύει τήν προσφυγή σέ ὑπερπόντιες χῶρες, πρᾶγμα τό ὁποῖο ὑπονοεῖ ἐπίσης καί τή Ρώμη[30], ὅπως ἐπισημαίνει τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀφήνοντας νά ἐννοηθεῖ ὅτι ἡ ἀπαγόρευση ἴσχυε καί γιά τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνος στόν κανόνα[31] διασαφίζει ὅτι μέ τήν ἔκφραση «εἰς τά πειραματικά» ὑπονοεῖται ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης: «Τούς ἀποστάντας ἀπό τῶν ἐν τῇ Ἀφρικῇ ἐκκλησιῶν λάθρα καί εἰς τάς πειραματικάς ἐκκλησίας, ἤγουν ἐν τῇ Ρώμη ἱερουργοῦντας, καθαιρεῖσθαι ὁ κανών φησίν». Σχετικός εἶναι καί ὁ κανόνας ρκε´ τῆς Συνόδου στήν Καρθαγένη, ὁ ὁποῖος γιά πρεσβυτέρους, διακόνους καί λοιπούς κατωτέρους κληρικούς ὁρίζει ὅτι «Πρός τά πέραν τῆς θαλάσσης... ὁ βουλόμενος ἐκκαλεῖσθαι, ἀπό μηδενός ἐν Ἀφρικῇ δεχθείη εἰς κοινωνίαν». Ὡς ἡ «πέραν τῆς θαλάσσης» χώρα νοεῖται, τόσο κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ, ὅσο καί κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμῶνος καί τοῦ Ἀριστηνοῦ ἡ Ἰταλία καί ἡ Ρώμη[32]. Πῶς, λοιπόν, μπορεῖ ἐκτός ἀπό Ρώμη νά ὑπονοεῖται καί κάτι ἄλλο, δηλ. ἡ Κωνσταντινούπολη;

Συνοψίζοντας, γιά τίς τρεῖς περιπτώσεις πού προσάγονται, ὀφείλει νά παρατηρηθεῖ τό ἑξῆς:

α. Δέν ἀφοροῦν προφανῶς τήν Κωνσταντινούπολη καί τήν ἁρμοδιότητα πού τῆς ἀπέδωσαν οἱ θ´ καί ιζ´ κανόνες τῆς Συνόδου στή Χαλκηδόνα.

β. Κατά τήν περίοδο σύγκλησης τῆς Συνόδου στήν Καρθαγένη ἡ Σύνοδος τῆς Σαρδικῆς δέν εἶχε οἰκουμενικό κῦρος καί ἰσχύ.

γ. Ἡ ἀπαγόρευση τῶν κανόνων τῆς Καρθαγένης γιά τήν ὑποβολή ἐκκλήτου ἀφορᾶ ἀποκλειστικά τή Ρώμη, ὅπως ἑρμηνεύουν τούς σχετικούς κανόνες οἱ Βυζαντινοί κανονολόγοι-ἑρμηνευτές Ζωναρᾶς, Βαλσαμών καί Ἀριστηνός, οἱ ὁποῖοι ἐν τούτοις, στό χρόνο πού γράφουν καί ἑρμηνεύουν τούς Ἱ. Κανόνες, ἀποδέχονται τή δυνατότητα προσφυγῆς τόσο πρός τή Ρώμη, ὅσο καί πρός τήν Κωνσταντινούπολη. Αὐτή ἡ ἐπισήμανση δέ θά πρέπει νά μᾶς προβληματίζει, γιά τό τί ἀκριβῶς σημαίνει; Μποροῦμε νά ἀρνούμαστε τήν ἱστορική πραγματικότητα ἐξάγοντας κατά τό δοκοῦν συμπεράσματα;

δ. Οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀφρικῆς ἀνήκουσες σύμφωνα μέ τόν στ´ κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, δέν μποροῦν νά χαρακτηρίζονται ὡς Δύση, ὅπως χαρακτηρίζονται ἀπό τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας[33]. Ἐξ ἄλλου ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης θεωρούμενος ἀργότερα ἀπό τήν Ἀνατολή ὡς Πατριάρχης τῆς Δύσεως[34] δέ συμπεριελάμβανε στή δικαιοδοσία του τίς Ἐκκλησίες τῆς Ἀφρικῆς.

 

ΙΙ. Ἡ κανονική πράξη

Τό γεγονός ὅτι τά Πρεσβεῖα τιμῆς πού ἐδόθησαν ἀπό τούς Ἱ. Κανόνες στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἴσα μέ αὐτά πού ἐδόθησαν στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, δέν ἦσαν κενά περιεχομένου καί ἦσαν ἀνώτερα τῶν ἄλλων τριῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, δηλ. τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἰεροσολύμων, καταδεικνύεται ἀπό πλῆθος πηγῶν πού ἀνάγονται τόσο στήν πρό, ὅσο καί στή μετά, τό μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως σχίσμα περίοδο. Τήν ὑπερέχουσα αὐτή θέση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔναντι τῶν ἄλλων πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ἐνίσχυσαν ἀσφαλῶς καί οἱ μνημονευθέντες κανόνες θ´ καί ιζ´ τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου στή Χαλκηδόνα, ἄν καί ἡ προσεκτική μελέτη τῶν ἰστορικοκανονικῶν πηγῶν καταδεικνύει κατά τό μᾶλλον ἤ ἧττον ὅτι οἱ κανόνες αὐτοί ἐπικύρωσαν κανονικό ἔθνος καί κανονική πράξη παρά ὅτι εἰσήγαγαν νέα ρύθμιση. Κατωτέρω θά καταγραφοῦν ἐνδεικτικά παραδείγματα, διά τῶν ὁποίων μέ σαφήνεια ἐμφαίνεται ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔχων τή μέριμνα καί τή φροντίδα πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀσχολεῖται καί ἐπιλύει θέματα πού δέν ἀφοροῦσαν τήν ἄμεση δικαιοδοσία του. Θά καταδειχθεῖ, ἰδιαίτερα, ὅτι τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς δέν ἀποτελοῦσαν ἐντελῶς ἀνεξάρτητες μεταξύ τους διοικητικές ἑνότητες, ἀλλά, ἀντιθέτως, ἀνεγνώριζαν στήν πράξη τήν προνομιακή θέση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος καί ἐπέλυε σοβαρά ἐσωτερικά τους θέματα. Γιά εὐνόητους λόγους θά παρασχεθοῦν παραδείγματα, τόσο ἀπό τήν πρό τοῦ σχίσματος περίοδο, ὅσο καί ἄλλα πού ἀνά-γονται στή δεύτερη χιλιετία καί εἰδικότερα στόν κ´ αἰώνα. Ἐκ τῶν πολυαρίθμων παραδειγμάτων πού προσφέρουν οἱ πηγές ἐπιλέγονται ἐνδεικτικά ἀπό κάθε περίοδο μόνο κάποια ἐξ αὐτῶν. Τά παραδείγματα αὐτά καταδεικνύουν τήν αὐθεντία καί τόν ὑπερέχοντα ρόλο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως στό πλαίσιο τῶν σχέσεών του μέ τά ἄλλα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς[35].

 

1. Ἡ πρό τοῦ σχίσματος περίοδος

     Ὀλίγα ἔτη μετά τή λήξη τῶν ἐργασιῶν τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία διά τῶν κανόνων αὐτῆς β´ καί στ´ εἶχε καθιερώσει τό ἐξαρχικό σύστημα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μέ βάση τή διαίρεση τῆς αὐτοκρατορίας σέ διοικήσεις, στίς 29 Σεπτεμβρίου 394, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Νεκταρίου καί συμμετοχή τοῦ Θεοφίλου Ἀλεξανδρείας καί Φλαβιανοῦ Ἀντιοχείας, παρόντων τριάντα ἑπτά συνολικά ἐπισκόπων, Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, ἐξετάζει τήν καθαίρεση τοῦ ἐπισκόπου Βόστρων Βαγαδίου, ὑπαγομένου στή δικαιοδοσία τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀντιοχείας ἀντικατασταθέντος ὑπό τοῦ νέου ἐπισκόπου Ἀγαπίου[36]. Ἐπειδή ὁ συνήγορος τοῦ Βαγαδίου στή Σύνοδο Ἀραβιανός ὑπεστήριξε ὅτι ἡ καταδίκη του ἔγινε μόνο ὑπό δύο ἐπισκόπων, τοῦ Παλλαδίου καί τοῦ Κυρίλλου, ἡ Σύνοδος ἀπεφάσισε τήν ἐπανάληψη τῆς διαδικασίας ὑπό μείζονος Συνόδου. Ἡ Σύνοδος δέν κατεδίκασε τούς ἐν τῷ μεταξύ ἀποθανόντας Παλλάδιο καί Κύριλλο. Ὀφείλει νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τήν περίοδο ἐκείνη καί μέχρι τήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο ὁ Κωνσταντινουπόλεως δέν εἶχε ὑπό τήν ἄμεση δικαιοδοσία του κάποια ἄλλη περιοχή πλήν τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

     Ποικίλες πράξεις τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου[37]

α. Μάϊος–Ἰούνιος 400 μ.Χ. Ὁ ἐπίσκοπος Βαλεντινουπόλεως Εὐσέβιος κατηγορεῖ ἐνώπιον τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τόν Ἐφέσου Ἀντωνῖνο. Ἀποφασίζεται ἡ ἀποστολή τριῶν ἐπισκόπων γιά τήν περαιτέρω ἐξέταση τῆς ὑποθέσεως.

β. (398)-400. Ἐπιδεικνύεται ἰδιαίτερος ἱεραποστολικός ζῆλος γιά τούς νομάδες Σκύθες καί ἀποστολή τοῦ Οἰνίλα ὡς ἐπισκόπου στή Γοτθία.

γ. (401). Καθαίρεση ἕξι ἐπισκόπων στήν Ἔφεσο πού εἶχαν χειροτονηθεῖ σιμωνιακά ἀπό τόν Ἀντωνῖνο.

δ. (401). Καθαίρεση Γεροντίου ἐπισκόπου Νικομηδείας.

ε. (401). Καθαίρεση ἐπισκόπων σέ Λυκία, Φρυγία καί ὅλη τήν Ἀσία.

στ. Συνοδική πράξη καθιερώσασα τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων στίς 25 Δεκεμβρίου ἑκάστου ἔτους καί ἐπιστολές πρός τό Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, Ἰωάννη Ἱεροσολύμων, Φλαβιανό Ἀντιοχείας καί Ἰσαάκ Ἀρμενίας γιά τή γενίκευση τοῦ ἑορτασμοῦ.

     Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἀττικός[38] (406-425):

α. Στήν ἔριδα μεταξύ τοῦ πρώην Μακεδονιανοῦ Ἀγαπίου καί τοῦ ἐπισκόπου Θεοδοσίου γιά τήν ἐπισκοπή Συνάδων λαμβάνει τό μέρος τοῦ πρώτου.

β. Χειροτονεῖ τόν Σιλβανό γιά τήν ἐπισκοπή Φιλιππουπόλεως καί κατόπιν τόν μεταθέτει γιά λόγους ὑγείας στήν Τριάδα.

     Σέ Σύνοδο στή Κωνσταντινούπολη ὑπό τόν Κωνσταντινουπόλεως Σισίννιο (426- 427), παρουσίᾳ τοῦ Ἀντιοχείας Θεοδότου, καταδικάζονται οἱ Μασσαλιανοί. Συντάσσεται ἐπιστολή πού ἀπευθύνεται στούς ἐπισκόπους Ἀμφιλόχιο καί Βερινιανό καί ὅλους τούς ἐπισκόπους τῆς Παμφιλίας. Ἡ ἐπιγραφή τῆς ἐπιστολῆς διασώζεται στή Βιβλιοθήκη τοῦ Ἱ. Φωτίου[39].

Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Σισίννιος (426-427) χειροτονεῖ τόν Πρόκλο ὡς ἐπίσκοπο Κυζίκου, συναντᾶ ὅμως τήν ἀντίσταση τῶν πιστῶν τῆς πόλεως αὐτῆς πού ἐξέλεξε τόν δικό της ἐπίσκοπο κατά παράβαση διατάξεως νά μή γίνεται χειροτονία χωρίς τή γνώμη τοῦ Κωνσταντινουπόλεως[40].

     Πρόκλος[41] Κωνσταντινουπόλεως (434-446) ὀλίγα ἔτη πρίν ἀπό τή σύγκληση τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τῆς ὁποίας ὁ 28ος κανών ἀπένειμε στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως δικαιοδοσία στίς διοικήσεις Πόντου, Θράκης καί Ἀσίας, χειροτονεῖ τό Θαλάσσιο ὡς ἐπίσκοπο Καισαρείας, κρίνει μέ ἐπιστολή του στό Δόμνο Ἀντιοχείας κανονική τήν ἐκλογή τοῦ Ἀλεξάνδρου ὡς ἐπισκόπου Ἀνταράδου, ὁ ὁποῖος προσήγαγε τήν ὑπόθεσή του πρός ἐξέταση στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπιδοκιμάζει τήν ἐκλογή τοῦ Εἰρηναίου ὡς ἐπισκόπου Τύρου, στηρίζει τήν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτη Ἐφέσου Βασσιανοῦ καί ἀνακοινώνει στόν Εὐσέβιο Ἀγκύρας τή χειροτονία τοῦ Καλλινίκου ὡς ἐπισκόπου Γάγγρας.

     Ὁ διάδοχος τοῦ Πρόκλου Φλαβιανός[42] (446-449) καθαιρεῖ (Μάρτιος ἤ Ἀπρίλιος 448) τόν Ἐφέσου Βασσιανό. Μέ ἐπιστολή του ζητᾶ τήν προστασία τῆς Ρώμης ἀπέναντι στό Διόσκορο Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος τόν καθήρεσε, τήν καταδίκη του δέ εἶχαν ἐγκρίνει ὁ Ἰουβενάλιος Ἱεροσολύμων, ὁ Θαλάσσιος Καισαρείας καί ὁ Εὐθύμιος Ἐφέσου[43].

     Ὁ διάδοχος τοῦ Φλαβιανοῦ Ἀνατόλιος[44] (449-458) γνωστοποιεῖ τήν ἄνοδό του στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στόν πάπα Λέοντα (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 449), διαμελίζει τή Μητρόπολη Τύρου πρός ὄφελος τῆς Βηρυττοῦ καί θέτει σέ ἀκοινωνησία τόν ἐπίσκοπο Τύρου Φώτιο, γιατί δέν ἀκολούθησε τό διακανονισμό τοῦ ἀνωτέρου διαμελισμοῦ χειροτονώντας ἀντικανονικά ἐπίσκοπο. Συγκατατίθεται καί ὑπογράφει τήν καθαίρεση τοῦ Διοσκόρου Ἄλεξανδρείας. Ὁ ᾽Ανατόλιος βεβαιώνει τήν ἐθιμική λειτουργία στή Κωνσταντινούπολη, ἤδη πρό τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451), ἐνδημούσης Συνόδου, στήν ὁποία συμμετέσχον ἐπίσκοποι ἀνεξαρτήτως προελεύσεως, «ὥστε ἡνίκα καιρός καλέσῃ περί ἀναπιπτόντων τινῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων συνεῖναι καί διαπιστοῦν ἕκαστα καί ἀποκρίσεις ἀξιοῦν τούς δεομένους»[45].

     Ἀναγνωρίζοντας τήν ἐθιμικῶς κρατήσασα ὑπερόρια δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ὁ Μικρός ὅρισε ὅτι ὅλα τά κανονικά προβλήματα μεταξύ τῶν ἐπισκόπων τοῦ Ἰλλυρικοῦ «οὐ δεῖ τέμνεσθαι παρά γνώμην τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς αὐτοῦ Συνόδου, ἥτις ἔχει τά προνόμια τῆς ἀρχαίας Ρώμης»[46], ὅπως ἐπίσης, νά μή χειροτονεῖται ἐπίσκοπος σέ Ἀσία καί Θράκη χωρίς τή συγκατάθεση τοῦ Κωνσταντινουπόλεως[47].

     Ἐπιφάνιος Κωνσταντινουπόλεως[48] ἀναγγέλλει τήν ἐκλογή του στόν πάπα Ρώμης Ὀρμίσδα (520), χειροτονεῖ τόν Ἀντιοχείας Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀναγκάστηκε στή συνέχεια νά ἐγκαταλείψει τήν ἕδρα του καί μέ ἀπόφαση τῆς ἐνδημούσης συνόδου καταδικάζει τό Σευῆρο Ἀντιοχείας καί τόν Πέτρο Ἀπαμείας.

     Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης Γ´ ὁ Σχολαστικός (565-577) μέ ἐπιστολή του στόν Ἀναστάσιο ᾽Αντιοχείας τοῦ ἀναγγέλλει ὅτι ἐχειροτόνησε (569-570) τόν Ἰωάννη Δ´ ὡς Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, διαδεχθέντα τόν ἀποθανόντα Ἀπολλινάριο[49].

     Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Νηστευτής (582-595) κρίνει συνοδικά τίς ἀποδιδόμενες στόν Πατριάρχη Ἀντιοχείας Γρηγόριο κατηγορίες καί τόν ἀθωώνει (587). Ὑπογράφει δέ τά πρακτικά τῆς Συνόδου ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης[50].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος (806-815) ἐκθρονισθείς ὑπό τῶν εἰκονομάχων, ἀμφισβητῶν τήν κατανονικότητα τῆς ἐκθρονίσεώς του, ἐπισημαίνει ὅτι αὐτή θά ἔπρεπε νά ἔχει ἀπαραιτήτως τή συναίνεση τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν: «εἰ ὁ τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης πηδαλιουχῶν ὁσίως τούς οἴακας ἐπικαλεῖ παρέσομαι, εἰ ὁ τῆς Ἀλεξάνδρου ἱεροκῆρυξ ἀπαιτιᾶται, οὐκ ἀπειθήσας, ἐφέψομαι. εἰ ὁ Ἀντιόχου ἱεροποίμην, ἕλκειν πρός κρίσιν, οὐκ ἀπολειφθήσομαι. εἰ ὁ τά Ἱεροσόλυμα διέπων εἰς εὐθύνην ἡμᾶς καταστῆναι προσκέκληται, οὐκ ἀπολείψομαι»[51].

     Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης[52] ἀναφερόμενος στήν Πενταρχία ὡς τό ὕψιστον κριτήριον τῆς Ἐκκλησίας ἐπισημαίνει: «...ἀλλά περί θείων καί οὐρα-νίων δογμάτων, ὅ ἄλλοις οὐκ ἐπιτέτραπται, ἤ ἐκείνοις, οἷς φησιν αὐτός ὁ Θεός Λόγος· Ὅσα ἄν δήσητε ἐπί τῆς γῆς...Τίνες δέ οὗτοις οἱ ἐντεταλμένοι; Ἀπόστολοι καί οἱ τούτων διάδοχοι. Τίνες δ᾽ οὖν οἱ διάδοχοι; Ὁ τῆς Ρωμαίων νυνί πρωτόθρονος, ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως δευτερεύων, Ἀλεξανδρείας τε καί Ἀντιοχείας καί ὁ Ἱεροσολύμων. Τοῦτο τό πεντακόρυφον κράτος τῆς Ἐκκλησίας. Παρά τούτοις τό τῶν θείων δογμάτων κριτήριον».

Ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης[53] σχολιάζοντας τήν ἀντικανονικότητα τῆς ἐκθρονίσεως τοῦ Πατριάρχου Νικηφόρου (815) ἐπισημαίνει: «Εἰ δέ... παρετράπη σύν ἡμῖν τῆς ἀληθείας Νικηφόρος ὁ Πρόεδρος, ἐξ ἑκατέρου μέρους ἀποσταλτέον πρός τόν Ρώμης. Κακεῖθεν δεχέσθω τό ἀσφαλές τῆς πίστεως. Καί γάρ οὕτως ἔχει· εἰ παρατραπῇ εἷς ἐκ τῶν πατριαρχῶν ὑπό τῶν ὁμοταγῶν, καθά φησιν ὁ θεῖος Διονύσιος, τήν ἐπανόρθωσιν λήψεσθαι, οὐχ ὑπό βασιλέων κρίνεσθαι». Εἶναι προφανές ὅτι κατά τό Θεόδωρο Στουδίτη, ἐνῶ ἡ Ρώμη, ἡ «κορυφαιοτάτη τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ», [54] ἐξακολουθεῖ νά θεωρεῖται θεματοφύλακας τῆς παρακαταθήκης τῆς πίστεως, ἡ ἐκθρόνιση ἑνός Πατριάρχου ὀφείλει νά ἔχει τή συναίνεση ὅλων τῶν ὑπολοίπων «ὁμοταγῶν».

     Ὁ Πατριάρχης Φώτιος[55] ἀναγγέλει στόν Πάπα Νικόλαο τόν Α´ τήν ἄνοδό του στόν πατριαρχικό θρόνο (860). Τό ἴδιο πράττει καί πρός τά ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς. Παρουσίᾳ ἐκπροσώπων τῆς Ρώμης καθαιρεῖται ὁ Πατριάρχης Ἰγνάτιος (861), συγκαλεῖται ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος (861) καί καταδικάζεται ἡ εἰκονομαχία. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 861-866 ἀποστέλλει ἐπιστολή στόν Τύρου Θωμᾶ μέ τό ἐρώτημα, ἐάν ὁ θρόνος τῆς Ἀλεξάνδρειας τόν ἀναγνωρίζει ὡς Πατριάρχη. Τό ἔτος 867 ἀποστέλλει τήν Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή πρός τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Τό 867 μέ συνοδική ἀπόφαση καθαιρεῖται ὁ Πάπας Νικόλαος. Μέ νέα ἐπιστολή του πρός τόν Ἀλεξανδρείας Μιχαήλ καί Ἀντιοχείας Θεοδόσιο ἀναγγέλλει τήν ἐκ νέου ἐπιστροφή του στόν Πατριαρχικό θρόνο (877-878). Τό ἴδιο πράττει καί πρός τόν πάπα Ἰωάννη Η΄, ὅπου μεταξύ ἄλλων ἐπισυνάπτει καί γράμματα τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, διά τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζεται ὡς Πατριάρχης. Ἀποστέλλει ἐπιστολές καί πρός τόν Θεοδόσιο Ἀντιοχείας καί Ἠλία Ἱεροσολύμων ζητώντας τή συμμετοχή τους στή μέλλουσα νά συνέλθει σύνοδο (879-880).

     Ἀκόμα καί κατά τήν ἀναγνωρίσασα τόν Ἅγ. Ἰγνάτιο ὡς Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σύνοδο τοῦ 869-870 (Η´ Οἰκουμενική Σύνοδος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας) ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης εὑρίσκεται ἐντεταγμένος στήν Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν, τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ὑπαγομένου στήν κρίση τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, τοῦ 13ου κανόνος τῆς Συνόδου αὐτῆς διαλαμβάνοντας τά κάτωθι: «εἰ δέ συγκροτηθείσης συνόδου οἰκουμενικῆς γέννηταί τις καί περί τῆς ἐκκλησίας τῶν ῾Ρωμαίων ἀμφιβολία, ἔξεστιν εὐλαβῶς καί μετά τῆς προσηκούσης αἰδοῦς διαπυνθάνεσθαι περί τοῦ προκειμένου ζητήματος καί δέχεσθαι τήν λύσιν, καί ἤ ὠφελεῖσθαι ἤ ὠφελεῖν, μή μέντοις θρασέως ἀποφέρεσθαι κατά τῶν τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης ἱεαρχῶν»[56].

     Στήν ἴδια Σύνοδο ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων σύγκελλος Ἠλίας ἐπισημαίνει[57]: «Διά τοῦτο τάς πατριαρχικάς κεφαλάς ἐν τῷ κόσμῳ ἔθετο τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ἵνα τά ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ἀναφυόμενα σκάνδαλα δι᾽ αὐτῶν ἀφανίζωνται. Τοιγαροῦν τοῦ προκαθημένου θρόνου τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης μηδαμῶς ἀποδεξαμένου τόν Φώτιον, μήτε...τοῦ Ἀλεξανδρείας, τοῦ Ἀντιοχείας, τοῦ Ἱεροσολύμων, οὐκ ἦν χρεία μετακαλεῖσθαι αὐτόν εἰς ἐξέτασιν καί ἀνάκρισιν...». Εἶναι ἀσφαλῶς σημαντική ἡ διαπίστωση τῆς ἐνεργοῦ λειτουργίας τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν καί ἀπό τήν Η´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, τή μή ἀναγνωριζομένη ἀπό τήν Ὀρθόδοξο Ἀνατολή.

     «Ἐπαναγωγή» πού συνετάχθη πρίν ἀπό τό θάνατο τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Μακεδόνος (†886) ἀποδίδοντας τήν προέχουσα θέση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπισημαίνει:[58]

     «Τά παρά τῶν παλαιῶν κανονισθέντα καί παρά τῶν ἁγίων πατέρων κανονισθέντα καί παρά τῶν ἁγίων συνόδων ἐκτεθέντα τόν πατριάρχην μόνον δεῖ ἑρμηνεύειν».

     «Ὁ Κωνσταντινουπόλεως θρόνος βασιλείᾳ ἐπικοσμηθείς ταῖς συνοδικαῖς ψήφοις πρῶτος ἀνεῤῥήθη, αἷς οἱ θεῖοι κατακολουθοῦντες νόμοι καί τάς ὑπό τούς ἑτέρους θρόνους γινομένας ἀμφισβητήσεις ὑπό τήν ἐκείνου προστάττουσιν ἀναφέρεσθαι διάγνωσιν καί κρίσιν».

     «Πασῶν τῶν μητροπόλεων καί ἐπισκοπείων, μοναστηρίων τε καί ἐκκλησιῶν ἡ πρόνοια καί ἡ φροντίς, ἔτι δέ καί κρίσις καί κατάκρισις καί ἀθώωσις τῷ οἰκείῳ πατριάρχῃ ἀνάκειται, τῷ δέ Κωνσταντινουπόλεως προέδρῳ ἔξεστι καί ἐν ταῖς τῶν ἄλλων θρόνων ἐνορίαις....σταυροπήγια διδόναι, οὐ μήν ἀλλά καί τάς ἐν τοῖς ἄλλοις θρόνοις γινομένας ἀμφισβητήσεις ἐπιτηρεῖν καί διορθοῦσθαι καί πέραν ἐπιτιθέναι ταῖς κρίσεσιν».

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι τό κείμενο τῆς Ἐπαναγωγῆς ἐπιβεβαιώνει τήν κανονική θέση τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως λειτουργήσαντος καί τιμηθέντος διά τῶν ἴσων Πρεσβείων τιμῆς καί προνομίων τοῦ Πρώτου θρόνου.

     Ὁ Νομοκάνονας τοῦ Φωτίου[59] εἰς ΙΔ´ Τίτλους ἀναφέρει γιά τό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως: «...πασῶν τῶν ἐκκλησιῶν κεφαλή ἐστιν ἡ Κωνσταντινούπολις... ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει τῶν ἄλλων προεδρίαν».

     Ὁ ἐπί Πατριάρχου Νικολάου τοῦ Μυστικοῦ[60] (912-925) ἐκδοθείς στίς 9 Ἰουλίου 920 «Τόμος τῆς ἑνώσεως» πού ἀπηγόρευε τόν τέταρτο γάμο καί (ὑπό προϋποθέσεις) ἐπέτρεπε τόν τρίτο κοινοποιεῖται στούς ἄλλους Πατριάρχες τῆς ᾽Ανατολῆς καί ἐγένετο δεκτός. Ὁ Νικόλαος ὁ Μυστικός ἐπιχειρεῖ νά ἀποκαταστήσει τίς κλονισθεῖσες ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου σχέσεις μέ τόν πάπα Ἰωάννη Ι´.

     Παρομοίως, ὁ ἐπί Πατριάρχου Σισιννίου[61] (996-998) ἐκδοθείς συνοδι-κός Τόμος (997) πού ἀφοροῦσε σέ κωλύματα γάμου καί δή «περί τοῦ μή λαμβάνειν δύο ἀδελφούς ἐξαδέλφους δύο» ἔτυχε καθολικῆς ἀναγνώρισης στήν Ἀνατολή. Αὐτό δέ ἦταν ἐξ ἄλλου καί ἡ πρόθεση τοῦ συντάκτου, ὅπως συνάγεται ἀπό τό κείμενο τοῦ Τόμου. «Εἰσηγεῖται δέ πᾶσι κοινῶς καί τῇ παρά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐξουσίᾳ πατρικῶς καί δεσποτικῶς διορίζεται...»[62]. Ὁ ἴδιος Πατριάρχης, ὅπως προηγουμένως καί ὁ Ἱ. Φώτιος, ἀποστέλλει ἐγκύκλιο ἐπιστολή πρός τούς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικούς θρόνους περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος[63].

     Ἐγκύκλιο Ἐπιστολή[64] κατά Λατίνων πρός τούς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἀποστέλλει καί ὁ Πατριάρχης Σέργιος Β´ (1009-1019).

     Ὁ Πατριάρχης Εὐστάθιος[65] ἀποστέλλει ἀντιπροσωπεία πρός τόν πάπα Ἰωάννη ΙΘ´ (1024) ἐπισημαίνουσα ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως στό πλαίσιο τῆς αὐτοκρατορίας καί σέ σχέση μέ τά ἄλλα Πατριαρχεῖα εἶναι ὁ ὑπερέχων οἰκουμενικός θρόνος τῆς Ἀνατολῆς, κατά τόν ἴδιο τρόπο πού ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης εἶναι τό ἴδιο γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο, προηγούμενη τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

 

2. Ἡ μετά τό Σχίσμα περίοδος τῆς Β´ Χιλιετίας

     Οἱ ἐπί Πατριάρχου Ἰωάννου Η´ Ξιφιλίνου (1064-1073) ἐκδοθεῖσες συνοδικές ἀποφάσεις (1066 καί 1067), μέ τίς ὁποῖες τά κωλύματα πού ἴσχυαν γιά τό γάμο, ὁρίστηκαν νά ἰσχύουν καί γιά τίς περιπτώσεις ἱερολογημένης μνηστείας, παρότι ἐκδόθησαν μόνο ἀπό τή Σύνοδο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἔγιναν δεκτές ἀπό τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς[66].

     Ὁ Πατριάρχης Λουκᾶς Χρυσοβεργής (1157-1170) ἀκυρώνει τήν καθαίρεση τοῦ ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Ἰωάννου ὑπό τοῦ Ἀρχιε-πισκόπου Κύπρου Ἰωάννου, ἐπειδή συνῆλθαν μόνο 11 ἐπίσκοποι[67] καί «διά τε τό μή μετακληθῆναι τήν πᾶσαν σύνοδον τῆς τῶν Κυπρίων ἐκκλησίας, ἤ κἄν τήν πλείονα, εὐχερείας καί ταῦτα οὔσης πρός τοῦτο, καί διά μή τόν ἀρχιεπίσκοπον ἐπέκεινα εἶναι τῆς δωδεκάδος τῶν ἐπισκόπων, ἀλλά ταύτῃ τοῦτον συνυπάγεσθαι», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Βαλσαμών στήν ἑρμηνεία του στόν 12ο κανόνα τῆς Καρθαγένης[68].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος Α´ (1355) ἐπιτιμῶν τόν ἀρχιεπίσκοπο Τυρνόβου καί πάσης Βουλγαρίας, ὁ ὁποῖος ἐπεχείρει νά ἀπαλλαγεῖ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἀποφαίνεται: «...ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνος καί τάς τῶν ἄλλων πατριαρχῶν κρίσεις Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων καί ἐπανακρίνει καί διευθετεῖ καί ἐπιψηφίζεται καί τό κῦρος δίδωσιν, ὡς οἱ θεῖοι κανόνες διαγορεύουσιν...»[69].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος (1356) γράφων πρός τόν Πατριάρχην Ἀντιοχείας ἐξ ἀφορμῆς τοῦ ζητήματος τῆς Ἱ. Μ. τῆς Παναγίας τῶν Ὁδηγῶν ἐπισημαίνει: «...ὁ τῆς Κωνσταντινουπόλεως πατριαρχικός θρόνος, ὅτε δή οἰκουμενικός ὤν, προνόμιον ἔκπαλαι κέκτηται παρά τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων εἰς τάς ἑκασταχοῦ τῆς οἰκουμένης Ἐκκλησίας, τά παρεμπίπτοντα ἐν αὐταῖς ἐκκλησιαστικά ἀναγκαῖα ζητήματα διερευνᾶν καί ἔξετάζειν...»[70].

     Περί τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου ὁμιλεῖ ὁ Πατριάρχης Νεῖλος (1382) σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης, παραπέμποντας στόν 9ο καί 17ο κανόνα τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «καί εἰ βούλει μαθεῖν τοῦ πατριάρχου προνόμιον, ἀπό τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς δ´ συνόδου τοῦτο μαθήσει, τοῦ ἑνάτου τε φημί καί τοῦ ἑπτακαιδεκάτου, ἵνα μή μακρόν ἀποτείνωμεν λόγον...»[71].

     Ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐπί Πατριάρχου Συμεών Α´ (1482- 1486) καθαιρεῖ (1482-1483) τούς Πατριάρχες Ἱερουσαλήμ Ἰωακείμ καί Ἀντιοχείας [Μιχαήλ Δ´ Περκούση (;) γιά «μύρια καί θανάσιμα ἐγκλήματα»[72].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νήφων (1486-1488) ἀποστέλλει εἰρηνική ἐπιστολή στόν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας [Γρηγόριο] ἀνακοινώνοντας τήν ἐκλογή του. Ζητᾶ ἀπό τόν Ἀλεξανδρείας νά ἀναγκάσει τόν καθηρημένο πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰωακείμ νά ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἀπολογηθεῖ, ἄλλως θά παραμείνει «ἀλλότριος πάσης ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας». Ὀφείλει, ἐπίσης, νά ἀπομακρύνει τοῦ θρόνου τῆς Ἀντιοχείας τόν καθαιρεθέντα Μιχαήλ Περκούση[73].

     Σέ Σύνοδο συγκληθεῖσα κατά τό Μάϊο τοῦ 1590 ἐπί Ἱερεμίου Β´, στήν ὁποία ἔλαβαν μέρος οἱ Πατριάρχες Ἀντιοχείας Ἰωακείμ καί Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος, ἀναγνωρίζεται ἡ προαγωγή τῆς Μητροπόλεως Μόσχας σέ Πατριαρχεῖο (ἡ γενομένη τό 1589 στή Μόσχα ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη). Ἀξίζει νά σημειωθοῦν τά ἑξῆς: α. Ἡ προαγωγή ἐγένετο διά «τό μεγαλεῖον καί τήν ἔκτασιν τήν δοθεῖσαν παρά τοῦ Θεοῦ εἰς τό βασίλειον τοῦτο», ἀφοῦ ἡ Μόσχα ἦταν ἤδη ἕδρα Βασιλέως. Β. Ὁ Πατριάρχης Μόσχας καταγράφεται στά Δίπτυχα καί ὀφείλει νά μνημονεύεται ὡς πέμπτος στή σειρά Πατριάρχης γ. Ὁρίζεται, «ἵνα ὡς κεφαλήν καί ἀρχήν ἔχῃ αὐτός τόν Ἀποστολικόν Θρόνον τῆς τοῦ Κωνσταντίνουπόλεως ὡς καί οἱ ἄλλοι Πατριάρχαι»[74].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ματθαῖος[75] μετά ἀπό συνοδική ἀπόφαση – μέ τή συναίνεση τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας καί μετά ἀπό αἴτημα Κυπρίων ἀρχιερέων– «ἄδειαν ἔχοντες καί χρέος ἀπαραίτητον τοῦ ταῖς δεομέναις ἐπισκέψεως ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν μή ἀποπέμπειν», καθαιρεῖ τόν ἀρχιεπίσκοπον Κύπρου Ἀθανάσιον (1600).

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Καλλίνικος Β´ ἀκυρώνει τή δωρεά τῆς Μονῆς Ἀμοσγοῦ (τῆς Μητροπόλεως Νεμεσοῦ καί Κυταίων) στό θρόνο τῆς Ἀλεξάνδρειας (1633) καί ἐπισημαίνει[76]: «τάς ἐμπιπτούσας Ἐκκλησιαστικάς ὑποθέσεις διά τῶν ἱερῶν κανόνων σταθμίζοντες τήν ἐπίκρισιν αὐτῶν καί διάκρισιν προσφόρως, ὡς ἔνεστιν, ἐξεργάζεσθαι μεμαθήκα-μεν, συνιστᾶν τε τά καλῶς πεπραγμένα καί βεβαιοῦν, ἀποδοκιμάζειν δέ τά παράλογα, καί ἐνδίκως παρασκευάζειν αὐτά».

     Στή συνελθοῦσα ἐπί Πατριάρχου Διονυσίου τοῦ Γ´ Σύνοδο (1663), παρόντων καί τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας Παϊσίου, Ἀντιοχείας Μακαρίου, Ἱεροσολύμων Νεκταρίου, λίαν ἐνδιαφέρουσες εἶναι οἱ ἀπαντήσεις στήν η´ καί κβ´ ἐρώτηση[77]. Στό 8ο ἐρώτημα, «Εἰ τῷ Κωνσταντινουπόλει ἐφεῖται πᾶσα κρίσις ἄλλων Ἐκκλησιῶν καί παρ᾽ αὐτοῦ λαμβάνει ἑκάστη ὑπόθεσις ἐκκλησιαστική πέρας;», ἡ ἀπάντηση πού δίδεται εἶναι ὅτι αὐτό ἦταν Προνόμιο τοῦ Ρώμης. Ἀποκοπέντος ὅμως αὐτοῦ ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίση, «αἱ ὑποθέσεις πᾶσαι τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς τόν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον ἀναφέρονται καί παρ᾽ αὐτοῦ τάς ἀποφάσεις λαμβάνουσιν ὡς τά ἴσα πρωτεῖα κατά τούς κανόνας ἔχοντος τῆς παλαιᾶς Ρώμης». Παρατίθενται περαιτέρω ἀποσπάσματα ἀπό τά σχόλια τοῦ Μεγάλου Νομικοῦ καί τό Βαλσαμῶνα, ὁ ὁποῖος γιά ἐκδοθεῖσα ἀπό τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ἀπόφαση ἐπισημαίνει: «...εἰ δέ συναινοῦσι καί οἱ λοιποί πατριάρχαι, εἰ τυχόν εἴη μείζων ὑπόθεσις, ἀμετάβλητος ἔσται ἡ ἐξενεχθεῖσα ἀπόφασις». Αὐτό ἐπαναλαμβάνει ἡ ἀπάντηση στό 22ο ἐρώτημα: Ἀπόφαση πού ἐκδόθηκε ἀπό τόν ἔχοντα τό σχετικό προνόμιο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μέ τή συναίνεση τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν εἶναι ἀμετάκλητη.

     Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιος[78] (1665) κηρύσσει ἔκπτωτον τόν φυγάδα Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Παΐσιον κατόπιν αἰτήματος «τῶν μεγιστάνων τῆς κραταιᾶς βασιλείας ἀνενεγκόντων ἡμῖν περί τούτου...».

     Μιά σειρά ἀπό τούς Πατριάρχες Ἱεροσολύμων ἀπό τά μέσα περίπου τοῦ ΙΖ´ αἰώνα μέχρι τά μέσα τοῦ ΙΘ´ αἰώνα ἐκλέγονται ἀπό τό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως[79] κατόπιν αἰτήματος τῆς ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητας καί ἐνίοτε μέ τήν παρουσία τῶν ἄλλων δύο Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας. Μεταξύ τῶν ἐκλεγέντων στήν Κων/λη Πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων εἶναι ὁ Νεκτάριος, ὁ Χρύσανθος ἀπό Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὁ Ἐφραίμ (1766), ὁ Σωφρόνιος (1770), ὁ Ἀβράμιος (1775), ὁ Προκόπιος Β´ (1787), ὁ Ἄνθιμος (1788), ὁ διαδεχθείς αὐτόν Πολύκαρπος κ.ἄ. Ἄλλωστε «καί ἀνέκαθεν ἡ τοῦ Χριστοῦ Μ. Ἐκκλησία, ὁ Οἰκουμενικός Ἀποστολικός ἁγιώτατος τῆς Κωνσταντινουπόλεως θρόνος τά τῆς κηδεμονίας ἀνήκοντα πρός τά ἄλλας Ἐκκλησίας φιλοστόργος ἀπεπλήρου καί ἀνελάμβανε τάς ἑαυτῶν χρείας καί ὀφειλάς...»[80]. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ γενική ἐπισήμανση πού γίνεται στό ὑπόμνημα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Χρυσάνθου[81] (1707-1731) γιά «τόν τῶν ἄλλων ὑπερκείμενον ἁγιώτατον Ἀποστολικόν, Οἰκουμενικόν οὐτοσί θρόνον» ἀπό τόν Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ: «Καί δῆτα οἱ τούς οἴακας τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας πρό ἡμῶν διευθύναντες ἁγιώτατοι Πατριάρχαι, μάλιστα κατά ταυτηνί τοῦ χρόνου τήν ἐσχατιάν τῶν Ἀποστολικῶν Πατριαρχικῶν Θρόνων τῶν κατά πόλεις Ἀλεξανδρείας καί Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, εἰς ἀδελφικήν συναντίληψιν ἀπό τοῦ καιροῦ καί τῶν πραγμάτων παροτρυνόμενοι, καί τῆς ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίας συμφυίας καί ὁμονοίας μέγιστον λόγον ποιούμενοι, καί ἐξαίσιον ἀεί φροντίδα καταβάλλοντες, τῇ μετά προθυμίας καί διακοῦς διαθέσεως προμηθείᾳ καί βοηθείᾳ, πᾶν μέτρον ἀγάπης ἀπεπληρώσαντο...». Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικό αὐτό πού ἐπισημαίνεται στό ὑπόμνημα ἐκλογῆς τοῦ Πολυκάρπου: «Τόν ἁγιώτατον Ἀποστολικόν, Πατριαρχικόν καί Οἰκουμενι-κόν Θρόνον, οὐκ ἔστι ὅτε ἵδοι τις ἄν μή προθύμως συναντιλαμβανόμενον πρός τάς ἀνάγκας καί χρείας καί τῶν λοιπῶν ἁγιωτάτων Πατριαρχικῶν καί Ἀποστολικῶν Θρόνων, ἀλλ᾽ ἀείποτε τά τε καθ᾽ ἑαυτόν διευθύνει καί διατίθεται, κακείνους τῆς προσηκούσης ἀδελφικῆς ἀντιλήψεως ἀξιοῖ. Ἔνθεν τοι καί τό βοηθητικόν εἶναι, τοῖς δεομένοις κατ᾽ ἀξίαν ἀρχαῖον ἔργον ἑαυτοῦ νενόμικε»[82].

     Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Δ´ καθαιρεῖ[83] τόν ἀνήλικον Πατριάρχην Ἀντιοχείας Κύριλλον (1672) μετά ἀπό ἀναφορά τῶν Μητροπολιτῶν τοῦ θρόνου τῆς Ἀντιοχείας «γνώμῃ τε πάσῃ κοινῇ καί συναινέσει τοῦ τε μακαριωτάτου καί ἁγιωτάτου Πατριάρχου τῶν Ἱεροσολύμων κυρίου Δοσιθέου...» ἐπί τῇ βάσει τῶν ἱερῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι «τούς παρ᾽ ἡλικίαν ἱερωμένους καθαιρέσει καθυποβάλλουσι». Τό ἴδιο ἔτος (1672) ὁ ἴδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως παρουσίᾳ τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων ἀθωώνει τόν ὑπόδικο ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Νικηφόρο[84] μετά τήν ἀπολογία του ἐνώπιον τοῦ «Οἰκουμενικοῦ Κριτηρίου», δηλ. τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ ἴδιος Πατριάρχης καί τό ἴδιο ἔτος ἐπικυρώνει[85] τό «ἀπό πάσης καί παντελοῦς καταδυναστείας καί δουλείας ἀνύποιστον καί αὐτόνομον καί αὐτοδέσποτον» τῆς Ἱ. Μονῆς Κύκκου παρουσίᾳ τῶν Πατριαρχῶν Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, παρόντος καί τοῦ Ἀρχιε-πισκόπου Κύπρου Νικηφόρου, τοῦ τελευταίου «ἀρκουμένου... μόνῳ τῷ κανονικῷ αὐτοῦ μνημοσύνῳ».

     Μιά σειρά ἀπό Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ὁ Μεθόδιος Γ´, Ἰάκωβος Α´, Καλλίνικος Β´ καί Γαβριήλ Γ´ κατεδίκασαν μετά ἀπό προσφυγή Πατριαρχῶν τῶν Ἱεροσολύμων τήν προσπάθεια ἀρχιεπισκόπων τῆς Ἱ. Μονῆς Σινᾶ νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν πνευματική καί κανονική δικαιοδοσία τοῦ θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων, ἐνῶ ἐπιλύουν τίς ἐσωτερικές διαφορές τῆς Ἱ. Μονῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοί καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος Σινᾶ «δεῖν ἔγνωσται μεταβῆναι ἐνταῦθα ἐν Κωνσταντινουπόλει εἰς διαίτησιν καί διόρθωσιν τῶν ὧν διεφέροντο...», ὅπως ἐπισημαίνει σιγίλλιον[86] τοῦ Πατριάρχου Γαβριήλ Γ´. Ὁ Συνοδικός Τόμος ὁ ἐκδοθείς ἐπί Πατριάρχου Καλλινίκου Β´ (1688) ὁ ἐπικυρῶν τά δίκαια τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων ἐπί τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ἀναφέρεται[87] στίς πολλαπλές κρίσεις τοῦ «Οἰκουμενικοῦ κριτηρίου»[88] ἐπί διαφορῶν πού ἀφοροῦσαν τήν ἀρχιεπισκοπή Σινᾶ: «...ἐν διαφόροις καιροῖς πολλαχῶς ἀνηνέχθησαν κρίσεις τῶν Σιναϊτῶν Πατέρων, καί κανονικῶς ὑπό τῶν Πατριαρχῶν διελύθησαν αἱ συμπεσοῦσαι ἀμφισβητήσεις καί διενέξεις μεταξύ αὐτῶν καί τῶν Μακαριωτάτων πάλαι Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας, ναί μήν καί μεταξύ τῶν Πατριαρχῶν Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων...». Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μεθόδιος καθαιρεῖ[89] τόν Σιναίου Ἀνανίαν (1670) ἐπί τῇ βάσει τῆς «ἥν ἡμῖν ἐπιχορηγεῖ δύναμιν καί ἐξουσίαν κανονικοῖς προνομίοις τό θεῖον ἀνάκτορον ταύτης τῆς καθ᾽ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας»[90].

     Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἰάκωβος Α´ καθορίζει[91] τήν κανονική θέση τοῦ Σιναίου Ὅρους πρός τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων (1687) σύμφωνα μέ τούς ὅρους καί τούς θεσμούς τῶν Πατέρων, «καθ᾽ ἥν ἔφθασε ὁ καθ᾽ ἡμᾶς Οἰκουμενικός Θρόνος κανονικήν πλουτισθῆναι δύναμιν, ὡς καί τάς προβαλλομένας ἐπί διαίτησιν αὐτῷ ἀνακρίνειν ὑποθέσεις, τάς τ᾽ ἐπισυμβαινούσας ἀταξίας ταῖς ἐν ἑτέροις κλίμασι τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίαις καταστέλλειν, κᾀπί τό εὔθετον μεταρρυθμίζειν...[92]».

     Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος ἐγγράφως παρακαλεῖ (1707) μετά τό θάνατό του, νά ἐκλεγεῖ ἀπό τό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως διάδοχός του «ἐκ τῶν τελούντων ὑπό τόν θρόνον Ἱεροσολύμων, ὁ ἁρμοδιώτατος καί ἱκανώτατος» καί «τῆς προστασίας αὐτοῦ ἐπιλάβηται»[93]. Ἔτσι ὁ Πατριάρχης Γαβριήλ Γ´ ἐκλέγει ὡς Πατριάρχη Ἱεροσολύμων τόν ἀπό Καισαρείας Χρύσανθο[94], ὁ ὁποῖος στή συνέχεια ἐπρότεινε ὡς διάδοχό του τόν ἀπό Καισαρείας Μελέτιον.

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ Γ´ (1702-1707) συναινεῖ καί ἐπικυρώνει[95] τήν γενομένη στήν Κωνσταντινούπολη ὑπό Κυπρίων ἀρχιερέων καθαίρεση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Γερμανοῦ καί τήν ἐκλογή στή θέση του τοῦ πρώην Ἀντιοχείας Ἀθανασίου. Παρών καί συναινῶν στίς ἀποφάσεις ἦταν καί ὁ Ἱεροσολύμων.

     Ἐπί Πατριάρχου Παϊσίου Β´ (1746) ἐπικυροῦται ἡ καθαίρεση τοῦ λατινόφρονος Μητροπολίτου Χαλεπίου Γερασίμου, συναινοῦντος καί τοῦ Ἀντιοχείας Σιλβέστρου καί ἐκλέγεται ὁ διάδοχος αὐτοῦ «διά τά φιλοτιμηθέντα προνόμια τῷ πατριαρχικῷ θρόνῳ τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιβάλλειν ταῖς πανταχοῦ παροικίαις...». Εἶναι ἄλλωστε χρέος τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως «προνοεῖν οὐ μόνον ταῖς ὑποκειμέναις αὐτῷ, ἀλλά καί ταῖς πέριξ ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίαις καί παροικίαις πᾶσιν ἀπονέμειν τήν πρόσφορον διοίκησιν»[96]. Ὁ ἴδιος Πατριάρχης ἀποστέλλει ἐπιτιμητική ἐπιστολή[97] πρός τόν Χαλεπίου Γρηγόριον ἀρνούμενον νά μνημονεύσει τοῦ κανονικοῦ αὐτοῦ Πατριάρχου Σιλβέστρου, μνημονεύοντος τοῦ Κωνσταντινουπόλεως.

     Μεταξύ τῶν ἐτῶν 1728-1731 ὁ Ἀντιοχείας Σίλβεστρος προσῆλθε πρός τόν Κωνσταντινουπόλεως Παΐσιον Β´, «εἰς τήν πρόνοιαν καί ἀντίληψιν καί ὑπεράσπισιν τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἁγιωτάτου Πατριαρχικοῦ καί Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, διά νά γίνῃ παρ᾽ ἡμῶν ἡ δυνατή καί ἐνδεχομένη θεραπεία καί διόρθωσις τῶν πραγμάτων». Ὁ Παΐσιος Β´, συναινοῦντος καί τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, ἐκδίδει ἐγκύκλιον ἐπιστολήν[98].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ μέ συνοδική ἀπόφαση, παρόντος καί συμφωνοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Παρθενίου, καθαιρεῖ (1759) τόν Ἀντιοχείας Κύριλλον[99]. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στό τέλος τῆς συνοδικῆς ἀποφάσεως ὁ μέν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὑπογράφων «ἀποφαίνεται», ἐνῶ ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων «συναποφαίνεται». Ἀκολουθοῦν τά ὑπόλοιπα ὀνόματα τῶν Μητροπολιτῶν τῆς συνόδου.

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ συνοδικῇ ἀποφάσει ἐπαναφέρει (1766) τή Μητρόπολη Χαλεπίου στή δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Ἀντοχείας[100]. Ἡ Μητρόπολις αὐτή «μή δυναμένη διακυβερνᾶσθαι εἰρηνικῶς καί ἀταράχως» μέ τή συναίνεση τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Σιλβέστρου εἶχε ὑπαχθεῖ στή δικαιοσία τοῦ Κωνσταντινουπόλεως, «κατά τό ἀνέκαθεν προνόμιον τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καί Οἰκουμενικοῦ θρόνου, ὅστις εἴωθεν ὅλαις φροντίσι καί προνοητικαῖς ἐπισκέψεσι χεῖρα βοηθείας ὀρέγειν, προνοεῖσθαι καί περιποιεῖσθαι τάς βοηθείας δεομένας ἑκατασταχοῦ ἐπαρχίας καί παροικίας..»[101]. Ἡ μεταβολή ἔγινε «ὅτε τῶν προτέρων περιστατικῶν καί ἐνοχλητικῶν παρεμβάσεων ἐκ μέσου γεγονότων». Τή μεταβολή αὐτή ἐπιβεβαιώνει καί ἄλλη συνοδική πράξη ἐκδο-θεῖσα ἐπί πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νεοφύτου (1792) πού ἐπισημαίνει: «Τό ἀντιλαμβάνεσθαι μέν καί ἐκ τῶν ἐνόντων βοηθεῖν πρός τάς χρείας καί τοῖς λοιποῖς ἁγιωτάτοις Πατριαρχικοῖς καί Ἀποστολικοῖς Θρόνοις, πάνυ προσῆκον ἐκ παλαιοῦ ἡγεῖται ὁ καθ᾽ ἡμᾶς οὐτωσί ἁγιώτατος Πατριαρχικός, Ἀποστολικός, καί Οἰκουμενικός Θρόνος, ἀφαιρεῖσθαι γε μήν ἐκείνων τά δίκαια καί πλεονεκτεῖν ἀδικοῦντα, οὐχ ὅπως πράττειν, ἀλλ᾽ οὐδέ ἀκούειν ἀνέχεται. Ἐκεῖνον μέν γάρ δίκαιον καί ἄξιον ἑαυτοῦ, τοῦτο δέ τουναντίον ἀδικόν τε καί ἀπρεπές τῷ Πατριαρχικῷ ἀξιώματι»[102]. Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι τόσο ἡ συνοδική ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχου Σαμουήλ, ὅσο καί αὐτή τοῦ Νεοφύτου ἤχθη «πρός ἀνανέωσιν»[103] ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Ἀνθίμου πρός τόν Οἰκουμενικόν Θρόνον (1794). Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γεράσιμος Γ´ διά νέου Σιγιλλίου ἐπικύρωσε τά προγενέστερα καθότι, ὅπως ἐπισημαίνει, «ὁ καθ᾽ ἡμᾶς ἁγιώτατος οὗτος Πατριαρχικός Ἀποστολικός καί Οἰκουμενικός Θρόνος καί ταύτῃ τό ἄμεπτον ἑαυτῷ μνώμενος, δίκαιά τε καί ἀμεμφῆ καί τά πρός ἑαυτοῦ παρέχεται πρός τούς ἄλλους Πατριαρχικούς καί Ἀποστολικούς Θρόνους... μάλιστα πρός τά δίκαια καί τάς χρείας ἐκείνοις, ὡς οἷόν τε, συναντιλαμβανόμενος»[104].

     Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Σαμουήλ (1767) μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Φιλήμονος ἐξέλεξε ὡς Πατριάρχη Ἀντιοχείας τό Μέγα Πρωτοσύγγελο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Δανιήλ. Ἡ ἐκλογή ἔγινε μετά ἀπό τήν πρό τοῦ θανάτου του σχετική παράκληση τοῦ Πατριάρχου Φιλήμονος καί τοῦ ποιμνίου τῆς Ἀντιοχείας. Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ κάτωθι ἐπισήμανση στό ὑπόμνημα ἐκλογῆς: «...κατά τήν ἀρχαίαν διατύπωσιν τοῦ Ἀποστολικοῦ καί Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, μετά τάς ἀποβιώσεις ἑνός ἑκάστου τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν εἰς ἑαυτόν ἀναλαμβάνοντος καί ἀναδεχομένου τό ἐφορᾶν καί ἐπιστατεῖν τά τῆς τούτων διαδοχῆς, καί ὡς κοινός ἐπόπτης καί ἔφορος τῶν ἁπανταχοῦ ἁγίων τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας οἷα καί ἡ κεφαλή τοῦ ὅλου Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ὑπερανεστηκυῖα προνοεῖσθαι τῶν ὑπ᾽ αὐτῶν μελῶν καί ἐπαγρυπνεῖν τῷ κοινῷ συμφέροντι»[105].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος Ζ´ ἐπικυρώνει (1793) προγενέστερα προνόμια τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων[106] δοθέντων διά Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν Σιγιλλίων ὑπό τῶν ἀοιδίμων Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Σωφρονίου καί Ἀθανασίου καί δή τό δικαίωμα τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων νά ἔχει στό χῶρο τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Μοναστήρια, Ἐκκλησίες καί Μετόχια καί νά μνημονεύεται σ᾽ αὐτά αὐτός μόνος, «ἵνα μή ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις δικέφαλος παρεισάγεται ἀρχή».

     Σειρά Πατριαρχῶν τοῦ Θρόνου τῆς Ἀλεξανδρείας ἐκλέγονται ἀπό τήν Πατριαρχική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως[107], ὅπως: Ἐπί Νεοφύτου ΣΤ´ ὁ Κοσμᾶς (1737), ἐπί Παϊσίου Β´ ὁ Ματθαῖος (1746), ἐπί Σαμουήλ Α´ ὁ Κυπριανός (1766), ἐπί Γαβριήλ Δ´ ὁ Γεράσιμος (1783), ἐπί Προκοπίου Α´ ὁ Παρθένιος (1788), ἐπί Καλλίστου τοῦ Ε´ ὁ Θεόφιλος (1805), ἐπί Μελετίου ὁ Ἱερόθεος (1825). Σημειωτέον ὅτι οἱ ἐκλογές αὐτές ἔγιναν «κατά τάς θερμάς δεήσεις καί ἱκεσίας τῶν ἐνταῦθα εὑρισκομένων εὐσεβῶν χριστιανῶν ἐξ ἐκείνου τοῦ πατριαρχικοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας θρόνου», ὅπως ἐπισημαίνεται στό ὑπόμνημα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Θεοφίλου[108] καί σέ ὅλα τά ἄλλα ὑπομνήματα. Χαρακτηριστική εἶναι ἐπίσης ἡ εἰσαγωγή τοῦ ὑπομνήματος τῆς ἐκλογῆς του ἀπό Λιβύης Ματθαίου: «Ἡ ἁγία τοῦ Χριστοῦ μεγάλη Ἐκκλησία, πρός τοῖς ἄλλοις προνομοίοις καί τήν τῶν ἁπασῶν ἐκκλησιῶν μέριμναν πρώτιστον προνόμιον ἔχουσα, οἷα κοινή φιλόστοργος μήτηρ καί κεφαλή, οὐ μόνον τῶν ἐγγύς, ἀλλά καί τῶν πόρρω μελῶν τε καί μερῶν αὐτῆς σοφῶς τε καί κηδεμονικῶς προνοουμένη καί ἐπίσης πᾶσι τε καί πάσαις τάς μητρικάς αὐτῆς ἀγκάλας ἐφαπλουμένη καί ἀναλόγως τάς δωρεάς τε καί χάριτας ἐπιχορηγουμένη, διαφόροις ἀντιληπτικοῖς τρόποις ἀντιλαμβάνεσθαι τούτων εἴωθεν, ὥστε μηδεμίαν τῶν καθηκόντων αὐτῇ στερίσκεσθαι· οὐδέν γάρ παρ᾽ αὐτῇ ἀπρονόητον καί ἀτημέλητον»[109].

     Συνοδική ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Χρυσάνθου καί μέ τή συναίνεση τοῦ παρόντος Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Πολυκάρπου κηρύσσει ἔκπτωτον τόν Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας Θεόφιλον (1825), ὁ ὁποῖος εἶχε ἐγκαταλείψει τήν ἕδραν του καί διέμενε ἐπί ἑπτά ἔτη στήν Πάτμο. Ἡ ἐπέμβαση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἐπιβεβλημένη, δεδομένου ὅτι «ἡ τῶν ἁγιωτάτων Πατριαρχικῶν Θρόνων ὕπαρξίς τε καί σύστασις ἀναγκαίως ἐπιζητεῖ καί ἀδιάλειπτον βούλεται τόν οἰκεῖον προστάτην»[110]. Ἄξιο παρατηρήσεως εἶναι ὅτι ἀκολουθεῖ ἡ ὑπογραφή τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Χρυσάνθου, ὁ ὁποῖος καί «ἀποφαίνεται», ἐνῷ ἕπεται ἡ ὑπογραφή τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων χωρίς καμιά περαιτέρω ἔνδειξη.

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἀγαθάγγελος[111], παρόντος καί συναινοῦντος τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἀθανασίου, συνιστᾶ ἐπιτροπή γιά τήν οἰκονομική ἐνίσχυση και διοίκηση τοῦ Παναγίου Τάφου (1827), ἐνῶ τό 1832 ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κωνστάντιος ἀποστέλλει σχετική ἐπιτιμητική ἐπιστολή[112].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος ὁ ΣΤ´, ἐπειδή ἀνετέθη ἡ μεταξύ Ἑλλήνων καί Ἀρμενίων ἐπίλυση τῆς διένεξης γιά τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ στή Μεγάλη Ἐκκλησία ζητᾶ ἀπό τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Κύριλλο τήν ἀποστολή τῶν σχετικῶν ἐγγράφων[113] (1846).

     Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἄνθιμος Δ´ ἀποστέλλει ἐπιστολή[114] πρός τούς Μητροπολίτες τούς ὑποκειμένους στό θρόνο τῆς Ἀντιόχειας (1850), οἱ ὁποῖοι καί εἶχαν ζητήσει προγενέστερα μέ δική τους ἐπιστολή τήν πλήρωση τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου, μετά τό θάνατο τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Μεθοδίου. Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος στήν ἀπαντητική του ἐπιστολή ἐπισημαίνει μεταξύ ἄλλων τά δύο ἄξια παρατηρήσεως κάτωθι σημεῖα: 1. Δεδομένου ὅτι καί στό παρελθόν εἶχε γίνει ἐκλογή τοῦ Ἀντιοχείας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, «τά πράγματα αὐτά ἀπέδειξαν πάντοτε ἀρίστην καί ἐπωφελεστάτην τήν ἐκλογήν καί τῶν προλαβόντων τοσούτων δεινῶν ἀ-παλλακτικήν». 2. Ἡ ἐκλογή Πατριαρχῶν στήν Κωνσταντινούπολη δέν ἔγινε «πρός κατάργησιν τῶν κανονικῶν λόγων καί δικαιωμάτων ἅπερ κέ-κτηται ὁ ἁγιώτατος αὐτός Θρόνος». Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία «τοὐναντίον δέ μάλιστα ἀείποτε ὑπεστήριξε τά προνόμια αὐτοῦ καί ἐπεχορήγησε θερμουργόν προστασίαν εἰς τοσαύτας κατά καιρούς δεινάς αὐτοῦ περιστάσεις...»[115].

     Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἄνθιμος ΣΤ´ ἐπικυρώνει[116] ἀπόφαση τοῦ θρόνου τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητος, ἡ ὁποία ἐκήρυσσε ἔκπτωτο τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Κύριλλο Β´ (1872).

 

3. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατά τόν Κ´ αἰῶνα

     Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καλεῖται νά ἀσκήσει καί ἀσκεῖ τήν ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων ἀπορρέουσα κανονική του ἁρμοδιότητα μέσα σέ ἕνα τελείως διαφορετικό περιβάλλον ἀπό αὐτό πού εἶχε διαμορφωθεῖ κατά τήν πρώτη χιλιετία καί τούς 9 πρώτους αἰῶνες τῆς δεύτερης. Μέ τή διαμόρφωση ἐθνικῶν κρατῶν καί ὑπό τήν ἐπιρροή τοῦ πνεύματος τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ μέ ἰδία πρωτοβουλία ἀνακηρύχθηκαν ἤδη κατά τόν ΙΘ´ αἰῶνα αὐθαίρετα αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Ἑλλάδα (1833), τή Ρουμανία (1865) καί τή Βουλγαρία (1870), ἐνῶ κάτι ἀνάλογο ἔγινε λίγες δεκαετίες ἀργότερα καί στήν Ἀλβανία (1922-1928-1937). Ἐν τούτοις τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέν ἀπώλεσε τόν πρωτεύοντα καί ὑπερέχοντα ρόλο του, ἀφοῦ κατ᾽ ἀρχήν σ᾽ αὐτό ἀπηυθύνθηκαν οἱ νεώτερες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, προκειμένου νά ἀναγνωρισθοῦν ὡς κανονικῶς αὐτοκέφαλες[117]. Μέ πρώτη τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πού εἶχε λάβει τήν αὐτοκεφαλία τό 1850, ὑπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις καί περιγεγραμμένο τόν τόπο τῆς δικαιοδοσίας της, ἡ Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας πού εἶχε γίνει τό 1831 αὐτόνομος καί τό 1879 αὐτοκέφαλος, τό ἔτος 1920 ἀναγνωρίζεται ὡς Πατριαρχεῖο. Τό 1924 δίδεται τό αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας. ῾Η Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας κηρύσσεται αὐτοκέφαλος τό 1937. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, γενομένη αὐτοκέφαλος τό 1885, ἀναγνωρίζεται ὡς Πατριαρχεῖο τό 1925. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ἀναγνωρίζεται τό 1945 ὡς αὐτοκέφαλος, ἐνῶ τό 1961 ἀναβιβάζεται σέ Πατριαρχεῖο. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας αὐτοκέφαλος ὑπάρχουσα ἀπό τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας ἀπό τόν 5ο αἰώνα, καταργηθέντος τοῦ αὐτοκεφάλου ὑπό τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Ρωσσίας, (1811-1917), ἀναγνωρίζεται διά Συνοδικοῦ Τόμου αὐτοκέφαλος τό 1990. Ἡ καταστᾶσα, τέλος, τό 1923 αὐτόνομος Ἐκκλησία τῆς Τσεχίας καί Σλοβακίας ἀνεγνωρίσθη ὡς αὐτοκέφαλος τό 1998.

     Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀνύψωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας σέ Πατριαρχεῖο, ὀφείλει κανείς νά παρατηρήσει αὐτό πού ἐπισημαίνει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος[118] στήν εἰρηνική του ἐπιστολή: «...ὀφειλετικῶς μετά τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας Συνόδου διασκεψάμενοι, τήν μέν πρόθεσιν καί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ κράτους ἐπηνέσαμεν καί τήν ἐκ τῆς ἀνυψώσεως ταύτην ὠφέλειαν τῆς Ὀρθοδοξίας συνωμολογήσαμεν, τόν μέντοι τρόπον τῆς ἐνεργείας πρός τήν οἰκονομίαν μᾶλλον ἤ πρός τήν ἀκρίβειαν τῆς κανονικῆς τάξεως συμφωνοῦσαν εὐρήκαμεν. Τό γάρ εἰς Πατριαρχικήν προαχθῆναι ἀξίαν τινά τῶν ἐπί μέρους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν ἀποφάσεως δεῖται Συνόδου Οἰκουμενικῆς, ὡς τά τῶν Πατέρων μαρτυρεῖ παραδείγματα».

     Ἀξία προσοχῆς εἶναι ἡ ἐπισήμανση[119] τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Ἀθηναγόρου πρός τόν Πατριάρχην Μόσχας Ἀλέξιον (23.2.1940) περί τοῦ ἀποκλειστικοῦ προνομίου τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά παραχωρεῖ τό αὐτοκέφαλο. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας εἶχε λάβει τό αὐτοκέφαλο ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τό 1924, ἐν τούτοις ὅμως τό Πατριαρχεῖο Μόσχας ἀπέδωσε ἐκ νέου σ᾽ αὐτήν τό αὐτοκέφαλο (1949). Ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἐπισημαίνει: «...ὁ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγιώτατος Οἰκουμενικός θρόνος, ὅστις λόγῳ τε τῶν ἱστορικῶν αὐτοῦ πρός τήν ἐκκλησιαστικήν ἐκείνην περιοχήν δεσμῶν καί ἐν τῇ ἀπό τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῆς μακραίωνος πράξεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρεούσῃ ἰδιαζούσῃ ἐν τῷ συστήματι τῶν Ὀρθοδόξων καί συναντιλαμβάνεσθαι ταῖς ἐμπεριστάτοις ἐκκλησιαστικαῖς περιοχαῖς, ηὐλόγησε κατά τό Νοέβριον τοῦ ἔτους 1924 τό Αὐτοκέφαλον τῆς ἐν πολωνίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐμφανισάσης πάσας τάς πρός τοῦτο ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων προβλεπομένας προϋποθέσεις». Οὐδεμία δέ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνώρισε τό Αὐτοκέφαλο πού παραχωρήθηκε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Παρατίθεται, ἐνδεικτικά, ἀπόσπασμα[120] τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Χριστοφόρου (18.5.1950) πρός τόν Πατριάρχην Μόσχας Ἀλέξιον:

«Ἡμεῖς... ἠρκέσθημεν, ἵνα μόνον βεβαιώσωμεν τήν παρ᾽ Ἡμῶν λῆψιν τῆς ἐπιστολῆς, οὐχί δέ καί ἀναγνωρίσεως τά παρά τῆς Ὑμετέρας Μακαριότητος καί τῆς περί Αὐτήν ἱερᾶς Συνόδου, ὡς συμφώνως πρός τήν κανονικήν ζωήν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας γενόμενα». Παρομοίως καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος σέ ἐπιστολή[121] πρός τόν Πατριάρχην Μόσχας Ἀλέξιον (19.5.1950) ἐπισημαίνει ὅτι δέν ἀναγνωρίζει τό ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας παραχωρηθέν αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Πολωνίας, ἡ ὁποία ἦταν ἤδη αὐτοκέφαλος ἀπό τό Νοέμβριο τοῦ 1924. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Μακάριος παρακαλεῖ τόν Πατριάρχην Ἀλέξιον νά σεβαστεῖ τήν «κανονικήν ταύτην τάξιν», ὡς μόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου ὄντος ἁρμοδίου γιά τήν παραχώρηση τοῦ αὐτοκεφάλου, ὥστε νά μή διαταραχθεῖ ἡ μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰρήνη. Κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Βαρσοβίας κ. Σάββα στό Φανάρι (24-28 Ἰουλίου 1998) ὁ προκαθήμενος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας πλειστάκις ὁσάκις κάνει μνεία τοῦ παραχωρηθέντος ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας[122] του.

     Εἶναι χαρακτηριστικό αὐτό πού ἐπισημαίνει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἀθηναγόρας[123] πρός τόν Πατριάρχην Βουλγαρίας Κύριλλον σέ ἐπιστολή του (27.7.1961) κατά τήν ἀνύψωση τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας σέ Πατριαρχεῖο: «...ἐν τῇ πεποιθήσει, βεβαίως, καί προσδοκίᾳ ὅτι ἐν τῇ ἀποφάσει ἡμῶν ταύτῃ ἕξομεν, κατά τά πρόσθεν γενόμενα, ὁμογνώμονας καί συμψήφους καί τούς λοιπούς Μακαριωτάτους καί Τιμιωτάτους Πατριάρχας καί Προέδρους τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἕως οὗ καί τό ζήτημα τοῦτο τελειωτικῶς καθορισθῇ ὑπό Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μόνης ἐχούσης τό δικαίωμα προάγειν τινά τῶν ἐπί μέρους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν εἰς Πατριαρχικήν ἀξίαν καί περιωπήν». Εἶναι προφανές ὅτι ὁ ἀοίδιμος Πατριάρχης Ἀθηναγόρας καταγράφει τήν κανονική ἀκρίβεια, ἡ ὁποία καί ὀφείλει νά τηρηθεῖ στήν πράξη. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας εἶχε λάβει τήν αὐτοκεφαλία μέ τήν ὑποχρέωση «ἀναφέρεσθαι τε πρός τόν καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν θρόνον καί δι᾽ αὐτοῦ ἐπιζητεῖν καί λαμβάνειν τήν ἔγκυρον γνώμην καί ἀντίληψιν αὐτοῦ τε καί τῶν λοιπῶν ἁγίων ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν ἐπί γενικῶς ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων, τῆς καθολικωτέρας ψήφου καί δοκιμασίας δεομένων»[124].

     Ἐνῶ λοιπόν σέ ὅλες τίς παραπάνω περιπτώσεις τό αὐτοκέφαλο δίδεται ὑπό μόνης τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκ τῶν ὑστέρων συναινούντων τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν –ἡ περίπτωσις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Πολωνίας καί τῆς Γεωργίας καταδεικνύει ἐμφανέστατα ὅτι μόνο ἁρμόδιο πρός τοῦτο εἶναι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀντιστρόφως δέ ἡ ἀπονομή τοῦ αὐτοκεφάλου στήν «Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἀμερικῆς» ὑπό τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν ἀναγνωρίζεται ἀπό καμιά ἄλλη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία–, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἐκλήθη νά ρυθμίσει πολλαπλᾶ διορθοδόξου φύσεως θέματα. Δίδονται κατωτέρῳ περαιτέρω ἐνδεικτικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

     Ὁ Πατριάρχης τῆς Ρωσσίας Τύχων (1918) διαμαρτύρεται πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διά τήν ἐκ τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀποκοπή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, ἐνῶ καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας «ἐν ἀλλεπαλλήλοις εὐκαιρίαις» καί μερικές δεκαετίες ἀργότερα (1990), ἀπετάνθη, «τήν κανονικότητα εἰς τά ἑαυτῆς βουλομένη», γιά νά λάβει τό αὐτοκέφαλο πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο ἀσκώντας κανονικό δικαίωμα καί καθῆκον παρεχώρησε τήν αὐτοκεφαλία[125]. Ἀποτελεῖ δέ ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας γιά θέματα διορθοδόξου ἐνδιαφέροντος νά ἀπευθύνεται πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί δι᾽ αὐτοῦ νά ἐπικοινωνεῖ μέ τίς ἄλλες ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες γιά τά θέματα αὐτά. Εἶναι δέ πρέπον γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τό Ἅγιο Μύρο, «ὅπως τηρῆται ἡ ἐν προκειμένῳ καθεστηκυῖα ἐκκλησιαστική τάξις, ἵνα δι᾽ ὁρωμένων καί δι᾽ ἀοράτων συγκροτῆται καί ἐμφαίνηται τοῖς πᾶσι, τοῖς τε ἐντός καί τοῖς ἐκτός, καί καταγγέλληται καί πιστῶται ἡ ἀδιάρρηκτος ἑνότης τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ὁ τόμος τῆς αὐτοκεφαλίας παραπέμπει στό Βαλσαμῶνα, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι: «Λέγεται γάρ ὅτι καί ἐπί τῶν ἡμερῶν τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Θεουπόλεως μεγάλης Ἀντιοχείας κυροῦ Πέτρου γέγονε οἰκονομία συνοδική, ἐλευθέραν εἶναι καί αὐτόνομον τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἰβηρίας, ὑποκειμένην τότε τῷ πατριάρχῃ Ἀντιοχείας». Ἡ ἐπισήμανση δέ αὐτή εἶναι σημαντική ὄχι ἁπλᾶ γιατί μνημονεύει ἕνα ἱστορικό γεγονός, ἀλλά γιατί καταδεικνύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας, πάλαι ποτέ ὑποκειμένη στό θρόνο τῆς Ἀντιοχείας, ἀπετάνθη πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τήν παραχώρηση καί ἀναγνώριση τοῦ αὐτοκεφάλου, ὡς τοῦ μόνου κανονικῶν ἁρμοδίου γι᾽ αὐτό. Σύμφωνα μέ τό Πατριαρχικό καί Συνοδικό Τόμο τῆς Αὐτοκεφαλίας ἡ μέλλουσα νά συνέλθει Οἰκουμενική Σύνοδος ὀφείλει νά ἐπικυρώσει τήν πράξη τῆς αὐτοκεφαλίας[126]: «....ἐπ᾽ ἀναφορᾷ μέντοι γε πρός τήν μέλλουσαν Ἁγίαν Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τήν ἀείποτε διασφαλίζουσαν καί ἀλώβητον διατηροῦσαν τήν ἐν τῇ πίστει καί τῇ ἐκκλησιαστικῇ κανονικῇ τάξει ἑνότητα τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».

     Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δαμιανός (1898-1931) ἐκηρύχθη ἔκπτωτος ἀπό τή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων γιά τήν ὑποχωρητικότητά του πρός τούς Ἄραβες. Ἡ σύνοδος προσέφυγε πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί ὁ Δαμιανός ἀνεγνωρίσθη ὑπό τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ὡς κανονικός Πατριάρχης τό 1909, ὁπότε καί ἀνέλαβε οὐσιαστικά τά καθήκοντά του[127].

     Τό 1933 τό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας ἐδοκιμάσθη ἐξ ἀφορμῆς Πατριαρχικῆς ἐκλογῆς. Προσέφυγε πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅπου εὗρε καί βοήθεια. Πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶχε καταφύγει καί ὁ τελευταῖος Ἕλληνας Πατριάρχης Ἀντιοχείας, Σπυρίδων (1891-1897), ὁ ὁποῖος εἶχε καθαιρεθεῖ ἀπό τή Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου του, χωρίς ὅμως νά ἀποκατασταθεῖ στό θρόνο του[128].

     Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δοκιμασθεῖσα ἐξ αἰτίας τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1933 κατά τῆς ἀγγλικῆς κατοχῆς προσέφυγε πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο[129]. Τό ἴδιο ἔπραξε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου κατά τά ἔτη 1946 καί 1947.

     Ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι τό ἔτος 1948 ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Πράγας Σαββάτιος ἀπέστειλε πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχην Μάξιμο ἐπιστολή[130] διά τοῦ ὁποίου ζητοῦσε τήν ὑπαγωγή τῆς αὐτονόμου τότε Ἐκκλησίας του ἀπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας. Στήν ἀπάντησή του ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐπισημαίνει: «...εἰ ὁ καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγιώτατος Οἰκουμενικός Θρόνος παρεῖχε τήν πρός τοῦτο εὐλογίαν, πρῶτος αὐτός παρεβίαζεν ἄν καί κατέλυε τήν κρατοῦσαν κανονική τάξιν, ἧς τέτακται φύλαξ καί ἐπιτηρητής. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπισκοπή Τσεχοσλοβακίας, δι᾽ ἱστορικούς καί κανονικούς λόγους ἀποτελοῦσα τμῆμα τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς κλίματος, πῶς ἀποτελέσειε μέρος τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἧς ἡ δικαιοδοσία οὐ δύναται ἐπεκταθῆναι πέραν τῶν ἀρχῆθεν καθωρισμένων αὐτῇ ὁρίων, εἰ μή διά παραβιάσεως θεμελιωδῶν κανόνων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων;»

     Ἡ Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας ἐδοκιμάσθη πρό ὀλίγων ἐτῶν (1998) ἐξ αἰτίας σχίσματος. Ἡ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς τάξεως ἐπῆλθε μετά ἀπό αἴτημα τοῦ Πατριάρχου Βουλγαρίας Μαξίμου πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖο[131] μέ σύγκληση ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου στή Σόφια, ἡ ὁποία καί ἀνεγνώρισε ὡς κανονικό Πατριάρχη τό Μάξιμο[132]. Διατυπώνοντας τό αἴτημά του πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην Πατριάρχης Μάξιμος ἐπεσήμανε: «...We ask Your Holiness to resond to our anxious appeal and, in accordance with the practice of the Ecumenical Orthodoxy, to convene and be at the head of the Council of Primates and Representatives of the Local Autocephalous Orthodox Churches in Sofia»[133].

     Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων κηρύξασα ἔκπτωτο τό 2005 τόν Πατριάρχη αὐτῆς Εἰρηναῖο ἀπετάνθη μετά τῆς ἁγιοταφικῆς ἀδελφότητος πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο συνεκάλεσε στήν Κωνσταντινούπολη Πανορθόδοξο Σύνοδο καί ἐπικύρωσε τήν ἔκπτωση ἀπό τό θρόνο τοῦ Πατριάρχου Εἰρηναίου[134].

     Μετά τήν πτώση τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στήν Ἀλβανία τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀπέστειλε ἐκεῖ ὡς Ἔξαρχο τόν Ἀναστάσιο (Γιαννoυλᾶτο), ἐνῶ τό 1992 τόν ἐξέλεξε ὡς Ἀρχιεπίσκοπο Τιράνων καί πάσης Ἀλβανίας. Μητροπολίτες προερχόμενοι ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μετά τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀναστασίου ἐξέλεξαν νέους Μητροπολίτες γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος μέ ἐπιστολή του στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαῖο ἐπισημαίνει: «....αἰσθανόμεθα τήν ἀνάγκην νά ἐκφράσωμεν... εὐχαριστίας διά τήν ἱστορικήν πρωτοβουλίαν τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος πρός ἀνασύστασιν τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας ὡς καί διά τάς προσφάτους κανονικάς ἐνεργείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου πρός ὁριστικήν ἐπίλυσιν τοῦ χρονίζοντος θέματος τῆς συγκροτήσεως τῆς Ἱεραρχίας τῆς κατ᾽ Ἀλβανίαν Ἐκκλησίας». Ἡ σχετική ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου μεταξύ ἄλλων διαλαμβάνει: «...ἡ Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, συμφώνως πρός τήν ἀνατιθεμένην αὐτήν ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων διακονίαν, εὑρέθη ἐνώπιον τῆς ἱερᾶς ἐπιταγῆς ἵνα ἀναλάβῃ πρωτοβουλίαν καί ἐμερίμνησε ἵνα...». Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κοινοποίησε τά γενόμενα γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Ἀλβανίας στίς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί κατόπιν τούτου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος ἀνεγνωρίσθη ἀπό ὅλες αὐτές ὡς κανονικός Ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων[135].

     Τό 1998 ἡ Ἐκκλησία Τσεχίας καί Σλοβακίας ἀνεγνωρίσθη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς αὐτοκέφαλος, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς της σέ δεύτερο βαθμό καί οἱ Μητροπολίτες σέ πρῶτο δικάζονται ὑπό δικαστηρίου συμπληρούμενο ὡς πρός τά μέλη του ἀποκλειστικά ἀπό ἱεράρχας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ Μητροπολίτες μποροῦν σέ δεύτερο βαθμό νά προσφύγουν στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό Ἅγιο Μύρο λαμβάνεται, ἐπίσης, ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Σύμφωνα μέ εἰδική διάταξη τοῦ Τόμου Αὐτοκεφαλίας ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Τσεχίας καί Σλοβακίας ἔχει εὐθύνη «διά πᾶσαν παράβασιν οὐ μόνον ἐνώπιον τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά καί ἐνώπιον Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου εἰδικῶς ἐπί τούτῳ συγκαλουμένης, μερίμνῃ καί ἐνεργείαις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου». Σύμφωνα μέ ἄλλη διάταξη «προκειμένου περί ζητημάτων ἤ ἀποριῶν γενικωτέρας ἐκκλησιαστικῆς φύσεως, ἐξερχομένων τῶν ὁρίων τῆς δικαιοδοσίας τῶν ἐπί μέρους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Πράγας καί πάσης Τσεχίας καί Σλοβακίας ἀπευθύνεται πρός τόν καθ᾽ ἡμᾶς Ἁγιώτατον Πατριαρχικόν Οἰκουμενικόν θρόνον, δι᾽ οὖ ἡ κοινωνία μετά πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων, τῶν ὀρθοτομούντων τόν λόγον τῆς ἀληθείας, καί ζητεῖ οὔτω τήν ἔγκυρον τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν γνώμην καί συναντίληψιν»[136].

     Μετά τήν παραίτηση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Τσεχίας καί Σλοβακίας Χριστοφόρου (2013), ὁ Τοποτηρητής τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Συμεών, μετά τήν αὐθαίρετη ἀποπομπή του ἀπό δύο Μητροπολίτες καί ἕνα βοηθό ἐπίσκοπο, ὁρισθέντος ἄλλου ὡς τοποτηρητοῦ, ὁ ὁποῖος κατόπιν ἀντικανονικῶς ἐξελέγη καί Ἀρχιεπίσκοπος, ἀπευθύνθη πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον γιά τή διευθέτηση τοῦ θέματος. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί πλεῖστες ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες εὐλόγως δέν ἀνεγνώρισαν τά ἀντικανονικῶς γενόμενα[137].

     Πέραν ὅλων ὅσων ἀνωτέρω ἐνδεικτικά ἀνεφέρθησαν, εἶναι γνωστό ὅτι μέ τίς ἐγκυκλίους τοῦ 1902 καί 1904 ἐπί πατριάρχου Ἰωακείμ Γ´ καί τήν ἐγκύκλιο τοῦ 1920 τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνέλαβε σοβαρές διορθόδοξες καί διαχριστιανικές πρωτοβουλίες σφυρηλατώντας τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί προσβλέποντας στήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων πού ἀπασχολοῦν σήμερα τήν Ὀρθοδοξία καί τόν κόσμο. Μέ δική του πρωτοβουλία συνῆλθαν οἱ 4 Πανορθόδοξες διασκέψεις. Στήν πρώτη (Ρόδος 1961) κατηρτίσθη ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων, τά ὁποῖα πρόκειται νά συζητήσει ἡ μέλλουσα νά συγκληθεῖ Μεγάλη Πανορθόδοξος Σύνοδος. Στή δεύτερη καί στήν Τρίτη (Ρόδος 1961, 1963) συζητήθηκε ἡ ἔναρξη διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία. Στήν Τέταρτη (Γενεύη 1968) μεταξύ ἄλλων καθο-ρίστηκε ὁ τρόπος τῆς διορθοδόξου συνεργασίας γιά τήν προπαρασκευή τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. (Στή σχετική αὐτή ἀπόφαση παραπέμπει στήν τελευταία του ὑποσημείωση τό κείμενο τῆς Ρωσσικῆς Ἐκκλησίας). Μέ πρωτοβουλία, περαιτέρω, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου συνῆλθαν 4 προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις στή Γενεύη (1976, 1982, 1986, 2009). Ἡ τρίτη ἐξ αὐτῶν ἐπεξεργάστηκε καί ἀποφάσισε τόν Κανονισμό Λειτουργίας τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων. (Σέ αὐτόν τόν κανονισμό παραπέμπει, ἐπίσης, στήν τελευταία του ὑποσημείωση τό κείμενο τῆς ρωσσικῆς Ἐκκλησίας) [138].

 

ΙΙΙ. Ὁ 34ος κανών τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων καί ἡ Πενταρχία

Τό κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας, ἐνῶ δέχεται τήν ἐφαρμογή τοῦ 34ου κανόνα τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων σέ ἐπαρχιακό ἐπίπεδο, δηλ. στό ἐπίπεδο τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀρνεῖται τήν ἐφαρμογή τοῦ ἴδιου κανόνα σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, δηλ. στό πλαίσιο τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν κατά τήν α´ χιλιετία καί στίς σχέσεις τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως αὐτές διαμορφώθηκαν κατά τή β´ χιλιετία[139]. Θεωρεῖ ἀσφαλῶς ὡς δεδομένο ὅτι τό κείμενο τῆς Ραβέννας μεταφέρει τήν ἁρμοδιότητα τοῦ Πρώτου σέ ἐπαρχιακό ἐπίπεδο στό παγκόσμιο ἐπίπεδο. Κάτι τέτοιο ὅμως δέν προκύπτει ἀπό τό κείμενο τῆς Ραβέννας.

Ὁ 34ος κανών τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων, προσβλέποντας στήν ἑνότητα τῶν ἐπισκόπων καί θεωρώντας εὐλόγως ὅτι «Οὕτω γάρ ὁμόνοια ἔσται καί δοξασθήσεται ὁ Θεός, διά Κυρίου, ἐν ἁγίῳ πνεύματι», ὁρίζει ὅτι οἱ ἐπίσκοποι τῆς κάθε ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δέν μποροῦν νά ἀποφασίζουν «τι πράττειν περιττόν» χωρίς τή συναίνεση τοῦ Πρώτου (τοῦ Μητροπολίτου στό ἐπίπεδο μιᾶς ἐπαρχιακῆς συνόδου ἤ τοῦ Πατριάρχου στό πλαίσιο μιᾶς ἐκ Μητροπολιτῶν Πατριαρχικῆς Συνόδου). Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν Πρῶτο, ὁ ὁποῖος δέν μπορεῖ νά λειτουργεῖ «ἄνευ τῆς τῶν πάντων γνώμης»[140]. Εἶναι προφανές ὅτι ὁ 34ος Κανόνας τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται ἀποκλειστικά στόν τρόπο λήψεως τῶν ἀποφάσεων καί ὄχι σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἁρμοδιότητα τοῦ Πρώτου καί τῆς ὑπ᾽ αὐτόν Συνόδου πού παρέχεται ἀπό ἄλλους κανόνες. Ἀπαιτεῖ δέ ὁμοφωνία στή λήψη τῶν ἀποφάσεων. Ἡ ἀμοιβαία δέσμευση μεταξύ Πρώτου καί συνόδου ἰσχύει κατά τό 34ο κανόνα τῶν Ἀποστόλων μόνο γιά τά «περιττά». Αὐτό ἐπισημαίνει καί ὁ Βαλσαμών στό ἑρμηνευτικό του σχόλιο παρατηρώντας: «Τό δέ μή πράττειν τι τόν πρῶτον ἄνευ τῆς γνώμης τῶν ἐπισκόπων αὐτοῦ, μή εἴπης νοεῖσθαι εἰς ἅπαντα τά παρά τούτου γίνεσθαι μέλλοντα, ἀλλά εἰς μόνα τά περιττά. Εἰ γάρ τοῦτο εἴπῃς ὑποβιβασθήσεται ὁ χειροτονῶν τοῦ χειροτονουμένου»[141]. Τότε ὁ πρῶτος δέ θά μποροῦσε ἀπολύτως τίποτα νά κάνει χωρίς τή γνώμη τῶν ὑπ᾽ αὐτόν ἀρχιερέων, ἐνῶ οἱ τελευταῖοι θά ἔχουν πάντοτε ἀνάγκη τῆς παρουσίας τοῦ Πρώτου καί ὄχι μόνο στά «περιττά». Κάτι τέτοιο δέν εὐσταθεῖ, ἐπισημαίνει ὁ Βαλσαμών. Ὁ Ἀριστηνός γίνεται περισσότερο σαφής διευκρινίζων, ποιά πράγματα θεωροῦνται «περιττά»: «οἷον ἐπισκόπους ζητεῖν, περί δογμάτων ζητεῖν, ἤ ἐκποιήσεις ἐκκλησιαστικῶν τινων ποιεῖσθαι»[142]. Οἱ παραπάνω διασαφήσεις τῶν βυζαντινῶν ἑρμηνευτῶν ἀφήνουν νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὁ Πρῶτος στό ἐπίπεδο μιᾶς κατά τόπους Ἐκκλησίας ἔχει ἕνα ἐλεύθερο πεδίο λειτουργίας, ἐκτός ἐάν πρόκειται γιά ἐκλογή ἀρχιερέων, γιά δογματικά θέματα καί γιά ἐκποιήσεις ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Μέ ἐξαίρεση βεβαίως τά δογματικά θέματα, ὡς πρός τά ὁποῖα οἱ πάντες θά πρέπει νά ὁμονοοῦν, διαφορετικά ὁ διαφωνῶν, ἐάν ἄμεσα ἤ ἐκ τῶν ὑστέρων δέν δώσει τελικά τή συναίνεσή του, ἀποβάλλεται τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, στά θέματα ἐκλογῆς ἀρχιερέων καί ἐκποιήσεως ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τά μέλη τῆς Συνόδου μιᾶς κατά τόπον Ἐκκλησίας μποροῦν νά ἀποφασίζουν σύμφωνα μέ τήν ἀρχή τῆς πλειοψηφίας, σύμφωνα μέ τόν στ´ κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[143] πού ἐπιτάσσει «κρατείτω ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος», ἐάν ὁ Πρῶτος αὐτῶν ἐπέχει τῆς ψηφοφορίας. Στήν ἀρχή τῆς πλειοψηφίας, προκειμένου περί ἐκλογῆς ἐπισκόπου ἀναφέρεται καί ὁ ιθ´ κανών τῆς Συνόδου τῆς ᾽Αντιοχείας[144]. Αὐτονόητα ἡ ἀρχή τῆς πλειοψηφίας κρατεῖ σύμφωνα μέ τίς ἑρμηνευτικές παρατηρήσεις τοῦ Βαλσαμώνα καί τοῦ Ἀριστηνοῦ καί σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα, τά ὁποῖα θεωροῦνται δευτερεούσης σημασίας, ὥστε νά μή χρειάζεται ἡ συναίνεση τοῦ Πρώτου ἤ ἡ ὁμοφωνία τῶν ἄλλων συνοδικῶν μελῶν.

Τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἐκλαμβάνει ὅτι ὁ 34ος κανών τῶν Ἀποστόλων δέν ἦταν ἐφαρμόσιμος καί δέν εἶναι ἐφαρμοστέος στή σχέση λειτουργίας μεταξύ τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ὀφείλει ἀπαραιτήτως νά ἐπισημανθεῖ ἐκ νέου ὅτι κείμενο τῆς Ραβέννας δέν κάνει λόγο γιά ἐφαρμογή τοῦ 34ου κανόνα τῶν Ἀποστόλων σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Οὔτε ἐξομοιώνει τή λειτουργία τοῦ Πρώτου σέ ἐπαρχιακό ἐπίπεδο μέ τή λειτουργία τοῦ Πρώτου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἐπισημαίνει ἀσφαλῶς τή στό πλαίσιο τῆς Πενταρχίας ἰσχύσασα ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας στίς ἀποφάσεις τῶν πέντε Πατριαρχῶν καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων[145]. Τό παράδοξο εἶναι ἐδῶ ὅτι τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας – μή ἠθελημένα ἀσφαλῶς– ἀντιμάχεται οὐσια-στικά τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας καί αὐτό γιά νά μήν ἀναγνωρισθεῖ Πρῶτος διαθέτων –ὑποτίθεται– Πρωτεῖο ἐξουσίας.

Τά κύρια ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα προβάλλει τό κείμενο εἶναι:

1.     Δέν προβλέπεται Πρωτεῖο ἑνός «Οἰκουμενικοῦ Πρωθιεράρχου» σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο ἀπό τούς Ἱ. Κανόνες καί τήν Ἱ. Παράδοση[146].

2.     Ἐάν ὑπῆρχε Πρωτεῖο τοιούτου εἴδους, θά ἔπρεπε ὁ «Οἰκουμενικός Πρωθιεράρχης», ὅπως τόν χαρακτηρίζει τό κείμενο, νά ἐκλέγεται ἀπό τούς ὑπολοίπους προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν[147].

Τό παράδοξο βεβαίως εἶναι ὅτι, ἐνῶ οἱ Ἱ. Κανόνες κατά τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν ὀρίζουν τό περιεχόμενο τοῦ Πρωτείου τοῦ Πρώτου, αὐτό ἀναγνωρίζει Πρῶτον, δηλ. τόν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως (μετά τήν ἀποκοπή τοῦ Ρώμης), ὁ ὁποῖος ὅμως ὡς ἔχων Πρωτεῖον τιμῆς δέ φαίνεται νά ἔχει καμιά κανονική ἁρμοδιότητα. Κατά τό ἴδιο κείμενο, ἐπίσης, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἀπέκτησε ἁρμοδιότητες ὅλως ἐσχάτως μέ τήν ἀπόφαση τῆς Δ´ Πανορθοδόξου Διασκέψεως[148] (1968, π. Σ. 7) καί ἀπό τόν Κανονισμό Λειτουργίας Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων[149] (ἀρ. 2, 13) πού κατηρτίσθη καί συνεφωνήθη στή γ´ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη τό 1986 στή Γενεύη. Σύμφωνα μέ τά δύο αὐτά κείμενα –κατά τήν ἑρμηνεία τοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας– ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μπορεῖ, ὅπως ἀνωτέρω (κεφ. Ι) ἔχει ἐπισημανθεῖ, νά ἀναλαμβάνει πρωτοβουλίες διορθοδόξου καί διαχριστιανικοῦ χαρακτήρα ἔχοντας τή συναίνεση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἡ ὁποία συναίνεση ἐκφράζεται εἰδικά στίς Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις[150]. Τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στό σημεῖο αὐτό δέν ἀναφέρεται πλέον στόν Πάπα Ρώμης, ἀλλά στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, δεδομένου ὅτι αὐτός σήμερα εἶναι ἡ μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Πρωτόθρονος Ἐκκλησία, ἡ «κεφαλή» καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσσίας –ὅπως ἀναγράφεται στόν Τόμο προαγωγῆς της σέ Πατριαρχεῖο– καί ὅλων τῶν ὑπολοίπων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.

Ἀνεξάρτητα ὅμως ἀπό αὐτό ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας καί ὅλες οἱ ὑπόλοιπες Ἐκκλησίες στό πλαίσιο τοῦ θεολογικοῦ τους διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία θά κληθοῦν νά ἑρμηνεύσουν τό Πρεσβεῖον τοῦ Πρώτου θρόνου πού ἐδόθη στή Ρώμη ἀπό τούς ἱερούς κανόνες, νά ἑρμηνεύσουν τή σημασία τοῦ 3ου, 4ου καί 5ου κανόνος τῆς Σαρδικῆς καί ὅλες ἐκεῖνες τίς περιπτώσεις κατά τίς ὁποῖες προσωπικότητες τῆς Ἀνατολῆς κατέφυγαν στή Δύση ἀναζητώντας προστασία. (Τό κείμενο τῆς ἀπάντησης τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς πρός τόν πάπα Πίον Θ´, τό ὁποῖο μνημονεύει τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ἀνα-φέρεται, ὅπως ἤδη ἐσημειώθη, στούς Κορινθίους πού κατέφυγαν πρός τόν Κλήμεντα Ρώμης καί στίς περιπτώσεις τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου πού κατέφυγαν στούς ἐπισκόπους Ρώμης Ἰούλιον καί Ἰννοκέντιον) [151]. Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀγνοεῖ τήν ἱστορική πραγματικότητα[152], ὅπως αὐτή προκύπτει ἀπό τίς πηγές, τίς ὁποῖες ὀφείλει νά ἀξιολογήσει. Καί ἐνῶ δέ θά εἶναι δύσκολο νά καταδειχθεῖ ὅτι ὅλα αὐτά δέ θεμελιώνουν ἕνα Πρωτεῖο ἐξουσίας, ὅπως τό κατανοεῖ σήμερα ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, θά εἶναι ἀδύνατο νά ἀρνηθεῖ κανείς ἕνα Πρωτεῖο τιμῆς, ὄχι ὅμως κενοῦ περιεχομένου καί συνδεδεμένου μέ προνόμια ἐρειδόμενα κανονικά στή Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς. Τό θέμα ὅμως αὐτό, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, τή Ρώμη δέν ἐνδιαφέρει στήν παροῦσα συγκυρία καί ἐναπόκειται νά ἐξετασθεῖ στήν πορεία τοῦ διαλόγου μέ τή Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία.

Ὅταν τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀρνεῖται τήν ὕπαρξη Πρώτου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο ἤ δέχεται –κατ᾽ ἄλλη ἔκφραση– ἕνα Πρωτεῖο κενοῦ περιεχομένου, οὐσιαστικά τότε ἀρνεῖται τό περιεχόμενο τῶν ἱερῶν κανόνων πού ἀποδίδουν σέ συγκεκριμένους θρόνους τό «Πρεσβεῖον», ἀποδίδουν ἴσα Πρεσβεῖα στούς θρόνους Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, τούς ἀποδίδουν ἐξαιρετικά προνόμια. Ἀρνεῖται τήν κανονική παράδοση δύο χιλιετιῶν. Κατ᾽ ἀρχήν θά πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἐκ νέου ὅτι τά Πρεσβεῖα ἀφοροῦσαν συγκεκριμένους τόπους, συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς θρόνους καί ὄχι πρόσωπα, δηλ. τό θρόνο τῆς Ρώμης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Ἀντιόχειας καί τῶν Ἱεροσολύμων. Εἶναι δέ λίαν σαφές ἐκ τῶν ἱερῶν κανόνων ὅτι αὐτοί ὄχι μόνο ὁρίζουν τήν τάξη προκαθερδίας τους, ἀλλά καί ὅτι μεταξύ τους δέν ἔχουν ἴσα Πρεσβεῖα τιμῆς, δεδομένου ὅτι ἴσα Πρεσβεῖα τιμῆς μέ τή Ρώμη εἶχε μόνο ἡ Κωνσταντινούπολις καί ὄχι οἱ ἄλλοι πατριαρχικοί θρόνοι τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτό προκύπτει κατ᾽ ἀρχήν ἀβίαστα καί ἀπό τήν ἑρμηνεία τῶν βυζαντινῶν κανονολόγων. Ὁ μέν Ζωναρᾶς στό μνημονευθέν ἑρμηνευτικό του σχόλιο στό γ´ κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[153] ἐπισημαίνει: «...τόν δέ μακαριώτατον ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Νέα Ρώμης, δευτέραν τάξιν ἐπέχειν μετά τόν ἀποστολικόν θρόνον τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης· τῶν δέ ἄλλων πάντων προτιμᾶσθαι. Ἐντεῦθεν οὖν ἐναργῶς δείκνυται ἡ μετά, πρόθεσις, ὑποβιβασμόν δηλοῦσα καί ἐλάττωσιν...Ἡ γοῦν τοῦ μετά ἐξήγησις, ἡ λέγουσα τοῦ χρόνου δηλωτικήν εἶναι τήν πρόθεσιν, καί οὐχ ὑποβιβασμοῦ, βεβιασμένη ἐστί, καί διανοίας οὐκ εὐθείας, οὐδ᾽ ἀγαθῆς». Ἐκ τῶν ἀνωτέρω συνάγεται ὅτι κατά τό Ζωναρά εἶναι ἐσφαλμένη ἡ ἑρμηνεία τῆς προθέσεως μετά ὡς δηλούσης ἁπλᾶ καί μόνο χρονική προτεραιότητα τῆς Ρώμης ὡς πρός τήν ἀπονομή τῶν πρεσβείων καί ὄχι «ἐλάττωσιν» καί «ὑποβιβασμόν» τῶν ἄλλων πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς σέ σχέση μέ τό θρόνο τῆς Ρώμης καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέναντι στή Ρώμη. Τό ἴδιο συνάγεται καί ἀπό τήν ἐπίσης μνημονευθεῖσα ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα[154] στόν ἴδιο κανόνα:

«...Τούτων δέ οὕτω διορισθέντων, τινές τήν, μετά, πρόθεσιν οὐχ ὑποβιβασμόν τῆς τιμῆς νενοήκασιν, ἀλλ᾽ ἐξελάβοντο αὐτήν εἰς τό μετάχρονον μόνον...». Κατά συνέπεια ἡ δευτέρα θέσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως δέν ὀφείλετο μόνο στή χρονική προτεραιότητα τῆς Ρώμης, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ἀριστηνός[155], ἀλλά στήν οὐσιαστικά δεύτερη θέση καί ἀξία της ὡς πρός τήν τιμή ἀπέναντι στή Ρώμη. Ἡ χρονική προτεραιότητα ἐξ ἄλλου δέν ἐξηγεῖ τή δευτέρα θέση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προηγουμένου τῶν ἄλλων θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, στούς ὁποίους εἶχαν προγενέστερα ἤδη δοθεῖ Πρεσβεῖα Τιμῆς ἀπό τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Αὐτόν τόν «ὑποβιβασμόν» τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπέναντι στή Ρώμη ὡς πρός τήν ἀξία τῶν Πρεσβείων ἔρχονται νά ἄρουν ἀκολουθώντας τήν ἤδη διαμορφωθεῖσα κανονική παράδοση οἱ πατέρες τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ κη´ κανόνας τῆς Χαλκηδόνας ἑρμηνεύοντας αὐθεντικά τόν γ´ κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀκολουθώντας –ὅπως ἤδη ἐσημειώθη– τήν ἤδη διαμορφωθεῖσα κανονική παράδοση ἐπισημαίνει ὅτι «οἱ ἑκατόν πεντήκοντα θεοφιλέστατοι ἐπίσκοποι, τά ἴσα πρεσβεῖα ἀπένειμαν τῷ τῆς νέας ῾Ρώμης ἁγιωτάτῳ θρόνῳ»[156]. Αὐτό σημαί-νει ἀφ᾽ ἑνός μέν ὅτι ἡ Κωνσταντινούπολη ἀναβιβάζεται σέ πρῶτο θρόνο μαζί μέ τή Ρώμη, ἐνῶ τάσσεται καί παραμένει δευτέρα στήν τάξη προκαθεδρίας, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ ὅτι ἡ θέση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρός τά Πρεσβεῖα (αὐτονόητα δέ καί ἡ θέση τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης) ἦταν ἀνωτέρα τῶν Πρεσβείων τῶν ἄλλων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς. Εἶναι πρόδηλο ὅτι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τά ἴσα Πρεσβεῖα μέ τή Ρώμη καί ἄλλο πρᾶγμα ἡ κατάταξη στή σειρά προκαθεδρίας. Αὐτό προκύπτει καί ἀπό ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ στόν γ´ κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. ῾Η κατάταξη δέ τῆς Κωνσταντινουπόλεως στή δεύτερη θέση ἦταν ἐπιβεβλημένη, γιατί «Ἀνάγκη γάρ ἐν ταῖς ἀναφοραῖς τῶν ὀνομάτων αὐτῶν, τόν μέν πρωτεύειν, τόν δέ δευτερεύειν· καί ἐν καθέδραις ὅτε συνέλθοιεν, καί ἐν ὑπογραφαῖς, ὅτε τούτων δεήσει»[157]. Ὁ ἴδιος ἑρμηνευτής ἑρμηνεύοντας τά ἴσα Πρεσβεῖα τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέ τή Ρώμη στό κη´ κανόνα τῆς Χαλκηδόνας κάνει λόγο γιά ἐκκλησιαστικά προνόμια: «...ὡς ἡ πάλαι Ρώμη, δεῖ αὐτήν καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς προνομίοις, ὡς ἐκείνην τιμᾶσθαι, πασῶν τῶν ἄλλων προτιμωμένων ἐκκλησιῶν...»[158]. Γιά προνόμια τοῦ Κωνσταντινουπόλεως κάνει λόγο στό ἴδιο πνεῦμα καί ὁ Βαλσαμών στό δικό του σχόλιο: «...θέλω καί εὔχομαι ἔχειν τόν Κωνσταντινουπόλεως ἀσκανδαλίστως πάντα τά παρά τῶν θείων κανόνων ἐπιφιλοτιμηθέντα αὐτῷ προνόμια»[159]. Πῶς ὅμως εἶναι δυνατόν νά γίνεται λόγος γιά προνόμια, ἐάν τά Πρεσβεῖα ἀπένειμαν ἁπλᾶ μιά τιμητικῆ διάκριση; Εἶναι πρόδηλο ὅτι τά ἀποδοθέντα ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων Πρεσβεῖα συνάπτονται μέ ἄσκηση ἐξουσίας καί γιά τούς πέντε θρόνους σέ τοπικό ἐπίπεδο, σέ ὑπερτοπικό δέ ἐπίπεδο γιά τούς θρόνους τῆς Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως βάσει τῶν ἐξαιρετικῶν προνομίων πού τούς ἀπεδόθησαν.

Εἶναι βεβαίως ἀναντίρρητο ὅτι οἱ κανόνες θ´ καί ιζ´ τῆς Χαλκηδόνας ἀπένειμαν στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως ἤδη ἔχει μνημονευθεῖ, προνόμια ἐκτεινόμενα καί ἔξω ἀπό τή δική του δικαιοδοσία (διοικήσεις Ἀσίας, Πόντου καί Θράκης). Ὁ θ´ κανόνας[160] μεταξύ ἄλλων ἐπισημαίνει: «Εἰ δέ πρός τόν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας μητροπολίτην, ἐπίσκοπος ἤ κληρικός ἀμφισβητοίη, καταλαμβανέτω τόν ἔξαρχον τῆς διοικήσεως, ἤ τόν τῆς βασιλευούσης Κωνσταντινουπόλεως θρόνον, καί ἐπ᾽ αὐτῷ δικαζέσθω». Ὁ ιζ´ κανόνας[161] καθιερώνει τή δικαστική ἁρμοδιότητα τοῦ Κωνσταντινουπόλεως εὐρύτερα καί γιά μή κληρικούς: «Εἰ δέ τις ἀδικοῖτο παρά τοῦ ἰδίου μητροπολίτου παρά τῷ ἐξάρχῳ τῆς διοικήσεως ἤ τῷ Κωνσταντινουπόλεως θρόνῳ δικαζέσθω, καθά προείρηται». Τό γεγονός ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως θρόνος εἶχε δικαστική ἁρμοδικότητα καί ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του προκύπτει μέ ἀπόλυτη σαφήνεια καί ἀπό τό ἑρμηνευτικό σχόλιο τοῦ Ζωναρά στόν ιζ´ κανόνα τῆς Χαλκηδόνας. Ὁ Ζωναρᾶς ἐπισημαίνει[162] ὀρθότατα ὅτι ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἁρμοδιότητα δικαστική γιά τούς «ὑποκειμένους αὐτῷ» καί προσθέτει: «Οὐ γάρ δή καί τούς τῆς Συρίας μητροπολίτας ἤ τούς τῆς Παλαιστίνης, καί Φοινίκη, ἤ τούς τῆς Αἰγύπτου, ἄκοντας ἑλκύσαι δικάσασθαι παρ᾽ αὐτῷ· ἀλλ᾽ οἱ μέν τῆς Συρίας, τῷ τοῦ Ἀντιοχείας ὑπόκεινται φόρῳ· οἱ δέ τῆς Παλαιστίνης, τῷ τοῦ Ἱεροσολύμων· οἱ δέ τῆς Αἰγύπτου, παρά τῷ Ἀλεξανδρείας δικάσονται, παρ᾽ ὧν καί χειροτονοῦνται, καί οἷς περ ὑπόκεινται». Ἀπό αὐτό τό ἑρμηνευτικό σχόλιο ἀβίαστα προκύπτει ἐπιπρόσθετα ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δικαστική ἁρμοδιότητα καί ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του, ὅταν κάποια ὑπόθεσις ὑπήγετο στήν κρίση του ἑκούσια ἀπό τόν ἐνδιαφερόμενο ἤ τά ἐνδιαφέροντα πρόσωπα. Τοῦ λόγου δέ τό ἀληθές ἀποδεικνύουν ἱκανά παραδείγματα στίς πηγές, μερικά ἐκ τῶν ὁποίων ἀνεφέρθησαν ἀνωτέρω. Τό γεγονός δέ ὅτι μερικά ἀπό τά παραδείγματα αὐτά ἀνάγονται σέ χρόνο πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καταδεικνύει ὅτι ἡ ρύθμιση οὐσιαστικά ἐπικυρώνει προγενέστερη ἐθιμική πρακτική.

Τό γεγονός ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἡ εἰσπήδηση καί ἀνάμειξη τοῦ οἱουδήποτε ἐπισκόπου (Μητροπολίτου ἤ Πατριάρχου) σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη κατά τόπους Ἐκκλησία ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς δικῆς του διοικητικῆς δικαιοδοσίας εἶναι πρόδηλο ἐκ πολλῶν ἱερῶν κανόνων καί ἰδιαίτερα ἐκ τοῦ β´ κανόνος τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[163], ὁ ὁποῖος ἐπιτάσσει, οἱ ἐπίσκοποι «ταῖς ὑπερορίαις ἐκκλησίαις μή ἐπιέναι, μηδέ συγχέειν τάς ἐκκλησίας». Ἔτσι ὁ Ἀλεξανδρείας εἶναι ἁρμόδιος νά διοικεῖ τήν Αἴγυπτο, οἱ δέ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς εἶναι ἁρμόδιοι νά διοικοῦν τήν Ἀνατολή. Οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Θρακικῆς εἶναι ἁρμόδιοι μόνο γιά τή Θράκη, οἱ τῆς Ποντικῆς γιά τόν Πόντο καί οἱ τῆς Ἀσιανῆς διοικήσεως γιά τήν Ἀσία. Ἐπισημαίνει δέ ὁ ἴδιος κανόνας ὅτι οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς εἶναι ἁρμόδιοι νά διοικοῦν τίς περιοχές τους «φυλαττομένων τῶν ἐν τοῖς κανόσι τοῖς κατά Νίκαιαν πρεσβείων τῇ Ἀντιοχέων ἐκκλησίᾳ». Καί μόνο ἀπό τήν ἁπλῆ ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ κανόνα προκύπτει, περαιτέρω, κάτι τό σημαντικό: Εἶναι, προφανές ὅτι ἡ λέξη «πρεσβείων» ἀποδιδομένων στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀντιοχείας δέν μπορεῖ ἐδῶ νά εἶναι ἕνας ἁπλός τιμητικός τίτλος, κενός περιεχομένου, ἀλλά δηλοῖ τήν πλήρη ἐκκλησιαστική ἐξουσία τοῦ Ἀντιοχείας στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας, κατά τό ἴδιο τρόπο πού καί οἱ ἐπίσκοποι τῶν ἄλλων διοικήσεων στήν Ἀνατολή πού μνημονεύονται στόν κανόνα ἔχουν τήν ἁρμοδιότητά τους στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας τους. Περιορίζοντας δέ ὁ κανόνας τήν ἐκκλησιαστική ἁρμοδιότητα ἑκάστου στά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας του καταλήγει: «Ἀκλήτους δέ ἐπισκόπους ὑπέρ διοίκησιν μή ἐπιβαίνειν ἐπί χειροτονίᾳ ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις ἐκκλησιαστικαῖς». Ἡ σαφής αὐτή ρύθμιση τοῦ κανόνα δέν ἔρχεται βεβαίως σέ ἀντίφαση μέ τούς κανόνες θ´ καί ιζ´ τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνας, διότι ἡ ὑπερόρια ἁρμοδιότητα τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού καθιερώνεται μέ τούς κανόνες αὐτούς μπορεῖ νά ἀσκηθεῖ μόνο μετά ἀπό αἴτημα τῶν ἐνδιαφερομένων πλευρῶν.

Δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρώτου θρόνου μεταξύ τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς ἀπολαυῆς ἀπό αὐτόν ἴσων προνομίων στήν Ἀνατολή μέ αὐτά τοῦ Ρώμης στή Δύση, ἡ ἀπονομή στόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τοῦ τίτλου «Οἰκουμενικός». Αὐτό καταδεικνύει ἡ ἀλληλογραφία μεταξύ Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ὅταν ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννης ὁ Νηστευτής (585-595) ὑπέγραφε τά πρακτικά ἐνδημούσης Συνόδου προσάπτοντας στόν ἑαυτό του τόν τίτλο «Οἰκουμενικός»[164]. Ὁ πάπας Ρώμης Γρηγόριος Α´ (590-604) διαμαρτυρήθηκε[165] στήν Κωνσταντινούπολη γιά τή χρήση τοῦ τίτλου θεωρώντας ὅτι ὁ τίτλος ἀπονέμει δικαιοδοσία καί ἐξουσία στόν Κωνσταντινουπόλεως –στό πλαίσιο βεβαίως τῆς δικῆς του θεωρίας περί Παπικοῦ Πρωτείου, τήν ὁποία ὅμως παρέλειπε νά ἐκθέσει expressis verbis στίς ἐπιστολές του. Περιορίστηκε μόνο νά ἀναφέρει ὅτι ἡ χρήση τοῦ τίτλου συνιστᾶ ἀπομείωση τῆς ἀξίας τῶν ἄλλων πατριαρχικῶν θρόνων. Στόν Πάπα Γρηγόριο Α´ ἀπήντησε καί ὁ Πατριάρχης Κυριακός[166] (597). Ἀσφαλῶς καί ἡ Κωνσταντινούπολη κατανοοῦσε διαφορετικά τόν τίτλο «Οἰκουμενικός», τόν ὁποῖο ἀσφαλῶς θά μποροῦσε νά χρησιμοποιεῖ καί ὁ ἑκάστοτε ἐπίσκοπος Ρώμης ὡς κατέχων τόν πρῶτο θρόνο τῆς Δύσεως καί ὡς μετέχων μέ τόν Κωνσταντινουπόλεως, τόν πρῶτο θρόνο στήν Ἀνατολή, στά προνόμια τοῦ πρώτου θρόνου σύμφωνα μέ τούς ἱερούς κανόνες. Ὁ τίτλος «Οἰκουμενικός» γιά τήν Ἀνατολή δέν ὑποδήλωνε –καί δέν ὑποδηλώνει– ἕνα Πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Κωνσταντινουπόλεως ἀπέναντι στούς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, ἀναφερόταν ὅμως στό ἐξαιρετικό προνόμιο τοῦ πρώτου θρόνου τῆς Ἀνατολῆς σέ σχέση μέ τούς ἄλλους πατριαρχικούς θρόνους στήν Ἀνατολή. Ἀναφερόταν δηλ. στή σχέση–θέση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μέ τούς ἄλλους Πατριάρχες στήν Ἀνατολή. Ἦταν στήν οὐσία του ἕνα Πρωτεῖο εὐθύνης γιά τή διαφύλαξη τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς κανονικῆς τάξεως στήν Ἀνατολή, ἀσκούμενο στά πλαίσια τῶν ἱερῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἀφ᾽ ἑνός μέν ἀπαγόρευαν τήν αὐτόκλητη ἀνάμειξη τοῦ Πρώτου θρόνου στίς ἐσωτερικές ὑποθέσεις τῶν ἄλλων Πατριαρχείων, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ, ἔδιναν ὑπερδιοικητική καί ὑπερόρια ἁρμοδιότητα στόν Κωνσταντινουπόλεως ὑπό τίς προϋποθέσεις πού προαναφέρθηκαν. Ἡ εὐθύνη αὐτή τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά τήν Ἀνατολή μετά τό διαμελισμό τῆς Αὐτοκρατορίας σέ Ἀνατολική καί Δυτική καί τήν πτώση τοῦ δυτικοῦ κράτους ἀπό βαρβαρικά φύλα (476 μ.χ.) ἔγινε μεγαλύτερη μέ τήν ἐμφάνιση τῶν Ἀράβων στήν Ἀνατολή, ὁπότε τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς κατέστησαν ἐμπερίστατα καί ἔχρηζαν καί ἔτυχαν βοηθείας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἡ εὐθύνη τοῦ Πρώτου θρό-νου στήν Ἀνατολή ἔγινε μεγαλύτερη, ὅταν μέ τήν πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453) ἐξέλιπε ὁ συνεκτικός καί συντονιστικός ρόλος τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα πού μεταξύ ἄλλων συγκαλοῦσε τίς Οἰκουμενικές Συνόδους.

Ἡ μέ τίς κανονικές ρυθμίσεις τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δια-μόρφωση τῶν πέντε πατριαρχικῶν θρόνων[167] καί τῆς Πενταρχίας τῶν Πατριαρχῶν σήμαινε τό αύτονόητο ὅτι δηλ. γιά δογματικά θέματα καί ὑψίστης σημασίας κανονικά ζητήματα θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει ἡ συμφωνία καί τῶν πέντε Πατριαρχείων. Ἡ σημασία τῆς Πενταρχίας γιά δογματικά θέματα καταδηλοῦται αὐθεντικά καί κατ᾽ ἐξοχήν καί στήν Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδο (787), ἡ ὁποία ἀκύρωσε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἱερείας, γιατί σ᾽ αὐτήν δέν παρίσταντο γνήσιοι ἐκπρόσωποι τῶν Πατριαρχείων καί οἱ ἀποφάσεις της δέν εἶχαν ποτέ τήν ἐπιδοκιμασία τους[168].

Ἡ σημασία τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας γιά κανονικά ζητήματα καταφαίνεται πολλαπλῶς κατά τή διένεξη τῶν Πατριαρχῶν Ἰγνατίου καί Φωτίου καί ἰδιαίτερα κατά τήν ἐπί Πατριάρχου Ἰγνατίου συγκληθεῖσα καί μετέπειτα ἀκυρωθεῖσα Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (869-870) καί κατά τή Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως κατά τά ἔτη 879-880 πού ἀποκατέστησε στό θρόνο τόν Ἱ. Φώτιο. Οἱ δυό αὐτές Σύνοδοι εἶναι λίαν ἐνδιαφέρουσες καί καταδεικνύουν τά ἑξῆς:

     Ἡ κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς ἑνός Πατριάρχη ἦταν μέν ὡς διαδικασία ἐσωτερική ὑπόθεση τοῦ θρόνου, γιά τόν ὁποῖον γινόταν ἡ ἐκλογή, αὐτή ὅμως ἔπρεπε ἀπαραιτήτως νά ἀναγνωρισθεῖ ἀπό τούς ὑπολοίπους πατριαρχικούς θρόνους. Τόσο ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος, ὅσο καί ὁ Ἱ. Φώτιος μετά τήν ἐκλογή τους ἔσπευσαν νά κοινοποιήσουν στά ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα τήν ἄνοδό τους στό θρόνο διά τῶν Εἰρηνικῶν–Συνοδικῶν τους Ἐπιστολῶν, ὥστε νά τύχουν αὐτῆς τῆς ἀναγνωρίσεως[169].

     Ἡ ἄρση οἱασδήποτε ἀμφιβολίας γιά τήν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς τοῦ Ἰγνατίου καί Ἱ. Φωτίου ὁδήγησε στή σύγκληση τῶν δύο Συνόδων.

     Καταδεικνύεται ἀπό τά πρακτικά τῶν δύο Συνόδων ὅτι ὁ θεσμός τῆς Πενταρχίας ἦταν ἐνεργός καί αὐτός ἀποτελοῦσε τήν ὑψίστη ἀρχή γιά τή λήψη τῶν ἀποφάσεων πού ἀφοροῦσαν δογματικά καί μείζονα κανονικά θέματα. Εἶναι σημαντικό ὅτι μέ τόν ιγ´ κανόνα τῆς Συνόδου τῶν ἐτῶν 869-870 ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἐντάσσεται στήν Πενταρχία τῶν Πατριαρχῶν, κρινόμενος, ὅποτε ἤθελε χρειαστεῖ, ὑπ᾽ αὐτῆς[170].

     Παράλληλα, κατά τή Σύνοδο τοῦ 879-80 καταδεικνύεται ἡ διαμόρφωση ἐκκλησιαστικῶν ὁρίων μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ὡς δύο ἀνεξαρτήτων δικαιοδοσιῶν πού θά ὁδηγηθοῦν κατόπιν στήν τέλεια αὐτονόμηση καί ἀλλοτρίωση μέ τό μεταξύ τους σχίσμα. Σέ ὅλα δέ τά συζητούμενα θέματα ἐκφράζεται ἡ ἄποψη τῆς Ρώμης καί ἀκολουθεῖ ἡ ἑνιαία ἄποψη τῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ ἀναγνώριση τῶν δύο αὐτῶν ἀνεξαρτήτων δικαιοδοσιῶν καταδεικνύεται καί ἀπό τόν πρῶτο Κανόνα[171] τῆς Συνόδου 879-880, γιά τόν ὁποῖο ἔγινε λόγο ἀνωτέρω καί μέ τόν ὁποῖο ἀπηγορεύετο ἡ ἀνάμειξη τῆς μιᾶς στή δικαιοδοσία τῆς ἄλλης σέ δικαστικές ὑποθέσεις.

     Γιά τήν Ἀνατολή ἀναγνωρίζεται ὁ προέχων ρόλος τοῦ Πατριαρ-χείου Κωνσταντινουπόλεως. Τοῦτο προκύπτει μέ σαφήνεια καί ἀπό τήν ἤδη ἀνωτέρω μνημονευθεῖσα καί ἀξία ἐπαναλήψεως κατάθεση τοῦ ἐπισκόπου Μαρτυρουπόλεως Βασιλείου, τοποτηρητοῦ τοῦ θρόνου τῆς Ἀντιοχείας στή σύνοδο: «Οἱ τῶν καθ᾽ ἡμᾶς θρόνων μέγιστοι Ἀρχιερεῖς, ἐπί πλεῖον ἀδιάσπαστον τήν πρός τόν ἁγιώτατον πατριάρχην Φώτιον γνώμην ἔχοντες, ἀφ᾽ οὗ καί εἰς τόν ἀρχιερατικόν ἀνηνέχθη βαθμόν, ἐπί τούτῳ καί ἡμᾶς ἀπέστειλαν, δόντες ἐξουσίαν καί αὐθεντίαν Φωτίῳ τῷ ἁγιωτάτῳ πατριάρχῃ, ἵνα εἴ τις, κἄν τε τοῦ ἱερατικοῦ καταλόγου εἴη, κἄν τε τοῦ λαϊκοῦ τά-γματος, εὑρεθείη ἑαυτόν τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας χωρίζων, τό δοκοῦν τῇ ἁγιωσύνῃ αὐτοῦ εἰς τούς τοιούτους διαπράττηται ὡς οὖν καί τήν τῶν ἀνατολικῶν θρόνων ἐξουσίαν εἰληφώς καί τῆς τῶν ῾Ρωμαίων αὐθεντίας τό κῦρος προσλαβόμενος, καθώς ἀρτίως ἠκούσαμεν, μᾶλλον δέ προέχων ἐκ Θεοῦ ὡς ἀρχιερεύς μέγιστος, οὕς ἄν δήσῃ τῷ τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἀλύτῳ δεσμῷ ἔχομεν καί ἡμεῖς δεδεμένους καί οὕς ἄν λύσῃ, ἔχομεν καί ἡμεῖς λελυμένους»[172]. Εἶναι προφανές ἀπό τό παραπάνω ἀπόσπασμα, δεδομένου ὅτι καί οἱ ἐκπρόσωποι τῶν ἄλλων Πατριαρχείων Ἀλεξανδρείας καί Ἱεροσολύμων πάντοτε συμπλέουν μέ τίς θέσεις τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως[173], ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀποτελεῖ τήν κεφαλή τῶν θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, ἀφοῦ οἱ τελευταῖοι χωρίς ἄλλο ἀναγνωρίζουν τήν αὐθεντία του καί τή δικαστική του κρίση. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου ἀκριβῶς ὁ πρῶτος κανών τῆς Συνόδου αὐτῆς κάνει λόγο γιά τήν ἀμοιβαία ἀναγνώριση τῶν δικαστικῶν κρίσεων μεταξύ πάπα Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως καί οὐδόλως ἀναφέρεται στούς ἄλλους πατριαρχικούς θρόνους τῆς Ἀνατολῆς. Μέ τόν κανόνα αὐτό δίδεται τέλος (θεωρητικά τούλάχιστον, νώ ἡ πράξη ὀφείλει νά ἐρευνηθεί) σέ ὁποιαδήποτε ἁρμοδιότητα τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης σέ δικαστικές ὑποθέσεις τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖες θά μποροῦσαν νά ἔχουν ἔρεισμα στούς κανόνες τῆς Σαρδικῆς.

Ὅλα τά ἀνωτέρω καταδεικνύουν ὅτι ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅτι δέν ὑπῆρξε καί δέν ὑπάρχει Πρῶτος μέ οὐσιαστικές ἁρμοδιότητες σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, διότι αὐτός ὁ Πρῶτος θά ἔπρεπε ἀναγκαστικά νά ἀσκεῖ Πρωτεῖο ὑπό τήν ἔννοια πού κατανοεῖ αὐτό ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, καταδεικνύεται ἱστορικά ἀτεκμηρίωτος. Ἡ ἰστορική πραγματικότητα δέν εἶναι τόσο πολωτική, ὅσο θέλει νά ἐμφανίζεται ἀπό τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Τό γεγονός ὅτι ἡ ὀρθόδοξος Ἀνατολή ἀπορρίπτει τό Πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, αὐτό δέ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται ἕνα ἀπογυμνωμένο Πρωτεῖο τιμῆς, τό ὁποῖο εἴτε ὑπάρχει, εἴτε δέν ὑπάρχει, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρᾶγμα. Ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως διέθετε Πρωτεῖο τιμῆς, ὄχι βεβαίως ἀπογυμνωμένο ἀπό κάθε ἁρμοδιότητα –ὅπως θέλει τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας– καί κατά τήν πρώτη χιλιετία, ὅταν ἀκόμα ἡ κοινωνία μέ τή Ρώμη δέν εἶχε διαρραγεῖ. Τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ὡς μετέχων στήν Ἀνατολή τῶν ἴσων Πρεσβείων τοῦ Πρώτου θρόνου τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦσε τήν κεφαλή ὅλων τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς ὡς ὁ «προέχων» αὐτῆς θρόνος. Ἐξακολούθησε δέ νά παραμένει καί κατά τή δευτέρα χιλιετία, ὅταν καί ἐκ τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντι-νουπόλεως ἐκπροσωποῦσε ἐνώπιον τῆς Ὑψηλῆς Πύλης ὅλα τά Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς[174] πού κατά μεγάλες ἱστορικές περιόδους ἐκλονίζοντο ἀπό προβλήματα ἔσωθεν ἤ ἔξωθεν προερχόμενα. Ἡ ἱστορία, οἱ κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἡ κανονική πρακτική καταδεικνύουν τόν πρωτεύοντα ρόλο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τό περιε-χόμενο αὐτοῦ τοῦ ρόλου.

Τό δεύτερο ἐπιχείρημα τοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπως καί ἀνωτέρω ἐξετέθη, εἶναι ὅτι, ἐάν ὑπῆρχε Πρωτεῖο σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο θά ἔπρεπε ὁ Πρῶτος καί ἡ διαδικασία ἐκλογής του νά μεταφερθεῖ σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Προφανῶς τό κείμενο ἐννοεῖ ὅτι, ἐάν στήν Ἐκκλησία ὑπῆρχε ὁ «Οἰκουμενικός Ἀρχιερεύς», αὐτός θά ἔπρεπε νά ἐκλέγεται ἀπό τούς Προκαθημένους τῶν Ἐκκλησιῶν κατ᾽ ἀναλογική ἐφαρμογή τῶν κανονικῶν διατάξεων πού προβλέπουν ὅτι ἡ ἐκλογή τοῦ Πρώτου σέ ἐπαρχιακό ἐπίπεδο γίνεται ἀπό τούς ὑπ᾽ αὐτόν Μητροπολίτες. Στήν Ὀρθόδοξη ὅμως Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει –πολύ ἁπλᾶ– ὁ «Παγκόσμιος Ἀρχιερεύς».

Καί μόνη ἡ χρήση τοῦ ὅρου «Παγκόσμιος Ἀρχιερεύς» πού παραπέμπει στόν ἐπίσκοπο Ρώμης καί τό Παπικό Πρωτεῖο καταδεικνύει ὅτι τό ρωσσικό κείμενο τείνει ἑκούσια ἤ ἀκούσια νά ταυτίσει στήν ἀντίληψη τοῦ ἀναγνώστη τό Παπικό Πρωτεῖο, ὅπως αὐτό κατανοήθηκε στή Δύση καί δή ὅπως κατεγράφη στήν ἀπόφαση τῆς Α´ Βατικανῆς (1870), μέ τήν κατανόηση τοῦ Πρωτείου τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως στήν Ἀνατολή. Οὐδέποτε στήν Ἀνατολή ἔγινε λόγος γιά Οἰκουμενική Ἐκκλησία ἐπί τῆς ὁποίας κυριαρχεῖ ὁ Πρῶτος. Οὐδέποτε ἀσφαλῶς στήν Ἀνατολή ἔγινε δεκτή ἡ ὕπαρξη «Οἰκουμενικοῦ Ἀρχιερέως» ἤ ἑνός Πρωθιεράρχου. Τό ἀναγνωριζόμενο Πρεσβεῖο τιμῆς, ἐξ οὗ ἀπορρέει τό Πρωτεῖο στήν Ἀνατολή, δέν ἀφορᾶ πρόσωπο, ἄλλο συγκεκριμένο τόπο, συγκεκριμένη ἐκκλησιαστική ἕδρα. Φορέας τοῦ Πρωτείου εἶναι βεβαίως τό πρόσωπο πού κατέχει τήν ἕδρα καί ὁ ὁποῖος δέν λειτουργεῖ μόνος ἀλλά συνοδικά, πηγή ὅμως τοῦ Πρωτείου εἶναι κατά τούς ἱερούς κανόνες ὁ τόπος καί μοναδικά ὁ τόπος καί ὄχι ὁτιδήποτε ἄλλο. Τό περιεχόμενο τοῦ Πρωτείου τιμῆς στήν Ἀνατολή καθορίζεται ἀπό τούς ἴδιους τούς ἱερούς κανόνες πού προαναφέρθηκαν καί ἀπό τήν κανονική παράδοση, ἀσκεῖται δέ μόνο στά πλαίσια τῶν ρυθμίσεων ὅλων τῶν ἱερῶν κανόνων πού ἐπιτάσσουν τή διοικητική αὐτονομία τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Κατά συνέπεια τό Πρωτεῖο τιμῆς στήν Ἀνατολή σέ κανονικά πλαίσια ἀσκούμενο δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει ποτέ σέ ἕνα Πρωτεῖο ἐξουσίας, ὅπως αὐτό τό ἀντιλαμβάνεται ἡ Δύση.

Τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ ἀποδοχή Πρώτου καταργεῖ τή μυστηριακή ἰσότητα μεταξύ τῶν ᾽Επισκόπων[175]. Τό ἴδιο ὑπαινίσσεται καί γιά τή ἀποδοχή Πρώτου ἔχοντος Πρεσβεῖον τιμῆς μέ συγκεκριμένες κανονικές ἁρμοδιότητες, τήν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου ἀρνεῖται. Γιατί ὅμως αὐτό δέ συμβαίνει σέ ἐπαρχιακό ἐπίπεδο; Ἐάν ἡ ἀναγνώριση Πρώτου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο καταλύει τήν ὄντως ὑφισταμένη μυστηριακή ἰσότητα μεταξύ τῶν Ἐπισκόπων, τότε δέν θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει Πρῶτος οὔτε στό επαρχιακό ἐπίπεδο. Τότε δέ θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, ἀλλά ὁ κάθε ἐπίσκοπος νά θεωρεῖται καί νά εἶναι ἀπολύτως αὐτοκέφαλος. Ὅπως ὅμως, αὐτονόητα, ὑπάρχει ἱεραρχία στό ἐπαρχιακό ἐπίπεδο πού δέν καταλύει ἀσφαλῶς τή μυστηριακή ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὑπάρχει ἱεράρχηση μεταξύ τῶν κατά κατά τόπους Ἐκκλησιῶν καί αὐτονόητα στήν ἱεράρχηση ὑπάρχει πάντα ὁ Πρῶτος.

Εἶναι γνωστό ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἰστορία ὅτι ἀρχικά καί μέχρι τήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο οἱ ἐπίσκοποι ἐξελέγοντο ἀπό πλησιοχώρους καί γειτνιάζοντες ἐπισκόπους. Ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος λαβοῦσα ὑπόψη της τή διοικητική πολιτική διαίρεση σέ ἐπαρχίες διαμορφώσασα τό Μητροπολιτικό σύστημα ὅρισε τήν ἐκλογή κάθε ἐπισκόπου τῆς ἐπαρχίας ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας μαζί μέ τόν Μητροπολίτη, ἐνῶ ἡ ἐκλογή τοῦ τελευταίου ἐγίνετο ἀπό ὅλους τούς ὑπ᾽ αὐτόν ἐπισκόπους[176]. Ἡ διαμόρφωση τοῦ Πατριαρχικοῦ συστήματος δικαιολογεῖ ἀναλογικά τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη ἀπό Μητροπολίτες τοῦ κάθε Πατριαρχείου.

Ἡ διοικητική αὐτή ἐξέλιξη, δηλ. ἡ ἐκλογή Πατριάρχου γιά θρόνο τετιμημένο μέ Πρεσβεῖα, ἀσφαλῶς καί δέ συνδέθηκε ἀπό τούς ἱερούς κανόνες μέ τήν ἀπονομή ἀπό τούς ἴδιους Πρεσβείων σέ συγκεκριμένους τόπους. Πατριαρχεῖα δέ κατέστησαν ἀρχικά κατά τήν α´ χιλιετία μόνο οἱ ἐκκλησιαστικές ἕδρες, στίς ὁποῖες εἶχαν ἀπονεμηθεῖ Πρεσβεῖα. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου κατέστη αὐτοκέφαλος μέ τό κανόνα η´ τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου[177], δέν ἀναγνωρίστηκε ὅμως ὡς Πατριαρχεῖο, οὔτε διέθετε Πρεσβεῖα τιμῆς. Ἐνῶ λοιπόν οἱ ἱεροί κανόνες ἀπέδωσαν Πρεσβεῖα σέ συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς θρόνους πού ἔγιναν στή συνέχεια Πατριαρχεῖα μέ ἀπόδοση ἴσων πρεσβείων στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν Ἀνατολή καί στή Ρώμη γιά τή Δύση, μέ «ἐλάττωσιν» καί «ὑποβιβασμόν» ὅμως τῆς τιμῆς γιά τά ἄλλα πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, δεδομένων καί τῶν προνομίων πού δόθηκαν διά τῶν κανόνων θ´ καί ιζ´ τῆς Χαλκηδόνας στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως[178], δέν συνέδεσαν τά συγκεκριμένα αὐτά Πρεσβεῖα μέ τόν τρόπο ἐκλογῆς τῶν φορέων τους, δηλ. τῶν πέντε Πατριαρχῶν. Τοῦτο δέ συνέβη, διότι, ὅπως ἔχει ἀναφερθεῖ, τά Πρεσβεῖα ἀφοροῦν τόπο καί ὄχι πρόσωπα ἤ πρόσωπα πού ἀποτελοῦν τό φορέα τους. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἀντίληψη καί ἡ βαρύτητα τῆς ἀποστολικότητας τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας ἤ τῆς πολιτικῆς σημασίας ἤ τῶν δύο αὐτῶν τῶν παραγόντων πού συνέτρεχαν σέ ἕνα τόπο ὑπερίσχυσε τῆς ἀντίληψης κατά τήν ὁποία ὁ Μητροπολίτης τῆς ὁποιασδήποτε ἐπαρχίας ἔπρεπε νά ἐκλέγεται ἀπό τούς ἐπισκόπους τῆς ἐπαρχίας του, πρᾶγμα πού ἀναλογικά θά ἐσήμανε ὅτι ὁ Πρῶτος σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο θά ἔπρεπε νά ἐκλέγεται ἀπό τούς ἄλλους Πατριάρχες ἤ Προκαθημένους σήμερα τῶν ἄλλων κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἐάν αὐτό τό προέβλεπαν ὅμως οἱ ἱεροί κανόνες, ὅπως αὐτό φαίνεται νά ἐπιθυμεῖ τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, θά ἔπρεπε –ἀναλογικά μέ τά τῆς ἐκλογῆς τοῦ Μητροπολίτου προβλεπόμενα– καί οἱ Προκαθήμενοι τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά ἐκλέγωνται ὄχι ἀπό τούς ὑπ᾽ αὐτούς Μητροπολίτες, ἀλλά –ἀναλογικά μέ τά ἰσχύοντα γιά τούς Μητροπολίτες– ἀπό τούς ἄλλους Προκαθημένους. Αὐτό ἀσφαλῶς θά κατέλυε, ὅπως ὀρθά ἐπισημαίνει τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας[179], γιά τήν ἐκλογή τοῦ Πρώτου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, τήν αὐτοκεφαλία τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἄλλωστε τό κείμενο τῆς Ραβέννας υἱοθετώντας τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο, υἱοθετώντας δηλ. τό πνεῦμα τοῦ 34ου κανόνα, τῶν Ἀποστόλων πού ἀναφέρεται στό τοπικό ἐπίπεδο, δέν ἐξομοιώνει τή θέση τοῦ Μητροπολίτου μιᾶς ἐπαρχιακῆς συνόδου μέ αὐτή τοῦ Πρώτου στό πλαίσιο τῆς Πενταρχίας. Ἔτσι ὁ τελευταῖος δέν ὑποχρεοῦται, γιά παράδειγμα, δίς τοῦ ἔτους στήν ἐνεργοποίηση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, κάτι πού εἶναι ὑποχρεωτικό γιά τό Μητροπολίτη μιᾶς ἐπαρχίας σύμφωνα μέ τόν ε´ κανόνα τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς συνόδου[180]. Ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἐπιτυγχάνει τό κείμενο τῆς Ραβέννας εἶναι ἡ ἔνταξη τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης στό πλαίσιο τῆς Πενταρχίας καί ἡ ὑποχρεωτική ὁμόφωνη λήψη ἀποφάσεων γιά δογματικά καί ὑψίστης σημασίας κανονικά ζητήματα. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή τό σημεῖο ὁμοφωνίας Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν ἀποτελεῖ σημαντική πρόοδο στό μεταξύ τους διάλογο, εἶναι ἡ ἀποδοχή μιᾶς θέσης πού συμφωνεῖ ἀπόλυτα μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, τήν κανονική πρακτική αἰώνων καί τήν ἱστορική πραγματικότητα.

Τό γεγονός ὅμως ὅτι κατά τούς ἱερούς κανόνας οἱ Προκαθήμενοι τῶν μέ Πρεσβεῖα τετιμημένων θρόνων δέν ἐκλέγονται μεταξύ τους, οὐδόλως σημαίνει ὅτι εἶναι καί λειτουργοῦν ἐντελῶς αὐτόνομα. Ἡ ἐκλογή κάθε Πατριάρχου ἠλέγχετο ἀπό τούς ὑπολοίπους τόσο ὡς πρός τήν κανονικότητα τῆς ἐκλογῆς, ὅσο καί ὡς πρός τήν ὀρθοδοξία τοῦ ἐκλεγέντος προσώπου. Αὐτό τό νόημα εἶχαν καί ἔχουν τά ἀκολουθοῦντα τήν ἐκλογή «Εἰρηνικά–Συνοδικά» γράμματα πού οὐδόλως συνιστοῦν μιά τυπική διαδικασία. Ἀνεφέρθη ἤδη τό παγκοίνως γνωστό παράδειγμα τοῦ Ἰγνατίου καί τοῦ Ἱ. Φωτίου. Ἐάν μετά τήν ἐκλογή ἀνέκυπτε πρόβλημα Ὀρθοδοξίας, ἔπαυε ἡ μεταξύ τους κοινωνία. Σέ περίπτωση καθαιρέσεως ἤ ἐκπτώσεως ἑνός Πατριάρχου, ἡ ἐσωτερική αὐτή πράξη τῶν Μητροπολιτῶν ἑνός Πατριαρχείου, ἔπρεπε καί πρέπει νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τούς ὑπολοίπους, εἴτε ἄμεσα, ὅπως τό θέλει ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, εἴτε ἔμμεσα μέ τήν ἀναγνώριση τοῦ διαδόχου του.

Ὅλα τά ἀνωτέρω καταδεικνύουν ἐμφανῶς ὅτι οἱ Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀπέδωσαν Πρεσβεῖα τιμῆς σέ συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς θρόνους μή συνδέοντας ἄμεσα τήν ἐκλογή τῶν φορέων τους ἀπό τούς ὑπόλοιπους ἐκκλησιαστικούς θρόνους, στούς ὁποίους ἀποδόθηκαν Πρεσβεῖα τιμῆς. Κατά συνέπεια δέ συνέδεσαν καί δέ ζήτησαν τήν ἀναλογική ἐφαρμογή σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο τῶν διατάξεων πού ἀφοροῦν τήν ἐκλογή τοῦ Πρώτου σέ τοπικό ἐπίπεδο.

Οὔτε τό κείμενο τῆς Ραβέννας ἀναφέρεται σέ κάτι τέτοιο. Αὐτό ὅμως φαίνεται νά ἐπιζητοῦν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας. Ἐπειδή ὅμως δέ συμβαίνει αὐτό, θεωροῦν ὅτι δικαιοῦνται νά ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη Πρώτου μέ τίς συγκεκριμένες ἁρμοδιότητες πού τοῦ ἀπονέμουν οἱ ἱεροί κανόνες καί ἡ κανονική παράδοση.

 

IV. Συμπερασματικές θεωρήσεις

Μέ βάση τούς ἱερούς κανόνες καί τήν κανονική παράδοση δύο χιλετιῶν μέσα στά σύγχρονα δεδομένα τῆς ὕπαρξης πλειόνων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὁδηγεῖται κανείς στίς ἑξῆς διαπιστώσεις:

     Ἀνάμεσα στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὑπάρχουν αὐτές πού εἶναι τετιμημένες μέ Πρεσβεία τιμῆς καί ἐκεῖνες πού δέν ἀπολαμβάνουν Πρεσβείων τιμῆς. Τά Πρεσβεῖα τιμῆς σέ συγκεκριμένους ἐκκλησιαστικούς θρόνους συνάπτονται μέ ἄσκηση ὑπερτοπικῆς δικαιοδοσίας ἀπό αὐτούς σέ συγκεκριμένο γεωγραφικό χῶρο πού προσδιορίζεται εἴτε ἀπό τούς ἱερούς κανόνες εἴτε στή διάρκεια τῶν συζητήσεων καί συνεδριῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί καταγράφονται στά πρακτικά τους. Ὅπως ὅμως ἀκριβῶς κατά τήν α´ χιλιετία ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δέν ἀπελάμβανε Πρεσβείων τιμῆς, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅλες οἱ ἄλλες αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες πού δημιουργήθηκαν κατά τή β´ χιλιετία δέν ἀπολαμβάνουν Πρεσβείων τιμῆς, τά ὁποῖα ἐδόθησαν καί μποροῦν περαιτέρω νά δοθοῦν μόνο ἀπό Οἰκουμενική Συνόδο. Τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καθορίζονται ἀπό τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μιά νέα Οἰκουμενική Σύνοδος ὀφείλει, ἐπίσης, νά ἐπικυρώσει τήν αὐτοκεφαλία ἐκείνων τῶν ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού δέν προβλέπονται ἀπό τούς ἱερούς κανόνες.

     Τά Πρεσβεῖα τιμῆς τῶν θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, οἱ ὁποῖοι μεταξύ τους διέθεταν ἴσα Πρεσβεῖα, συνάπτονται ἀπό τούς ἱερούς κανόνες μέ ἐξαιρετικά προνόμια, τά ὁποῖα δέ διέθεταν τά ὑπόλοιπα Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς.

     Ἡ ἀπονομή τῶν συνδεδεμένων μέ ἄσκηση ἐξουσίας Πρεσβείων τιμῆς εἶναι ἐννοιολογικά κάτι τό ξεχωριστό ἀπό τήν τάξη Προκαθεδρίας, ἡ ὁποία καθορίζεται ἀπό τούς ἱερούς κανόνες γιά τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα καί γιά τίς νεώτερες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μετέπειτα κατά κανόνα ὀφείλει νά καθορίζεται ἀπό τή χρονική προτεραιότητα ἀνακήρυξης μιᾶς Ἐκκλησίας ὡς αὐτοκεφάλου.

     Μέ τή Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας καί τήν ὑπαγωγή τῶν διοικήσεων Ἀσιανῆς, Ποντικῆς καί Θρακικῆς στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί οἱ πέντε πατριαρχικοί θρόνοι ἀσκοῦν ἐπίσημα πλέον ὑπερτοπική δικαιοδοσία σέ περιγεγραμμένους γεωγραφικούς χώρους.

     Στήν Ἀνατολή μέ βάση τούς κανόνες θ´ καί ιζ´ τῆς Δ´ Οἰκουμενικής Συνόδου τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἀπετέλεσε τό θρόνο τόν τιμηθέντα μέ τό ἐξαιρετικό προνόμιο κρίσης μειζόνων ὑποθέσεων ἄλλων Ἐκκλησιῶν. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο οὔτε δικαιοῦται νά παραιτηθεῖ, οὔτε μπορεῖ νά ἀποστερηθεῖ τοῦ δικαιώματος κρίσεως ὑποθέσεων, οἱ ὁποῖες προσάγονται σ᾽ αὐτό κατόπιν προσφυγῆς τοῦ ἐνδιαφερομένου ἤ τῶν ἐνδιαφερομένων. Τό κῦρος (καί ἡ ἰσχύς) τῶν κανόνων τῆς Σαρδικῆς καί ἡ δι᾽ αὐτῶν προνομιακή θέση τοῦ θρόνου τῆς Ρώμης (μέχρι τό θ´ αἰῶνα) εἶναι θέμα ἱστορικά ἀδιαπραγμάτευτο. Αὐτό ὅμως σέ κάθε περίπτωση δέ σημαίνει ἀναγνώριση Πρωτείου ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐπί τῆς ἀνά τήν οἰκουμένη Ἐκκλησίας ἀπό ἱερούς κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν μάλιστα ἀπό τήν Πενθέκτη.

     Κατά τόν θ´ αἰῶνα –παράλληλα μέ τήν ἐνεργό λειτουργία τοῦ θεσμοῦ τῆς Πενταρχίας γιά δογματικά καί ὑψίστης σημασίας κανονικά θέματα– ἔχει ἤδη καταστῆ συνειδητή ἡ διάκριση μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως, οὕτως ὥστε νά ἀπαγορεύεται ἀμοιβαῖα ἡ ἐπέμβαση σέ κριθέντα θέματα ἀνάμεσα στίς δύο εὑρύτερες αὐτές περιφέρειες. Αὐτό μεταξύ ἄλλων ὑποδηλώνει καί ὁ τίτλος πού ἀπεδόθη στόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς Πατριάρχου τῆς Δύσεως καί δικαιολογεῖ τή διαμαρτυρία τῆς Ἀνατολῆς[181], ὅταν ὁ πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ´ ἀπέβαλε αὐτό τόν τίτλο, δεδομένου ὅτι ἡ μεταξύ τους σύγκλιση καθίσταται ἔτσι δυσκολώτερη.

     Ἀσφαλῶς καί τά Πρεσβεῖα τιμῆς δέν περιῆλθαν στό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τή διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τή Ρώμη, ὡς δεύτερης στήν τάξη προκαθεδρίας[182]. Ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετεῖχε ἤδη ἐξ ἴσου στά προνόμια τοῦ πρώτου θρόνου βάσει τῶν κανονικῶν ἀποφάσεων τῆς Β´ καί Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

     Ὅπως ὅμως κατά τήν α´ χιλιετία ἡ ἐπίλυση δογματικῶν ζητημάτων ἤ ὑψίστης σημασίας κανονικῶν ζητημάτων ἀπαιτοῦσε τή συμφωνία τῶν πέντε Πατριαρχείων κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ ἀντιμετώπιση παρομοίων προβλημάτων ὀφείλει νά ἔχει τή συμφωνία ὅλων τῶν κατά τόπους αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ὡς ὕψιστο κανονικό ζήτημα, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς πηγές, εἶναι ἡ κανονική ἐκλογή Προκαθημένου σέ μιά κατά τόπου Ἐκκλησία. Ὡσαύτως καί ἡ ἀνακήρυξη τοῦ αὐτοκεφάλου μιᾶς νέας Ἐκκλησίας, ἀποκλειστικό προνόμιο τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως καταδεικνύουν καί τά χαρακτηριστικά παραδείγματα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας καί τῆς Πολωνίας, ὀφείλει νά τύχει τῆς ἀναγνώρισης ὅλων τῶν ὑπολοίπων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Παρότι ἡ ἀναγκαία ὁμοφωνία καθιστᾶ δύσκαμπτο τό χειρισμό καί τήν ἐπίλυση τῶν κανονικῶν αὐτῶν προβλημάτων, ἐν τούτοις εἶναι ἀπαραίτητη, δεδομένου ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε ὀφείλει νά ὑπάρξει μηχανισμός πειθαναγκασμοῦ τῆς διαφωνούσης μειοψηφίας, ὥστε νά ἐπιβληθεῖ ἡ καθολική ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς πλειοψηφίας. Μιά τέτοια πρακτική θέση πού ἀπαιτεῖ τήν ὁμοφωνία καί προσβλέπει στήν εἰρήνη μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐξασφαλίζει τήν ἀπρόσκοπη ἐφαρμογή καί λειτουργία τοῦ πνεύματος τοῦ 34ου κανόνα τῶν Ἀποστόλων στά σύγχρονα δεδομένα, ὅπως αὐτό ἀκριβῶς συνέβαινε γιά δογματικά καί σημαντικά κανονικά ζητήματα κατά τήν α´ χιλιετία. Ἡ θέση βεβαίως αὐτή τελικά καταργεῖ de facto τή διάκριση μεταξύ τῶν ἀπολαυόντων καί μή ἀπολαυόντων Πρεσβείων τιμῆς ἀπό τούς ἱερούς κανόνες ἐκκλησιαστικῶν θρόνων.

     Ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρῶτος στήν τάξη τῶν Πρεσβείων στό χῶρο τῆς Ἀνατολῆς ἀσκεῖ μιά διακονία συντονισμοῦ γιά τήν ἐπίλυση διορθοδόξου ἐνδιαφέροντος ζητημάτων μέ σκοπό τή διασφάλιση τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί στίς πρωτοβουλίες γιά τήν κατόπιν διαλόγου προσέγγιση τῶν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν. Οἱ κατά τόπους αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες διατηροῦν τή μεταξύ τους κοινωνία καί ἑνότητα ἐκφραζομένη στήν κοινωνία καί ἑνότητα τῶν Προκαθημένων τους καί στήν ἐνεργοποίηση τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, ὅποτε αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο.

       Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει ἀναλάβει τήν πρωτοβουλία τῆς σύγκλησης τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς κατ᾽ Ἀνατολάς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας «ἐν συνεννοήσει μετά τῶν Προκαθημένων τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν». Ἡ δέσμευση ὅμως αὐτή ἐξαντλεῖται σ᾽ αὐτές καί δέν ἀφορᾶ ὁποιαδήποτε ἄλλη πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πού ἔχει διορθόδοξο ἤ διαχριστιανικό βεληνεκές. (Εἶναι τουλάχιστον ἀπρεπές νά ζητεῖται ἡ συναίνεση τῶν ὑπολοίπων Προκαθημένων, διά νά ἔχει ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης τό δικαίωμα νά ὁμιλεῖ καί νά πράττει. Δέν πρέπει νά λησμονεῖται ὅτι τό σημαντικότερο ἐκκλησιαστικό γεγονός τοῦ κ´ αἰώνα, ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μέ τή ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία, στίς 7.12.1965, ἔγινε ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὑπό μόνου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἐπειδή δέ ἡ πρᾶξις αὐτή ἀποτελοῦσε κοινή ἀπαίτηση καί ἐξέφραζε τή συλλογική ἐκκλησιαστική συνείδηση ἔγινε κατόπιν δυνατή ἡ ἔναρξη τοῦ διαλόγου μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς). Παρομοίως ἰσχύει ἡ δέσμευση τῆς ὁμοφωνίας στίς ἀποφάσεις τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων ἤ τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου[183].

     Εἶναι προφανές ὅτι ἡ ἄσκηση τῆς διακονίας τοῦ Πρώτου στή σύγχρονη ἐποχή ἔχει καταστῆ καθῆκον κατά πολύ ἐπαχθέστερο γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τόσο γιατί δέν ὑφίσταται πλέον Πενταρχία, ἀλλά ἡ παρουσία 14 αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί αὐτονόητα ἡ μεταξύ τους εὐκταία ὁμοφωνία ἔχει καταστῆ ἀγώνισμα ἐπίπονο. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅλες οἱ αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νά συμβάλουν στή σύσφιξη τῆς μεταξύ τους ἑνότητας ἀπαλλαγμένες ἀπό ἐθνοφυλετικές ἀγκυλώσεις καί ἀναζήτηση χώρων ἐπιρροῆς πού πολλές φορές ἐξυπηρετοῦν ἀλλότριες πολιτικές σκοπιμότητες. Στόν ὀρθόδοξο χῶρο δέ χωρεῖ ἡ διάκριση μεταξύ συντηρητικῶν καί προοδευτικῶν, οὔτε ἐκείνη μεταξύ τῶν περισσότερο καί ὀλιγώτερο ὀρθοδόξων. Οὐδείς ἐξ ἄλλου δικαιοῦται νά αὐτοαναγορεύεται ὡς αὐθεντικά ὀρθόδοξος. Κριτήριο ἀληθείας ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ πάντοτε τό ὀρθόδοξο φρόνημα. Τό ὀρθόδοξο δέ φρόνημα δέν μπορεῖ νά εὑρίσκεται ἔξω ἀπό τή διαχρονική δογματική καί κανονική παράδοση καί συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας.

     Τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας βάλλοντας κατά τοῦ Πρωτείου ἐξουσίας τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, λανθανόντως ἴσως, ὁδηγεῖ στήν ἀποδυνάμωση τῆς κανονικῆς θέσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου, προδιαγεγραμμένης ἀπό αἰῶνες ἀπό τούς ἱερούς κανόνες καί τήν κανονική παράδοση. Μιά τέτοια ὅμως προσδοκία, ἔστω καί λανθάνουσα, θέτει σέ κίνδυνο τήν ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖες στήν παροῦσα συγκυρία ὄχι μόνο ὀφείλουν νά ἐπιλύσουν τά μεταξύ τους προβλήματα, ἀλλά καί νά ἀντιμετωπίσουν τά προβλήματα τοῦ σύγχρονου κόσμου προβάλλοντας τήν ὀρθόδοξη μαρτυρία γιά τήν ὑπέρβασή τους. Ἐάν προτιμοῦμε νά ἐπικαλούμαστε τόν Ἅγ. Κυπριανό Καρθαγένης, ὀφείλουμε νά ἐγκύψουμε πρωτίστως στή θεολογική ἀποτίμηση, τά παραγωγικά αἴτια καί τίς ὀλέθριες συνέπειες τοῦ σχίσματος πού εἶναι διάσπαρτες σέ ὅλο τό ἔργο του, σέ ὅλες τίς ἐπιστολές του καί κυρίως στό πόνημά του De Unitate. Αὐτό δέ ἀφορᾶ ὅλους μας.

     Μέ δεδομένο ὅτι ἡ Ἀνατολή οὐδέποτε μπορεῖ νά ἀποδεχθεῖ γιά τόν ἐπίσκοπο Ρώμης ἕνα Πρωτεῖο ἐξουσίας, ὅπως τό κατανοεῖ ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί παρότι τό κείμενο τῆς Ραβέννας πού ἀναγνωρίζει γιά τήν πρό τοῦ σχίσματος περίοδο τόν ἐπίσκοπο Ρώμης ὡς πρῶτον μεταξύ τῶν Πατριαρχῶν ἐπισημαίνει ὅτι «τό ζήτημα περί τοῦ ρόλου τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης ἐν τῇ κοινωνίᾳ ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν ἐναπομένει νά μελετηθῇ εἰς μεγαλύτερον βάθος»[184], τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὑπενθυμίζει τό αὐτονόητο γιά τό χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Τό κείμενο τῆς Ραβέννας ἐντάσσει τόν ἐπίσκοπο Ρώμης στό πλαίσιο τῆς Πενταρχίας, τονίζει τήν ἀρχή τῆς ὁμοφωνίας μεταξύ τοῦ Πρώτου καί τῶν ἄλλων Προκαθημένων στίς κοινές τους ἀποφάσεις σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο καί ἀσφαλῶς δέν ἐξομοιώνει τόν Πρῶτο σέ ἐπαρχιακό ἐπίπεδο μέ τόν Πρῶτο σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο. Ἡ λειτουργία τοῦ Πρώτου σέ τοπικό ἐπίπεδο εἶναι διαφορετικῆς ὑφῆς μέ τή λειτουργία τοῦ Πρώτου σέ ἐπαρχιακό καί μέ τή λειτουργία τοῦ Πρώτου σέ παγκόσμιο ἐπίπεδο.

     Ὀφείλει νά συμφωνήσει κανείς μέ τήν ἐπισήμανση τοῦ κειμένου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ὅτι ὁ θεσμός τοῦ Πρώτου στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή εἶναι θεσμός κανονικός ἤ ἐκκλησιαστικός. Ἡ οἰαδήποτε ἀναλογική ἀναγωγή στή Μοναρχία τοῦ Πατρός καί στίς ἐνδοτριαδικές σχέσεις δέν μπορεῖ γιά πολλούς λόγους νά γίνει εὔκολα ἀποδεκτή. Δεδομένου, γιά παράδειγμα, ὅτι ὁ Πατήρ κοινωνεῖ τήν οὐσία Του στόν Υἱό, ἀποτελῶν τήν αἰτία τοῦ τρόπου τῆς υπάρξεώς Του, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀναλογική σχέση μεταξύ Πρώτου καί λοιπῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι λαμβάνουν τήν «οὐσία» τους ἀπό τό Ἅγ. Πνεῦμα, ἀπό τό ὁποῖο καί χειροτονοῦνται.

     Τό κείμενο τῆς Ραβέννας ἐξαγγέλλει ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ Πρωτείου καί τῶν προνομίων τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης θά συζητηθοῦν καί θά καταγραφοῦν σέ ἄλλο κείμενο στό μέλλον. Ἡ κατανόηση τῶν θεμάτων αὐτῶν ἀπαιτεῖ νά ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε τά ἴσα Πρεσβεῖα μέ τό θρόνο τῆς Ρώμης καί εἶχε τά προνόμια ποῦ τοῦ παρεχώρησαν οἱ θ´ καί ιη´ κανόνες τῆς Χαλκηδόνας. Παρομοίως ὀφείλει ἀπαραιτήτως νά μήν ἀγνοηθεῖ ὁ α´ κανόνας τῆς ἐπί Ἱ. Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου (879-80).

     Ἡ ἄμεση ἤ ἔμμεση ἀμφισβήτηση τοῦ Πρωτείου τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς κεφαλῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔτσι ὅπως αὐτό κατανοήθηκε στήν Ἀνατολή ἐπί τῇ βάσει τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῆς κανονικῆς παραδόσεως καί πρακτικῆς, συνιστᾶ ἀνατροπή τῆς παραδεδομένης κανονικῆς τάξεως καί θέτει σέ κίνδυνο τή συνοχή της. Αὐτό τονίζει καί ἡ ἀπό 12.3.1981 Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως[185], ἀναφερόμενη στόν γ´ κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου: «Τοῦτο λέγομεν μόνον, ὅτι τῷ πνεύματι τῶν θεσπισάντων τόν κανόνα τοῦτον Θεοφρόνων Πατέρων στοιχοῦσα ἡ καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί πρός τό ἁγιώτατον καί ὕπατον τῆς Ἐκκλησίας συμφέρον ἀποβλέπουσα, ἤσκησε καί ἐνήργησε, κατά καιρούς, τό εἰς αὐτήν ὑπό τῆς Οἰκουμενικῆς ταύτης Συνόδου ἀνατεθέν ἱερόν χρέος ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, οὐδαμῶς δέ πρόκειται ἵνα ἀποστῇ τῆς συνεχίσεως καταβολῆς τῆς διακονίας ταύτης, ἐν τῷ πλαισίῳ καί ὑπό τό φῶς πάντοτε τοῦ πνεύματος τῶν ὑπό τῆς Ἁγίας Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου θεσπισθέντων. Τοῦτο δέ καί μόνον, ἵνα μαρτυρήσῃ, ὅτι οἱ θεόπνευστοι Πατέρες τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου, ἐν τῇ εὐρυτέρᾳ προοπτικῇ αὐτῶν, ὄντως ὑπέρ τῆς εὐτάκτου ἱεραρχικῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεφήναντο, καί ὅτι ἡ ἀπό τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἐκκλησίας ἄσκησις τοῦ χρέους τούτου εἰς οὐδέν ἕτερον ἀποβλέπει, εἰμή μόνον εἰς τήν συνοχήν τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν ἐν τῇ συνοχῇ ταύτῃ ἀναδομήν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ πλήρεις αὐτῆς ἑνότητι, κατά τήν παράδοσιν τῆς Μιᾶς καί ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας».

     Εἶναι κοινός τόπος ὅτι ἡ συμμετοχή στό διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς εἶναι χρέος καί καθῆκον τῶν Ὀρθοδόξων, ἀνταποκρινόμενη στήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ καί στήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα. Ὀφείλει νά εἶναι ἕνας διάλογος ἀληθείας καί ἕκαστος μέ τή συμμετοχή του καί τήν παρουσία του ὀφείλει νά συμβάλει σ᾽ αὐτό.

     Τό παρόν κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας δέν ἀδικεῖ ἁπλᾶ τήν ἱστορική πραγματικότητα, τούς κανονικούς θεσμούς καί τήν κανονική παράδοση, δέν ἀδικεῖ μόνο τό κείμενο τῆς Ραβέννας καί τούς συντάκτες του, ἀδικεῖ τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσσίας, ἡ ὁποία μετά ἀπό μιά μακρά περίοδο ἀναγκαστικῆς ἀποτελμάτωσης ἔχει νά παρουσιάσει ἐντυπωσιακή καί λαμπρή πρόοδο σέ πολλούς τομεῖς, γιά τήν ὁποία ὁ κάθε καλόπιστος χριστιανός μπορεῖ μόνο νά χαίρεται καί νά καυχᾶται. Οἱ διαπιστώσεις αὐτές δέν ἀποστεροῦν ὅμως ἀπό κανένα τό δικαίωμα τῆς διαφωνίας, ἡ ὁποία προσφέρεται ἀπολύτως καλόπιστα πρός προβληματισμό καί διάλογο καί ἀσφαλῶς δέ διαθέτει τό τεκμήριο τοῦ ἀλαθήτου.

 

***

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. 
http://www.patriarchia.ru/db/text/3481089.html: «Позиция Московского Патриархата по вопросу о первенстве во Вселенской Церкви».

2.  Εκκρεμεί παραπομπή.

3.  Κανών στ´τῆς Α´Οἰκ. καί γ´ τῆς Β´ Οἰκ. Συνόδου. Βλ. Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλῆ, Σύν- ταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, Ἀθῆναι 1852 (1966), τόμ. Β´, 128 καί 173.

4.  Ρ. - Π., Β´, 173, 280–281 (Καν. γ´ τῆς Β´ καί κη´ τῆς Δ´ Οἰκ. Συνόδου).

5.  Ρ. - Π., Β´, 173.

6.  Ρ. - Π., Β´, 387.

7.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ.: «На уровнеВселенской Церквикак сообщества автокефальных Поместных Церквей, объединенных в одну семью общим исповеданием веры и пребывающих в сакраментальном общении друг с другом, первенство определяется в соответствии с традицией священных диптихов и являетсяпервенством чести».

8.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ.: «В течение первого тысячелетия церковной истории первенство чести принадлежало Римской кафедре5. После разрыва евхаристического общения между Римом и Константинополем в середине XI века первенство в Православной Церкви перешло к следующей в порядке диптиха кафедре- Константинопольской. С тех пор вплоть до настоящего времени первенство чести в Православной Церкви на вселенском уровне принадлежит Патриарху Константинопольскому как первому среди равных Предстоятелей Поместных Православных Церквей».

9.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ.: «Содержательное наполнение первенства чести на вселенском уровне не определяется канонами Вселенских или Поместных соборов».

10.  Στό πρωτότυπο κείμενο, ὅπ. παρ.: «Содержательное же наполнение этого первенства определяется консенсусом Поместных Православных Церквей, выраженным, в частности, на всеправославных совещаниях по подготовке Святого и Великого Собора Православной Церкви».

11.  Βλ. Ἰ. Καρμίρης, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Β´, Ἀθῆναι 1953, 902-925.

12.  Ἰ. Καρμίρης, ὅπ. παρ., 916.

13.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ., ὑποσ. 6: « Из канонического свода известно, что даже на Западе эти права были не безграничны».

14.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ., ὑποσ. 6: «Никто из нас не должен делать себя епископом епископов...»

15.  Στό πρωτότυπο ρωσσικό κείμενο γίνεται λόγος γιά τόν 118ο κανόνα τῆς Καρθαγένης (ὅπ. παρ., ὑποσ. 11: «118. правило Карфагенского собора...»), ἐνῶ πρόκειται γιά τόν 105ο κανόνα αὐτῆς τῆς Συνόδου.

16.  Στό κείμενο, ὑποσ. 6: «что в любом случае подразумевает также и Рим».

17.  Ρ. Π., Γ´, 238, 239-240.

18.  PL 3, 1085C; 1053-1054A. Βλ. Ἐπιστολή 73 Ἁγ. Κυπριανοῦ, ΙΙΙ, 2 (Saint Cyprien, Correspondance, 262, Paris 1925, Ed. Le Chanoine Bayard): «Qua in re nec nos uim cuiquam facimus aut legem damus, quando habeat in ecclesiae administratione uoluntatis suae arbitrium liberum unusquisque praepositus, rationem actus sui Domino redditurus».

19.  Καν. Η´ Α´ Οἰκ. (Ρ. Π. Β´, 133), Καν. Ζ´ Β´ Οἰκ. (Ρ. Π. Β´, 187-188), Καν. ΝΖ´ Καρθαγένης (Ρ. Π., Γ´, 458-459), Καν. ϟΕ´ Πενθέκτης (Ρ. Π. Β´, 529-530). Β´ Κανόνας τῆς Πενθέκτης (Ρ.-Π., Β´ 309) ἐπισημαίνει ὅτι Κανόνας τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ εἶχε περιορισμένη χρονική καί τοπική ἰσχύ: «ἔτι μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί μάρτυρος, καί τῆς κατ᾽ αὐτόν συνόδου ἐκτεθέντα κανόνα, ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».

20.  Καν. ΣΤ´ Α´ Οἰκ. (Ρ.Π. Β´, 128).

21.  Ἐπιστ. 59, Correspondance, 183: «...ad Petri catrhedram adque ad ecclesiam principalem unde unitas sacerdotalis exorta est...».

22.  Ἐπιστ. 55, Correspondance, 136: «Factus est autem Cornelius episcopus de Dei et Christi eius iudicio...cum Fabiani locus id est cum locus Petri et gradus cathedrae sacerdotalis uacaret».

23.  Ἐπιστ. 50, Correspondance, 173.

24.  Ρ. Π. Γ´, 618-621.

25.  Ρ. Π. Β´, 237 καί 280-281.

26.  Ρ. Π. Γ´, 242.

27.  Mansi 17A, 497.

28.  Mansi 17A, 499.

29.  Ρ. Π. Γ´, 354. ΣτόνΚαν. κη´ τῆς Καρθαγένης (Ρ. Π. Γ´, 377) ἡ ἔκφρασις «εἰς τά πέραν τῆς θαλάσσης δικαστήρια», ἑρμηνεύεται ἀπό τό Βαλμαμῶνα (Ρ. Π. Γ´, 378): «... πειραματικά πάντως δικαστήρια κληθήσονται τά τῆς Ρώμης...». Ὁ Ἀριστηνός στήν ἑρμηνεία του στόν ἴδιο κανόνα (Ρ. Π. Γ´, 379) παρατηρεῖ: «μή πέραν θαλάσσης, πρός τόν Ρώμης, τυχόν ἐπίσκοπον, ἤ τούς λοιπούς ἐκκαλεῖσθαι».

30.  Βλ. ὑποσημ. 14.

31.  Ρ. Π. Γ´, 354.

32.  Ρ. Π. Γ´, 588-590.

33.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ., ὑποσ. 11.

34.  Adr. Garuti, Il Papa Patriarca d' Occidente? Studio storico dottrinale, Bologna 1990, ἐπισημαίνει γιά τήν ἀπόδοση αὐτοῦ τοῦ τίτλου: «Il titolo appare già, per la prima volta, nel 450 in due lettere dell' imperatore Tedossio, e diventa sempre, più frequente con Giustiniano...» (σελ. 27). «Nel 642 per la prima volta...un papa, Teodoro I, si qualifica come ”Romae Patriarcha”» (σελ. 34).

35.  Βλ. σχετικά, Ἀρχιμ. Κάλλιστος, Πατριαρχικός Οἰκουμενικός Θρόνος Κωνσταντινουπόλεως καί τά δίκαια καί προνόμια αὐτοῦ ἐπί τῶν λοιπῶν αὐτοκεφάλων ἐν ἀνατολῆ Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, Ἐκκλησιαστικός Φάρος 20 (1921) 5-39. A. Kartaschoff, Τό τῆς ἐκκλήτου δικαίωμα τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν ἐν τῇ πράξει, Ὀρθοδοξία 22 (1947) 279-298. Ε.Φ. (Καθηγητής), Ἐξ ἀφορμῆς ἑνός ἄρθρου, Ὀρθοδοξία 22 (1947) 210-240. J. Mayendorf, Κωνσταντινούπολις καί Μόσχα, Ἀρχεῖον Ἐκκλησιαστικοῦ καί Κανονικοῦ Δικαίου 4 (1949) 38-43. Γεννάδιος Ἠλιουπόλεως, Ἡ ὁριστική διαμόρφωσις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ἡ Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδος, Ὀρθοδοξία 26 (1951) 403-450. Ἀλ. Σμέμαν, Περί «Νεοπαπισμοῦ», Ὀρθοδοξία 20 (1954) 67-77. Β. Σταυρίδης, Τά Πρεσβεῖα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐν σχέσει πρός τά ἄλλα ἀνατολικά Πατριαρχεῖα, Θεολογία 42 (1971) 314-327. Μητρ. Σάρδεων Μάξιμος, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, Θεσσαλονίκη 1972.

36.  V. Grumel, Les Regestes des Actes du Patriarchat de Constantinople, Vol. I, Fasc. I, Paris 1972, N. 10.

37.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 16, 17a, 20, 22, 23, 33.

38.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 45, 40α.

39.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 49.

40.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 49a.

41.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 86b, 88, 90.

42.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 95.

43.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 110 (=Libellus Ctitre), referre, appelatio (document). Appel au siège de Rome contre son injuste déposition).

44.  V. Grumel, Les Regestes..., N. 111, 113, 114.

45.  Mansi 7, 92.

46.  Ρ. Π. Α´, 164. (Φωτίου, Νομοκάνων, Τίτλος Θ´, Κεφ. Α´)

47.  SC 506, 106.

48.  V. Grumel, N. 217, 219, 227.

49.  V. Grumel, N. 252.

50.  V. Grumel, N. 264.

51.  PG 100, 121D-124A. (=Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Νικηφόρου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως βίος συγγραφείς ὑπό Ἰγνατίου Διακόνου...).

52.  P.G 99, 1417 C (=ΡΚΘ´ Ἐπιστολή, Λέοντι σακελλαρίῳ).

53.  P.G. 99, 1420B.

54.  PG.99, 1332B.

55.  V. Grumel, Les Regestes des actes du Patriarchat de Constantinople, Fasc. II et III, N. 467, 468, 469, 470, 471, 474 (=Lettre au métropolite de Tyr [Thomas], lui démandant si le siègle d' Antioche le [Photius] reconnaît pour patriarche), 497, 498, 542, 543, 546, 548, 549.

56.  Mansi 16, 405C.

57.  Mansi 16, 317D-329A.

58.  . καί Π. Ζέπος, Jus Graecoromanum II, Aalen 1962, 242-243 (=Ἐπαναγωγή τοῦ Νόμου, τίτλ. 3, κεφ. ε´, θ´, ι´).

59.  Ρ. Π., Α´, 42 (Τίτλ. Α´, Κεφ. Ε´).

60.  V. Grumel, N. 715, 717, 730, 732.

61.  V. Grumel, 804.

62.  Ρ. Π. Ε´, 18-19.

63.  V. Grumel, N. 814.

64.  V. Grumel, N. 820.

65.  V. Grumel, N. 828 (=Ambassade et présents au pape Jean XIX pour obtenir que l' Église de Constantinople soit declarée et reconnue universelle dans son monde (empire et patriarchati orientaux) comme l' Église romaine l' est dans le monde entier).

66.  V. Grumel, N. 896, 897.

67.  V. Grumel, N. 1097.

68.  Ρ. Π. Γ´, 324.

69.  F. Miklosich - I. Müller, Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi, Tom. I, Vienne 1860, 438.

70.  F. Miklosich - Müller I, 380. V. Grumel, Les Regestes.., Vol. I. Fasc. V (1310- 1376), Paris 1977, N. 2397.

71.  F. Miklosich - Müller I, vol. 2, 40.

72.  Δ. Ἀποστολόπουλος / Μ. Παΐζη-Ἀποστολοπούλου, Οἱ πράξεις τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπιτομή–Παράδοση–Σχολιασμός. Ι. 1454-1498, Ἀθήνα 2013, π. 77, 194-196.

73.  Δ. Ἀποστολόπουλος / Μ. Παΐζη-Ἀποστολοπούλου, ὅπ. παρ., 212-213, π. 87.

74.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα, Γ´, 24-26 (Συνοδικόν Χρυσόβουλλον ἤ Τόμος φέρων τάς ὑπογραφάς τοῦ Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίου, Ἀνιοχείας Ἰωακείμ, Ἱεροσολύμων Σωφρονίου καί ὀγδοήκοντα ἑνός Μητροπολιτῶν, Ἀρχιεπισκόπων καί Ἐπισκόπων). Βλ., ἐπίσης, Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα, Γ´, 21-22 (Μελετίου Ἀλεξανδρείας Ἰώβ Πατριάρχη Μοσκόβου καί πάσης Ρωσσίας καί τῶν Ὑπερβορείων μερῶν): «...κρίνοντες ἄξιον εἶναι τό βασίλειον τῆς Ὀρθοδόξου πόλεως Μοσκοβίας καί ἐν τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς μεγαλύνεσθαι πράγμασιν, ἀπονείμαντες αὐτῷ καί τήν προσήκουσαν Πατριαρχικῷ θρόνῳ ἀξίαν...».

75.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα, Β´, Κωνσταντινούπολις 1902, 549.

76.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα, Β´, 565.

77.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα, Γ´, 102-103 καί 116.

78.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα, Β´, 7-9.

79.  Μητρ. Σάρδεων Μάξιμος, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον.., 302. Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 362, 465, 468, 495, 505, 506.

80.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 465.

81.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 468-474 (ἐδῶ σελ. 469-470).

82.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 514.

83.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 159-164.

84.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 557-559.

85.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 559-562.

86.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 455. (Σιγίλλιον καθορίζον τά τῆς διοικήσεως τοῦ Ὄρους Σινᾶ, 453-563).

87.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 410-422.

88.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 412.

89.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 377-381.

90.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 387 (Σιγίλλιον κυροῦν τά ἐπί τοῦ Σινᾶ κυριαρχικά δίκαια τοῦ Ἱεροσολύμων [1671]).

91.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 399-405. (Συνοδικόν Γράμμα περί Σιναίου Ὄρους, καθορίζον τήν θέσιν αὐτοῦ ἀπέναντι τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων [1687]).

92.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 403.

93.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 471.

94.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 465-467.

95.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 566-574.

96.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 190 (Ὑπόμνημα ἐκλογῆς Χαλεπίου μετά τήν καθαίρεσιν καί ἐξορίαν Γερασίμου τοῦ Λατινόφρονος, συναινέσει καί τοῦ Ἀντιοχείας Σιλβέστρου).

97.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 191-195.

98.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 179-185. (ἐδῶ σελ. 182).

99.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 202-206.

100.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 210-212.

101.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 210.

102.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 217 (Πρᾶξις ὑποτάσσουσα καί αὖθις τῷ Ἀντιοχικῷ θρόνῳ τήν μητρόπολιν Χαλεπίου).

103.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 222.

104.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 220 (Γερασίμου τοῦ Γ´ Σιγίλλιον περί τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλεπίου).

105.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 213.

106.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 508-513 (Σιγίλλιον κυροῦν τά προνόμια τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων).

107.  Μητρ. Σάρδεων Μάξιμος, Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον..,296.

108.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 46-47.

109.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 39.

110.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 48.

111.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 519-523 (Σιγίλλιον περί τῆς οἰκονομικῆς διαρρυθμίσεως τοῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου).

112.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 529.

113.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 530.

114.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 312-316 (Περί ἐκλογῆς διαδόχου τοῦ θανόντος Πατριάρχου Ἱεροθέου).

115.  Κ. Δελικάνης, Πατριαρχικά Ἔγγραφα Β´, 314.

116.  Χρ. Παπαδόπουλος, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, Θεσσαλονίκη 2010 (Ἀνατ. ἐκδ. 1970), 837 ἑπ.

117.  Βλ. Prof. Grigorios Larentzakis, Das Ökumenische Patriarchat von Konstantinopel. Seine gesamt orthodoxen Aufgaben, Kathpress 2 (2007) 1-40 (Sonderpublikation)

118.  Βλ. Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια 42 (1922) 172.

119.  Γιά τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 25 (1950) 129-130.

120.  Γιά τό κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 25 (1950) 233-234.

121.  Γιά τό κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 25 (1950) 234 ἑπ.

122.  Βλ. Ὀρθοδοξία 5 (1998) 482 (Β´ Περίοδος): «Ἡ προσφορά ὑπῆρξε μεγάλη...Μεταξύ αὐτῶν περιλαμβάνεται, ὡσαύτως, καί ἡ ἀνακήρυξις καί ἀναγνώρισις τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας ὡς αὐτοκεφάλου...».

123.  Γιά τό κείμενο τῆς Ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 26 (1951) 515-516.

124.  Γιά τό Συνοδικό Τόμο τῆς ἐν Βουλγαρίᾳ Ἐκκλησίας, Βλ. Ὀρθοδοξία 20 (1945) 72-74.

125.  Ρ. Π., Β´, 172.

126.  Βλ. Συνοδικό Τόμο Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας, Ἐπίσκεψις 435 (1990) 7-9.

127.  A. Kartaschoff, Τό τοῦ ἐκκλήτου δικαίωμα..., Ὀρθοδοξία (1948) 297.

128.  A. Kartaschoff, Τό τοῦ ἐκκλήτου δικαίωμα..., Ὀρθοδοξία (1948) 296.

129.  A. Kartaschoff, Τό τοῦ ἐκκλήτου δικαίωμα..., Ὀρθοδοξία (1948) 298.

130.  Γιά τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς καί τήν ἀπάντηση τοῦ Πατριάρχου Μαξίμου, Βλ. Ὀρθοδοξία 23 (1948) 241-243.

131.  Γιά τό κείμενο τῆς ἐπιστολῆς, Βλ. Ὀρθοδοξία 5 (1998) 620-621

132.  Πρακτικά τῆς Συνόδου καί ἀποφάσεις αὐτῆς, Ὀρθοδοξίας (1998) 633-639.

133.  Γράμμα τοῦ Μακ. Πατριάρχου Σόφιας, αἰτουμένου τήν ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου σύγκληση Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, Ὀρθοδοξία 5 (1998) 621.

134.  Ἀνακοινωθέν τῆς Συνόδου, Ἀπόστολος Βαρνάβας 66 (2005) 291. Ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου περί τῆς διαγραφῆς τοῦ Πατριάρχου Εἰρηναίου ἀπό τά Δίπτυχα, Ἐκκλησία 82 (2005) 526-527.

135.  Γιά τά σχετικά κείμενα, Βλ. Ὀρθοδοξία (νέα σειρά) 5 (1998) 419-428.

136.  Γιά τόν τόμο αὐτοκεφαλίας Βλ., Ὀρθοδοξία 5 (1998) 433-438.

137.  Εκκρεμεί παραπομπή.

138.  Βλ. κείμενο Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπ.παρ., ὑποσ. 13.

139.  Γιά τό λόγο αὐτό ἐπισημαίνει: «В силу того, что природа первенства, существующего на разных уровнях церковного устройства (епархиальном, поместном и вселенском), различна, функции первенствующего на разных уровнях не тождественны и не могут переноситься с одного уровня на другой». Καίλίγοπαρακάτωἀναφέρει: «В свою очередь, распространение того первенства, которое присуще предстоятелю автокефальной Поместной Церкви (по 34–му Апостольскому правилу), на вселенский уровеньнаделило бы первенствующего во Вселенской Церкви особыми полномочиями вне зависимости от согласия на это Поместных Православных Церквей.» Перенесение функций служения первенства с уровня епископии на вселенский уровень, по существу, означает признание особого вида служения— «вселенского архиерея», »

140.  Ρ. Π. Β´, 45.

141.  Ρ. Π. Β´, 47.

142.  Ρ. Π. Β´, 47.

143.  Ρ. Π. Β´, 126.

144.  Ρ. Π. Γ´, 160-161.

145.  Εἶναι θετικό ὅτι τό κείμενο τῆς Ραβέννας ἀπορρίπτει οἱαδήποτε ἀλλοίωση τοῦ ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διατυπωθέντος Συμβόλου τῆς Πίστεως. (§ 33). Ἐπισημαίνει ὀρθῶς τή διαφωνία τῶν δύο πλευρῶν ὡς πρός τήν ἑρμηνεία τοῦ περιεχομένου τῶν προνομίων τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης (§ 41). Τό κείμενο τῆς Ραβέννας δέν ἀναφέρεται καί δέν ἑρμηνεύει τά ἴσα Πρεσβεῖα τῶν θρόνων Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, τά προνόμια τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως βάσει τῶν κανόνων θ´ καί ιη´ τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου στή Χαλκηδόνα καί τόν α´ κανόνα τῆς ἐπί Φωτίου συγκληθείσης Συνόδου τῶν ἐτῶν 879-80. Ἐνδεχομένως οἱ σχετικές θέσεις τοῦ ὅλου προβληματισμοῦ γιά τά θέματα αὐτά νά καταγραφοῦν σέ μελλοντικό κείμενο τῶν δύο πλευρῶν. Αὐτό ἄλλωστε ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ἡ § 45 τοῦ κειμένου τῆς Ραβέννας.

146.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ.: «..вселенского первоиерарха, о которой ничего не говорят ни священные каноны, ни святоотеческое предание».

147.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ.: «...что привело бы уже к нарушению права первенствующей автокефальной Поместной Церкви самостоятельно выбирать своего Предстоятеля».

148.  Πρός τήν Μεγάλην Σύνοδον. Γραμματεία προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 1, Ὀρθόδοξον Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Chambésy Γενεύης, 1971, 72-74.

149.  Ἐπίσκεψις, Ἀρ. 369 (1986) 2-5.

150.  Βλ. ἀνωτέρω, ὑποσ. 10.

151.  Βλ. Ἀπάντησις τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν.., 916-17.

152.  Βλ. P. Bernardakis, Les appels au pape dans l' église greque jusqu' à Photius, Échos d' Orient 6(1907) 30-42, 118-125, 249-257.

153.  Ρ. Π., Β´, 174.

154.  Ρ. Π. Β´, 175.

155.  Ρ. Π., Β´, 176.

156.  Ρ. Π., Β´, 281.

157.  Ρ. Π., Β´, 174.

158.  Ρ. Π., Β´, 282.

159.  Ρ. Π., Β´, 286.

160.  Ρ. Π., Β´, 237.

161.  Ρ. Π., Β´, 285-259.

162.  Ρ. Π., Β´, 260.

163.  Ρ. Π., Β´, 169. (Βλ. ἐπίσης, τόν 8ο τῆς Γ´ Οἰκ., 20ό τῆς Πενθέκτης, 35ο τῶν Ἀποστόλων, 22ο Ἀντιοχείας).

164.  V. Grumel, Les Regestes.., Vol. I, Fasc. I, N. 264.

165.  P. L. 77, 738 ἑπ.

166.  V. Grumel, Les Regestes..., Vol. I., Fasc. I, N. 275 (Lettre au Pape Grégoire Ier. Il lui affirme son attachement et se plaint qu' à cause du titre d' oecuménique il veuille soulever un scandale et lui cause aussi du préjudice). PL 77, 888-889. Mansi 10, 70.

167.  Ἐνῶ ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης ἐθεωρεῖτο ἡ διοικητική κεφαλή τῆς Δύσεως, ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔλαβε τίς τρεῖς διοικήσεις (Ἀσίας, Πόντου καί Θράκης). Ὁ θρόνος τῆς Ἀλεξάνδρειας διατήρησε τή δικαιοδοσία του στήν Αἴγυπτο, τή Λιβύη καί τήν Πεντάπολη. Ὁ θρόνος τῆς Ἀντιόχειας ἔλαβε τή Συρία, Φοινίκη καί Ἀραβία καί ὁ θρόνος τῶν Ἱεροσολύμων τίς τρεῖς ἐπαρχίες τῆς Παλαιστίνης.

168.  Mansi 13, 208E-209A.

169.  V. Grumel, Les Regestes.., Fasc. II et III, N. 446, 467, 468, 529.

170.  Mansi 16, 405C.

171.  Mansi 17, 497DE.

172.  Mansi 17, 499 AB.

173.  Αὐτό ἴσχυσε καί γιά τό ἐπίμαχο θέμα τῆς ἁθρόας χειροτονίας λαϊκῶν στόν ἐπισκοπικό βαθμό: Βλ. Mansi 17, 489BC: «εἰ μέν οὖν ἡ τῶν Ρωμαίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπό λαϊκῶν παρεδέξατο εἰς ἀρχιερέα, φυλαττέτω τοῦτο. προσῆκον γάρ ἐστιν ὅρια πατέρων μή παραβαίνειν. ἐπεί δέ οὔτε οἱ ἀνατολικοί τοῦτο παρεφυλάξαντο οὔτε ἡ καθ᾽ ἡμᾶς ἁγία τῶν Κωνσταντινοπολιτῶν ἐκκλησία, εὐχόμεθα μέν ἀεί ἀπό τῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν τούτους ἀναδείκνυσθαι, ὥστε τήν ψῆφον τῆς ἀρχιερωσύνης ἐπ᾽ αὐτούς ἔρχεσθαι».

174.  A. Kartaschoff, Τό τῆς ἐκκλήτου δικαίωμα.., 292-293.

175.  Βλ. στό πρωτότυπο κείμενο, ὅπ. παρ.: «Таковое признание, упраздняя сакраментальное равенство епископата».

176.  Κανόνες δ´, ε´, στ´, τοῦ Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Ρ. Π., Β´, 122, 124-125, 128.

177.  Ρ. Π., Β´, 203-204.

178.  Κατά συνέπεια δέν μπορεῖ νά γίνει δεκτή ἡ ἑρμηνεία τοῦ Ἁγ. Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου γιά ἰσότητα τιμῆς καί τάξεως ὅλων τῶν πατριαρχικῶν θρόνων. Βλ. Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1970, 157-158.

179.  Στό κείμενο, ὅπ. παρ.: «...следствием которой становится умаление или даже упразднение автокефалий Поместных Церквей».

180.  Ρ. Π., Β´, 124-125.

181.  Βλ. τό Ἀνακοινωθέν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «ἐπί τῇ καταργήσει ὑπό τοῦ Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου τοῦ ΙΣΤ´ τοῦ τίτλου “Πατριάρχης τῆς Δύσεως“», εκκρεμεί παραπομπή.

182.  Αὐτό ὑποστηρίζει τό κείμενο τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, ὅπ. παρ.: «После разрыва евхаристического общения между Римом и Константинополем в середине XI века первенство в Православной Церкви перешло к следующей в порядке диптиха кафедре—Константинопольской».

183.  Κανονισμός Λειτουργίας Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, Ἄρθρ. 2, 16, Ἐπίσκεψις 369 (1986), 2, 5. Βλ., ἐπίσης, Μήνυμα τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Φανάριον, 6-9 Μαρτίου 2014), εκκρεμεί παραπομπή.

184.  Εκκρεμεί παραπομπή.

185.  Βλ. Ἐπίσκεψις 254 (1981) ἄρθρ. 22. Ἐκκλησία ΝΗ´ (1981) 294.