Του Ιεροδιακόνου Ραφαήλ Μισιαούλη*
Aπό την ημέρα,
που ξεκίνησε το «Ουκρανικό Ζήτημα» στις τάξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχουν
γίνει κατακλυσμιαίες αλλαγές στις διεκκλησιαστικές σχέσεις. Οι ποικιλόμορφες
αλλαγές και εξελίξεις, που βιώνουμε από την ημέρα εκείνη, οδηγούν από μόνες
τους στην κατάληξη και ολοκλήρωση του όλου Ζητήματος σε μία και μόνο κατεύθυνση,
αυτή της δικαίωσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Τα βασικά νέα στοιχεία και εξελίξεις, που οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα είναι τα εξής:
Α. Ο
πόλεμος στην Ουκρανία και η απόσχιση του Μητροπολίτη Ονουφρίου από το
Πατριαρχείο Μόσχας, ασχέτως κινήτρων, πολιτικών ή συναισθηματικών, λόγω του
πολέμου, έχουν τοποθετήσει ταφόπετρα στο θέμα της επιδιωκόμενης ενότητας, που η
οποιαδήποτε ουδετερότητα στο θέμα κάποτε θα μπορούσε να εξυπηρετήσει.
Β. Η παρουσίαση
νέων στοιχείων, που αποδεικνύουν την αποστολική διαδοχή των αναγνωρισμένων και
αποκατεστημένων Ουκρανών Αρχιερέων, δεν αφήνει πλέον περιθώρια θεολογικής
αμφισβήτησης της κανονικής αξίας της ιεροσύνης τους.
Γ. Η
έκκλητος[1](Κανόνες
9 και 17 της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου) στον Ορθόδοξο κόσμο, σε σχέση με το
Ουκρανικό, έτυχε αντιμετωπίσεως με δύο τρόπους: Με τον πρώτο τρόπο αντιμετωπίστηκε
ως αναφαίρετο δικαίωμα και μοναδικό προνόμιο του Οικουμενικού Πατριάρχου να
εκδικάζει έκκλητες προσφυγές από άλλες Εκκλησίες. Με τον δεύτερο τρόπο, τον οποίο
ακούσαμε και αναγνώσαμε την περίοδο του Ουκρανικού Ζητήματος, θεωρήθηκε το
προνόμιο αυτό της εκκλήτου αφορά μόνο στις περιοχές της δικαιοδοσίας του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ο Καταστατικός Χάρτης απλώς επιβεβαίωσε τους Κανόνες
της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εμείς, ως Εκκλησία της Κύπρου, σαφώς και αποδεκτήκαμε
την πρώτη τοποθέτηση, η οποία αποτελεί και την κανονική θέση του Οικουμενικού
Πατριαρχείου[2]. Αυτό,
άλλωστε, υποδηλοί με τον πιο απλό, διαφανή και ξεκάθαρο τρόπο την αποδοχή και η
εισαγωγή της εκκλήτου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον νέο Καταστατικό Χάρτη
της Εκκλησίας της Κύπρου. Η εισαγωγή αυτή στον Καταστατικό Χάρτη έγινε με τη
σύμφωνη γνώμη όλων των Μελών της Ιεράς Συνόδου, τα οποία και σήμερα απαρτίζουν
την Ιερά μας Σύνοδο.
Όσον αφορά στη
δυνατότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αποδώσει Αυτοκεφαλία μετά τις 11
Οκτωβρίου 2018, αυτό δικαιολογείται, αφού, μαζί με την αποκατάσταση στην ιεροσύνη
ανακάλεσε το Γράμμα του Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄, με το οποίο ο Πατριάρχης
Μόσχας χειροτονούσε αυτόν, που εκλέγει η κληρικολαϊκή σύναξη του Κιέβου, υπό
τον όρο, ότι θα μνημόνευε ο Κιέβου εν πρώτοις τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Άρα, με την ανάκληση του Γράμματος αυτού, διεκόπη η διοικητική σχέση της Μόσχας
με το Κίεβο.
Ως εκ
τούτου, τα τρία βασικά στοιχεία (α. της ενότητας των Ορθοδόξων, β. της
δυνατότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου να επαναφέρει την Εκκλησία της
Ουκρανίας στην πλήρη δικαιοδοσία του, και γ. η κανονικότητα της αναγνώρισης των
Ουκρανών Αρχιερέων), τα οποία, κατά την εποχή εκείνη, που συζητείτο το θέμα,
οδήγησαν σε στάση ουδετερότητας την Εκκλησία της Κύπρου, σήμερα δεν ισχύουν.
Άρα, σύμφωνα με τις νέες εξελίξεις και στοιχεία που έχουμε ενώπιόν μας, σήμερα γίνεται
αντιληπτή. Στην απόφαση αυτή της Ιεράς
Συνόδου της Αγιωτάτης και Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου, αποφασίστηκε η
μνημόνευση του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου και πάσης Ουκρανίας κ.
Επιφανίου, ως κανονικού Προκαθημένου της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αυτόματα αυτό
συνεπάγεται και αναγνώριση του κράτους της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της
Ουκρανίας με Προκαθήμενό της τον Μητροπολίτη Επιφάνιο. Τούτων λεχθέντων είμαστε
βέβαιοι ότι ο Μακαριώτατος κ. Επιφάνιος θα προσπαθήσει την έναρξη ενός νέου
διαλόγου με τον Μητροπολίτη Ονούφριο και τους συν αυτώ Αγίους Αρχιερείς, έτσι
ώστε το θέμα να λυθεί ειρηνικά από τους ίδιους τους Ουκρανούς.
Αυτό
ουδόλως μειώνει την αρχιερατική αξία του Μητροπολίτου Ονουφρίου, ο οποίος
δικαίως αναγνωρίζεται ως ένας ενάρετος Ιεράρχης. Προσωπικά θεωρώ, ότι, εάν
συμμετείχε στην Ενωτική Σύνοδο, τον Δεκέμβριο του 2018, στην οποία ο
Οικουμενικός Πατριάρχης του προσέφερε τη δυνατότητα συμμετοχής και εκλογής του
στον θρόνο του Κιέβου, ίσως να ήταν
διαφορετικά τα πράγματα σήμερα.
Το άρθρο
μου αυτό το αφιερώνω στον Παναγιώτατο Οκουμενικό Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο, με
πολύ σεβασμό, καρδιακή αγάπη και αφοσίωση, θέλοντας να τοποθετήσω τα πράγματα
στη θέση τους, έτσι όπως μου τα επανατοποθέτησε μέσα στη συνείδησή μου η
αλήθεια και οι εξελίξεις, τις οποίες προανέφερα.
Προβαίνω σε
αυτή την κίνηση, διότι μετά την τελευταία επίσκεψή μας στο Φανάρι, συνοδεύοντας
τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μου Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα, ομολογώ ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης μάς
συμπεριφέρθηκε ως γνήσιος πνευματικός πατέρας, ο οποίος πονεί, ανησυχεί και
ενδιαφέρεται για όλους τους Ορθοδόξους.
Πάντοτε,
όταν γράφω, γράφω με γνώμονα την αλήθεια και την αγάπη για την Εκκλησία. Και η
αλήθεια στο θέμα του Ουκρανικού Ζητήματος είναι, ότι οι εξελίξεις και οι
παρενέργειες του πολέμου, όπως και οι νέες μελέτες, οι οποίες διαλύουν τις
υποψίες για ενέργειες αναγνώρισης αχειροτονήτων και αυτοχειροτονήτων, πλέον δεν
μπορούν να αγνοηθούν.
Ομολογώ,
ότι πηγαίνοντας στο Φανάρι είχα προβληματισμούς και επιφυλάξεις σε σχέση με το
ζήτημα, σύμφωνα με τα δεδομένα, που είχα στην κατοχή μου τη δεδομένη εκείνη
στιγμή. Το μοναδικό πράγμα, που με παρηγορούσε, ήταν η διαβεβαίωση του
Μητροπολίτου μου, ότι στο Φανάρι θα είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε την αλήθεια
σε όλες της τις διαστάσεις και να λύσουμε όλες μας τις απορίες, γεγονός που
τελικά επιβεβαιώθηκε με ακρίβεια, όπως ο ίδιος το αισθανόταν ότι θα γίνει.
Ιδιαίτερα
έντονη και σημαντική ήταν η συμπάθεια και κατανόηση του Πατριάρχου προς τις
ανησυχίες μας και καταλυτικές οι απαντήσεις και τα στοιχεία που μας παρέθεσε. Ιδιαίτερα
η πρόσφατη και άρτια θεολογικά κατοχυρωμένη μελέτη του Αρχιγραμματέως της Αγίας
και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Αρχιμανδρίτου Γρηγορίου
Φραγκάκη, ξεκαθάρισε το θέμα των αναγνωρισμένων χειροτονιών, τόσο του
Μητροπολίτου Επιφανίου, όσο και του Μητροπολίτου Μακαρίου Μαλέτιτς. Οι
καταβολές χειροτονίας του Μακαρίου προέρχονται από τον Μιστισλάβ, τον Φιλάρετο
και τον Ιωάννη Μποτναρτσούκ.
Ως εκ
τούτου, ως γνήσιος Κληρικός της Αγιωτάτης και Αποστολικής Εκκλησίας της Κύπρου,
πείθομαι και συντάσσομαι με τις αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας μας, όπως,
άλλωστε, έπραξε και ομολόγησε σε συνέντευξή του ο Μητροπολίτης μου Ταμασού Ησαΐας
στην τοπική Κυπριακή Εφημερίδα «Φιλελεύθερος», με ημερομηνία 6 Αυγούστου 2022,
εκζητώ ταπεινώς τις πολύτιμες ευχές του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Η Εκκλησία της Κύπρου, έστω και με
περιπετειώδη τρόπο, απέδειξε, ως σωστά όφειλε, ότι εναρμονίζεται και
συμπορεύεται, για μια ακόμη φορά, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και υποστηρίζει
το μαρτυρικό Φανάρι, που αγωνίζεται μέσα σε αντίξοες συνθήκες να επιβιώσει και
να διατηρήσει τον θησαυρό της Ορθόδοξης Θεολογίας και μαρτυρίας σε όλη την οικουμένη.
Η αναγνώριση του Μητροπολίτη Κιέβου
Επιφανίου, ως του Προκαθημένου της 15ης Ορθοδόξου Αυτοκέφαλης
Εκκλησίας, αποτελεί γεγονός μη αναστρέψιμο.
Με τα γραφόμενά μου αυτά απευθύνω το
καλογερικό «ευλόγησον», τόσο στον Παναγιώτατο, όσο και στον Προκαθήμενο της
Εκκλησίας μας, πολιό Αρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο, διαβεβαιώνοντάς τους,
ότι η αγάπη και ο σεβασμός μας θα είναι πάντοτε αδιάπτωτα προς το σεπτό πρόσωπό
τους.
Εύχομαι στον Τριαδικό Θεό, όπως η
γραφίδα μου αναπαύσει τον Παναγιώτατο και τη συνοδεία του, οι οποίοι διακρατούν
και διασφαλίζουν τις Θερμοπύλες της Ορθοδοξίας απροσπέλαστες από τους ενίοτε
εσωτερικούς και εξωτερικούς πειρασμούς της.
[1] Ιωάννη
Ε. Καστανά, Το Έκκλητον ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Εκκλησία της
Κύπρου, Κεφάλαιο Τέταρτο: «Το
προνόμοιο στα καταστατικά κείμενα της Εκκλησίας της Κύπρου», εκδόσεις Hippasus, (σσ. 75-91).
[2] Καταστατικός
Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου, Άρθρο 81, σ. 53.
*Ο π. Ραφαήλ Μισιαούλης είναι Ιεροδιάκονος της Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής της Εκκλησίας της Κύπρου.