Μια επικράτηση των Ρώσων θα επιβεβαίωνε «ότι με την ισχύ επιβάλλεται το δίκιο, ότι η λογική είναι για τους ηττημένους, ότι οι δημοκρατίες πρέπει να αποτύχουν», εξηγεί ο Τίμοθι Σνάιντερ, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale, o οποίος θεωρεί κλειδί για την κατανόηση της σημερινής Ρωσίας την «ελαστικότητα του Στάλιν απέναντι στον φασισμό»
«Ο φασισμός δεν ηττήθηκε
ποτέ ως ιδέα»,
υπενθυμίζει σε άρθρο γνώμης στους New York Times ο Τίμοθι Σνάιντερ. Μόνο στα
πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ηττήθηκε ο φασισμός και όσο καιρό η
ναζιστική Γερμανία έδειχνε ισχυρή, πολλοί Ευρωπαίοι μπήκαν στον πειρασμό να
ασπαστούν αυτήν την ιδεολογία «του
παραλογισμού και της βίας». Δυστυχώς, ο φασισμός επέστρεψε στην Ευρώπη και
αυτήν τη φορά η χώρα που διεξάγει «έναν
φασιστικό πόλεμο καταστροφής» είναι η Ρωσία. «Εάν κερδίσει η Ρωσία, οι φασίστες σε όλο τον κόσμο θα αναθαρρήσουν»,
προειδοποιεί ο αμερικανός καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale και
συγγραφέας πολλών βιβλίων για τον φασισμό, την απολυταρχία και την ευρωπαϊκή
Ιστορία.
Επισημαίνοντας ότι είναι μεγάλο λάθος να περιορίζονται οι φόβοι όσον
αφορά τον φασισμό στην εικόνα του Χίτλερ και στην ανάμνηση του Ολοκαυτώματος,
υπενθυμίζει πως ο φασισμός πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία, ήταν ιδιαίτερα
δημοφιλής στη Ρουμανία και είχε οπαδούς σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και στην
Αμερική, ενώ σε όλες τις εκδοχές του εστίαζε «στην επικράτηση της θέλησης επί της λογικής».
Γι’ αυτό δεν μπορεί να οριστεί ικανοποιητικά ο φασισμός. Ακόμη και
σήμερα οι άνθρωποι εξακολουθούν να διαφωνούν όσον αφορά τι είναι ο φασισμός και
τι καθιστά φασιστικό ένα καθεστώς. Αλλά η σημερινή Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν, «πληροί τα περισσότερα από τα κριτήρια που
τείνουν να αποδέχονται οι ειδικοί», γράφει ο Σνάιντερ, αναφερόμενος στην
προσωπολατρία (του Βλαντίμιρ Πούτιν), στη λατρεία των νεκρών (του Β’ Παγκόσμιου
Πολέμου) στον μύθο μιας περασμένης χρυσής εποχής αυτοκρατορικής μεγαλοσύνης, η
οποία πρέπει να αποκατασταθεί μέσω ενός πολέμου «θεραπευτικής βίας», ωσάν τον «δολοφονικό
πόλεμο» που διεξάγουν τα ρωσικά στρατεύματα στην Ουκρανία.
Ο αμερικανός ιστορικός υπενθυμίζει επίσης ότι δεν είναι αυτή η πρώτη
φορά που η Ουκρανία αποτελεί αντικείμενο ενός φασιστικού πολέμου. Η κατάκτηση
της χώρας ήταν ο κύριος πολεμικός στόχος του Χίτλερ το 1941. Ο Χίτλερ νόμιζε
ότι η Σοβιετική Ένωση, στην οποία ανήκε τότε η Ουκρανία, ήταν ένα εβραϊκό
κράτος. Σχεδίαζε να αντικαταστήσει τη σοβιετική κυριαρχία με τη ναζιστική και
να καρπωθεί τα γόνιμα ουκρανικά εδάφη. Κάπως έτσι η Σοβιετική Ένωση θα
λιμοκτονούσε και η Γερμανία θα γινόταν αυτοκρατορία. Πίστευε, μάλιστα, ότι
πετύχαινε σχετικά εύκολα τον στόχο του, γιατί θεωρούσε τη Σοβιετική Ένωση
τεχνητό δημιούργημα και τους Ουκρανούς υποτακτικό λαό.
«Οι ομοιότητες με τον πόλεμο
του Πούτιν είναι εντυπωσιακές. Το Κρεμλίνο ορίζει την Ουκρανία ως ένα τεχνητό
κράτος, του οποίου ο εβραίος πρόεδρος αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να είναι ένα
πραγματικό κράτος. Μετά την εξόντωση μιας μικρής ελίτ, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό,
οι αδιαμόρφωτες μάζες θα αποδέχονταν ευχαρίστως τη ρωσική κυριαρχία. Σήμερα
είναι η Ρωσία που στερεί τον κόσμο από τα τρόφιμα της Ουκρανίας», συνοψίζει ο Σνάιντερ.
Όσον αφορά το γεγονός ότι πολλοί δυσκολεύονται ή διστάζουν να δουν τη
Ρωσία του Πούτιν ως ένα φασιστικό κράτος, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι η
ΕΣΣΔ του Στάλιν αυτοκαθοριζόταν ως αντιφασιστική οντότητα. Ο Σνάιντερ
αναγνωρίζει, φυσικά, πως το 1945 η ΕΣΣΔ νίκησε τη ναζιστική Γερμανία με την
αρωγή και των Αμερικανών, των Βρετανών και άλλων συμμάχων της. Ωστόσο «η εναντίωσή της στον φασισμό ήταν ασυνεπής»,
υπογραμμίζει.
Πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, οι Σοβιετικοί
αντιμετώπιζαν τους φασιστές «απλώς ως
ακόμη έναν τύπο καπιταλιστικού εχθρού. Τα κομμουνιστικά κόμματα στην Ευρώπη
έπρεπε να αντιμετωπίζουν όλα τα άλλα κόμματα ως εχθρούς. Αυτή η πολιτική
συνέβαλε ουσιαστικά στην άνοδο του Χίτλερ: αν και ήταν περισσότεροι από τους
Ναζί, οι Γερμανοί κομμουνιστές και σοσιαλιστές δεν μπορούσαν να συνεργαστούν. Ύστερα
από αυτό το φιάσκο, ο Στάλιν προσάρμοσε την πολιτική του, απαιτώντας από τα
ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα να σχηματίσουν συνασπισμούς για να αναχαιτίσουν
τους φασίστες», αναφέρει.
Ωστόσο το 1939 η ΕΣΣΔ κατέστη ντε φάκτο σύμμαχος της ναζιστικής
Γερμανίας και οι δύο χώρες εισέβαλαν σχεδόν μαζί στην Πολωνία. Ομιλίες των Ναζί
αναδημοσιεύονταν στον σοβιετικό Τύπο και ναζιστές αξιωματικοί θαύμαζαν τη
σοβιετική αποτελεσματικότητα στις μαζικές απελάσεις. Αλλά σήμερα στη Ρωσία
κανένας δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό, καθώς υπάρχουν νόμοι που ορίζουν ότι
αποτελεί έγκλημα.
«Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
είναι ένα στοιχείο του ιστορικού μύθου του κ. Πούτιν για τη ρωσική αθωότητα και
το χαμένο μεγαλείο – η Ρωσία πρέπει να απολαμβάνει το μονοπώλιο της
θυματοποίησης και της νίκης. Το βασικό γεγονός ότι ο Στάλιν κατέστησε δυνατό
τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο συμμαχώντας με τον Χίτλερ πρέπει να συνεχίσει να είναι
ανείπωτο και αδιανόητο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο αμερικανός πανεπιστημιακός.
Θεωρεί ότι κλειδί για την κατανόηση της σημερινής Ρωσίας είναι «η ελαστικότητα του Στάλιν απέναντι στον
φασισμό». Και, όντως, υπό τον Στάλιν ο φασισμός αρχικά ήταν αδιάφορος, μετά
κατέστη κακός, μετά ήταν ξανά κακός έως ότου, όταν ο Χίτλερ πρόδωσε τον Στάλιν
και εισέβαλε στην ΕΣΣΔ, κατέστη εκ νέου κακός. «Αλλά ουδέποτε κάποιος όρισε τι σήμαινε. Ήταν ένα κουτί στο οποίο
μπορούσε να τοποθετηθεί οτιδήποτε», σημειώνει, υπενθυμίζοντας πως ως
φασίστες καταδικάστηκαν ακόμη και κομμουνιστές σε δίκες-παρωδία, πως κατά τη
διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου φασίστες ήταν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί, πως ο «αντιφασισμός» δεν εμπόδισε τον Στάλιν
να βάλει στο στόχαστρο τους εβραίους στην τελευταία του εκκαθάριση, ούτε τους
διαδόχους του από το να συγχέουν το Ισραήλ με τη ναζιστική Γερμανία.
«Ο σοβιετικός αντιφασισμός
ήταν, με άλλα λόγια, μια πολιτική τού “εμείς και αυτοί”. Αυτό δεν αποτελεί
απάντηση στον φασισμό», επισημαίνει. Άλλωστε ο ίδιος ο ναζιστής νομικός και πολιτικός
στοχαστής Καρλ Σμιτ είχε πει ότι αφετηρία της φασιστικής πολιτικής αποτελεί ο
ορισμός ενός εχθρού, και επειδή ο σοβιετικός αντι-φασισμός ήταν μόνον αυτό,
ορισμός ενός εχθρού, «προσέφερε στον
φασισμό μία κερκόπορτα από την οποία επέστρεψε στη Ρωσία».
Όσον αφορά τη σημερινή Ρωσία, στον 21ο αιώνα, ο «αντιφασισμός» κατέληξε να είναι απλώς το δικαίωμα του ρώσου
προέδρου να ορίζει τους εθνικούς εχθρούς, με τους πραγματικούς ρώσους φασίστες,
όπως οι Αλεξάντρ Ντούγκιν και Αλεξάντρ Προχάνοφ, να ανταμείβονται για τις
όποιες απόψεις τους με ολοένα περισσότερο χρόνο στα ρωσικά ΜΜΕ. Ο ίδιος ο
Πούτιν επηρεάστηκε από το έργο του ρώσου χριστιανοφασίστα του μεσοπολέμου Ιβάν
Ιλίν. «Για τον ρώσο πρόεδρο, “φασίστας” ή
“ναζιστής” είναι απλώς κάποιος που αντιτίθεται σε εκείνον ή στο σχέδιό του να
καταστρέψει την Ουκρανία. Οι Ουκρανοί είναι “ναζιστές” γιατί δεν αποδέχονται
ότι είναι Ρώσοι και αντιστέκονται», γράφει ο Σνάιντερ.
Ο Πούτιν διατυμπανίζει ότι ο εχθρός είναι ο φασισμός, γι’ αυτό κάποιοι
ενδέχεται να δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι ο πραγματικός φασίστας θα
μπορούσε να είναι εκείνος. Αλλά στο πλαίσιο του πολέμου κατά της Ουκρανίας, «“Ναζί” σημαίνει “υπάνθρωπος εχθρός”»
και υποδεικνύει, οπότε, άτομα που οι Ρώσοι μπορούν να σκοτώσουν, άρα «οι μαζικοί τάφοι δεν αποτελούν κάποιο
δυσάρεστο τυχαίο γεγονός του πολέμου, αλλά μια αναμενόμενη συνέπεια ενός
φασιστικού πολέμου καταστροφής».
Όταν φασίστες αποκαλούν άλλους ανθρώπους «φασίστες», ο φασισμός οδηγείται «στο παράλογο άκρο του ως λατρεία του παραλογισμού». Πρόκειται για
ένα ύστατο σημείο όπου «όπου η ρητορική
μίσους αντιστρέφει την πραγματικότητα και η προπαγάνδα είναι καθαρή επιμονή».
Πρόκειται για την απόλυτη επικράτηση της θέλησης επί του λόγου. «Το να αποκαλείς τους άλλους φασίστες ενώ
είσαι εσύ φασίστας, είναι η κατεξοχήν πουτινική πρακτική των Πούτιν. Ο Τζέισον
Στάνλεϊ, ένας Αμερικανός φιλόσοφος, την αποκαλεί “υπονομευτική προπαγάνδα”. Εγώ
την ονόμασα “σχιζοφασισμό”. Οι Ουκρανοί έχουν τον πιο κομψό ορισμό. Την
αποκαλούν “ρωσισμό”».
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο Τίμοθι Σνάιντερ επισημαίνει πως
σήμερα γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε περισσότερα για τον φασισμό σε σχέση με τη
δεκαετία του 1930. Καταρχάς ξέρουμε πού οδήγησε την ανθρωπότητα. Οπότε είναι
πολύ σημαντικό να αναγνωρίζουμε τον φασισμό, ούτως ώστε να γνωρίζουμε τι
καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε.
Αλλά η αναγνώριση του φασισμού δεν συνεπάγεται την εξάλειψή του. «Ο φασισμός δεν είναι μια θέση, αλλά μια
λατρεία της θέλησης που εκπέμπει μυθοπλασία. Αφορά τη σαγήνη ενός ανθρώπου που
θεραπεύει τον κόσμο με βία και θα συντηρείται από την προπαγάνδα μέχρι τέλους.
Μπορεί να καταρρεύσει μόνο με την απόδειξη της αδυναμίας του ηγέτη. Ο φασίστας
ηγέτης πρέπει να νικηθεί, πράγμα που σημαίνει ότι όσοι αντιτίθενται στον
φασισμό πρέπει να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο για να τον νικήσουν. Μόνο τότε
οι μύθοι καταρρέουν», υπενθυμίζει.
Όπως και κατά τη δεκαετία του 1930, η δημοκρατία βρίσκεται σε υποχώρηση
σε όλο τον κόσμο. Εάν η Ρωσία κερδίσει στην Ουκρανία, η επικράτησή της δεν θα
είναι απλώς η καταστροφή μιας δημοκρατίας διά της βίας (το οποίο είναι ήδη
φρικτό) αλλά και μια αποθάρρυνση των δημοκρατιών παντού. Οι φίλοι και οι φίλες
της Ρωσίας και του Πούτιν, όπως ο Βίκτορ Ορμπάν, η Μαρίν Λεπέν και ο Ματέο
Σαλβίνι στην Ευρώπη αλλά και ο Τάκερ Κάρλσον στις ΗΠΑ, ήταν εχθροί της
δημοκρατίας πριν ο ρώσος διατάξει τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην
Ουκρανία.
Μια επικράτηση της Ρωσίας, ήτοι του φασισμού στην Ουκρανία, θα
επιβεβαίωνε «πως με την ισχύ επιβάλλεται
το δίκιο, πως η λογική είναι για τους ηττημένους, πως οι δημοκρατίες πρέπει να
αποτύχουν. Εάν δεν είχαν αντισταθεί οι Ουκρανοί αυτή θα ήταν μια πολύ σκοτεινή
άνοιξη για τους δημοκράτες. Εάν η Ουκρανία δεν νικήσει, μπορούμε να αναμένουμε
δεκαετίες σκότους», καταλήγει ο Τίμοθι Σνάιντερ.
___________
* Ο Τίμοθι Σνάιντερ,
καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Yale, είναι επίσης μόνιμος συνεργάτης του
Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών στη Βιέννη. Μεταξύ των έργων του
περιλαμβάνονται τα «Αιματοβαμμένες Χώρες: Η Ευρώπη μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν»,
«Απέναντι στην Τυραννία: 20 Μαθήματα από τον 20ό αιώνα» και «Ο δρόμος προς την
ανελευθερία: Ρωσία, Ευρώπη, Αμερική» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις
Παπαδόπουλος).