Χαιρετισμός του Οικουμενικού Πατριάρχου
στο Δ’ Πανελλήνιο Συνέδριο Προσκυνηματικών Περιηγήσεων
της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Την πολυδιάστατη σημασία των
προσκυνηματικών περιηγήσεων επισημαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος,
σε μαγνητοσκοπημένο Χαιρετισμό του, προς το Δ’ Πανελλήνιο Συνέδριο
Προσκυνηματικών Περιηγήσεων, που διοργανώνει το αρμόδιο Συνοδικό Γραφείο της
Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν την
Παρασκευή, 8 Νοεμβρίου, στην Άρτα. Ο Παναγιώτατος τονίζει ότι το ζήτημα του
“θρησκευτικού τουρισμού” αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον, με δεδομένο
μάλιστα, ότι χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα “ως εργαλείον εκκλησιαστικής πολιτικής
εις τον χώρον της Ορθοδοξίας”.
“Όντως,
δυσκολευόμεθα να ασκήσωμεν κριτικήν εις την προιούσαν τουριστικοποίησιν της
ιεράς αποδημίας, όταν βλέπωμεν μίαν Ορθόδοξον Αυτοκέφαλον Εκκλησίαν να
χρησιμοποιή την ευσέβειαν και τον ιερόν πόθον της πιστών της ως μέσον ασκήσεως
οικονομικής πιέσεως προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος και τον Ελληνικόν λαόν, λόγω
της επισήμου αναγνωρίσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας, όπως
εργαλειοποιήθη βεβαίως από την Εκκλησίαν της Ρωσσίας και το ιερώτατον
«Μυστήριον των μυστηρίων», η Θεία Ευχαριστία, με το αυτό πνεύμα, κατά του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αναφωνούμεν μετά του Κυρίου: «ει ούν το φως το εν
σοι σκότος εστίν, το σκότος πόσον;», (Πρβλ. Ματθ. στ´, 23).
Είναι
τραγικόν, η αγνή προσκυνηματική διάθεσις των πιστών, οι οποίοι ζούν την
Ορθόδοξον ευσέβειαν και πνευματικότητά των εις εν εκκοσμικευμένον περιβάλλον,
αντιμέτωποι με τας συγχρόνους προκλήσεις και τας αλλοτριώσεις τας οποίας
συνεπάγεται ο τεχνοκρατικός, οικονομοκεντρικός και ευδαιμονιστικός πολιτισμός
μας, και οι οποίοι αναμένουν από την Εκκλησίαν την ποιμαντικήν στήριξιν, να
γίνεται αντικείμενον εκμεταλλεύσεως προς επίτευξιν αλλοτρίων προς το ορθόδοξον
εκκλησιαστικόν ήθος στόχων, και να προωθήται τοιουτοτρόπως εκ των έσω η
εκκοσμίκευσις της Εκκλησίας”.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης
απευθύνει, μεταξύ άλλων, έκκληση προς όλους τους υπευθύνους να διοργανώνουν τις
προσκυνηματικές επισκέψεις με βασικό κριτήριο την πνευματική ωφέλεια των
προσκυνητών.
“Η επίσκεψις
εις τα μνημεία μας πρέπει να είναι ο πυρήν του προγράμματος και όχι άθυρμα
άλλων ψυχαγωγικών και καταναλωτικών δραστηριοτήτων”, επισημαίνει ο Οικουμενικός
Πατριάρχης.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο
του Χαιρετισμού του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προς το
Δ’ Πανελλήνιο Συνέδριο Προσκυνηματικών Περιηγήσεων:
Ἱερώτατε ἅγιε
Δωδώνης κ. Χρυσόστομε, Πρόεδρε τοῦ Συνοδικοῦ Γραφείου Προσκυνηματικῶν
Περιηγήσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,
Ἱερώτατοι ἀδελφοί,
Προσφιλέστατα
τέκνα ἐν Κυρίῳ,
Μετά χαρᾶς ἀπευθύνομεν
τόν παρόντα Πατριαρχικόν χαιρετισμόν πρός τό Συνέδριόν σας, εὐχόμενοι ἐπιτυχῆ
κατά πάντα διεξαγωγήν αὐτοῦ.
Δέκα ἔτη παρῆλθον
ἤδη ἀπό τοῦ Α´ Πανελληνίου Συνεδρίου Προσκυνημα-τικῶν Περιηγήσεων ἐν Ζακύνθῳ,
καί ἰδού, τό θέμα τοῦ λεγομένου «θρησκευτικοῦ τουρισμοῦ» ὄχι μόνον παραμένει εἰς
τήν ἐπικαιρότητα, ἀλλά ἀποκτᾷ ὁλονέν καί μεγαλύτερον ἐνδιαφέρον, μέ δεδομένον
μάλιστα, ὅτι ἐχρησιμοποιήθη πρότριτα ὡς ἐργαλεῖον ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς εἰς
τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὄντως,
δυσκολευόμεθα νά ἀσκήσωμεν κριτικήν εἰς τήν προϊοῦσαν τουρι-στικοποίησιν τῆς ἱερᾶς
ἀποδημίας, ὅταν βλέπωμεν μίαν Ὀρθόδοξον Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν νά χρησιμοποιῇ
τήν εὐσέβειαν καί τόν ἱερόν πόθον τῆς πιστῶν της ὡς μέσον ἀσκήσεως οἰκονομικῆς
πιέσεως πρός τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος καί τόν Ἑλληνικόν λαόν, λόγῳ τῆς ἐπισήμου
ἀναγνωρίσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας, ὅπως ἐργαλειοποιήθη βεβαίως
ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ρωσσίας καί τό ἱερώτατον «Μυστήριον τῶν μυστηρίων», ἡ
Θεία Εὐχαριστία, μέ τό αὐτό πνεῦμα, κατά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀναφωνοῦμεν
μετά τοῦ Κυρίου: «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν, τὸ σκότος πόσον;»,
(Πρβλ. Ματθ. στ´, 23).
Εἶναι
τραγικόν, ἡ ἁγνή προσκυνηματική διάθεσις τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ζοῦν τήν Ὀρθόδοξον
εὐσέβειαν καί πνευματικότητά των εἰς ἕν ἐκκοσμικευμένον περιβάλλον, ἀντιμέτωποι
μέ τάς συγχρόνους προκλήσεις καί τάς ἀλλοτριώσεις τάς ὁποίας συνεπάγεται ὁ
τεχνοκρατικός, οἰκονομοκεντρικός καί εὐδαιμονιστικός πολιτισμός μας, καί οἱ ὁποῖοι
ἀναμένουν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τήν ποιμαντικήν στήριξιν, νά γίνεται ἀντικείμενον ἐκμεταλλεύσεως
πρός ἐπίτευξιν ἀλλοτρίων πρός τό ὀρθόδοξον ἐκκλησιαστικόν ἦθος στόχων, καί νά
προωθῆται τοιουτοτρόπως ἐκ τῶν ἔσω ἡ ἐκκοσμίκευσις τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπευθυνόμενοι ἀδελφικῶς
καί πατρικῶς πρός πάντας ὑμᾶς, ἀναγνωρίζομεν ὅτι ὁ «θρησκευτικός τουρισμός», ὡς
καί γενικώτερον ὁ τουρισμός, εἶναι ἕν πολυδιάστατον φαινόμενον, μέ σοβαράς
κοινωνικάς, πολιτισμικάς, πολιτικάς καί οἰκονομικάς παραμέτρους. Εἰς τά σημεῖα
τῶν καιρῶν ἀνήκει ἡ θεώρησις τῶν πάντων πρωτίστως ἐξ ἐπόψεως οἰκονομικῆς,
γεγονός τό ὁποῖον συντελεῖ, ὥστε καί ὁ θρησκευτικός τουρισμός νά καθίσταται
μαζικός καί ψυχαγωγικός, περισσότερον ἤ ἐξ ὁλοκλήρου ταξίδιον ἀναψυχῆς καί ἐκδρομή,
παρά προσκύνημα καί ἱερά ἀποδημία. Δεν ἀποκλείεται βεβαίως πολλοί ἐκ τῶν ἐκδρομέων,
ἐπισκεπτόμενοι τά ἱερά προσκυνήματα, νά ὑποστοῦν τήν «καλήν ἀλλοίωσιν» καί νά
μετατραποῦν εἰς «προσκυνητάς». Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, καί τό θέμα αὐτό δέν πρέπει
νά προσεγγίζεται μέ τό μαξιμαλιστικόν κριτήριον «Ὅλα ἤ τίποτε». Ἡ ἐπίσκεψις καί
μόνον εἰς τά ὑπέροχα μνημεῖα τῆς ὀρθοδόξου φιλοθεΐας καί φιλοκαλίας σαγηνεύει, ἐγγίζει
τάς εὐαισθήτους χορδάς κάθε ψυχῆς. Οὐδείς ἀποχωρεῖ ἀπό μίαν ἱεράν μονήν, ἕνα
βυζαντινόν ναόν, τό ἐνδιαίτημα ἑνός Ἁγίου, τόν τόπον ἀθλήσεως ἑνός Μάρυρος τῆς
πίστεως, χωρίς ἐσωτερικόν συγκλονισμόν, χωρίς τήν ἀνατροπήν τῆς ἐγκοσμίου ἀξιολογίας
του. Ποιοῦμεν ἔκκλησιν πρός τούς ὑπευθύνους, καί διά τήν Ἤπειρον, εἰς τήν
προσκυνηματικήν ἀξιοποίησιν τῶν μνημείων τῆς ὁποίας εἶναι ἀφιερωμένον τό παρόν
συνέδριον, νά ὀργανώνουν τάς ἐπισκέψεις μέ πρῶτον κριτήριον τήν πνευματικήν ὠφέλειαν
τῶν προσκυνητῶν. Ἡ ἐπίσκεψις εἰς τά μνημεῖα μας πρέπει νά εἶναι ὁ πυρήν τοῦ
προγράμματος καί ὄχι ἄθυρμα ἄλλων ψυχαγωγικῶν καί καταναλωτικῶν δραστηριοτήτων.
Ἐν τῷ πνεύματι
τούτῳ, ἐπαναλαμβάνομεν ὅσα εἴπομεν κατά τό προσκύνημα ἡμῶν εἰς τήν ἁγιοτόκον
Καππαδοκίαν, τό «Ἱερόν Βῆμα» τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, πρό δεκαπενταετίας
περίπου, εἰς τόν Ἑσπερινόν ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ Ἁγίου Θεοδώρου Μαλακοπῆς: Ἐρχόμεθα
καί ἐπανερχόμεθα εἰς τήν γῆν τῆς Καππαδοκίας, ὅπου τά πάντα ἔχουν ἐξαγιασθῆ ἀπό
τήν ζωήν καί τά ἱερά λείψανα τῶν ἁγίων τῆς πίστεως, εἰς ἕνα τόπον ὁ ὁποῖος «ἐκπέμπει
ἁγιότητα, ὁσιότητα, μαρτυρικότητα, εὐαγγελικότητα». Ἐρχόμεθα, καί θά
συνεχίσωμεν νά ἐρχώμεθα, διότι ἐδῶ ἐπαναβαπτιζόμεθα εἰς τό κυρίαρχον παντοῦ
«προσευχητικόν κλῖμα», διότι «αἰσθανόμεθα ἐνταῦθα πληρέστερον τὸ μυστήριον τῆς ἐν
Χριστῷ ἁγιότητος καὶ τῆς πραγματικότητος τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνὸς
μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον συμμετέχουν οἱ πρὸ ἡμῶν , οἱ
σύγχρονοι ἡμῶν καὶ ὅσοι μεθ᾽ ἡμᾶς θὰ ἔχουν λάβει τὸ χριστοσφράγισμα τοῦ Ἁγίου
Βαπτίσματος, ζήσαντες, ζῶντες καὶ ζήσοντες «ἐπ᾽ ἐλπίδι ζωῆς αἰωνίου» (Βλ.
Καππαδοκικά, Πόλη 2019, σ. 99-104).
Μέ αὐτάς τάς
σκέψεις, συμμετέχοντες νοερῶς εἰς τό Συνέδριον ὑμῶν καί εὐχόμενοι καρποτόκον
συμπνευματισμόν καί λυσιτελῆ συμπεράσματα, καταστέ-φομεν πάντας τούς συνέδρους
διά τῆς Πατριαρχικῆς ἡμῶν εὐλογίας, ἐπικαλούμενοι ἐφ᾽ ὑμᾶς τήν πάνδωρον Χάριν
καί τό μέγα ἔλεος τοῦ «συγκαταβάντος Λόγου», Ὅν «ἀγάπη κεκόμικεν εἰς τὴν γῆν».
Πηγή: Οικουμενικό
Πατριαρχείο