«Ο Θεός ου πάντας χειροτονεί, αλλά διά πάντων ενεργεί»...



Με τους λόγους αυτούς ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δίνει την απάντηση σε όσους νομίζουν ότι επειδή, με οποιονδήποτε τρόπο, θεμιτό ή αθέμιτο, ανήλθαν σε υψηλά αξιώματα της Εκκλησίας, κυρίως στο ύψιστο αξίωμα του Επισκόπου, έχουν και την αυθεντία ή το δικαίωμα να θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω της Εκκλησίας και των κανονικών της αποφάσεων.

 

Η αλγεινή εικόνα κάποιων, ευτυχώς ελαχίστων, Ιεραρχών τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο (ενδεχομένως και στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, αλλά εκεί μετά τη μνημόνευση του Μητροπολίτου Κιέβου Επιφανίου από τον Πατριάρχη Θεόδωρο έχουν λουφάξει, τουλάχιστον δημοσίως...), οι οποίοι ανθίστανται αντικανονικά και με οιονεί σχισματική συμπεριφορά λέγουν και πράττουν αντίθετα και ανατρεπτικά στις κανονικές αποφάσεις των Συνόδων και των Προκαθημένων των Εκκλησιών τους, δεν είναι πρωτόγνωρο σύμπτωμα στη ζωή της Εκκλησίας. Πάντοτε υπήρχαν οι ανυπάκουοι, οι ανυπότακτοι, οι ιδιόρρυθμοι, οι «θεληματάρηδες», οι αλαζόνες, οι εγωκεντρικοί, οι τυφλωμένοι από τον τύφο της υπερηφανείας και της αυτοδικαίωσης. Πάντοτε υπήρχαν εκείνοι που, κάποια στιγμή, αποφάσιζαν να διαφοροποιηθούν από την Εκκλησία, ενίοτε τόσο ώστε να χαρακτηρισθούν από την Εκκλησία ως αιρετικοί και τελικώς να αποβληθούν από τις τάξεις της με συνοδικές αποφάσεις.

Δεν είναι όμως απαραίτητο να υπάρξει συνοδική απόφαση για να είναι κάποιος υπόλογος έναντι του Θεού. Και αυτό μας υποδεικνύουν οι παραπάνω λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου. Ακόμη δηλαδή και εάν η Εκκλησία, για λόγους αφάτου φιλανθρωπίας και οικονομίας, ανέχεται κάποιες συμπεριφορές, ο Θεός δεν δεσμεύεται από αυτή την ανοχή. Και ενώ αυτοί οι άνθρωποι παραμένουν κανονικοί Ιεράρχες και τελούν έγκυρα μυστήρια, διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος που εγκύρως ενεργεί λόγω της απόφασης της Εκκλησίας να τους καταστήσει λειτουργούς της, οι ίδιοι δεν απαλλάσσονται από την ευθύνη της ανυπακοής, από την αμαρτία της αποστασίας, από την θεία καταδίκη της αρνητικής και επιζήμιας για το πλήρωμα της Εκκλησίας συμπεριφοράς τους. Ο Πνευματικός Νόμος δεν αναστέλλεται ούτε περιμένει συνοδικές αποφάσεις. Ενίοτε, οι συνοδικές αποφάσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν απλά, να διαπιστώσουν εκείνο που ο Πνευματικός Νόμος διακελεύει: την έκπτωση ενός επικίνδυνου προσώπου από τη Χάρη της Αρχιερωσύνης και την αποβολή του από τον Ιερό Κατάλογο της Εκκλησίας.

Ευχής έργον και προσευχή όλων μας, να ανανήψουν, να μετανοήσουν, να συνέλθουν όλοι αυτοί οι ατακτούντες και αναταράσσοντες την Εκκλησία αιρετίζοντες Επίσκοποι, που θέτουν τους εαυτούς τους υπεράνω της αυθεντίας της Εκκλησίας. Και λέγω «αιρετίζοντες», διότι κάθε ανυπακοή στην Εκκλησία υποκρύπτει φρόνημα αιρετικό, αποτελεί εν δυνάμει αίρεση. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αίρεση από την αμφισβήτηση των Ιερών Θεσμών και της Κανονικής Τάξης της Εκκλησίας, όπως αυτή έχει εν Πνεύματι Αγίω ορισθεί, διά των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και της Καθηγιασμένης Πράξης αιώνων.

Εν τέλει, για όλους αυτούς, και εφόσον δεν επανεύρουν τον δέοντα βηματισμό Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας, θα ισχύσει ο βαρύς ως πέλεκυς παύλειος λόγος, ως το μεγαλύτερο «ανάθεμα» της Εκκλησίας κατά των τοιούτων πολεμίων της: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος» (Τίτ. γ, 10-11).