Ο Ονούφριος τι είναι για το Οικουμενικό Πατριαρχείο;




Το είδαμε και αυτό το... περίεργο ερώτημα. Ως τίτλο σε άρθρο γνωστού Έλληνα αρθρογράφου υποστηρικτή των θέσεων της Μοσχοβίας. Δεν μας ενοχλεί πλέον. Αντιθέτως, μας χαροποιεί. Διότι όλοι ανεξαιρέτως όσοι αρθρογραφούν υπερμαχόμενοι των αθεολόγητων, ανορθόδοξων και εντέλει αντίθεων θέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας στερούνται οποιουδήποτε ικανού και σοβαρού επιχειρήματος, μετέρχονται δε χαμερπείς σοφιστείες, ανάξιες πραγματικού αντιλόγου ή σχολιασμού.

Για το λόγο αυτό, στο παραπάνω υποκριτικό ερώτημα, ως ιδανική, ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη εκκλησιολογικώς, ιστορικώς και θεολογικώς απάντηση, παραθέτουμε το Σεπτό Πατριαρχικό Γράμμα της 12ης Οκτωβρίου 2018, με το οποίο ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, μία ημέρα μετά την ιστορική Απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου περί ανακλήσεως του επί Διονυσίου Δ΄ Πατριαρχικού και Συνοδικού Γράμματος Εκδόσεως του έτους 1686 και αποκαταστάσεως της αντικανονικώς διασαλευθείσης δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Θρόνου επί της Μητροπόλεως Κιέβου, απευθύνεται στον μέχρι πρότινος Μητροπολίτη Κιέβου Ονούφριο (μη έχοντος πλέον μετά την 11η Οκτωβρίου 2018 κανονικό δικαίωμα επί του Κιεβινού Θρόνου και του τίτλου), προτρέποντάς τον να συμβάλει στην ενοποίηση του διαρραγένος από τα σχίσματα εκκλησιαστικού σώματος της Ουκρανίας, δίδοντας σε αυτόν και μόνον από όλες τις τότε ηγετικές εκκλησιαστικές προσωπικότητες της χώρας αυτής το δικαίωμα να είναι και υποψήφιος για Προκαθήμενος της ενιαίας Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ουκρανίας που επρόκειτο να συγκροτηθεί με την Ενωτική Σύνοδο.

Σε αυτό το Πατριαρχικό Γράμμα περιγράφεται καθαρώς, κανονικώς, αρτίως και αυθεντικώς το τι ήταν, τι προσεκλήθη να γίνει, τι θα μπορούσε να γίνει, τι δεν έγινε και τι είναι πλέον ο Μητροπολίτης Ονούφριος, όχι μόνο για το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά για τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Διότι όσοι αρνούνται τις αποφάσεις αυτές της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας περί της Εκκλησίας της Ουκρανίας και εν παρακοή προς την Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία εξακολουθούν να θεωρούν και να ονομάζουν τον Ονούφριο «Μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ουκρανίας» καθίστανται κοινωνοί στη μοσχοβίτικη αμαρτία και αποστασία και θα επιφέρουν επί των κεφαλών τους όμοια την οργή του Θεού που επέρχεται στους υιούς της απειθείας. Σκληρός ο λόγος αλλά αληθινός. Και οφείλουμε να τον μαρτυρήσουμε με παρρησία, ώστε να μην έχουμε ευθύνη επί του αίματος όσων θα εμμείνουν αμετανοήτως στην αντιλογία και την προσβολή των Ιερών Κανόνων και Θεσμών, όσων παρανομούν, αυθαιρετούν και παραβιάζουν όρους και όρια που έθεσε το Πνεύμα το Άγιον διά των Αγίων και Σεπτών Οικουμενικών Συνόδων και της Καθηγιασμένης Πράξεως της Εκκλησίας μας.

Παρατίθεται λοιπόν το Γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχου αυτολεξεί. Και ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω.



Ἀριθμ. Πρωτ. 1001

Τῷ Ἱερωτάτῳ Μητροπολίτῃ Κιέβου κυρίῳ Ὀνουφρίῳ, ἀδελφῷ καί συλλειτουργῷ τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐν Κυρίῳ ἀγαπητῷ,

Εἰς Κίεβον.

Γνωρίζετε ἀσφαλῶς ἐκ τῆς ἱστορίας καί τῶν ἀδιασείστων ἀρχειακῶν ἐγγράφων ὅτι ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κιέβου ἀνῆκεν ἀνέκαθεν εἰς τήν δικαιοδοσίαν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἱδρυθεῖσα ὑπ᾿ αὐτῆς ὡς χωριστή Μητρόπολις, κατέχουσα τήν 60ήν θέσιν εἰς τό Συνταγμάτιον τῶν ἐπαρχιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου. Ὕστερον δέ, ἡ μέν ἐν τῷ κράτει τῆς Μεγάλης Ρωσσίας τοπική Σύνοδος, προσχήμασί τισι ἀβασίμοις, ἀπεσχίσθη πραξικοπηματικῶς ἐκ τῆς κανονικῆς αὐτῆς ἀρχῆς, ἤτοι τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας (1448), ἀλλ᾿ ἐν τῇ πόλει τοῦ Κιέβου ἐγκαθίσταντο συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως παρά τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἕτεροι μητροπολῖται, γνήσιοι καί κανονικοί, τοῦ Κιεβινοῦ κλήρου καί λαοῦ μή δεχομένου τήν ὑποταγήν εἰς τό τῆς Μοσχοβίας κέντρον. Ἡ κανονική αὕτη τάξις διετηρήθη, παρά τάς δυσκολίας τῶν καιρῶν, ἕως καί τοῦ σωτηρίου ἔτους 1685ου, ὅτε ὁ Πατριάρχης Μόσχας Ἰωακείμ, ἀντικανονικῶς παρενέβη εἰς ξένην ἐκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν, προαγαγών τόν τότε Θεοφιλέστατον Ἐπίσκοπον Λουτσκίου Γεδών εἰς Μητροπολίτην Κιέβου, δίχα, τῷ ὄντι, τῆς ἀδείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Πρός θεραπείαν τῆς ζημίας ταύτης καί διά τήν κατάπαυσιν τῶν ἐντόνων ἀντιδράσεων τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ τοῦ Κιέβου, μή δεχομένων τήν ἀντικανονικήν ἐκλογήν καί μή ἀνεχομένων τήν εἰσπήδησιν τοῦ Πατριάρχου Μόσχας, οἱ ἐν τῇ Μεγάλῃ Ρωσσίᾳ βασιλεύοντες καί ἀρχιερατεύοντες ἐζήτησαν «δοθῆναι ἄδειαν τῷ μακαριωτάτῳ πατριάρχῃ Μοσχοβίας χειροτονεῖν μητροπολίτην Κιέβου, ἡνίκα ἐμμένει ὑστερουμένη γνησίου ἀρχιερέως ἡ μητρόπολις αὕτη».

Ὁ Ἀποστολικός καί Οἰκουμενικός ἡμῶν Θρόνος ἀπεδέξατο τήν αἴτησιν αὐτῶν καί τήν ἀπό κανονικῆς ἀπόψεως παρανομίαν ταύτην συνεχώρησε, συγκαταβάσει καί οἰκονομίᾳ χρησάμενος, καί «διά τε τό ὑπερβάλλον τοῦ τόπου διάστημα καί τάς ἐπισυμβαινούσας μεταξύ τῶν δύο βασιλειῶν μάχας», πρωτίστως δέ διά τήν σωτηρίαν τῶν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ταύτῃ εὑρισκομένων χριστιανῶν, ἔδωσε οἰκονομικῶς, διά τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου ἡμῶν Διονυσίου Δ΄, τήν ἄδειαν, ὁ μακαριώτατος Πατριάρχης Μοσχοβίας «χειροτονεῖν Κιέβου Μητροπολίτην», «ἑνός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ἡνίκα ὁ Μητροπολίτης Κιέβου ἱερουργῶν εἴη τήν ἀναίμακτον καί θείαν μυσταγωγίαν, μνημονεύοι ἐν πρώτοις τοῦ σεβασμίου ὀνόματος τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου».

Τοῦ ἑδραίου ἐκκλησιολογικοῦ καί κανονικοῦ τούτου ὅρου τῆς μνημονεύσεως τῆς κανονικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς ὑπό τοῦ ἑκάστοτε τῆς τοῦ Κιέβου πόλεως ποιμενάρχου μή τηρουμένου, ἅτε ὑποταγείσης τῆς Μητροπόλεως ταύτης πλήρως τῇ ἁγιωτάτῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ρωσσίας, τῇ ἀφιλαδέλφῳ μεθοδείᾳ αὐτῆς, κατά παράβασιν τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων, ἰδίᾳ δέ τοῦ Η’ τῆς ἐν Ἐφέσῳ Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, λέγοντος ὅτι: «μηδένα τῶν θεοφιλεστάτων ἐπισκόπων ἐπαρχίαν ἑτέραν, οὐκ οὖσαν ἄνωθεν καί ἐξ ἀρχῆς ὑπό τήν αὐτοῦ, ἤ γοῦν τῶν πρό αὐτοῦ χεῖρα καταλαμβάνειν ἀλλ᾿ εἰ καί τις κατέλαβε, καί ὑφ᾿ ἑαυτόν πεποίηται, βιασάμενος, ταύτην ἀποδιδόναι· ἵνα μή τῶν Πατέρων οἱ κανόνες παραβαίνωνται, μηδέ ἐν ἱερουργίας προσχήματι, ἐξουσίας τύφος κοσμικῆς περεισδύηται, μηδέ λάθωμεν τήν ἐλευθερίαν κατά μικρόν ἀπολέσαντες ... Ἔδοξε τοίνυν τῇ ἁγίᾳ καί οἰκουμενικῇ συνόδῳ, σῴζεσθαι ἑκάστῃ ἐπαρχίᾳ καθαρά καί ἀβίαστα τά αὐτῇ προσόντα δίκαια ἐξ ἀρχῆς καί ἄνωθεν, κατά τό πάλαι κρατῆσαν ἔθος ... Εἰ δέ τις μαχόμενον τύπον τοῖς νῦν ὡρισμένοις προσκομίσοι, ἄκυρον τοῦτον εἶναι ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ πάσῃ καί οἰκουμενικῇ συνόδῳ» καί μή σεβομένης ὡσαύτως καί τῶν ἐν τῷ Πατριαρχικῷ καί «Συνοδικῷ Ἐκδόσεως Γράμματι» προτροπῶν, κατά τάς ὁποίας: «μηδενός κατά τοῦτο ἐναντιουμένου, ἤ ἀντιλέγοντος τό παράπαν, ὡς εὐλόγως καί δικαίως γεγονός. Ὁ δέ παρά τά γεγραμμένα διανοηθείς ἤ ἄλλως πως βουληθείς ἀπείθειαν ἤ ἐναντιότητα ἐνδείξασθαι, τῇ τοῦ Κυρίου διαταγῇ ἀντιστήσεται, καί παρ᾿ Ἐκείνου τάς ἀντιμισθίας ἔξει ὡς καταφρονητής τῶν Πατριαρχῶν ὄντων εἰκόνων τοῦ Θεοῦ ἐμψύχων τε, καί ζωσῶν», διά πάντα ταῦτα, ἡ περί ἡμᾶς Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος, κατά τήν συνεδρίαν τῆς 11ης Ὀκτωβρίου ἐ. ἔ., κανονικῶς ἀνεκάλεσε τήν ἰσχύν τῶν πρό πολλοῦ καταργηθέντων μονομερῶς ὑπό τῆς ὑμετέρας πλευρᾶς καί τοῦ Ρωσσικοῦ Πατριαρχείου Πατριαρχικῶν Γραμμάτων τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ τοῦ ἔτους 1686ου. Γνωρίζομεν δέ ὑμῖν ὅτι ἡ ἱστορική Μητρόπολις Κιέβου καί αἱ ἐν τοῖς ὁρίοις τῆς Οὐκρανίας κείμεναι ἐκκλησιαστικαί ἐπαρχίαι περιῆλθον πλέον εἰς τήν πρό τῶν μνημονευθέντων Γραμμάτων ἱεροκανονικήν κατάστασιν, ἤτοι εἰς τήν πλήρη ἐξάρτησιν ἐκ τοῦ καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καί Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου.

Προσέτι δέ, ἡ περί ἡμᾶς Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατά τήν συνεδρίαν τῆς 22ας Ἀπριλίου ἐ. ἔ., λαμβάνουσα ὑπ᾿ ὄψιν τά κατά καιρούς αἰτήματα κλήρου καί λαοῦ περί ἀνεξαρτησίας τῆς εἰς ἰδιαίτερον κυρίαρχον κράτος συγκροτηθείσης εὐλογημένης γῆς τῆς Οὐκρανίας, κυρίως ὅμως προσβλέπουσα εἰς θεραπείαν τῶν ἀπό ἐτῶν σοβούντων σχισμάτων καί μερισμῶν, μή δυναμένης τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Μόσχας τήν θεραπείαν ταύτην ἐπιφέρειν, ἀπεφάσισεν ὁμοφώνως, ἵνα ἀπονείμῃ καθεστῶς αὐτοτελοῦς ἐσωτερικῆς διαρθρώσεως, ἤτοι «αὐτοκεφαλίαν», εἰς τό κράτος τῆς Οὐκρανίας. Μέχρι δέ καί τῆς συγκροτήσεως εἰς σῶμα τῆς ἐν Οὐκρανίᾳ Ἱεραρχίας καί τῆς ἐξ αὐτῆς, κατόπιν ἐκλογῆς, ἀναδείξεως Προκαθημένου, πρός ὅν καί κατά τήν κρίσιν ἡμῶν χορηγηθήσεται ἁρμοδίως Πατριαρχικός καί Συνοδικός Τόμος, γνωρίζομεν τῇ ὑμετέρᾳ Ἱερότητι ὅτι ὑπερτάτη κανονική ἀρχή ἐν Οὐκρανίᾳ ὑπάρχει καί λέγεται ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία ὡς ἔκπαλαι.

Τάς εἰρημένας ταύτας ἀποφάσεις τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ἠθελήσαμεν νά θέσωμεν εἰς γνῶσιν τῆς ὑμετέρας Ἱερότητος, διά τῶν ὁρισθέντων Ἐξάρχων ἡμῶν ἐν Κιέβῳ, ἀλλ᾿ ὑμεῖς, δυστυχῶς, ἠρνήθητε τήν κοινωνίαν μετ᾿ αὐτῶν. Ἐπανερχόμενοι οὖν τό δεύτερον διά τῶν μετά χεῖρας Πατριαρχικῶν ἡμῶν Γραμμάτων, οἰκονομικῶς καί συγκαταβατικῶς προσφωνοῦντες ὑμᾶς Ἱερώτατον Μητροπολίτην Κιέβου, ἐνημεροῦμεν ὅτι, ἅμα τῇ ὑπό τοῦ κληρικολαϊκοῦ σώματος ἐκλογῇ τοῦ Προκαθημένου τῆς Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας, οὐ δυνηθήσεσθε πλέον ἐκκλησιολογικῶς τε καί κανονικῶς φέρειν τόν τίτλον τοῦτον τοῦ Κιέβου, τόν ὁποῖον, οὕτως ἤ ἄλλως, κατέχετε σήμερον κατά παράβασιν τῶν ὑπό τῶν ἐπισήμων κειμένων τοῦ 1686 ὁριζομένων.

Διό ἐν πνεύματι εἰρήνης καί ἀγάπης προτρεπόμεθα ὑμᾶς, Ἱερώτατε ἀδελφέ, ὅπως, λαμβάνοντες ὑπ᾿ ὄψιν καί θεωροῦντες ἐν φρονήματι ἱστορικῆς ἀληθείας καί ὑγιοῦς ἐκκλησιολογίας τάς ἡμετέρας ἱεροκανονικάς Πράξεις, ἀρθῆτε εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων καί ἐναρμοσθῆτε τῇ παραδόσει τῶν ἀειμνήστων προκατόχων ὑμῶν Σιλβέστρου, διαδόχου Πέτρου Μογίλα τοῦ εὐκλεοῦς, ὡς καί τῶν λοιπῶν Μητροπολιτῶν Κιέβου Διονυσίου, Ἰωσήφ καί Ἀντωνίου, ἐπιστηριζόντων τόν εὐγενῆ Οὐκρανικόν λαόν καί τό εὐσεβές αὐτῶν γένος, πειθομένων εἰς τάς ἀποφάσεις τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, προτρεπόμεθα δέ ὅπως συμμετάσχητε προφρόνως καί ἐν πνεύματι ὁμονοίας καί ἑνότητος, μετά τῆς ὑφ᾿ ὑμᾶς Ἱεραρχίας, εἰς τήν ὑπό σύγκλησιν ἱδρυτικήν τῆς ἑνιαίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Οὐκρανίας Συνέλευσιν καί τάς ἐκλεκτορικάς διαδικασίας πρός ἀνάδειξιν τοῦ Προκαθημένου αὐτῆς, δυναμένης, ἀσφαλῶς, καί τῆς ὑμετέρας Ἱερότητος ὑποβαλεῖν ὑποψηφιότητα πρός τοῦτο. Ὡσαύτως δέ προτρεπόμεθα ὑμᾶς καί τούς περί ὑμᾶς ὅπως εὑρίσκησθε ἐν κοινωνίᾳ μετά τῶν πρῴην Κιέβου Φιλαρέτου καί πρῴην Λβίβ Μακαρίου καί τῶν σύν αὐτοῖς, ὡς ἀποκατασταθέντων ὑφ᾿ ἡμῶν ἁρμοδίως εἰς τήν ἀρχιερωσύνην καί οὐχί εἰς τό ἀξίωμα, δι᾿ εὐμενοῦς ἡμετέρας κρίσεως ἐπί τῆς κατ᾿ ἐπανάληψιν ὑποβληθείσης ἡμῖν ἐκκλήτου αὐτῶν προσφυγῆς, ὡς οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Θ’ καί ΙΖ’ τῶν ἐν Χαλκηδόνι συνελθόντων Ἁγίων Πατέρων Κανόνες σαφῶς καί σοφῶς διακελεύονται. Περιττόν νά λεχθῇ ὅτι ἡ τῆς ἐκκλήτου προσφυγῆς ἐξέτασις δέν ἀποτελεῖ «νομιμοποίησιν σχισμάτων», ἀλλ᾿ εὐκαιρίαν θεραπείας αὐτῶν, ὡς τοῦ ταλαιπωρήσαντος ἐπί τρεῖς που δεκαετίας τόν προσφιλῆ Οὐκρανικόν λαόν τοιούτου.

Ὄντες βέβαιοι ὅτι καί ἡ ὑμετέρα ἀγαπητή Ἱερότης θέλει ἐνστερνισθῇ τάς κανονικάς ταύτας ἀποφάσεις τῆς Μητρός Ἐκκλησίας καί ἀκολουθήσει τήν ὁδόν τῆς ἑνότητος διά τό συμφέρον τοῦ Οὐκρανικοῦ λαοῦ, ἐπιστηρίξει δέ τήν χορηγηθησομένην Αὐτοκεφαλίαν, ἐφ᾿ ὅσον αὕτη, ὡς γνωρίζετε, Ἱερώτατε, παρά τά δημοσίως ψευδῆ λεγόμενα, εἶναι ἡ μόνη λύσις διά τήν θεραπείαν τοῦ ἐν Οὐκρανίᾳ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος, ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὑμᾶς τήν Χάριν καί τό ἄμετρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων ἡμῶν, τῶν ὀρθοτομησάντων τούς Ὅρους καί Κανόνας τῆς πίστεως ἐν ἀληθείᾳ, μεμακρυσμένῃ κοσμικῶν κινήτρων καί ἐπιβολῶν.

,βιη’ Ὀκτωβρίου ιβ’

† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος
ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός





Η επιστολή είχε δημοσιευθεί στις 7 Δεκεμβρίου 2018 στην εκκλησιαστική ιστοσελίδα ΡΟΜΦΑΙΑ