1. Το παρακάτω κείμενο συντάχθηκε
το έτος 2007 από την Αδελφότητα της Ιεράς Μονής Ρουστίκων, σύμφωνα με τη
βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος.
2. Το φωτογραφικό υλικό είναι του
έτους 2007. Έκτοτε έχουν επέλθει μεταβολές λόγω ανακαινιστικών εργασιών που
έχουν πραγματοποιηθεί.
Μόλις εἴκοσι χιλιόμετρα ἀπό τό Ῥέθυμνο βρίσκεται
τό χωριό Ῥούστικα - σήμερα
διαμέρισμα τοῦ Δήμου Νικηφόρου
Φωκᾶ - καί στό νοτιοδυτικό
του ἄκρο, ἐπάνω σε μικρό
βραχῶδες ὕψωμα και μέσα σ’
ένα κατάφυτο τοπίο, ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, μία ἀπό τίς πλέον ἱστορικές τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ῥεθύμνης καί Αὐλοποτάμου.
Ἀπό τό Μοναστήρι ἡ θέα εἶναι πανοραμική. Ἐκτείνεται σέ ὅλο τό βορειοδυτικό
τμῆμα τοῦ νομοῦ Ῥεθύμνης μέχρι
καί τοῦ κόλπου τῆς Σούδας. Ἡ Κεντρική Πύλη,
πού βρίσκεται στά βόρεια, ὁδηγεῖ στή μεγάλη αὐλή τῆς Μονῆς, πού εἶναι ὁλόκληρος βράχος
πάνω στόν ὁποῖο ἔχει κτιστεῖ τό Καθολικό, ἕνας Ναός τριμάρτυρος,
ἀφιερωμένος στήν Ἁγία Τριάδα, στήν
Ἁγία Ζώνη καί
στόν Προφήτη Ἠλία. Ἀνέκαθεν ὅμως εἶναι γνωστός
κυρίως ὡς Ναός τοῦ Προφήτου Ἠλιού, τοῦ Ἐφόρου καί Προστάτου
τῆς Μονῆς.
Τό ἀρχιτεκτονικό
σχέδιο τοῦ σημερινοῦ Καθολικοῦ προσαρμόζεται
πρός τό γνωστό τύπο τῆς τρίκλιτης
βασιλικῆς, ἡ ὁποῖα ὅμως ἔχει ἕνα τροῦλλο καί μία μόνο
ἁψῖδα Ἱεροῦ. Στό μεγαλύτερο
μέρος του ὁ Ναός εἶναι κτισμένος μέ
πελεκητές ἀσβεστολιθικές
πέτρες. Ἐσωτερικά ἔχει δύο
κιονοστοιχίες, οἱ ὁποῖες τόν διαιροῦν στά τρία
κλίτη. Τό δάπεδο τοῦ ἱεροῦ εἶναι κατά τρεῖς βαθμίδες ὑπερυψωμένο τοῦ κυρίως Ναοῦ, ἐνῶ στό θόλο εἰκονίζεται ὁ Παντοκράτωρ, ἔργο τοῦ Ῥεθύμνιου ζωγράφου
Γαλληνοῦ τό 1905. Τά
ξυλόγλυπτα τοῦ Καθολικοῦ εἶναι ἐξαιρετικῆς τέχνης. Ἀπό αὐτά ἀναφέρουμε: τόν ἄμβωνα (1849),
τόν ἐπισκοπικό Θρόνο
(1849), ἕνα ὡραιότατο εἰκονοστάσι
(προσκυνητάρι) μέ τήν εἰκόνα τοῦ Προφήτη Ἠλία καί τό ἐξαίρετο Τέμπλο
(1844), ἔργα τοῦ ἄριστου
ξυλογλύπτη Ἀετοῦ Κατζουράκη, αὐταδέλφου τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Καλλινίκου, ὁ ὁποῖος ἐργάσθηκε μέ ζῆλο ἐπί ὀκτώ ἔτη.
Στή βορειοδυτική
γωνία τοῦ Ναοῦ ὑπάρχει λίθινη
κτιστή σκάλα ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στό λαμπρό Κωδωνοστάσιο,
πού μαζί μέ ἐκεῖνο τῆς Μονῆς Ἀρκαδίου εἶναι τά μοναδικά
βενετσιάνικα κωδωνοστάσια πού σώζονται στην Κρήτη. Αὐτό ἀποτελεῖ τό κυριώτερο
λείψανο τοῦ παλαιοῦ Καθολικοῦ, πού εἶχε κτισθεῖ ὁπωσδήποτε πρίν ἀπό τό 1637. Βόρεια
ἐπίσης τοῦ Καθολικοῦ ὑπάρχει ἕνα βαθύ
πετρόκτιστο πηγάδι βάθους 23 μέτρων καί κοντά σ’ αὐτό, στή μέση
περίπου τῆς αὐλῆς, μιά κυκλική
τράπεζα ἡ ὁποία εἶναι κατασκευασμένη
ἀπό ἕνα τεράστιο
πελεκητό ἀσβεστόλιθο. Ἡ τράπεζα αὐτή, σύμφωνα μέ
τούς μελετητές καί τήν προφορική παράδοση τῶν παλαιοτέρων, χρησιμοποιοῦνταν γιά
διάφορες ἐκκλησιαστικές
τελετές (Μέγας Ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων, ἀρτοκλασίες,
κλπ). Ἐπιπλέον δυτικά
τοῦ Καθολικοῦ συναντᾶ κανείς τήν
λίθινη κτιστή Τράπεζα τῆς Μονῆς, σχήματος ὀρθογωνίου 18
τετραγωνικῶν μέτρων μέ
κτιστό πεζούλι. Στήν Τράπεζα αὐτή
κάθονται οἱ πατέρες τῆς Μονῆς καί φυσικά τό
πλῆθος τῶν προσκυνητῶν, πού συρρέει
κάθε χρόνο κατά τό Πανηγύρι τοῦ
Προφήτη Ἠλία στίς 20 Ἰουλίου.
Γύρω ἀπό τό Καθολικό
σέ σχῆμα μάνδρας εἶναι κτισμένα τά
κελλιά καί οἱ διάφοροι
βοηθητικοί χῶροι τῆς Μονῆς. Από αὐτά ξεχωρίζει ὁ μεγαλοπρεπής
ξενῶνας, δίπλα ἀκριβῶς στήν Τράπεζα, ὁ ὁποῖος παραμένει ἡμιτελής ἀπό τό 1911, ὁπότε λόγῳ τῆς διανομῆς τοῦ μεγαλύτερου
μέρους τῆς ἀκίνητης
μοναστηριακῆς περιουσίας καί
τῶν μετοχίων, ἡ Μονή βρέθηκε
σέ οἰκονομική ἀδυναμία νά ὁλοκληρώσει τήν οἰκοδόμησή του. Ὅλα τά κελλιά ἔχουν σχῆμα ὀρθογώνιο, εἶναι διώροφα, μέ
χαμηλές εἰσόδους καί μέ εὐθύγραμμο ἤ τοξωτό ὑπέρθυρο. Αὐτός ὁ τρόπος κατασκευῆς μᾶς ἀνάγει ἱστορικά στούς
χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας,
γι’ αὐτό και στεροῦνται ἰδιαίτερου ἀρχαιολογικοῦ ἐνδιαφέροντος.
Τό Καθολικό ἔχει παλαιές φορητές εἰκόνες τοῦ 18ου
καί 19ου αἰῶνος. Ἀνάμεσα σ’αὐτές διακρίνεται
ἡ ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ Προφήτη Ἠλία στό
περίτεχνο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι. Ἡ μεγάλη αὐτή εἰκόνα (διαστάσεων 1,03 Χ 0,832 μ.) παριστάνει
τόν Προφήτη καί γύρω ἀπό αὐτόν ἀπεικάζονται 16
σκηνές ἀπό τόν βίο καί
τά θαύματά του. Ἱστορήθηκε τό
1847 ἀπό τόν Ῥεθύμνιο ἁγιογράφο Ἀντώνιο Βεβελάκη,
μέ δαπάνες τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Κυροῦ Ματθαίου Κιρμιζάκη,
ὅπως μαρτυρεῖ καί ἡ σχετική ἐπιγραφή της. Ἐπίσης ἐντός τοῦ Ἱεροῦ φυλάσσονται καί
ἄλλα κειμήλια, ὅπως Ἱερά Σκεύη καί ἄμφια, καθώς καί Ἱερόν Εὐαγγέλιον ῥωσικῆς τέχνης μεγάλης
ἀξίας, μικροί ἀργυρόδετοι
ξυλόγλυπτοι σταυροί εὐλογίας, λειψανοθῆκες μέ ἱερά λείψανα
διαφόρων Ἁγίων καθώς καί ἕνας περίτεχνος
χρυσοκέντητος Ἐπιτάφιος ῥωσικῆς ἐπίσης τέχνης. Ὑπάρχουν ἀκόμη διάφορα
παλαίτυπα – λειτουργικά κυρίως – βιβλία, ἀπό τά ὁποῖα ἀξιολογώτερα εἶναι τά Μηναῖα, ἔκδοσης τοῦ 1640, καθώς καί
πολλά καί ἀξιόλογα
χειρόγραφα καί ἐπίσημα ἔγγραφα. Ἀξιομνημόνευτο εἶναι τό χειρόγραφο
Ἡμερολόγιο τῆς Μονῆς, πού ξεκινᾶ ἀπό τό 1620.
Ἐκτός ἀπό τή μεγάλη
περιουσία στήν περιοχή τῶν Ῥουστίκων, ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία εἶχε πολλά καί
πλούσια μετόχια: Ταξιαρχῶν Καλονύκτι, Ἁγίων Θεοδώρων
Πετρέ, Ταξιάρχου Μιχαήλ Φοινικιᾶς,
καί βοσκοτόπια, ὅπως: Φρυγάνα,
Τσιλίβδικα, Ξυλάρες-Πρίνους. Ἐπίσης,
στήν Μονή Ῥουστίκων ἀνῆκε καί ἡ Μονή Μυριοκεφάλων,
τιμώμενη στό Γενέθλιο τῆς Ὑπεραγίας
Θεοτόκου, τήν ὁποία - μετά τήν
καταστροφή πού ὑπέστη ἀπό τούς Τούρκους
τό 1770 - ἀνοικοδόμησε περί
τό 1830 ὁ Χατζῆ Ματθαῖος, ἡγούμενος τῆς Μονῆς τῶν Ῥουστίκων, ἀλλά ἡ ἀρχική ἵδρυσή της ἀποδίδεται στόν Ἅγιο Ἰωάννη Κυργιάννη ἤ Ξένο (10ος-11ος
αἰ.)
Δυστυχῶς, δέν μποροῦμε νά ποῦμε μέ βεβαιότητα
πότε ἀκριβῶς ἱδρύθηκε ἡ Ἱερά Μονή, καθώς ἀγνοοῦμε τόσον τόν
κτήτορα, ὅσον καί τίς ἱστορικές γενικά
συνθῆκες τῆς ἱδρύσεώς της.
Σύμφωνα ὅμως μέ στοιχεῖα πού
παραθέτουμε παρακάτω, μποροῦμε
νά ποῦμε μέ βεβαιότητα
ὅτι ἡ Μονή τῶν Ῥουστίκων ὑπῆρχε ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 16ου
ἤ τουλάχιστον ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 17ου
αἰῶνα.
Συγκεκριμένα, στά ἀρχεῖα τῆς Μονῆς ὑπῆρχαν ἔγγραφα ἀπό τό 1587 ἕως τό 1703
περίπου. Πρόκειται περί 43 ἐγγράφων,
τά ὁποῖα στάλθηκαν κατά
τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπο Ῥεθύμνης στή
Μητρόπολη (νῦν Ἀρχιεπισκοπή)
Κρήτης προκειμένου νά δημοσιευθοῦν. Τά ἔγγραφα αὐτά ἔκτοτε βρίσκονται στή βιβλιοθήκη τοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου τοῦ Ἠρακλείου Κρήτης.
Τά δέκα πρῶτα ἀπό αὐτά ἀνάγονται στούς
χρόνους τῆς ἑνετικῆς κυριαρχίας τῆς Κρήτης, καί εἰδικώτερα μεταξύ
τῶν ἐτῶν 1587-1645. Τά ὑπόλοιπα 33 ἔγγραφα ἀνήκουν στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας
καί χρονολογοῦνται μεταξύ τῶν ἐτῶν 1650-1703.
Ἐπίσης ἡ ὕπαρξη τῆς Μονῆς μαρτυρεῖται σέ ἐπίσημο ἔγγραφο τοῦ 1609, τό ὁποῖο ἔγραψε ὁ νοτάριος Ἰωάννης Βλαστός, ὅπου γίνεται
λόγος γιά δωρεά ἀπό τό Μερκούριο
Βλαστό μέ μάρτυρα τό μοναχό Ἀναστάσιο
Βλαστό. Σέ ἔγγραφο τοῦ 1614 ἀναφέρεται ὡς πρῶτος γνωστός ἡγούμενος ὁ Ἀκάκιος Βλαστός
τόν ὁποῖο διαδέχθηκε ὁ Μητροφάνης
Βλαστός. Μεταγενέστερα ἔχουμε τούς ἡγουμένους Κοσμᾶ Βλαστό (ἀπό τό 1645) καί Ἱερεμία Βλαστό (ἀπό τό 1655).
Τά ὀνόματα αὐτά, ὅπως καί πολλά ὀνόματα μοναχῶν πού φέρουν τό ὄνομα Βλαστός καί
ἀναφέρονται σέ
διάφορα μεταγενέστερα ἔγγραφα, φανερώνουν
ὅτι ἡ ἰστορία τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτου Ἠλιού Ῥουστίκων ἔχει συνδεθεῖ μέ τήν βυζαντινή
οἰκογένεια τῶν Βλαστῶν, ἡ ὁποία ἔδωσε στήν Κρήτη ἀρκετούς ἐπώνυμους ἄνδρες, λογίους
καί ἱερωμένους. Οἰκόσημο μάλιστα
τῆς οἰκογένειας τῶν Βλαστῶν σώζεται στή
βόρεια πλευρά τοῦ ὁστεοφυλακίου τῆς Μονῆς.
Κατά τούς
χρόνους τῆς Ἑνετοκρατίας ἡ Μονή ἔχαιρε σεβασμοῦ καί διασώζονται
δύο ἐπιγραφές τῆς ἐποχῆς αὐτῆς. Ἡ ἀρχαιότερη, τοῦ 1637, βρίσκεται
χαραγμένη στήν πρόσοψη τοῦ ἐξαίρετου
τρίλοβου Κωδωνοστασίου: «ΑΧΛΖ΄ (1637)
ΗΟΥΛΗΟΥ. Κ + ΔΕ(Η)ΙΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ
ΒΛΑΣΤΟΥ ΕΙΓΟΥΜΕΝΟΥ». Ἐπίσης,
στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου τοῦ περιβόλου τῆς Μονῆς μία ἄλλη ἐπιγραφή ἀναφέρει: «ΑΧΜΑ. ΙΟΥΛΙΟΥ. Λ. ΔΕΗΣΙΣ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ
ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΟΥ ΙΕΡΟ / ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΤΑΙ
ΜΑΡΚΟ-ΜΑΝΟΛΟΠΟΥΛΟΥ». Οἱ
παραπάνω ἐπιγραφές δέν
συνιστοῦν χρονολογίες ἀνοικοδομήσεως τῆς Μονῆς, ἀλλά ἐνδεχομένως
συμπληρώσεως τοῦ μοναστηριακοῦ συγκροτήματος
μέ τό Κωδωνοστάσιο καί τήν Κεντρική Πύλη ἀντιστοίχως ἀπό τόν Ἡγούμενο καί ἀνακαινιστή τῆς Μονῆς Μητροφάνη
Βλαστό κατά τή χρονική περίοδο 1630-1640.
Ἄλλες τρεῖς ἐπιγραφές συναντοῦμε σέ τρεῖς παλιές
καμπάνες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, οἱ ὁποῖες ἀναφέρονται
χρονολογικά στά ἔτη κατασκευῆς τους: 1565,
1634 καί 1636 ἀντίστοιχα. Οἱ καμπάνες αὐτές κατασκευάστηκαν
στήν βόρεια Ἰταλία,
πιθανότατα στά Μεδιόλανα, καί τίς ἀναφέρει στο ἔργο του «Travels in
Crete» ὁ
Ἄγγλος περιηγητής
Robert Pashley, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τήν
περιοχή τῶν Ῥουστίκων τό
1834. Τήν ἐποχή ἐκείνη, σύμφωνα
μέ τή μαρτυρία τοῦ Pashley, στό
Μοναστήρι ἐγκαταβιοῦσαν ὁ ἡγούμενος καί 13 ἀκόμη μοναχοί.
Ἐπειδή ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία εἶχε τό προνόμιο
νά διατηρεῖ καμπάνα, ὁ Τοῦρκος στρατάρχης
Χουσεΐν πασᾶς τήν ὀνόμαζε «Τσαντλί
Μοναστήρι». Τό προνόμιο αὐτό
ἀπέκτησε μέ τή
μεσολάβηση τοῦ Ῥεθύμνιου
Νεόφυτου Πατελάρου, Ἀρχιεπισκόπου
Κρήτης, καί τό διετήρησε γιά 10 περίπου χρόνια. Μετά τήν ἀνάκλησή του ὅμως διατάχθηκε
τό κατέβασμα τῶν κωδώνων μεταξύ
τῶν ἐτῶν 1655-1657.
Στά πρῶτα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία βρισκόταν
σέ περίοδο ἀκμῆς, ἀφοῦ οἱ χριστιανοί τῆς περιοχῆς ἀφιέρωναν σ’ αὐτή σημαντικές
περιουσίες, ἀλλά καί ἡ ἴδια προέβαινε σέ
διάφορες ἀγορές. Τήν περίοδο
αὐτή, καί
συγκεκριμένα τό 1677, οἱ μοναχοί, ὕστερα ἀπό εἰδική ἄδεια τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, προχώρησαν
στήν ἀνέγερση ξενῶνα στό Μοναστῆρι. Στίς 8 Σεπτεμβρίου
1677, καί ἀφοῦ ἡ κατασκευή τοῦ ξενώνα εἶχε ὁλοκληρωθεῖ, ὁ ἱεροδίκης Ῥεθύμνου ἐπισκέπτεται τόν
Προφήτη Ἠλία γιά νά
γνωμοδοτήσει, ἄν ἡ κατασκευή εἶναι σύμφωνη μέ
τήν ἄδεια πού εἶχε δοθεῖ καί ὑποβάλλει σχετική
ἔγγραφη ἔκθεση πρός τόν
πασᾶ τοῦ Ῥεθύμνου. Στή διάρκεια
τοῦ 18ου
αἰῶνα οἱ χριστιανοί ἐξακολούθησαν νά ἀφιερώνουν
περιουσίες καί ἀντικείμενα στή
Μονή σύμφωνα μέ ἔγγραφα πού
φυλάσσονται στό ἀρχεῖο της.
Οἱ Τοῦρκοι δέν εἶχαν δικαίωμα νά ἁρπάζουν τίς
περιουσίες τῶν μονῶν οὔτε καί νά τούς ἐπιβάλλουν
φόρους, λόγῳ τῶν προνομίων πού
εἶχαν παραχωρηθεῖ σ’ αὐτές. Τά προνόμια
αὐτά δέν γίνονταν
ὅμως πάντοτε
σεβαστά. Ἔτσι, μέ κοινή ἐπιστολή τους τῆς 24ης
Ὀκτωβρίου 1710
πρός τόν ἴδιο τόν σουλτάνο
οἱ ἡγούμενοι τῶν Ἱερῶν Μονῶν Προφήτη Ἠλία, Ἀρκαδίου καί Ἀρσανίου ζητοῦν τήν ἀπαλλαγή τῶν μοναστηριῶν τους ἀπό τούς ἔκτακτους φόρους
καί τίς ἀγγαρεῖες. Φαίνεται ὅτι τό ἐγχείρημα εἶχε ἀποτελέσματα καί
τό 1719 ἐκδόθηκε
σουλτανικό φιρμάνι πού ἀπάλλασσε τούς
μοναχούς ἀπό ὁποιαδήποτε εἰσφορά καί ὅριζε νά μήν ὑποβάλλονται σέ
καταναγκαστικές ἐργασίες. Ἐπίσης, τό 1776 ἐκδίδεται σουλτανική
διαταγή πού ἀπαγορεύει τίς
φορολογικές αὐθαιρεσίες γιά τά
ἀνωτέρω τρία
μοναστήρια.
Ἡ Ἱερά Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία ἔγινε
Σταυροπηγιακή, γιά πρώτη φορά τό 1713 μέ εἰδικό μολυβδόβουλο πατριαρχικό ἔγγραφο
(σιγγίλιο) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
Κυρίλλου Δ΄ (1711-1713), πού σύμφωνα μέ τίς πηγές ὑπῆρχε στήν Μονή
μέχρι τό 1900. Τό δεύτερο Σταυροπηγιακό σιγγίλιο ἐκ περγαμηνῆς (τό ὁποῖο βρίσκεται στήν
Ἐθνική Βιβλιοθήκη
τῶν Παρισίων) τό ἐξέδωσε στίς 11 Ἰανουαρίου 1778 ὁ Πατριάρχης Σωφρόνιος
Β΄ (1774-1780) καί ἡ ὑπ’ αὐτόν δεκαπενταμελής
Σύνοδος μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἀνανεώσεως τῶν σταυροπηγιακῶν της προνομίων,
πού ἔγινε μέ αἴτημα τῶν μοναχῶν, προκειμένου
νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τίς δύσκολες
περιστάσεις πού προκαλοῦσαν οἱ αὐθαιρεσίες τῶν κατακτητῶν. Τέλος, τό
1797 ὁ ἐθνομάρτυς
Πατριάρχης ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε΄ καί ἡ Δωδεκαμελής
Πατριαρχική Σύνοδος ἐξέδωσε σιγγίλιο
γραμμένο ἐπίσης σέ
περγαμηνή (πού φυλάσσεται μέχρι σήμερα στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς), στό ὁποῖο μέ βαρυσήμαντους ὅρους
κατοχυρωνόταν γιά ἄλλη μιά φορά ἡ σταυροπηγιακή ἰδιότητα τῆς Μονῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία. Στό
σιγγίλιο αὐτό διασώζεται ἀκόμη ἡ ἱστορική μολύβδινη
σφραγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Ε΄.
Σπουδαῖα ὑπῆρξε ἡ ἐθνική δράση τῆς Μονῆς καί ἡ συμβολή της σέ ὅλους τούς ἀπελευθερωτικούς ἀγῶνες τοῦ Γένους. Ἦταν τό καταφύγιο
τῶν ἐπαναστατῶν, τούς ὁποίους ἐφοδίαζε μέ ὅπλα καί τρόφιμα
πού ἡ Μονή ἀγόραζε. Στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς σώζεται ἕνα μυστικό
κατάστιχο, στό ὁποῖο εἶναι γραμμένες οἱ ποσότητες
μπαρουτιοῦ καί ἄλλων
πολεμοφοδίων πού μοιράζονταν στούς ἐπαναστάτες κατά τά χρόνια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821. Ἀπό αὐτό τό ἔγγραφο προκύπτει
καί ἡ συνεργασία τῆς Μονῆς μέ τό Ἀρκάδι καί τό
Γενικό Ἐπαναστατικό
Συμβούλιο. Γι’ αὐτό πυρπολήθηκε
καί καταστράφηκε ἀπό τόν τουρκικό
στρατό στά τέλη Σεπτεμβρίου τοῦ
1823, κατά τή διάρκεια τῶν ἐπιχειρήσεων τοῦ Χουσεΐν Μπέη, ὁπότε χάθηκε μεγάλο
μέρος τοῦ ἀρχείου τῆς Μονῆς καί ἀποτεφρώθηκαν τά
κελλιά καί ὅλοι οἱ ἄλλοι χῶροι τῆς Μονῆς ἐκτός ἀπό τό Καθολικό.
Σύμφωνα μέ τόν Ἀριστείδη Ἐ. Παναγιωτάκη, ἡ Ἱερά Μονή «ἐτροφοδότησε τίς ἑκάστοτε Ἐπαναστάσεις μέ ἄνδρες, μέ
πολεμοφόδια καί τρόφιμα. Ἐδῶ ἐφούντωνε ἡ φλόγα τῆς ἐλευθερίας· ἀπ’ ἐδῶ ξεκινοῦσαν, μέ καινούργιο
μένος, οἱ ὁπλαρχηγοί,
καλόγηροι καί μή, γιά τήν ἀπόκτησί
της: τό 1828 ὁ καπετάν
Συμεών, μοναχός. Τό 1889 ὁ καπετάν Μανασσῆς, μοναχός. Τό
1912 ὁ Ἱερόθεος
Πετράκις, Ἱεροδιάκονος, οἱ Ἰωακείμ Δουλγεράκις
καί Ἰωαννίκιος Γρυντάκις,
μοναχοί (σ.σ.: Μακεδονομάχοι)».
Γύρω στά 1830 ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Συμεών Καβάκης,
ἐκμεταλλευόμενος
τήν πιό ἀνεκτική στάση τῆς αἰγυπτιακῆς διοίκησης, κατάφερε
νά πάρει ἄδεια ἐπισκευῆς τοῦ κατεστραμμένου
μοναστηριοῦ. Ὁ πρίν ἀπό τό 1637
μικρότερος ναός γκρεμίστηκε, ἐκτός
ἀπό τό παλιό κωδωνοστάσιο,
καθώς κρίθηκε ἀνεπαρκής γιά τίς
λειτουργικές ἀνάγκες τῆς Μονῆς, καί στη θέση
του χτίστηκε ὁ σημερινός ναός
το 1831, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ ἀναθηματική ἐπιγραφή, πού εἶναι ἐντειχισμένη στή
βόρεια πλευρά τοῦ Καθολικοῦ: «ΑΩΛΑ ΜΗΝΙ... ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ Ο ΝΑΟΣ
ΟΥΤΟΣ ΑΝΕΥ ΤΟΥ ΚΑΜΠΑΝΑΡΙΟΥ ΕΞ ΙΔΙΑΣ ΔΑΠΑΝΗΣ ΑΥΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ(Σ)
ΤΙΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ». Στό δύσκολο αὐτό ἔργο τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ νέου μεγαλοπρεπέστερου
Καθολικοῦ τῆς Μονῆς συνέβαλε, ἐκτός ἀπό τόν ἡγούμενο Συμεών
καί ὁ δραστήριος ἱερομόναχος καί
μετέπειτα ἡγούμενος Χατζῆ Ματθαῖος Κιρμιζάκης. Ἡ παράδοση θέλει
τόν Χατζῆ Ματθαῖο νά περιέρχεται
τά χωριά, γιά νά συγκεντρώσει τά ἀπαιτούμενα ποσά τῆς ἀνακατασκευῆς. Τά ἐγκαίνια τοῦ νέου ναοῦ ἔγιναν στίς 25
Σεπτεμβρίου 1832 ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Λάμπης
καί Σφακίων Νικόδημο. Στή συνέχεια χτίστηκαν καί τά ἄλλα παραρτήματα
τῆς Μονῆς (κελλιά, ἀποθῆκες, ἡγουμενεῖο, κλπ).
Ἐπί τῆς ἡγουμενίας τοῦ Χατζῆ Ματθαίου ἔλαβε χώρα καί ἕνα ἐντυπωσιακό
γεγονός, πού ὑποδηλώνει τή
σχέση ἀφιέρωσης καί ἀφοσίωσης τῶν μοναχῶν πρός τή Μονή τῆς μετανοίας
τους. Τό 1841 καί οἱ 25 τότε πατέρες
τῆς Μονῆς μέ κοινό ἀποδεικτικό καί
βεβαιωτικό γρᾶμμα δωρίζουν ὅλη τήν προσωπική
τους περιουσία στήν Ἱερά Μονή Προφήτη
Ἠλία.
Ἡ ἐθνική προσφορά τῆς Μονῆς συνεχίστηκε
καί κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1866. Ὅπως ἀναφέρει στά Ἀπομνημονεύματά
του ὁ ὁπλαρχηγός Χατζῆ Μιχάλης
Γιάνναρης, στίς ἀρχές Μαΐου τοῦ 1866 ἐπιτροπή ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ ἴδιου,
πηγαίνοντας γιά το Ἀρκάδι, φιλοξενήθηκαν
γιά δύο ἡμέρες στην Μονή
καί ἀπό αὐτήν ἀπέστειλαν ἐπιστολές πρός
τούς προκρίτους τῶν ἐπαρχιῶν Ἁγίου Βασιλείου
καί Ἀμαρίου προσκαλῶντας τό λαό σέ
συνάθροιση στή Μονή Ἀρκαδίου. Κατά
τήν παραμονή του στό μοναστήρι, ὀργάνωσε ἀπόσπασμα ἀπό 30 ἄνδρες μοναχούς καί Ῥουστικιανούς, μέ
ἀρχηγό τόν
Φουντουλομανώλη, προκειμένου μαζί μέ ἄλλους καπεταναίους νά σπεύσουν πρός
βοήθεια τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ Ἀρκαδίου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι καί ὁ Μουσταφᾶ Πασᾶς, πρίν καί μετά
τό ὁλοκαύτωμα τῆς μαρτυρικῆς Μονῆς, διανυκτέρευσε
στό Μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, σύμφωνα μέ
τή μαρτυρία πού ἔδωσε στόν ἐπίσκοπο Τιμόθεο
Βενέρη ὁ ἀδελφός τῆς Μονῆς ἀρχιμ. Ἀγαθάγγελος
Βερνάρδος, πού ἦταν τότε
καλογεροπαίδι 12 ἐτῶν.
Ἐπίσης, μερικές
πηγές ἀναφέρουν ὅτι ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία προσέφερε ὑπηρεσίες περίθαλψης
σέ τραυματίες ἐπαναστάτες καί ἔγινε νοσοκομεῖο πρώτων βοηθειῶν γιά τούς
τραυματίες τῆς Μάχης τοῦ Βρύσινα, πού ἔγινε στίς 3 Ὀκτωβρίου 1866.
Στά τέλη τοῦ ἴδιου μῆνα πραγματοποιήθηκε
μιά συνέλευση τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς Ῥεθύμνου στή Μονή
Προφήτη Ἠλία.
Λόγῳ τῆς ἔντονης αὐτῆς
δραστηριοποίησης τῆς Μονῆς στούς ἐθνικούς ἀγῶνες, τό 1877 οἱ Τοῦρκοι ὑποχρέωσαν τόν Πατριάρχη
Ἰωακείμ Β΄ νά ἀσκήσει πίεση
στόν ἡγούμενο, ὥστε νά ἀπέχει στό ἐξῆς ἀπό κάθε ἐπαναστατική ἐνέργεια. Παρά
τίς πιέσεις, ἡ Ἱερά Μονή δέν ἔπαψε νά παρέχει
κάθε δυνατή βοήθεια στούς ἐπαναστάτες
ἀγωνιστές, πού ἔκτοτε ἐγκαταστάθηκαν
στό Μετόχι τῆς Μονῆς, τήν Παναγία τῶν Μυριοκεφάλων,
καί περίμεναν τήν ἀπάντηση τοῦ Σουλτάνου στό αἴτημά τους γιά ἔνωση τῆς Κρήτης μέ τήν
Ἑλλάδα.
Τό 1881 ἡ Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία εἶχε 17 μοναχούς
καί 15 ἐργαζομένους
λαϊκούς στά μοναστηριακά κτήματα, σύμφωνα μέ τήν «Στατιστική τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κρήτης», πού
συνέταξε ὁ Σταυράκης. Ἦταν δηλαδή μία ἀπό τίς
μεγαλύτερες Μονές τοῦ νησιοῦ τήν περίοδο ἐκείνη.
Κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1896 ὁ ἀρχιμ. Ἀγαθάγγελος
Βερνάρδος, διδάσκαλος, καί οἱ
λοιποί ἀδελφοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ῥουστίκων ἀποφασίζουν ὅλη ἡ οἰκονομική δυνατότητα
τοῦ Προφήτη Ἠλία νά τεθεῖ στή διάθεση τῆς Ἐπανάστασης. Μάλιστα
ἐπειδή δέν ἦταν δυνατόν νά ἐπαρκέσουν οὔτε τά εἰσοδήματα οὔτε τά χρήματα τῆς Μονῆς γιά αὐτές τίς δαπάνες,
τό Ἡγουμενοσυμβούλιο
μέ ἀπόφασή του συνῆπτε ἀκόμη καί δάνεια
ἀπό ἰδιῶτες καί ἔτσι ἀνταπεξῆλθε μέχρι τό
τέλος στίς ἀνάγκες τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῶν Κρητῶν. Ὁ Ἀγαθάγγελος ἐπισκέφθηκε ὅλα τά χωριά
μέχρι καί τό Ἀρκάδι μέ σκοπό
νά ὁργανώσει καί νά
γενικεύσει τήν Ἐπανάσταση.
Πολυάριθμοι ἐπαναστάτες
συγκεντρώθηκαν στό Μοναστήρι καί ἀφοῦ ἔγινε Παράκληση στό Καθολικό τοῦ Προφήτη Ἠλία, προμηθεύτηκαν
τά ἀναγκαῖα ἐφόδια καί
ξεκίνησαν γιά τήν ὀχυρή θέση στό
χωριό Καλονύκτη, κοντά στή Μονή, ὅπου ἀκολούθησε κρίσιμη μάχη μέ τούς Τούρκους.
Κατά τή διάρκεια
τῆς τελευταίας
δοκιμασίας τῆς χώρας μας
(γερμανική Κατοχή) οἱ Πατέρες τῆς Μονῆς τοῦ Προφήτη Ἠλία, μέ κίνδυνο
τῆς ζωῆς τους, διαφύλαξαν
σέ κρύπτη τοῦ Μοναστηριοῦ καί διέσωσαν
τό πολύτιμο Ἱστορικό Ἀρχεῖο Κρήτης, τό ὁποῖο μετέφερε
προσωπικά ὁ Καθηγητής Ν.
Τωμαδάκης, συσκευασμένο σέ μεγάλα κιβώτια, καί τό παρέδωσε στόν ἐκ Ῥουστίκων ἡγούμενο τῆς Μονῆς Ἀρχιμανδρίτη Ἱερόθεο Πετράκη.
Η συμβολή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προφήτη Ἠλία στήν
πνευματική καλλιέργεια τῶν Ῥεθυμνίων ὑπῆρξε τεράστια.
Κατά τήν παράδοση, στήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας
λειτουργοῦσε στό χῶρο τῆς Μονῆς ἄτυπο σχολεῖο, στό ὁποῖο μάθαιναν τά
στοιχειώδη γράμματα μικροί μαθητές τῶν κοντινῶν χωριῶν. Τό 1808 ἡ Μονή ἔλαβε πατριαρχικό
ἔπαινο γιά τή μεγάλη
της χρηματική συνεισφορά ὑπέρ τῶν σχολείων τῆς περιφέρειας Ῥεθύμνου. Στήν
περίοδο τῆς αἰγυπτιοκρατίας οἱ ἀρχές ἐπέτρεψαν τήν ἵδρυση πολλῶν ἑλληνικῶν σχολείων.
Σημαντική συνεισφορά στίς δαπάνες για τη χρηματοδότηση τῶν σχολείων αὐτῶν εἶχαν τά κατά
τόπους Μοναστήρια, μεταξύ τῶν
ὁποίων και ἡ Μονή Προφήτη Ἠλία, ὅπως προκύπτει
καί ἀπό σχετικό ἔγγραφο τοῦ 1836. Τό 1864 ἡ Μονή διέθεσε ἕνα σημαντικό
ποσό γιά τήν ἀνέγερση
παρθεναγωγείου στό Ῥέθυμνο. Δύο ἀνέκδοτα
πατριαρχικά ἔγγραφα τῆς 26ης
Ἰουλίου 1861 καί
τῆς 20ῆς Ἀπριλίου 1865
καταδεικνύουν ὅτι ἡ Μονή βοηθοῦσε ταυτόχρονα τά
σχολεῖα τῆς Ἐπαρχίας καί τῆς Πόλης τοῦ Ῥεθύμνου. Ἐπίσης, ἡ Ἱερά Μονή τῶν Ῥουστίκων βοήθησε
πολλούς φιλομαθεῖς νέους στή συνέχιση
τῶν σπουδῶν τους καί ἀνέδειξε λόγιους ἡγουμένους καί
μοναχούς, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους ὑπῆρξαν καί γενναῖοι ἀγωνιστές.
Μετά τήν
Τουρκοκρατία ἡ Ἱερά Μονή ἀνακαινίζεται
κτιριακά καί παράλληλα νέοι ἄνθρωποι
ἔρχονται νά
μονάσουν σ’ αὐτή. Οἱ πατέρες αὐτοί γίνονται συνεχιστές
καί ἐνσαρκωτές τῆς κληρονομιᾶς τῶν προηγούμενων
πατέρων. Τέλος, στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αιῶνα τό μοναστήρι
«ἐξήνθησε ὡσεί κρίνον», μέ
μοναχούς, οἱ ὁποῖοι μέ τή ζωή καί
τό ἔργο τους σηματοδότησαν
καί ἐσφράγισαν τήν
πορεῖα του, μέ
τελευταῖο τῆς παλαιᾶς φρουρᾶς τόν Γέροντα Εὐμένιο Λαμπάκη, ἡγούμενο τῆς Μονῆς ἀπό τό 1963 ἕως τό 2005.
Σήμερα ἡ Ἱερά Μονή Προφήτη
Ἠλία Ῥουστίκων
παραμένει ἀνδρῷα καί ἀριθμεῖ 3 μοναχούς μέ ἡγούμενο τόν Ἀρχιμανδρίτη Ἰωάννη Κουφουδάκη.
Πηγές
καί βοηθήματα:
1. Γ.Β. Ἀντουράκη, «ΑΙ
ΜΟΝΑΙ ΜΥΡΙΟΚΕΦΑΛΩΝ ΚΑΙ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΥΤΩΝ», ΑΘΗΝΑΙ
1977.
2. Ἐμμανουήλ
Ζαμπετάκη, Δ.Φ., ἐκπαιδευτικοῦ συμβούλου, «Η
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΗΛΙΑ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ ΡΕΘΥΜΝΗΣ», ἀνάτυπο ἐκ τοῦ τεύχους Ἰουλίου-Δεκεμβρίου 1973 τοῦ περιοδικοῦ τῆς ἱστορικῆς-λαογραφικῆς ἐταιρίας Νομοῦ Λασιθίου «ΑΜΑΛΘΕΙΑ».
3. Κοσμᾶ Ἰ. Παυλάκη, «ΤΑ
ΡΟΥΣΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ», ΑΘΗΝΑ 2004.
4. Ἀριστείδου Ἐ. Παναγιωτάκη,
«Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΟΥ - ΤΑ ΡΟΥΣΤΙΚΑ (ΗΘΗ-ΕΘΙΜΑ-ΕΟΡΤΑΙ-ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ-ΙΣΤΟΡΙΑ)»,
ΑΘΗΝΑΙ 1972.
5. Ν. Ψιλάκη, «ΤΑ
ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ-ΜΟΝΗ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ», ἔκδ. Τράπεζας
Κρήτης, ΑΘΗΝΑ 1986.
6. Ἀπόστολου Ν.
Μπουρνέλη, Δρος Θεολογίας ΑΠΘ, «Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΡΟΦΗΤΗ
ΗΛΙΑ ΡΟΥΣΤΙΚΩΝ ΡΕΘΥΜΝΗΣ», ΡΕΘΥΜΝΟ 1995.
7. Στέργιου Γ.
Σπανάκη, «ΚΡΗΤΗ, β΄ τόμος: ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ-ΙΣΤΟΡΙΑ-ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ», ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ.
8. Παναγιώτη
Μαρεντάκη, Θεολόγου, «ΕΥΜΕΝΙΟΣ, Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», ΧΑΝΙΑ 2007.