Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανός Αναστασιάδης
Μια σπουδαία σχετικά πρόσφατη εκκλησιαστική είδηση πέρασε «στα ψιλά», αφού δεν προβλήθηκε όπως θα έπρεπε από τις γνωστές μεγάλες σελίδες εκκλησιαστικής ειδησεογραφίας ούτε και συζητήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως άλλα ήσσονος σημασίας θέματα...
Όπως λοιπόν διαβάζουμε στο ρεπορτάζ του Αντ. Τριανταφύλλου στην...
ιστοσελίδα της εφημερίδας «ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»:
«Κίνηση φιλίας της σχισματικής Εκκλησίας Αχρίδος σε Ελλάδα και Φανάρι
Σε μια κίνηση φιλίας προς τον ελληνικό λαό και παράλληλα σεβασμού προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο προχώρησε η λεγόμενη ως σχισματική Εκκλησία της Αχρίδος, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Στέφανο.
Η Ιερά Σύνοδός της αποφάσισε την αλλαγή τίτλου στον επίσκοπο Ιάκωβο, στον οποίο αρχικά είχε αποδώσει τον τίτλο του «Πολυανής», προκαλώντας την αντίδραση του ελλαδίτη μητροπολίτη Πολυανής και Κιλκισίου Εμμανουήλ.
Οι εκκλησιαστικές Αρχές στα Σκόπια -που για λόγους όχι εκκλησιαστικούς είμαστε σε σχίσμα μέχρι τώρα- αποφάσισαν να διαγράψουν από τον τίτλο του δικού τους επισκόπου το «Πολυανής», αλλάζοντός τον σε «Στοβίων», όταν πληροφορήθηκαν ότι πιθανόν θίγεται το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Θετική αίσθηση σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο προκαλεί και το γεγονός ότι ο μητροπολίτης του γειτονικού κράτους αναφέρει ρητώς την ευέλικτη στάση της Εκκλησίας τους ως προς το όνομα, κάτι που φαίνεται και από το επιστολόχαρτο που δημοσιεύει η «δημοκρατία», όπου λέγεται «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος, Ιερά Μητρόπολις Στρωμνίτσης» και μέσα στην επιστολή αναφέρεται: «Αφού ημείς, η Ιεραρχία της ΑγιωτάτηςΑρχιεπισκοπής Αχριδών, εξεφράσαμεν ευελιξείαν ως προς το εφ’ εξής όνομα της Εκκλησίας ημών ώστε να θριαμβεύση και ο εν τω μέσω ημών Κύριος της Δόξης, ο εις ενότητα πάντας καλέσας...».
Ο μητροπολίτης Στρωμνίτσης εξηγεί στον μητροπολίτη Κιλκισίου τους λόγους για τους οποίους δόθηκε στον επίσκοπο Ιάκωβο ο τίτλος «Πολυανής»: «Εδίδομεν δε τούτον τον τίτλον μόνο διότι η αρχαία Πολυανή τυγχάνει η σημερινή παλαιά Δοϊράνη, ήτις ως γνωστόν ευρίσκεται εντός των ορίων της Επαρχίας Στρωμνίτσης και δι’ ουδένα άλλον λόγον».
Ο μητροπολίτης Ναούμ καταλήγει: «Είμεθα βέβαιοι, άγιε αδελφέ και πολυτίμητε γείτον Ιεράρχα, ότι δια της πράξεως ταύτης αναπαύονται τα σπλάχνα της Σεβασμιότητος υμών και καθησυχάζει η ευαίσθητος περί τα ζητήματα των δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου έντιμος συνείδησις υμών».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η στάση των εκκλησιαστικών Αρχών στα Σκόπια έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτή του Πατριαρχείου Βουλγαρίας, το οποίο, αν και βρίσκεται σε κοινωνία με όλες τις Εκκλησίες, επιμένει στην ονομασία του επισκόπου Αδριανουπόλεως σε δικό της ιεράρχη, η οποία είναι επαρχία και αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου».
Πολλοί θα σκέφτηκαν: «Από συμφέρον το έκαναν, για να κερδίσουν αυτό που ζητάνε! Μας κοροϊδεύουν». Όμως, γιατί να είναι έτσι; Γιατί δεν έκανε το ίδιο η Βουλγαρία με τη δική της περίπτωση;
Εκτός φυσικά από τη διπλωματική και πολιτική πλευρά του θέματος, που δείχνει μια ευελιξία και διαλλακτικότητα των βόρειων γειτόνων μας σε ζητήματα που μπορούν να προκαλέσουν τριβές στις σχέσεις τους με τον Ελληνισμό, υπάρχει και η σημαντική εκκλησιαστική παράμετρος, την οποία θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε. Και αυτή συνίσταται στο μέγιστο εκκλησιολογικό πρόβλημα που ταλανίζει τη χώρα αυτή εδώ και μισό αιώνα, από το 1967, όταν η λεγόμενη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία - Αρχιεπισκοπή Οχρίδας», επιθυμώντας την χειραφέτησή της από το Πατριαρχείο της Σερβίας, αυτοανακηρύχθηκε ως «αυτοκέφαλη». Συνέπεια αυτής της αντικανονικής πράξης ήταν να περιέλθει, δυστυχώς, η Εκκλησία αυτή σε σχισματική κατάσταση τόσο προς τη Σερβική όσο και προς όλες τις Κανονικές Ορθόδοξες Εκκλησίες ανά τον κόσμο.
Αυτό που πρέπει να σημειώσουμε ευθύς εξαρχής, και έχει ιδιαίτερη σημασία, είναι ότι το Πατριαρχείο Σερβίας, αντιδρώντας σε αυτή την απόσχιση, απλά ανακήρυξε την Εκκλησία των Σκοπίων ως σχισματική, χωρίς όμως να προχωρήσει ποτέ σε καθαιρέσεις και αφορισμούς των Κληρικών και των πιστών που ανήκουν σε αυτήν. Μάλιστα, όταν η Σερβική Εκκλησία, μετά τη διακοπή του διαλόγου με τους σχισματικούς, προχώρησε το 2005 στην ανασύσταση της δικής της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, εξέλεξε ως επικεφαλής με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος και Μητροπολίτης Σκοπίων τον Ιωάννη, προερχόμενο από τη σχισματική «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία», στην οποία είχε τον τίτλο του Επισκόπου Βέλες. Ο Ιωάννης εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε σε όλους τους βαθμούς της Ιερωσύνης στους κόλπους της σχισματικής «Μακεδονικής Εκκλησίας». Μάλιστα η εις Επίσκοπον χειροτονία του το έτος 2000 έγινε από τον νυν Προκαθήμενο της Εκκλησίας αυτής, τον Στέφανο, ο οποίος εξελέγη επικεφαλής της το 1999 έχοντας και αυτός λάβει όλους τους βαθμούς της Ιερωσύνης μέσα στη σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων. Όταν το Πατριαρχείο Σερβίας δέχθηκε στη δικαιοδοσία του τον Ιωάννη και τον εγκατέστησε Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος δεν προχώρησε φυσικά σε αναχειροτονία του, γεγονός που αποδεικνύει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία σημειωτέον έγινε επί Πατριαρχίας του αειμνήστου Πατριάρχου των Σέρβων Παύλου, η Σερβική Εκκλησία εφήρμοσε ορθά την πάγια τάξη και παράδοση της Εκκλησίας ως προς την αποδοχή χειροτονηθέντων από σχισματικούς, κάτι που τώρα, χωρίς πειστικά επιχειρήματα, αρνείται να αποδεχθεί στην περίπτωση της Εκκλησίας της Ουκρανίας...
Η αξία του Εκκλησιαστικού Ζητήματος των Σκοπίων έγκειται στην εξής τραγωδία: Ένας ολόκληρος λαός (το 80% των Ορθοδόξων της χώρας αυτής, οι οποίοι ανήκουν στη λεγόμενη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία») παραμένει σε κατάσταση σχίσματος, χωρίς να έχει καμία δογματική διαφορά από τις Κανονικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, μόνο και μόνο επειδή θέλησαν να ανεξαρτητοποιηθούν εκκλησιαστικά από τους Σέρβους, οι οποίοι ανέκαθεν επιχείρησαν τον βίαιο «εκσερβισμό» τους, όπως άλλωστε είχαν πράξει στο παρελθόν και με τους Ρωμηούς της περιοχής αυτής (ενδιαφέροντα για το θέμα ιστορικά στοιχεία στην εργασία του εκπαιδευτικού Νικολάου Μάννη με τίτλο «Ο τελευταίος Έλληνας Μητροπολίτης της Βόρειας Μακεδονίας»).
Εκείνο που πρέπει να αντιληφθούμε ως Έλληνες είναι ότι συνιστά απάτη και αυταπάτη η συνείδηση που επικρατεί σε πολλούς από εμάς ότι οι φίλοι μας οι Σέρβοι δεν αναγνωρίζουν τη «Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία» επειδή τάχα οι Σκοπιανοί χρησιμοποιούν τον όρο «Μακεδονία». Άλλωστε, τόσο η Σερβία, ως Κράτος και ως Εκκλησία, όπως και η Ρωσία, τους αποκαλεί πάντοτε σκέτο «Μακεδονία», χωρίς καν το γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρεια» που οι ίδιοι αποδέχθηκαν πλέον να είναι η επίσημη ονομασία τους. Ο λόγος της αντίδρασης των Σέρβων στην αυτοκέφαλη αυτή Εκκλησία είναι παρόμοιος με εκείνον της αντίδρασης των Ρώσων στην κανονικώς πλέον ανακηρυχθείσα αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Δηλαδή η επιθυμία τόσο της Σερβίας όσο και της Ρωσίας να ασκούν εκκλησιαστική, πολιτιστική και πολιτική επιρροή σε κράτη και έθνη διαφορετικά από εκείνες (να το σημειώσουμε αυτό, διαφορετικά έθνη!) κυρίαρχα και ανεξάρτητα και σαφώς διακεκριμένα ιστορικώς από τις ίδιες. Λόγος δηλαδή κάθε άλλο παρά εκκλησιολογικά και θεολογικά ορθόδοξος...
Εν προκειμένω, πρέπει να ανοίξουμε το μυαλό και την καρδιά μας, να ερευνήσουμε σε βάθος και από τις πηγές όλα τα ιστορικά δεδομένα (η προαναφερθείσα εργασία του Νικολάου Μάννη συνιστά μια πολύτιμη ιστορική αποδελτίωση) και να καταλάβουμε κάποιες αλήθειες, όντας Ορθόδοξοι Χριστιανοί και έχοντας κατανοήσει τον λόγο της Αγίας Γραφής, ότι «ο Θεός θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Μόνο η αλήθεια ελευθερώνει και μόνο η αλήθεια υπηρετεί το αληθές εθνικό συμφέρον του κάθε λαού, χωρίς υστερικές παραχαράξεις της Ιστορίας και φοβικά σύνδρομα που δεν τιμούν το μεγαλείο και την εγγενή οικουμενικότητα του Ελληνισμού.
Το 53% περίπου των πολιτών της «Βόρειας Μακεδονίας» είναι ένας λαός Ορθόδοξος, όπως είναι και οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, τότε που η σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία επιδίωκε τη βίαιη «βουλγαροποίηση» όλης της Μακεδονίας (Βόρειας, Νότιας, Ανατολικής και Δυτικής), οι δικοί μας Μακεδονομάχοι ενέπνευσαν στον Ορθόδοξο αυτό σλαβόφωνο λαό την ιδέα ότι είναι απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για να μην πάνε με το μέρος των Εξαρχικών Βουλγάρων! Πόσοι από εμάς το γνωρίζουν αυτό σήμερα και γιατί δεν λέγεται από κανένα σχεδόν αυτή η αλήθεια;
Τα εγκλήματα που έχουν διαπράξει στο παρελθόν κατά του Ελληνισμού τόσο οι Βούλγαροι όσο και οι Σέρβοι ομόδοξοι λαοί είναι καταγεγραμμένα ανεξίτηλα σε μαύρες σελίδες της νεώτερης Ιστορίας... Αλλά μέσα στη μεγάλη αγαπώσα αγκαλιά της Μητρός -και ιδίως ημών των εν Κρήτη (οι οποίοι καυχιόμαστε ότι υπάρχουν στο νησί μας ξεχωριστές Επαρχίες της)- Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας όλοι τελικά χώρεσαν, όλοι έτυχαν της συγγνώμης και της θεραπείας των σχισμάτων, ώστε πλέον, δόξα τω Θεώ, να είμαστε σε κανονική εκκλησιαστική κοινωνία με τις Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Έχουν κάνει άραγε περισσότερα ή χειρότερα οι πιστοί της «Μακεδονικής Εκκλησίας» απέναντί μας, ώστε να αρνούμαστε να ασχοληθούμε με αγάπη, σοβαρότητα και κατανόηση στο δικό τους εκκλησιαστικό πρόβλημα και να θεραπεύσουμε μια εκκλησιολογική ανορθογραφία που λυπεί το Πνεύμα του Θεού μας;
Είναι γνωστό ότι εδώ και αρκετά χρόνια η Εκκλησία αυτή, επιθυμώντας πολύ να εξέλθει από τη σχισματική κατάσταση που την έχει καταδικάσει η αδιαλλαξία της Σερβικής Εκκλησίας, έχει απευθύνει Έκκλητο, σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και την Τάξη της Εκκλησίας, προς τη Μεγάλη Εκκλησία, προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το απηύθυνε και ξανά πρόσφατα δείχνοντας μεγάλη κατανόηση στο θέμα του ονόματος θέλοντας να λέγονται «Αρχιεπισκοπή Αχριδών» με σύνορα τα σύνορα του κράτους τους. Θα έπρεπε να νιώθουμε μέσα μας περηφάνια ως Έλληνες διότι το Κέντρο της Ορθοδοξίας είναι στο Φανάρι, στο Πατριαρχείο του Γένους μας, και από εμάς ζητούν τη λύση στο πρόβλημά τους.
Έχει δικαίωμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο να επέμβει και να δώσει τη λύση, όπως στην περίπτωση της Ουκρανίας; Ασφαλώς ναι! Όχι μόνο διότι η Κωνσταντινούπολη μπορεί να δέχεται το έκκλητο από όλες τις Εκκλησίες, ακόμη και από εκείνες που ποτέ δεν ήταν στην κανονική της δικαιοδοσία, όπως διεξοδικώς έχει αναλυθεί με ιστορικά και νομοκανονικά τεκμήρια από εγκρίτους ακαδημαϊκούς τον τελευταίο καιρό, με αφορμή το ουκρανικό. Αλλά και διότι, εν προκειμένω, όπως και στην περίπτωση της Ουκρανίας, η Εκκλησία της «Βόρειας Μακεδονίας» προέρχεται από την κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Θρόνου, τις οποίες ιστορικές της Επαρχίες πολύ πιο πρόσφατα, από ότι στην Ουκρανία, κάνοντας χρήση της πάντοτε μακρόθυμης οικονομίας της αγάπης τις παραχώρησε με Τόμο στην Εκκλησία της Σερβίας. Και τούτο έγινε αφενός λόγω των βιαιοπραγιών των Σέρβων, όπως προαναφέραμε, και αφετέρου λόγω του γεγονότος ότι την εποχή εκείνη η «Βόρεια Μακεδονία» είχε περιέλθει πολιτικά στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας (ουσιαστικά δηλαδή στο Βασίλειο της Σερβίας). Τώρα πλέον κανένας από αυτούς τους συγκυριακούς λόγους της παραχώρησης δεν υφίσταται, συνεπώς κανονικώς και δικαιωματικώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί και οφείλει να θεραπεύσει και αυτή την εκκλησιαστική τραγωδία, αν θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τις ευθύνες που χάρισε η Εκκλησία στο Γένος μας, αν θέλουμε να είμαστε πραγματικοί Χριστιανοί.