Περί παραβιάσεως ορίων κανονικής δικαιοδοσίας

 


Γράφει ο Δρ. Αναστάσιος Βαβούσκος

Δικηγόρος

Άρχων Ασηκρήτης του Οικουμενικού Πατριαρχείου

 

Η πρόσφατη ανακοίνωση του Πατριαρχείου Μόσχας για την ίδρυση Ρωσικής Εξαρχίας εντός των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείο Αλεξανδρείας αποτελεί, όπως φαίνεται, την κορύφωση ενεργειών και κινήσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, για την λήψη αντιμέτρων κατά των Εκκλησιών, που έπραξαν το αυτονόητο, δηλαδή την μνημόνευση του Μητροπολίτη Κιέβου Επιφανίου υπό την ιδιότητα του Προκαθημένου της νεότερης εκ των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Αν μάλιστα ληφθεί υπόψιν και η δημοσιοποιηθείσα ήδη πρόθεση του Πατριαρχείου Μόσχας να επαναλάβει την εν λόγω κίνηση και στα γεωγραφικά όρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχω την αίσθηση, ότι η Ρωσική Εκκλησία, αν και είναι γνωστή για την πληθυσμιακή και οικονομική της ρώμη, παρά ταύτα παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες στην εφαρμογή της κανονικής νομοθεσίας. Και αυτό με λυπεί ιδιαιτέρως. Ειδικότερα:

Όπως προκύπτει από το από 29/12/2021 Δελτίο Τύπου του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, που αναρτήθηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του (βλ. https://mospat.ru/gr/news/88740/), ο λόγος που αυτό προχώρησε στην αποδοχή σημαντικού αριθμού κληρικών από οκτώ Ιερές Μητροπόλεις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, είναι η άρνηση των κληρικών αυτών να αποδεχθούν ως Πατριάρχη τους την Αυτού Θειοτάτη Μακαριότητα τον Πάπα και Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρο Β΄, ο οποίος, επειδή μνημόνευσε τον Μητροπολίτη Κιέβου Επιφάνιο, κατέστη κατά τους κληρικούς αυτούς σχισματικός, τον δε ισχυρισμό αυτόν αποδέχθηκε ως αληθή και η Ρωσική Εκκλησία, της οποίας άλλωστε οι απόψεις ταυτίζονται με αυτές των ανωτέρω κληρικών.

Και το ερώτημα, που τίθεται, είναι, αν ευσταθεί αυτό από κανονικής πλευράς. Για να δοθεί η απάντηση, πρέπει να εκτεθούν τα δεδομένα.

Πρώτο δεδομένο:

Κατά πρώτο λόγο, η κανονική δικαιοδοσία προσδιορίζεται και προστατεύεται ως προς τα γεωγραφικά όρια της με δύο τρόπους:

Α) με την μορφή της σαφούς οριοθετήσεως και κατοχυρώσεως της ασκουμένης εξουσίας εντός καθορισμένων γεωγραφικών ορίων (βλ. 34ο των Αποστόλων με τα σύμφωνα ερμηνευτικά σχόλια Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και

Α. Αριστηνού σε Σύνταγμα, ΙΙ, 45 – 47, 6ο και 7ο της Α΄ Οικουμενικής, 2ο της Β΄ Οικουμενικής, 28ο της Δ΄ Οικουμενικής).

Β) με την μορφή απαγορεύσεως υπερβάσεως των ορίων αυτών μέσω της αναμείξεως στις υποθέσεις άλλης εκκλησιαστικής περιφερείας (βλ. 35ο Αποστόλων, 2ο της Β΄ Οικουμενικής 8ο της Γ΄ Οικουμενικής, 13ο της Αντιοχείας), με βασικό άξονα το δίκαιο των χειροτονιών (Βλ. Ι. Ζωναρά στο σχόλιο του υπό τον 6ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, λέγοντας ότι: «Καί τοσοῦτον βούλεται προέχειν τούς ἐπισκόπους ἐν ταῖς ἐπαρχίαις αὐτῶν, ὥστε καθόλου δίδωσι τύπον μηδέν χωρίς αὐτῶν εἰς εκκλησιαστικήν διοίκησιν ἀναφερόμενον γίνεσθαι, ἦς μεῖζον καὶ κυριώτερον ἡ τῶν ἐπισκόπων χειροτονία ἐστί»).

Κατά δεύτερο λόγο, η κανονική δικαιοδοσία προσδιορίζεται και προστατεύεται με βάση τα πρόσωπα προς τα οποία κατευθύνεται. Τα πρόσωπα αυτά είναι το σύνολο των μελών των τριών τάξεων του πληρώματος της Εκκλησίας, τα οποία τελούν υπό την πνευματική εξουσία εκκλησιαστικής αρχής, ανεξαρτήτως του μονοπρόσωπου ή συλλογικού χαρακτήρα αυτής ή του εύρους της εδαφικής περιφερείας, η οποία τελεί υπό την δικαιοδοσία της.

Η δε επ’ αυτών άσκηση κανονικής δικαιοδοσίας άρχεται από της χειροτονίας ή της χειροθεσίας για τους κληρικούς, της κουράς για τους μοναχούς και της βαπτίσεως για τους λαϊκούς.

Από τους κληρικούς ειδικότερα οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι αλλά και οι μοναχοί και οι λαϊκοί υπάγονται στην κανονική δικαιοδοσία του Επισκόπου (βλ. 31ο Αποστόλων, 5ο της Α΄ Οικουμενικής, 8ο και 9ο της Δ΄ Οικουμενικής, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο και 12ο της Αντιοχείας, 13ο της Σαρδικής, 10ο, 11ο και 123ο της Καρθαγένης), αρχή που υπαγορεύεται από τις θεμελιώδους χαρακτήρα κανονικές διατάξεις περί χειροτονίας πρεσβυτέρων, διακόνων και των κατώτερων κληρικών, σύμφωνα με τις οποίες η χειροτονία των ως άνω κληρικών γίνεται από έναν επίσκοπο (βλ. 2ος Αποστόλων), είτε αυτός είναι ο επιχώριος επίσκοπος είτε ο χειροτονήσας επίσκοπος (βλ. 8ο της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου και τα υπ’ αυτόν σχόλια των Ι. Ζωναρά (βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 235), Θ. Βαλσαμώνος (βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 236) και ο Α. Αριστηνού (βλ. Σύνταγμα, ΙΙ, 237) αλλά και 5ο της Α΄ Οικουμενικής).

Η υπαγωγή δε αυτή περιλαμβάνει και την δικαστική κρίση επί των κανονικών παραπτωμάτων των προαναφερθέντων κληρικών υπό την μορφή του Επισκοπικού Δικαστηρίου (βλ. 31ο Αποστόλων, 5ο της Α΄ Οικουμενικής, 8ο και 9ο της Δ΄ Οικουμενικής, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο και 12ο της Αντιοχείας, 13ο της Σαρδικής, 10ο, 11ο και 123ο της Καρθαγένης).

Συνεπώς, όχι μόνο δεν επιτρέπεται η παραβίαση των ορίων κανονικής δικαιοδοσίας οποιασδήποτε εκκλησιαστικής περιφέρειας, σε οποιοδήποτε επίπεδο κανονικής δικαιοδοσίας και αν αυτή ανήκει (Επισκοπή, Μητρόπολη ή Αυτοκέφαλη Εκκλησία – Πατριαρχείο), πολλώ δε μάλλον, όταν αυτή συνοδεύεται και από «υφαρπαγή» κληρικών, αλλά ρητώς αυτή απαγορεύεται.

Σε αντίθετη περίπτωση έχουμε την γνωστή σε όλους «εισπήδηση», η οποία τιμωρείται αναλόγως της αντικανονικής ενέργειας, με την οποία αυτήν θα εξωτερικευθεί.

Δεύτερο δεδομένο:

Η μόνιμη δέσμευση και σύνδεση ενός κληρικού (πρεσβυτέρου ή διακόνου) με την ενορία του είναι πολυπλεύρως κατοχυρωμένη, προβλεπομένων όμως συγκεκριμένων εξαιρέσεων, υπό τις οποίες ο δεσμός αυτός δύναται να διαρραγεί αλλά να διαρραγεί κανονικώς.

Α) Θεσπίζεται, λοιπόν, καταρχήν, η υποχρέωση των κληρικών (πλην Επισκόπων) να παραμένουν στην ενορία, στην οποία χειροτονήθηκαν και εκπληρώνουν τα ιερατικά τους καθήκοντα (βλ. 17ο της Πενθέκτης και 10ο της Ζ΄ Οικουμενικής).

Β) Περαιτέρω, επιτρέπεται η μόνιμη αποχώρηση κληρικού από την ενορία του λόγω μεταθέσεως και αλλαγής κανονικής δικαιοδοσίας, εφόσον έχει την άδεια του Επισκόπου, στην κανονική δικαιοδοσία του οποίου υπήγετο μέχρι την αποχώρησή του (βλ. 17ο Πενθέκτης), άδεια η οποία αποδεικνύεται με την επίδειξη εκ μέρους του κληρικού στον πιθανό νέο «οικείο» Επίσκοπο του της απολυτικής επιστολής, (βλ. 17ο της Πενθέκτης, 10ο της Ζ΄ Οικουμενικής. Βλ. και τα υπό τον 11ο κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής συνόδου σε Σύνταγμα, ΙΙ, 243-246 ερμηνευτικά σχόλια των Ι. Ζωναρά, Θ. Βαλσαμώνος και Α. Αριστηνού).

Γ) Σε περίπτωση που ο κληρικός αποχωρήσει χωρίς την ανωτέρω άδεια του Επισκόπου του, τότε τίθεται σε εφαρμογή η θεσπισμένη από την κανονική νομοθεσία απαγόρευση αποδοχής του από οποιονδήποτε Επίσκοπο (βλ. 16ο της Α΄ Οικουμενικής) και αν αυτή η αποδοχή επέλθει, έχουμε τέλεση του κανονικού παραπτώματος της εγκαταλείψεως παροικίας, η οποία με συνδυαστική ερμηνεία των κανόνων 15ου των Αποστόλων, 16ου της Α’ Οικουμενικής, 17ου της Πενθέκτης και 10ου της Ζ΄ Οικουμενικής, λαμβανομένου υπόψιν και το σχόλιο του Α. Αριστηνού υπό τον 15ο των ΑΠοστόλων σε Σύνταγμα, ΙΙ, 22), οδηγεί:

i. για τον εγκαταλείψαντα κληρικό στην επιβολή της ποινής της αργίας μέχρι να επιστρέψει εντός ευλόγου χρόνου και μετά την παρέλευση του χρόνου αυτού, το εύλογο του οποίου θα κριθεί με βάση τον χρόνο, που ένας μέσος κληρικός θα χρειαζόταν για να ολοκληρώσει την διαδικασία της επιστροφής του, επιβάλλεται η ποινή της καθαιρέσεως,

ii. για τον Επίσκοπο που τον δέχθηκε στην ποινή της καθαιρέσεως.

Τρίτο δεδομένο:

Όταν η αίτηση ενός κληρικού να υπαχθεί σε άλλη κανονική δικαιοδοσία εδράζεται επί του ισχυρισμού, ότι ο Επίσκοπος του, ο Μητροπολίτης του ή ο Πατριάρχης του τέλεσε κανονικό παράπτωμα, και δη αυτό του σχίσματος, χωρίς να υπάρχει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση περί αυτής της κατηγορίας, τελείται επίσης το κανονικό παράπτωμα της αρνήσεως υπακοής (βλ. κανόνες 13ο, 14ο και 15ο της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής), η τέλεση του οποίου οδηγεί σε καθαίρεση του αρνουμένου να υπακούσει κληρικού.

Και τούτο, διότι αμφότερα τα στοιχεία (αίτηση μεταβολής κανονικής δικαιοδοσίας και απλός ισχυρισμός περί τελέσεως παραπτώματος) εμπεριέχουν έμπρακτη αμφισβήτηση της εξουσίας του Επισκόπου, Μητροπολίτη ή Πατριάρχη του).

Τα παραπάνω δεδομένα συνθέτουν την εικόνα μιας αντικανονικής συμπεριφοράς σε πολλαπλά επίπεδα. Η αρνητική απαξία της συμπεριφοράς αυτής επιτείνεται και από το αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι το Πατριαρχείο Μόσχας τελεί εν γνώσει της αντικανονικότητας, αφού το κίνητρο για την επίδειξη αυτής της συμπεριφοράς είναι η λήψη αντιμέτρων κατά των υποτιθεμένων σχισματικών Εκκλησιών. Πέραν του γεγονότος, ότι τα όρια κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας είναι γνωστά από τον 6ο κανόνα της Α΄ Οικουμενικής συνόδου, των δε υπολοίπων Εκκλησιών είτε από τον 6ο και 7ο κανόνες της ίδιας συνόδου είτε από τους οικείους Πατριαρχικούς και Συνοδικούς Τόμους. Άρα, άγνοια νόμου ου συγχωρείται.

Όπως δείχνουν τα πράγματα, το Πατριαρχείο Μόσχας έχει βάλει στο «στόχαστρο» τις Εκκλησίες που αναγνώρισαν τον νέο Μητροπολίτη Κιέβου. Ήδη τα πυρά τα δέχθηκε το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, θα ακολουθήσει ως φαίνεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οπότε μετά έπονται η Εκκλησία της Κύπρου και η Εκκλησία της Ελλάδος, αφού και αυτές συνδέονται με τον ίδιο ενωτικό δεσμό, την μνημόνευση του νέου Μητροπολίτη Κιέβου.

Οπότε, γεννάται το ερώτημα, τι θα πρέπει να κάνει η Εκκλησία της Ελλάδος τόσο στην εν εξελίξει περίπτωση του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας όσο και στις πιθανόν να προκύψουν περιπτώσεις εισπηδήσεως στα γεωγραφικά όρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας της Κύπρου αλλά και της ίδιας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η πλέον ενδεδειγμένη λύση είναι η καταδίκη των ενεργειών του Πατριαρχείου Μόσχας και η επισήμανση προς αυτό των συνεπειών, που η μη ματαίωση των ενεργειών αυτών θα έχει όχι μόνο για το ίδιο το Πατριαρχείο Μόσχας αλλά και για την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Άλλωστε, η απόφαση του Πατριαρχείου Μόσχας δεν είναι απλώς αντικανονική. Έχω την αίσθηση, ότι είναι πάνω από όλα ανυπόστατη. Και θα εξηγήσω, τι εννοώ:

Καταρχήν, οι κληρικοί του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ως υπαγόμενοι στην κανονική δικαιοδοσία Επισκόπου, θα έπρεπε να αποτανθούν όχι στην Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Μόσχας, και δή στον Πρόεδρο αυτής, αλλά σε μεμονωμένους Επισκόπους ή Μητροπολίτες, συμφώνως προς τις διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, προσκομίζοντας βεβαίως και την σχετική απολυτική επιστολή.

Από την στιγμή όμως που απευθύνθηκαν σε συλλογικό όργανο μέσω του Προέδρου αυτού (Πατριάρχη Μόσχας), απευθύνθηκαν σε αναρμόδιο όργανο, οπότε οι αιτήσεις τους δεν επέφεραν τα επιδιωκόμενα κανονικά αποτελέσματα.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, τόσο η απόφαση αποδοχής τους, όσο και η απόφαση ιδρύσεως Ρωσικής Εξαρχίας να συμπαρασύρονται από την έλλειψη κανονικής ισχύος των αιτημάτων και να είναι και αυτές κατ’ επέκτασιν ανυπόστατες, δημιουργώντας μία αλυσίδα ανυπόστατων αποφάσεων.

Οπότε και η κρίση περί της αντικανονικότητας της ως άνω αποφάσεως να κρίνεται σε αυτό το στάδιο αλυσιτελής, άκαιρη και άνευ ουσίας, χωρίς όμως να αποσβέννυται και το πραγματικό γεγονός της λήψεως των συγκεκριμένων αποφάσεων, το οποίο συνιστά εν τοις πράγμασι σοβαρότατη κανονική παράβαση.

Εάν βεβαίως, οι ενέργειες του Πατριαρχείου Μόσχας και η απόφαση που ελήφθη, επεκταθούν και σε άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, τότε πλέον θα πρόκειται από κανονικής πλευράς για ζήτημα «μείζονος σημασίας» και θα πρέπει να συγκληθεί Σύνοδος Προκαθημένων, προκειμένου να επιληφθεί του ζητήματος αυτού.

Η οποία μάλλον θα σηματοδοτήσει και την αποσαφήνιση όλων των συσσωρευμένων ενστάσεων και εντάσεων, που προκλήθηκαν μετά την παραχώρηση αυτοκεφάλου καθεστώτος στην Εκκλησία της Ουκρανίας.

Διότι, ο 2ος κανόνας της Β΄ Οικουμενικής είναι σαφής και δεν αφήνει περιθώρια ερμηνείας: «Τοὺς ὑπὲρ διοίκησιν ἐπισκόπους ταῖς ὑπερορίοις ἐκκλησίαις μὴ ἐπιέναι, μηδὲ συγχέειν τὰς ἐκκλησίας· ἀλλὰ κατὰ τοὺς κανόνας, τὸν μὲν Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπον, τὰ ἐν Αἰγύπτῳ μόνον οἰκονομεῖν· τοὺς δὲ τῆς Ἀνατολῆς ἐπισκόπους, τὴν Ἀνατολὴν μόνην διοικεῖν· φυλαττομένων τῶν ἐν τοῖς κανόσι τοῖς κατὰ Νίκαιαν πρεσβείων τῇ Ἀντιοχέων ἐκκλησίᾳ· καὶ τοὺς τῆς Ἀσιανῆς διοικήσεως ἐπισκόπους, τὰ κατὰ τὴν Ἀσιανὴν μόνον διοικεῖν· καὶ τοὺς τῆς Ποντικῆς, τὰ τῆς Ποντικῆς μόνον· καὶ τοὺς τῆς Θρᾴκης τὰ τῆς Θρᾳκικῆς μόνον οἰκονομεῖν. Ἀκλήτους δὲ ἐπισκόπους ὑπὲρ διοίκησιν μὴ ἐπιβαίνειν ἐπὶ χειροτονίᾳ, ἤ τισιν ἄλλαις οἰκονομίαις ἐκκλησιαστικαῖς. Φυλαττομένου δὲ τοῦ προγεγραμμένου περὶ τῶν διοικήσεων κανόνος, εὔδηλον ὡς τὰ καθ' ἑκάστην ἐπαρχίαν ἡ τῆς ἐπαρχίας σύνοδος διοικήσει, κατὰ τὰ ἐν Νικαίᾳ ὡρισμένα. Τὰς δὲ ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἔθνεσι τοῦ Θεοῦ ἐκκλησίας, οἰκονομεῖσθαι χρὴ κατὰ τὴν κρατήσασαν συνήθειαν τῶν Πατέρων».

Ας τύχει λοιπόν ο ανωτέρω κανόνας του σεβασμού που του αρμόζει. Διότι, τώρα, κρούεται η πόρτα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, αύριο ίσως του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αργότερα ίσως του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων με τα πολυάριθμα προσκυνήματα.

Ἴδωμεν.