Δεν έχει νόημα να αντιπαρατιθέμεθα, ενίοτε και άκομψα ή με βαρείς χαρακτηρισμούς, μεταξύ μας οι πιστοί για ένα ζήτημα που σε κάθε περίπτωση δεν θα το αποφασίσουμε εμείς.
Οποιοσδήποτε θεωρεί ότι η Εκκλησία δεν έλαβε υπόψιν της έγκυρα επιστημονικά δεδομένα, μπορεί κάλλιστα να απευθυνθεί στα αρμόδια όργανά της. Προσωπικά φρονώ ότι η Εκκλησία, και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Εκκλησία της Ελλάδος, είχαν υπόψιν τους όλα τα έγκυρα επιστημονικά δεδομένα όταν αποφάσισαν ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι για την οποιαδήποτε αλλαγή στον τρόπο τέλεσης του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Ακούω με πολύ σεβασμό τα επιχειρήματα όλων, και του κ. Δερμιτζάκη και του κ. Μόσιαλου, που διαρκώς επαναφέρουν το ζήτημα του τρόπου της Θείας Ευχαριστίας ως δήθεν παράγοντα διάδοσης του κορωνοϊού. Όμως, γνώμες ειδικών υπάρχουν και προς την αντίθετη κατεύθυνση, όπως π.χ. της λοιμωξιολόγου και μέλους της Ειδικής Επιτροπής κ. Γιαμαρέλλου.
Το ζήτημα της Θείας Κοινωνίας δεν είναι επιστημονικό, αλλά υπερβατικό, υπερφυσικό, θεολογικό. Ούτε οι κ. Δερμιτζάκης και Μόσιαλος έχουν αποδείξει ότι με τη Θεία Κοινωνία μεταδίδεται ο κορωνοϊός, ούτε η κ. Γιαμαρέλλου ότι δεν μεταδίδεται. Αφού λοιπόν δεν έχουν αποδείξει με έρευνα και συγκεκριμένα δεδομένα, το οποίον είναι η βάση της επιστήμης, τότε δεν πρέπει και να αποφαίνονται επιστημονικώς επί του θέματος. Για μένα και οι δύο πλευρές κακώς ομιλούν ως επιστήμονες για ένα ζήτημα Πίστεως και Θεολογίας. Ως πιστοί, σαφώς και μπορούν να μιλήσουν. Και η κ. Γιαμαρέλλου, για παράδειγμα, δημοσίως ομολόγησε την Πίστη της, η οποία, στη συνείδησή της, δεν αντιφάσκει με την έγκριτη επιστημονική της κατάρτιση. Ως επιστήμονες όμως δεν μπορούν να αποφαίνονται, και μάλιστα ως αυθεντίες, περί του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, αφού αποδείξεις στο χώρο του Μυστηρίου δεν χωρούν και κανείς τους δεν διαθέτει τέτοιες αποδείξεις.
Η Εκκλησία, λοιπόν, ως ταμειούχος της Χάριτος και της Αληθείας, επί τη βάσει της μακραίωνης εμπειρίας, εφηρμοσμένης Θεολογίας και του Ορθοδόξου βιώματος γνωρίζει -γνωρίζει εν Χριστώ και αυτό δεν χρήζει «αποδείξεως»- ότι με τη Θεία Κοινωνία δεν μεταδίδονται ασθένειες. Και αυτό ομολόγησε συνοδικώς. Από κει και πέρα, μάλλον θόρυβος γίνεται και κακό παρά όφελος, τόσο στο σώμα της Εκκλησίας, τους πιστούς, όσο και στην Πολιτεία, η οποία χρειάζεται τους πιστούς με το μέρος της και όχι απέναντί της, για να φέρουμε σε πέρας αυτή τη δοκιμασία.
Στην Ελλάδα, είτε αρέσει είτε όχι, είτε συμφωνούν όλοι είτε όχι, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αποδεκτός από το πλήρωμα της Εκκλησίας οποιοσδήποτε άλλος τρόπος για τη Θεία Κοινωνία, με το πρόσχημα της δήθεν μη μετάδοσης ασθενειών. Ακόμη και στη διασπορά, υπήρξαν και υπάρχουν πολλές αντιδράσεις όπου τυχόν έγιναν κάποιες αλλαγές...
Δεν θα διαλύσουμε, λοιπόν, την Εκκλησία μας και την κοινωνία μας για τις μη επιστημονικές, αφού δεν έχουν αποδειχθεί, απόψεις (που ενίοτε καταντούν και εμμονές...) κάποιων επιστημόνων περί της Θείας Κοινωνίας. Εάν μας αποδείξουν ότι η Θεία Κοινωνία μεταδίδει ασθένειες, έχει καλώς. Το βάρος αποδείξεως πάντως πέφτει σε εκείνους που αμφισβητούν αλήθειες και βιώματα αιώνων, και όχι φυσικά στην Εκκλησία που διακρατεί και διακηρύσσει αυτές τις αλήθειες.
Κατακλείοντας,
υπενθυμίζω τον λόγο του Αγίου Πνεύματος διά του ιερού υμνωδού: «Ψαυέτω μηδαμώς
χειρ αμυήτων»...