Του Αλέξανδρου
Μασσαβέτα*
Η ολομέτωπη εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, χωρίς καν την προγενέστερη κήρυξη πολέμου, προκάλεσε διεθνή αγανάκτηση κατά του καθεστώτος Πούτιν. Στον πολιτικό αποτροπιασμό κατά του ρώσου δικτάτορα γρήγορα προστέθηκε η σθεναρή καταδίκη, από ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο, του Πατριάρχη Κυρίλλου. Ο Πατριάρχης Μόσχας «και πάσης Ρως» έσπευσε να ευλογήσει τα ρωσικά όπλα, στηρίζοντας –χωρίς ενδοιασμούς– την εισβολή και «ξεπλένοντας» τα εγκλήματα που την συνόδευσαν.
Πούτιν και
Κύριλλος βρίσκονται, από την ενθρόνιση του τελευταίου το 2009, σε σχέση αγαστής
συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης. Δικτάτωρ και Πατριάρχης προωθούν από κοινού
το ιδεολόγημα του «Ρωσικού
Κόσμου»: αυτό επιμένει πως Ρώσοι, Ουκρανοί και Λευκορώσοι αποτελούν «το
ίδιο έθνος» (ή, έστω, «αδελφά έθνη»), πως έχουν κοινή καταγωγή στην μεσαιωνική
Ρως και ανήκουν και σήμερα στην ίδια εκκλησία (το Πατριαρχείο «πάσης Ρως»). Οι
τρεις λαοί συναποτελούν, συνεπώς, ενιαίο πνευματικό χώρο. Ο «Ρωσικός Κόσμος»
προωθεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα τόσο του ρωσικού κράτους όσο και της ρωσικής
εκκλησίας. Όσο η δικαιοδοσία της δεύτερης διατηρείται επί Ουκρανών και
Λευκορώσων, διατηρείται επ’ αυτών και η επιρροή –πολιτισμική αλλά και πολιτική–
του Κρεμλίνου.
Συνεπώς, η
στάση του Κυρίλλου στον πόλεμο που η Ρωσία κήρυξε κατά της «αδελφής» Ορθόδοξης
Ουκρανίας ήταν, σε μεγάλο βαθμό, αναμενόμενη. Έβαλε, ωστόσο, φωτιά στα θεμέλια
της ίδιας του της εκκλησίας, μιας δήθεν «υπερεθνικής εκκλησίας» των Ανατολικών
Σλάβων. Σωστή επανάσταση ξέσπασε μεταξύ των πιστών και των ιερέων της
Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που υπάγεται στην Μόσχα: το μέλλον της είναι
αβέβαιο. Άλλες τοπικές εκκλησίες υπό την Μόσχα ετοιμάζουν την απόσχισή τους από
«την εκκλησία του Πούτιν». «Στάση» ιερέων ξέσπασε και στην ίδια την Ρωσία, ενώ
ενορίες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Διασπορά αυτομόλησαν στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Παράλληλα,
η ανεπιφύλακτη υιοθέτηση του ρωσικού νέο-ιμπεριαλισμού, που επιβάλλεται με τα
όπλα, τρομοκράτησε πολλούς προκαθημένους στον ορθόδοξο κόσμο: βίωσαν την
επιθετικότητα της Μόσχας ως απειλή για το μέλλον των εκκλησιών τους και της εν
γένει Ορθοδοξίας. Ακόμη κι εκείνοι που παραδοσιακά συστρατεύονταν με την Μόσχα,
τώρα είτε «κρατούν αποστάσεις» είτε στηλιτεύουν ανοικτά τον Κύριλλο.
Όλα αυτά
συμβαίνουν σε μια εποχή που το Πατριαρχείο Μόσχας έχει κηρύξει πόλεμο στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο, διεκδικώντας για τον εαυτό του τα «πρωτεία» και την
ηγεσία της Ορθόδοξης Οικουμένης. Αφορμή για τον ανοικτό πόλεμο στάθηκε ακριβώς
η Ουκρανία και η αναγνώριση,
το 2018, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της εκεί αυτοκέφαλης Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ουκρανίας. Στο πλαίσιο του πολέμου αυτού για την πρωτοκαθεδρία
στην Ορθοδοξία, που δίχασε τις κατά τόπους Ορθόδοξες εκκλησίες, ο συσχετισμός
ισχύος μεταξύ Μόσχας και Κωνσταντινούπολης έχει καθοριστική σημασία. Η εισβολή
στην Ουκρανία τον μετέβαλε σημαντικά, αλλάζοντας τις ισορροπίες υπέρ του
Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας και η
εκδίκηση της Μόσχας
Ύστερα από
αγώνα τριών περίπου δεκαετιών, που ξεκίνησε με την ανεξαρτησία της Ουκρανίας το
1991, το 2018 το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε να ικανοποιήσει το επίμονο
αίτημα των Ουκρανών για δημιουργία αυτοκέφαλης ουκρανικής εκκλησίας. Είθισται
κάθε ανεξάρτητο κράτος με συμπαγή ορθόδοξο πληθυσμό να έχει αυτοκέφαλη
εκκλησία, η οποία λειτουργεί στην τοπική γλώσσα.
Η
δημιουργία της στην Ουκρανία καθυστέρησε πολύ, ακριβώς λόγω της λυσσαλέας
αντίδρασης της Μόσχας: η ύπαρξη ενός ανεξάρτητου εκκλησιαστικού φορέα θα
ανταγωνιζόταν την πνευματική υπαγωγή των Ουκρανών στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
και την μέσω αυτής γεωπολιτική επιρροή της Ρωσίας στην χώρα. Η απώλεια της
δικαιοδοσίας της επί της Ουκρανίας θα έκανε τον τίτλο «πάσης Ρως» του
Πατριαρχείου Μόσχας να μοιάζει με απλή ευχή: η δικαιοδοσία του επί όλων των
Ανατολικών Σλάβων θα λάμβανε τέλος.
Επί
δεκαετίες ο Οικουμενικός θρόνος κώφευε στις εκκλήσεις των Ουκρανών, μην
θέλοντας να δυσαρεστήσει το Πατριαρχείο Μόσχας. Η κατάσταση στην Ουκρανία,
όμως, δεν μπορούσε να συνεχιστεί ως είχε. Από την ανεξαρτησία της χώρας
λειτουργούσαν εκεί δύο εκκλησίες, το «Πατριαρχείο Κιέβου» και η «Ουκρανική
Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία», που θεωρούντο σχισματικές καθώς δεν τύγχαναν
αναγνώρισης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις λοιπές ορθόδοξες εκκλησίες.
Ο αριθμός των πιστών τους, ωστόσο, ξεπερνούσε τον αριθμό όσων παρέμεναν στην
Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό την Μόσχα. Την κατάσταση επιδείνωσε η ρωσική
κατάληψη της Κριμαίας το 2014 και ο πόλεμος στο Ντονμπάς, καθώς πολλοί Ουκρανοί
αισθάνονταν πια «αφόρητη» την πνευματική τους υπαγωγή στην Μόσχα.
Όπως
αναφέρω στο βιβλίο μου «Η
Τρίτη Ρώμη», η Ρωσία προσπάθησε, με μια σειρά εκβιασμών και επιθετικών
ενεργειών, να αποτρέψει την δημιουργία αυτοκέφαλης εκκλησίας στην Ουκρανία. Ο
Πατριάρχης Κύριλλος μάλιστα απειλούσε τον Βαρθολομαίο πως η δημιουργία τέτοιου
φορέα θα οδηγούσε σε αιματοχυσία στην Ουκρανία. Υπό το φως των εξελίξεων, η
δήλωση του Κυρίλλου καταδεικνύει τις προθέσεις κράτους και εκκλησίας στην Μόσχα
να επιβάλει με τα όπλα τα γεωπολιτικά της συμφέροντα στην Ουκρανία.
Αψηφώντας
τις απειλές, το Οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε, τελικά, στην ίδρυση της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, που προήλθε από τη συνένωση –στην ουσία– των
δύο πρότερων ανεξάρτητων από την Μόσχα δομών («Πατριαρχείου Κιέβου» και
«Ουκρανικής Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας»). Η αντίδραση του Πατριαρχείου Μόσχας
ήταν άμεση:
διέκοψε την «ευχαριστιακή κοινωνία» (εκκλησιαστικό αντίστοιχο της διακοπής
διπλωματικών σχέσεων) με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και, εν συνεχεία, με κάθε
εκκλησία που αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (Εκκλησία της
Ελλάδος, Εκκλησία της Κύπρου, Πατριαρχείο Αλεξανδρείας). Η επιθετικότητα αυτή
της Μόσχας καταδεικνύει τη γεωπολιτική σημασία του εκκλησιαστικού ελέγχου της
Ουκρανίας από την Μόσχα.
Καθώς
μεσολάβησε η πανδημία, τα πράγματα «πάγωσαν» για σχεδόν τρία χρόνια. Στα τέλη
του 2021, λίγο πριν την εισβολή, το Πατριαρχείο Μόσχας έβαλε μπροστά σχέδιο
επίθεσης κατά των εκκλησιών που αναγνώρισαν το ουκρανικό αυτοκέφαλο. Στράφηκε
πρώτα κατά του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ανακοινώνοντας την ίδρυση ρωσικής
«Πατριαρχικής Εξαρχίας Αφρικής», στην οποία προσχώρησαν, σύμφωνα πάντα με την
Μόσχα, 102 κληρικοί του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Σε σχετική ανακοίνωσή του, το
Πατριαρχείο Μόσχας καθιστούσε σαφές πως η ίδρυση της ρωσικής εξαρχίας Αφρικής
ήταν συνέπεια της αναγνώρισης, από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο, της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Το μήνυμα
ήταν σαφές και επιθετικό: το Πατριαρχείο Μόσχας θα εισβάλει στην κανονική
επικράτεια όποιας εκκλησίας τολμήσει να αναγνωρίσει την αυτοκέφαλη της
Ουκρανίας. Σε ανακοίνωσή του, άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο ίδρυσης ρωσικών
εξαρχιών στην Τουρκία αλλά και στην Κύπρο και την Ελλάδα, μία «εισπήδηση» (εισβολή)
στις επικράτειες του Οικουμενικού θρόνου και των εκκλησιών Ελλάδος και Κύπρου.
Στην Ελλάδα, μια
τέτοια εξαρχία θα φιλοδοξούσε να αποσπάσει από την Εκκλησία της Ελλάδος
τους παλαιοημερολογίτες, αντιεμβολιαστές φανατικούς, τους παλιννοστούντες από
την πρώην ΕΣΣΔ και μονές του Αγίου Όρους γνωστές για την ρωσόφιλη στάση τους.
Παρότι δεν
πήραν θέση σχετικά, πολλές ορθόδοξες εκκλησίες φοβήθηκαν με την επιθετική αυτή
πολιτική. Εισέπραξαν το μήνυμα πως, αν ποτέ αμφισβητήσουν τις θέσεις και τις
φιλοδοξίες της Μόσχας, θα αποτελέσουν οι δικές τους εκκλησίες αντικείμενο
αντίστοιχης εισβολής.
Η «εκκλησία του Πούτιν»
Μεταξύ των
πολλών εξωφρενικών
ισχυρισμών που προέβαλε ο Πούτιν για να «νομιμοποιήσει» την εισβολή στην
Ουκρανία, ήταν πως το Κίεβο ετοίμαζε την «καταστροφή» της Ουκρανικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι τόσο ψευδής όσο και
εκείνος περί «καταπίεσης» ή «γενοκτονίας» των ρωσοφώνων της Ουκρανίας. Μετά την
δημιουργία της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας δεν σημειώθηκαν
εντάσεις, πόσο μάλλον περιστατικά βίας, μεταξύ των πιστών των εκατέρωθεν
εκκλησιών. Κάποιες ενορίες αποφάσισαν την μεταφορά τους από την εκκλησία της
Μόσχας στην αυτοκέφαλη και εκεί τελείωσε η «αναταραχή». Η πρώτη διατήρησε
σχεδόν όλους τους ναούς, τις μονές και τα περιουσιακά της στοιχεία – σε όλα
αυτά υπερτερεί σαφώς της αυτοκέφαλης εκκλησίας, παρότι έχει σαφώς πια μικρότερο
ποίμνιο.
Ο εν λόγω
ισχυρισμός του Πούτιν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της τακτικής του να
«προβάλλει» στην άλλη πλευρά πράξεις του ρωσικού καθεστώτος. Εν προκειμένω, οι
ρωσικές αρχές κατοχής στην Κριμαία και εκείνες των αυτονομιστών στο Ντονμπάς
εξαπέλυσαν σωστό διωγμό κατά της αυτοκέφαλης εκκλησίας, κατά των
Ελληνοκαθολικών (Ουνιτών) και άλλων δογμάτων. Σημειώθηκαν μέχρι και φόνοι
ιερέων άλλων δογμάτων. Αν ο ρώσος δικτάτορας πράγματι πίστευε πως οι
ρωσόφωνοι της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας θα υποδέχονταν τις ρωσικές
δυνάμεις ως «ελευθερωτές» και θα συνεργάζονταν μαζί τους, αντίκριζε –μέσα από
τα γυαλιά του «Ρωσικού Κόσμου»– μια απολύτως εσφαλμένη εικόνα της ουκρανικής
πραγματικότητας. Αντίστοιχα παραμορφωμένη αποδεικνύεται και η αντίληψη του
Κυρίλλου. Αν κάτι κινδυνεύει να διαλύσει την εκκλησία της Μόσχας στην Ουκρανία,
αυτό είναι η εισβολή και η ευλογία της από τον ίδιο.
Σημειωτέον
ότι το 2014 ο Κύριλλος δεν παρέστη στους πανηγυρισμούς που οργάνωσε το καθεστώς
Πούτιν για την προσάρτηση της Κριμαίας, ακριβώς για να κρατήσει τα προσχήματα
της «υπερεθνικής» εκκλησίας «πάσης Ρως». Έκτοτε, ωστόσο, η στάση του άλλαξε
σημαντικά και σήμερα εμφανίζεται απολύτως ταυτισμένος με την επιλογή του
Κρεμλίνου να επιβάλει τον «Ρωσικό Κόσμο» δια των όπλων. Το 2020 εγκαινίασε τον
καθεδρικό ναό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, στο «Άλσος του Πατριώτη» έξω από
την Μόσχα. Το κτίσμα, που θεωρείται το εμβληματικότερο της Ρωσίας του Πούτιν,
αφιερώθηκε στην 75η επέτειο του Mεγάλου Πατριωτικού Πολέμου και «στις νίκες του
ρωσικού λαού σε όλους τους πολέμους». Ψηφιδωτές παραστάσεις τιμούν, μεταξύ
άλλων, τις ρωσικές «επεμβάσεις» στην Ουγγαρία (1956) και την Πράγα (1968), την
Τσετσενία (1994-9 και 1999-2009), την Γεωργία (2008) και την Κριμαία (2014).
Ο
καθεδρικός ναός φαίνεται να θέλει να περάσει ένα
και μόνο μήνυμα: τα ρωσικά όπλα χαίρουν θείας προστασίας. Αυτό ήταν και το
μήνυμα του Κυρίλλου για την τωρινή εισβολή. Στις δηλώσεις του, έκανε σαφείς
αναφορές στο ιδεολόγημα του «Ρωσικού Κόσμου». Η «αλήθεια του Θεού»,
ισχυρίσθηκε, επιβάλλει την επανένωση Ρώσων, Ουκρανών και Λευκορώσων σε ενιαίο
«πνευματικό έθνος»· Ρώσοι και Ουκρανοί έχουν «κοινό πεπρωμένο». Τα ίδια ακριβώς
είχε
ισχυριστεί ο Πούτιν σε πραγματεία, που δημοσίευσε το καλοκαίρι του 2021, με
τίτλο «Περί ιστορικής ενότητας Ρώσων και Ουκρανών».
Ο Κύριλλος
μίλησε για «μεταφυσικό αγώνα» που ο «Ρωσικός Κόσμος» διεξάγει κατά της έκφυλης
Δύσης, της παραδομένης στον καταναλωτισμό και τον δικαιωματισμό. Η εισβολή,
ισχυρίστηκε, δεν είναι παρά ένα είδος «ιερού πολέμου» για την «Αγία Ρως».
Έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί
πως ο πόλεμος γίνεται ακριβώς ώστε να μην εξαναγκασθούν, υποτασσόμενες στην
Δύση, οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονμπάς να δεχθούν «παρελάσεις ομοφυλοφίλων»
στα εδάφη τους! Την Κυριακή της Ορθοδοξίας (13 Μαρτίου) δώρισε
εικόνα της Θεοτόκου στον αρχηγό της Εθνοφρουράς, ενώ αργότερα κάλεσε τους
Ρώσους στρατιώτες να «υπερασπισθούν την πατρίδα». Προφανώς, στην Μόσχα η
Ορθοδοξία έχει μετατραπεί σε όπλο που συνεπικουρεί την πολεμική μηχανή του
καθεστώτος.
Προφανώς,
στην Μόσχα η Ορθοδοξία έχει μετατραπεί σε όπλο που συνεπικουρεί την πολεμική
μηχανή του καθεστώτος. Ο ίδιος ο Κύριλλος ονομάστηκε από πολλούς1 περιπαικτικά
«ο Πατριάρχης του Ζ», από το γράμμα που χρησιμοποιούν τα ρωσικά στρατεύματα
στην Ουκρανία και που έγινε εμβληματικό της εισβολής.
Η «επανάσταση» στην εκκλησία του Πατριαρχείου
Μόσχας
Ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος καταδίκασε
απερίφραστα την ρωσική εισβολή. Το ίδιο, φυσικά, και ο μητροπολίτης
Επιφάνιος, προκαθήμενος της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας, που μίλησε
για «το πνεύμα του Αντιχρίστου» που σήμερα δρα δια του Πούτιν, όπως άλλοτε έδρασε
δια του Χίτλερ. Και ο προκαθήμενος όμως της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας υπό
το Πατριαρχείο Μόσχας έσπευσε να καταδικάσει αυτό που περιέγραψε ως «το έγκλημα
του Κάιν». Η λογική της «αδελφοκτονίας» παραπέμπει στην οπτική του «Ρωσικού
Κόσμου» περί «αδελφών εθνών» Ρώσων-Ουκρανών. Η καταδίκη της εισβολής, πάντως,
ήταν απερίφραστη, ενώ ο Ονούφριος κάλεσε, χωρίς υπεκφυγές, το ποίμνιό του να
προσευχηθεί για τον ουκρανικό στρατό, κράτος και έθνος.
Σε
αντίστοιχες δηλώσεις προέβησαν και οι μισοί περίπου μητροπολίτες της εν λόγω
εκκλησίας, ανάμεσά τους και πολλοί που, μέχρι την εισβολή, ήταν διαβόητοι για
την ακραία φιλορωσική τους στάση. Η εισβολή έφερε πολλά παράδοξα. Οι ρωσόφωνοι
στην νότια και την ανατολική Ουκρανία, ο πληθυσμός ακριβώς που ήταν πιο φίλα προσκείμενος
στην Ρωσία και παραδοσιακά ψήφιζε ρωσόφιλα, βρέθηκαν υπό τυφλούς βομβαρδισμούς.
Δεκάδες ναοί της προσκείμενης στην Μόσχα Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
χτυπήθηκαν. Μέσα σε λίγες μέρες, τα φιλορωσικά αισθήματα των ρωσοφώνων
μεταστράφηκαν ριζικά.
Όσο για την
Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία, αντιμετωπίζει εξέγερση «από την βάση», στο επίπεδο
της ενορίας. Πιστοί και ιερείς ξεσηκώθηκαν ζητώντας διακοπή των σχέσεων με τον
Κύριλλο, ενώ πολλοί ζητούν διακοπή σχέσεων εν γένει με το Πατριαρχείο Μόσχας.
Πολλοί ιερείς ανακοίνωσαν πως σταματούν να μνημονεύουν τον Κύριλλο στην
λειτουργία (στην Ορθοδοξία, η μνημόνευση του προκαθημένου δηλώνει την
πνευματική υπαγωγή της ενορίας σε εκείνον). Ομάδα ιερέων ζήτησε από τον
Ονούφριο, με ανοικτή επιστολή, να συγκαλέσει σύνοδο ώστε να αποφασιστεί ο
«χωρισμός» της εκκλησίας από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Προχωρώντας
παραπέρα, εκατοντάδες ιερείς απευθύνουν έκκληση για την παραπομπή του Κυρίλλου
σε εκκλησιαστικό δικαστήριο, ενώπιον συνόδου στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούν την
καταδίκη του «Ρωσικού Κόσμου» ως αίρεσης ασυμβίβαστης με την ορθόδοξη
διδασκαλία, αλλά και την καθαίρεση του Κυρίλλου από τον πατριαρχικό θρόνο. Σύμφωνα
με δημοσκόπηση στις αρχές Μαρτίου, το 52% των πιστών της Ουκρανικής
Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι υπέρ της ρήξης σχέσεων με το Πατριαρχείο Μόσχας, ενώ
μόνο 13% είναι υπέρ του υφιστάμενου status quo.
Όλες αυτές
οι πρωτοβουλίες είναι πολύ νωρίς για να υποθέσουμε πού θα καταλήξουν.
Καταδεικνύουν όμως την αγανάκτηση του ποιμνίου και των ιερέων μιας εκκλησίας
που θεωρούν, και δικαίως, πως ο Πατριάρχης της τους κήρυξε τον πόλεμο. Το μόνο
βέβαιο είναι πως η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίσει ως έχει.
Ο
μητροπολίτης Επιφάνιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας απηύθυνε
πρόσκληση στις ουκρανικές μητροπόλεις και μονές που παραμένουν υπό την
Μόσχα να προσχωρήσουν στην αυτοκέφαλη εκκλησία. Δεκάδες ενορίες και μία μονή το
έκαναν ήδη. Πολύ περισσότερες ανακοίνωσαν
την πρόθεσή τους να υπαχθούν απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σε κάθε
περίπτωση, η εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ουκρανία βιώνει μια
αιμορραγία πιστών, αναπόφευκτο αποτέλεσμα του πολέμου και ιδίως της στάσης του
Κυρίλλου.
Αίσθηση
προκάλεσε η κατάθεση σχεδίου νόμου στην ουκρανική βουλή για την απαγόρευση της
Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και την εθνικοποίηση της περιουσίας της. «Το
σχέδιο νόμου κατέθεσε η μοναδική βουλευτής του ακροδεξιού κόμματος Σβόμποντα,
σε μια προσπάθεια εκτίναξης της δημοτικότητάς του» εξηγεί ο Αντρίι Φερτ,
ερευνητής της θρησκείας και του εθνικισμού της Ακαδημίας Μοχίλα του Κιέβου. Το
σχέδιο νόμου έγινε δεκτό προς συζήτηση, αλλά είναι πολύ αμφίβολο αν θα
υπερψηφιστεί. Δεν έχει την στήριξη ούτε του προέδρου Ζελένσκι ούτε κανενός
μέλους της κυβέρνησης. «Η απαγόρευση θρησκευτικής οργάνωσης δεν είναι δυνατή
υπό την υπάρχουσα ουκρανική νομοθεσία» τονίζει ο Φερτ.
«Δεν πρέπει
να γίνουμε σαν την Ρωσία» δήλωσε
ο θεολόγος Ίχορ Κοζλόβσκι. «Έχουμε ήδη επιλέξει άλλες αξίες». Μια τέτοια
απαγόρευση θα έφερνε το αντίθετο αποτέλεσμα, ενώ θα ενίσχυε το ρωσικό αφήγημα
περί «διωγμών». Κατά τον Φερτ, είναι πολύ πιο λογική η παραπομπή τυχόν στελεχών
της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας που εκφράστηκαν υπέρ της εισβολής σε δίκη
για συνεργασία με τον εχθρό. «Κάθε περίπτωση χρήζει ατομικής αντιμετώπισης»
τονίζει ο ερευνητής, προειδοποιώντας ότι πρέπει να αποφευχθεί οποιαδήποτε
υπόνοια «συλλογικής ευθύνης» των ιερέων και, πόσο μάλλον, των πιστών της εν
λόγω εκκλησίας.
Στο μεταξύ,
κάθε ρωσική βόμβα, κάθε θάνατος Ουκρανού, στρατιώτη ή αμάχου, είναι βόμβα στα
θεμέλιά της. Κάθε μέρα που περνά, προσθέτοντας νεκρούς και καταστροφές, κάνει
την επιβίωση μιας «ρωσικής» εκκλησίας στην Ουκρανία ολοένα και πιο αμφίβολη.
Η διεθνής απαξίωση του Πατριαρχείου Μόσχας
Δεν είναι
μόνο οι πιστοί και στελέχη της εκκλησίας του στην Ουκρανία που ξεσηκώθηκαν κατά
του Κυρίλλου. Εκατοντάδες ιερείς στην ίδια την Ρωσία διαμαρτυρήθηκαν για την
εισβολή και τα εγκλήματα κατά των αμάχων, υπογράφοντας
την διακήρυξη «Ιερείς για την Ειρήνη». Σε αυτήν στηλιτεύουν τις
«δολοφονικές διαταγές» που εκτελούνται στην Ουκρανία. Οι προκαθήμενοι των
υπαγόμενων στο Πατριαρχείο Μόσχας εκκλησιών στην Ουκρανία, Μολδαβία και
Λιθουανία αρνήθηκαν
να παραστούν στις εργασίες της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας τον
Μάρτιο, εκφράζοντας έτσι τον θυμό και την αποδοκιμασία τους.
Η
Λιθουανική Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί μητρόπολη του Πατριαρχείου Μόσχας. Ο
μητροπολίτης Βίλνιους Ιννοκέντιος προέβη
σε αυστηρότατες δηλώσεις κατά του Κυρίλλου. «Ο Πατριάρχης Κύριλλος κι εγώ
έχουμε διαφορετικές πολιτικές απόψεις και αντίληψη της επικαιρότητας. Οι
δηλώσεις του για τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι η προσωπική του γνώμη. Εμείς
στην Λιθουανία διαφωνούμε». Συνέχισε: «Θέλω να πω, ειλικρινά, πως εμείς, οι
Ορθόδοξοι της Λιθουανίας, έχουμε την ευκαιρία να αποφασίσουμε ελεύθερα για τις
εσωτερικές υποθέσεις της εκκλησίας μας και θα αγωνιστούμε για ακόμη μεγαλύτερη
ανεξαρτησία, που πιστεύουμε πως ο Κύριος θα μας χαρίσει εν ευθέτω χρόνω.» Ο
Ιννοκέντιος επιθυμεί να εγκαταλείψει το Πατριαρχείο Μόσχας. «Ζούμε σε μία δημοκρατική
χώρα. Η Λιθουανία δεν είναι Ρωσία. Είναι […] διαφορετική κοινωνία με δικό της
πνευματικό και ηθικό κλίμα.»
Την υπαγωγή
τους στην Μόσχα επανεξετάζουν και ενορίες της ρωσικής εκκλησίας στην διασπορά.
Οι ιερείς εκείνης του Άμστερνταμ αποφάσισαν ομόφωνα να σταματήσουν την
μνημόνευση του Κυρίλλου. Δέχθηκαν καταιγισμό απειλών από την ρωσική ιεραρχία
της Ολλανδίας και την εκεί ρωσική πρεσβεία. «Άγνωστοι» ζωγράφισαν ένα «Ζ» στην
είσοδο του ναού. Οι απειλές ώθησαν τους ιερείς να εγκαταλείψουν
το Πατριαρχείο Μόσχας και να υπαχθούν στο Οικουμενικό.
Το κύρος
της ρωσικής εκκλησίας καταρρακώθηκε εντός του ορθόδοξου κόσμου, αλλά και πέραν
αυτού. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κάλεσε τον Κύριλλο να «υψώσει την φωνή
του» για τον τερματισμό του πολέμου. Εκείνος απήντησε πως για τον πόλεμο δεν
ευθύνονται οι ρωσικές αρχές, αλλά «ξένα κέντρα» που απειλούσαν τα πολιτικά και
πνευματικά σύνορα της Ρωσίας. Επανέλαβε
τον πάγιο ισχυρισμό του, ότι πίσω από την δημιουργία αυτοκέφαλης εκκλησίας
στην Ουκρανία βρίσκονται οι Αμερικανοί. Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών
δέχθηκε καταιγισμό αιτήσεων για την αποβολή του Πατριαρχείου Μόσχας.
Η στάση του
Κυρίλλου ανάγκασε πολλούς θεολόγους να αντιδράσουν, ωθώντας την απανταχού
Ορθοδοξία σε μια επώδυνη ενδοσκόπηση. Ομάδα ορθόδοξων θεολόγων, με πρωτοβουλία
του Πανεπιστημίου Φόρνταμ της Νέας Υόρκης και της Ακαδημίας Θεολογικών Σπουδών
του Βόλου, δημοσίευσαν την «Διακήρυξη για την
διδασκαλία περί “Ρωσικού Κόσμου”». Οι υπογράφοντες εγκαλούν το Πατριαρχείο
Μόσχας πως «κατευθύνει τους πιστούς να προσευχηθούν με τρόπο που προωθεί,
ενεργά, την εχθρότητα». Στηλιτεύουν το ιδεολόγημα του «Ρωσικού Κόσμου» ως
«μορφή ορθόδοξου εθνοφυλετικού θρησκευτικού φονταμενταλισμού».
Οι
υπογράφοντες την διακήρυξη «καταδικάζουμε ως μη ορθόδοξη και απορρίπτουμε κάθε
διδασκαλία που αποδίδει θεϊκή προέλευση ή εξουσία, ιδιαίτερη ιερότητα ή
καθαρότητα σε οποιαδήποτε μεμονωμένη τοπική, εθνική ή εθνοτική ταυτότητα ή
χαρακτηρίζει οποιονδήποτε πολιτισμό ως ξεχωριστό ή φέροντα το θείο χρίσμα, είτε
πρόκειται για τον ελληνικό, ρουμανικό, ρωσικό, ουκρανικό ή οποιοδήποτε άλλον».
Εκκλησίες-συνοδοιπόροι εγκαταλείπουν την Μόσχα
Εκβιάζοντας,
εκφοβίζοντας και εξυμνώντας την ένοπλη βία, το Πατριαρχείο Μόσχας έστρεψε
εναντίον του ακόμη και εκκλησίες που, μέχρι την εισβολή, ευθυγραμμίζονταν
απολύτως μαζί του. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας ήταν μία από αυτές. Ο νυν
προκαθήμενός της, Μητροπολίτης Σάββας, υπήρξε συνεργάτης
των πολωνικών υπηρεσιών ασφαλείας επί κομμουνισμού. Σύμφωνα με αποκαλύψεις
του πολωνικού τύπου, η εκκλησία του έλαβε, λίγο πριν την ρωσική εισβολή,
σημαντική δωρεά από ρωσικό πολιτιστικό ίδρυμα, χρηματοδοτούμενο από την κρατική
υπηρεσία ατομικής ενέργειας της Ρωσίας, Rosatom.
Στις
αρχικές του δηλώσεις για την εισβολή, ο Σάββας υπήρξε ασαφής, ενώ απέφυγε κάθε
κριτική προς την Μόσχα. Κι εδώ η αντίδραση ήλθε από την «βάση», από το ποίμνιο
και τους επισκόπους. Σε μια χώρα που κατακλύστηκε από σχεδόν τρία εκατομμύρια
ουκρανούς πρόσφυγες, και όπου κυβέρνηση και κοινωνία στηρίζουν πλησίστια τους
Ουκρανούς, η στάση του μετεστράφη. Ενόψει της επικείμενης τότε επίσκεψης του
Οικουμενικού Πατριάρχη στην Πολωνία, συνεκλήθη σύνοδος των επισκόπων της
Ορθόδοξης Εκκλησίας της Πολωνίας που καταδίκασε την εισβολή και κάλεσε τον
Πούτιν να σταματήσει την «αδελφοκτονία». Πάραυτα, η πρόσβαση στον επίσημο
ιστότοπο της εν λόγω εκκλησίας απαγορεύθηκε στην
Ρωσία.
Τόσο το
ποίμνιό του, όσο και η κυβέρνηση της Πολωνίας, θα πιέσουν τον Σάββα να
αναγνωρίσει την αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας, αλλά και να δώσει
τέλος στην ευθυγράμμισή του με την Μόσχα.
Δραματικότερη
υπήρξε η μεταστροφή του Πατριαρχείου Γεωργίας. Η χώρα, το 20% της επικράτειας
της οποίας (Αμπχαζία-Νότια Οσετία) βρίσκεται υπό ρωσική κατοχή, αντιμετωπίζει
σοβαρή πολιτική κρίση λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η πρόεδρος
Σαλομέ Ζουραμπισβίλι στηρίζει με συνεχείς δηλώσεις και πρωτοβουλίες τους
Ουκρανούς. H κυβέρνηση του Ιράκλι Γκαριμπασβίλι, από την άλλη, δεν έχει
εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας και εμμένει στον «κατευνασμό» του
Κρεμλίνου. Έντρομη, ωστόσο, με την πιθανότητα να ξαναβρεθεί η Γεωργία «μόνη»
απέναντι στην Ρωσία, όπως το 2008, η κυβέρνηση Γκαριμπασβίλι υπέβαλε
«κατεπειγόντως» την αίτηση για ένταξη της χώρας στην ΕΕ, που ήταν
προγραμματισμένη για το 2024.
Ο
ογδονταεννιάχρονος Πατριάρχης Ίλια παρέμενε πιστός συνοδοιπόρος της Μόσχας.
Γνωρίζει πως το Πατριαρχείο Μόσχας μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να απορροφήσει τις
μητροπόλεις του πατριαρχείου του στην Αμπχαζία και Νότια Οσετία. Εκτός αυτού, η
ιδεολογία συνιστά έναν ακόμη λόγο συμπόρευσης: τόσο ο Ίλια όσο και μεγάλο μέρος
του γεωργιανού κλήρου εμφορείται από ακραία οπισθοδρομικές θέσεις στα κοινωνικά
ζητήματα και από την υστερία έναντι των «έκφυλων» ελευθεριών της Δύσης και του
«οικουμενισμού».
Ο Ίλια
υπήρξε, ωστόσο, ο πρώτος προκαθήμενος ορθόδοξης εκκλησίας που κάλεσε για την
παύση των εχθροπραξιών στην Ουκρανία. Αν προτίθετο να τηρήσει «χλιαρή» στάση, η
κατάσταση ξέφυγε από τα χέρια του. Μητροπολίτες του πατριαρχείου, στην Γεωργία
και την διασπορά, καταδίκασαν την Ρωσία και τον Πούτιν, ενώ εξέφρασαν αμέριστη
στήριξη στους Ουκρανούς. Πολλοί μητροπολίτες κάλεσαν
για την αναγνώριση της αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Στον χορό
των δηλώσεων αυτών, με κύριο αποδέκτη τον πατριάρχη Ίλια, προστέθηκε και εκείνη
της προέδρου Ζουραμπισβίλι. Στις 25 Μαρτίου, η Ζουραμπισβίλι παρέστη στους
εορτασμούς για την επέτειο της αποκατάστασης του Πατριαρχείου Γεωργίας, το
1917. Δήλωσε
πως «χωρίς την αποκατάσταση της αυτοκέφαλης εκκλησίας της είναι αμφίβολο αν η
Γεωργία θα είχε πετύχει την ανεξαρτησία της». Παρατήρησε πως «σήμερα γεννιέται
ένα δυνατό, ελεύθερο ουκρανικό έθνος» και πρόσθεσε πως, σε εύλογο χρόνο, θα
έπρεπε να αναγνωρισθεί το αυτοκέφαλο της ουκρανικής εκκλησίας, καθώς «η Ρωσία
έχει χάσει κάθε ηθικό δικαίωμα να μοιράζεται την κοινή πίστη με οποιαδήποτε
άλλη ορθόδοξη εκκλησία.»
Η πρόεδρος
και οι μητροπολίτες εκφράζουν, εν προκειμένω, τα αισθήματα της συντριπτικής
πλειονότητας των πολιτών. Γνωρίζοντας πολύ καλά τι σημαίνει ρωσική κατοχή, οι
Γεωργιανοί πήραν μαζικά τους δρόμους να συμπαρασταθούν στους Ουκρανούς. Η στάση
της κυβέρνησης προκάλεσε την λαϊκή αγανάκτηση, μετατρέποντας τις διαδηλώσεις σε
αντικυβερνητικές. Το κυβερνών κόμμα έφθασε στο σημείο να προσφύγει
κατά της Ζουραμπισβίλι του συνταγματικού δικαστηρίου, κατηγορώντας την για
υπέρβαση των συνταγματικών της εξουσιών.
Καλά
πληροφορημένες πηγές τονίζουν πως το Πατριαρχείο Γεωργίας θα είναι η επόμενη
εκκλησία της ορθόδοξης οικουμένης που θα αναγνωρίσει την αυτοκέφαλη Ορθόδοξη
Εκκλησία της Ουκρανίας. Η συντριπτική πλειονότητα των ιεραρχών της τάσσεται
υπέρ της αναγνώρισης, ενώ το θέμα δεν αποκλείεται να
τεθεί στην επόμενη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της, που θα πραγματοποιηθεί
πιθανότατα τον Μάιο.
Η αλλαγή των ισορροπιών υπέρ του Οικουμενικού
θρόνου
Μόλις τον
Ιανουάριο, το Πατριαρχείο Μόσχας φοβέριζε πως θα εισβάλει στην κανονική
επικράτεια κάθε εκκλησίας που αναγνώρισε την αυτοκέφαλη ουκρανική. Σήμερα,
είναι προφανές πως θα δώσει μάχη για να διατηρήσει την δική του υπερόρια
επικράτεια, ιδίως στην Ουκρανία αλλά όχι μόνο εκεί. Ρώσοι αναλυτές εκτιμούν πως
η ρωσική εκκλησία ήδη έχασε την Ουκρανία, ενώ η έξοδος των πιστών της προς το
Οικουμενικό Πατριαρχείο θα συνεχίσει.
Η εικόνα
της ρωσικής Ορθόδοξης εκκλησίας σήμερα, ταυτισμένης με ένα ολοκληρωτικό
καθεστώς και δακτυλοδεικτούμενης, θυμίζει εκείνη των αρχών της δεκαετίας του
1920. Τότε η ρωσική εκκλησία έχασε όλες της τις δομές εκτός ΕΣΣΔ, ενώ καμία
ορθόδοξη εκκλησία δεν ήθελε σχέσεις με την «εκκλησία των Μπολσεβίκων»,
στελεχωμένη με ανδρείκελα του καθεστώτος. Σήμερα, καμία ορθόδοξη εκκλησία δεν
θέλει στενές σχέσεις με την «εκκλησία του Πούτιν». Η μπότα των ρώσων εισβολέων
συνέτριψε όχι την Ουκρανία, αλλά τα νέο-αυτοκρατορικά οράματα του «Ρωσικού
Κόσμου» και τις φιλοδοξίες της Μόσχας για την πρωτοκαθεδρία της Ορθοδοξίας.
Αυτή σήμερα ηχεί σαν κακόγουστο αστείο.
Στον
αντίποδα, η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου εμφανίζεται πολύ ενισχυμένη. Η
εισβολή κατέδειξε την απειλή που ο εθνικισμός του «Ρωσικού Κόσμου» συνιστά για
όλη την Ορθοδοξία. Κατέδειξε πόσο ορθή και αναπόφευκτη ήταν η δημιουργία
αυτοκέφαλης εκκλησίας στην Ουκρανία. Ο αριθμός των Ορθοδόξων εκκλησιών που την
αναγνωρίζουν σύντομα θα αυξηθεί. Ο γεωπολιτικός χάρτης της Ορθοδοξίας άλλαξε
και θα συνεχίσει να αλλάζει σημαντικά υπέρ του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
* Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε
νομικά στην Αθήνα και το Cambridge. Έζησε νομαδικά με βάση του την Πόλη από το
2003 ως το 2015. Κατά την εκεί παραμονή του έγραψε δύο βιβλία για την
Κωνσταντινούπολη («Η Πόλη των Απόντων», Πατάκης 2011 και «Διαδρομές στο Φανάρι,
τον Μπαλατά και τις Βλαχερνές», Ιστός Πόλης 2013) και ένα για την Μικρά Ασία
(«Το Παλίμψηστο της Μνήμης», Πατάκης 2015), ενώ συνεργάσθηκε με ελληνικά και
ξένα έντυπα. Σήμερα συνεχίζει την νομαδική του ύπαρξη, με βάση την γενέτειρά
του. Τα τελευταία του βιβλία: «Κωνσταντινούπολη. Στις άγνωστες γειτονιές του
Κερατίου», Πατάκης 2017, και «Η Τρίτη Ρώμη. Η Μόσχα και ο θρόνος της
ορθοδοξίας», Πατάκης 2020.