ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΙΣ ΥΒΡΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΚΟΛΑΜΣΚ ΑΝΤΩΝΙΟΥ


 

Του Ιερομονάχου Νικήτα

της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος Αγίου Όρους

Εμφανίστηκε προ ημερών σε ελληνική εκκλησιαστική ιστοσελίδα ένα σχόλιο του Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Αντωνίου για την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη στο Αμπού Ντάμπι. Στο σχόλιο αυτό υπάρχουν πολλές ιστορικές ανακρίβειες και κατασκευές καθώς και έλλειψη γνώσεως του κανονικού δικαίου και της ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Είναι ένα ξεκάθαρο προπαγανδιστικό κείμενο που θα ήταν καλύτερα να μην μεταφραζόταν σε άλλες γλώσσες και να έμενε ως ένα προπαγανδιστικό κείμενο για «εσωτερική κατανάλωση» στην ρωσική επικράτεια. Όμως αφού μεταφράστηκε και στα ελληνικά, καλό είναι να επισημανθούν αυτές οι ανακρίβειες.


Για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας πάνω σε αυτά που αναφέρει ο Σεβασμιώτατος στο σχόλιό του: Κανείς δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι το Κίεβο είναι το λίκνο της ρωσικής Εκκλησίας, αλλά είναι λάθος ότι ήταν η πρώτη έδρα της ρωσικής Εκκλησίας. Η ρωσική Εκκλησία δημιουργήθηκε με την απόδοση Πατριαρχικής τιμής από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β’ το 1589. Εώς τότε βρισκόταν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επίσης το Κίεβο ουδέποτε παραχωρήθηκε στην Εκκλησία της Ρωσίας (έχει πολλάκις και με ιστορικά τεκμήρια αποδομηθεί η εσφαλμένη αξίωση των Ρώσων ότι του παραχωρήθηκε το 1686). Η πρώτη έδρα, λοιπόν, της ρωσικής Εκκλησίας δεν είναι το Κίεβο, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο Σεβασμιώτατος,  αλλά η Μόσχα. Το Κίεβο ήταν η έδρα του Μητροπολίτη «Κιέβου και πάσης Ρως» που ανήκε στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.  Το 1686 παραχωρήθηκε άδεια στον Πατριάρχη Μόσχας να χειροτονεί και να ενθρονίζει τον εκλεγόμενο από την κληρολαϊκή συνέλευση Μητροπολίτη Κιέβου, όπως είχαν ζητήσει οι τσάροι δύο χρόνια νωρίτερα, υπό τον απόλυτο όμως όρο ότι ο Μητροπολίτης Κιέβου θα μνημονεύει σε κάθε Θεία Λειτουργία το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και αυτή η άδεια που δόθηκε κατ’ οικονομίαν στον Πατριάρχη Μόσχας προκάλεσε οξύτατες αντιδράσεις στην ιεραρχία της Μητροπόλεως Κιέβου, γι’ αυτό και οι εκλεγόμενοι Μητροπολίτες δεν μετέβαιναν στην Μόσχα για την ενθρόνισή τους. Ποτέ ο Πατριάρχης Μόσχας δεν κατάφερε να ασκήσει την παραχωρηθείσα άδεια να χειροτονεί τον εκλεγμένο Μητροπολίτη Κιέβου. Οπότε οι ισχυρισμοί του Σεβασμιωτάτου ότι η εκκλησιαστική επανένωση της Μόσχας και του Κιέβου τον 17ο αιώνα ανταποκρινόταν στις διαχρονικές προσδοκίες των προγόνων τους, είναι αβάσιμοι.  Η πολιτική ρωσοποίησης της Ουκρανίας, ιδίως στον θρησκευτικό τομέα, ήταν συστηματική και παρατηρείται και μετά την ανακήρυξη από τον Πέτρο Α' της Μοσχοβίας ως ρωσικής αυτοκρατορίας, καθώς υπό την πίεση της κρατικής πολιτικής και της ρωσικής ορθοδοξίας ξεκίνησε η απαξίωση της ουκρανικής εθνικής κουλτούρας και πραγματοποιούνταν αντικατάσταση των ουκρανικών ορθόδοξων παραδόσεων με ρωσικές. Η Αικατερίνη Β΄, επίσης, συνέχισε εντατικά την πολιτική της κοσμικής και θρησκευτικής ρωσοποίησης της Ουκρανίας.

Όσον αφορά τον λιμό, μπορεί να έπληξε και άλλες περιοχές, αλλά αυτό δεν αλλάζει τον χαρακτήρα της γενοκτονίας που διεξήχθη από το καθεστώς του Στάλιν εναντίον των Ουκρανών. Τα θύματα από τον ουκρανικό λιμό, περί τα έξι εκατομμύρια στα 1932-1933, ενίσχυσαν την αντιπαλότητα Μόσχας-Κιέβου. Η εθνική ταυτότητα και συνείδηση της Ουκρανίας ενδυναμώθηκε και εδραιώθηκε από αυτήν την γενοκτονία. Και αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, ακόμη και από όσους υιοθετούν τις πλέον αθωωτικές αιτιολογίες της ρωσικής πλευράς για τον λιμό των εκατομμυρίων θυμάτων της σταλινικής εποχής. Το ότι Ρώσοι και Ουκρανοί στρατιώτες πολέμησαν πλάι πλάι εναντίον του φασισμού στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, δεν τους καθιστά τον ίδιο λαό. Αυτό όμως θέλει να περάσει η ιδεολογία του «ρωσικού κόσμου». Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία αυτής της ιδεολογίας είναι ότι Ρώσοι, Ουκρανοί και Λευκορώσοι  είναι ένας λαός. Δεν υπάρχει δηλαδή Ουκρανός και Λευκορώσος. Όλοι είναι Ρώσοι.

Όσο και αν το διαψεύδει ο Σεβασμιώτατος, η αλήθεια είναι ότι μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453, η Μόσχα φιλοδοξούσε να αντικαταστήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ακριβώς για τον λόγο που αναφέρει, ότι «το βασίλειο της Μοσχοβίας επί πολλά χρόνια παρέμενε το μόνο ανεξάρτητο ορθόδοξο κράτος, που ήταν ικανό να υποστηρίζει τους ορθοδόξους Χριστιανούς στην Ανατολή. Έτσι προήλθε και το αφήγημα της «Ἁγίας Ρως» και της «Τρίτης Ρώμης», το οποίο έγινε λαϊκή δοξασία κατά την μακρά βασιλεία του Ιβάν Γ’ (1462-1505), που έφερε ριζικές αλλαγές στην Μοσχοβία και διαμόρφωσε την αυτοκρατορική ιδεολογία που ακόμη και σήμερα διαπνέει στην ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία. Χαρακτηριστικό είναι ότι τότε ο Ιβάν υιοθέτησε τον βυζαντινό δικέφαλο αετό ως κρατικό θυρεό και χρησιμοποίησε πρώτη φορά τον τίτλο Τσάρος (σλαβική μετάφραση του «Καίσαρ», που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι και Βυζαντινοί αυτοκράτορες).

Την πρώτη γραπτή αναφορά στη Μόσχα ως «Τρίτη Ρώμη» την βρίσκουμε στο πανηγυρικό των επιστολών που ο μοναχός Φιλόθεος του Πσκοφ απηύθυνε στον γιο του Ιβάν Γ΄, Βασίλι Γ΄ (1505-1533) όπου τόνισε πως το κράτος της Μόσχας απέμενε ο τελευταίος πρόμαχος της ορθοδοξίας. «Δύο Ρώμες έπεσαν, αλλά η τρίτη στέκεται και τέταρτη δεν θα υπάρξει» (Berdyaev 1948:10). Το πνεύμα αυτό χρησιμοποιεί και ο Πατριάρχης Μόσχας σήμερα, όταν κηρύττει πως αν καταστραφεί η Ρωσία, θα έλθει και το τέλος του κόσμου. (κήρυγμα στη λειτουργία των Θεοφανίων 2023). Αφού, δηλαδή, δεν θα υπάρξει «τέταρτη Ρώμη», θα έλθει το τέλος του κόσμου όταν πέσει η «Τρίτη Ρώμη». Το αφήγημα περί «Τρίτης Ρώμης» παρείχε στην Μόσχα την ιδεολογική βάση για την εκκλησιαστική χειραφέτησή της από την Κωνσταντινούπολη. Δεν θα έπρεπε λοιπόν η Εκκλησία της να φέρει την περιωπή Πατριαρχείου; Έτσι λοιπόν, το 1588 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Β΄ μετέβη στη Μόσχα για εκκλησιαστικές υποθέσεις και οικονομική ενίσχυση του Πατριαρχείου. Τότε ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να πάρουν αυτό που ήθελαν. Είναι γνωστό στους ιστορικούς το πόσο πιέστηκε και πώς ενέδωσε ο Πατριάρχης να αποδώσει τιμή Πατριαρχείου στην Μόσχα. Εκεί, υπό καθεστώς ομηρίας, καθότι δεν του επέτρεπαν να φύγει εάν δεν ανακήρυττε την Μητρόπολη της Μόσχας σε Πατριαρχείο, αναγκάστηκε να ανακηρύξει με χρυσόβουλο το Πατριαρχείο της Μόσχας στις 26 Ιανουαρίου 1589. Το κείμενο του Τόμου και το ιδρυτικό γράμμα στο οποίο αναφέρεται ο Σεβασμιώτατος είχε συνταχθεί από την ρωσική πλευρά και αναφερόταν ευθέως στην Μόσχα ως «Τρίτη Ρώμη». Δεν ήταν η γνώμη του Πατριάρχη Ιερεμία όπως αφήνει να εννοηθεί ο Σεβασμιώτατος.

Είναι αλήθεια ότι από εκείνη την εποχή καλλιεργήθηκε η ιδεολογία και η πεποίθηση ότι το ρωσικό έθνος έχει να εκπληρώσει μια «ειδική αποστολή», αυτή του να προστατέψει την ορθοδοξία, αφού δεν υπήρχε άλλο ορθόδοξο ανεξάρτητο έθνος που να μπορεί να το κάνει αυτό, πράγμα το οποίο οδήγησε σε μια έντονη εθνικοποίηση της ρωσικής Εκκλησίας, που απέκτησε ακραιφνώς εθνικό χαρακτήρα. Μπορεί να μη χρησιμοποιήθηκε επισήμως ο όρος «Τρίτη Ρώμη», αλλά το πολιτικό αυτό δόγμα ζυμώθηκε καλά στον κόσμο των κληρικών και στα λαϊκά τραγούδια. Είχε παρεισφρήσει ακόμα και στην ιδεολογία αρκετών Ελλήνων που περίμεναν από του Ρώσους να τους απελευθερώσουν από τον Οθωμανικό ζυγό. Ποτέ όμως δεν έλλειψε από την ρωσική νοοτροπία και τη ρωσική πολιτική. Και φυσικά είναι αναληθές το ότι απετέλεσε εργαλείο της φαναριώτικης προπαγάνδας, όπως μας λέει ο Σεβασμιώτατος. Αυτή η ιδεολογία της «Τρίτης Ρώμης» είναι χαρακτηριστικό ότι προωθήθηκε ακόμη και επί Στάλιν, με την ιδέα της πρωτοκαθεδρίας της Μόσχας έναντι της Κωνσταντινουπόλεως στον ορθόδοξο κόσμο. Πράγμα που συνεχίζεται και από την σημερινή ρωσική εκκλησιαστική πολιτική.

Στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος σε ένα παραλήρημα ανθελληνισμού, και σθεναρής υποστήριξης του εθνοφυλετισμού, επινοεί ιστορικά ψεύδη. Αναφέρει ότι «το Φανάρι με τη βοήθεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήθελε να ξεριζώσει αμείλικτα τον γηγενή πολιτισμό των λαών των βαλκανίων, τις λατρευτικές τους παραδόσεις, τις ψαλμωδίες ακόμα και την γλώσσα, αντικαθιστώντας τις με ελληνικές, ενώ κάθε αντίσταση σε αυτό από τους σλάβους των βαλκανίων προσελάμβανε την ετικέτα του «εθνοφυλετισμού»». Είναι θλιβερό το ότι κατηγορεί ανυπόστατα το Οικουμενικό Πατριαρχείο για ξεριζωμό πολιτισμού στις περιοχές των βαλκανίων, ενώ το ίδιο τους τον έδωσε. Η συνεισφορά των Ελλήνων προς τους Ρώσους και τους Σλάβους των βαλκανίων είναι ανεκτίμητη. Το 862 μ.Χ. οι Έλληνες αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος στέλνονται από τον Πατριάρχη Φώτιο να διαδώσουν το Ευαγγέλιο στους Σλάβους και να τους διδάξουν την αλήθεια του Χριστού. Προς τούτο μάλιστα και προκειμένου να διαδοθεί το Ευαγγέλιο επινόησαν το Γλαγολιτικό και το Κυριλλικό αλφάβητο, τα οποία είναι τα γνωστά σλαβικά αλφάβητα, για τη μετάφραση της Αγίας Γραφής και άλλων κειμένων στις σλαβικές γλώσσες. Εκτός αυτού ο Έλληνας βατοπεδινός μοναχός Άγιος Μάξιμος ο γραικός (16ος αιώνας), προσέφερε τεράστιο μεταφραστικό έργο στην Εκκλησία της Ρωσίας και όλων των σλαβοφώνων που τους δίνει την δυνατότητα να προσεύχονται και να τελούν όλες τις ακολουθίες στην γλώσσα τους. Επίσης, είναι απορίας άξιο, πώς μπορεί να αναφέρει κάτι τέτοιο για μια περίοδο που το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέδωσε αυτοκεφαλίες σε χώρες της περιοχής αυτής (Σερβία 1879, Ρουμανία 1885). Κατηγορεί για επεκτατισμό το Οικουμενικό Πατριαρχείο την ώρα που έδινε από τα σπλάχνα του και γεννούσε νέες Εκκλησίες σε αυτές τις χώρες. Διαμαρτύρεται ο Σεβασμιώτατος για την έννοια του εθνοφυλετισμού, ο οποίος προήλθε από την δράση της βουλγαρικής εξαρχίας, διότι σύνολη η εξέλιξη του βουλγαρικού εγχειρήματος καθοδηγήθηκε, θεωρητικά και οικονομικά, από τη Ρωσία και τον πανσλαβισμό. Ακόμα υπάρχουν οι μνήμες των καταστροφών και των διώξεων από τους ανθρώπους της βουλγαρικής εξαρχίας στην Μακεδονία. Κατέλαβαν όλους τους ναούς, προέβησαν σε αντικατάσταση Ελλήνων κληρικών από Βούλγαρους ιερείς, ενώ η χρήση της ελληνικής γλώσσας είχε απαγορευτεί. Ο ελληνισμός αυτών των περιοχών έπαθε ακριβώς όλα αυτά τα οποία τον κατηγορεί, ο Σεβασμιώτατος, ότι προκάλεσε. Πλήρης διαστροφή των ιστορικών γεγονότων. Η Εκκλησία όμως με την σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου το 1872 στην Κωνσταντινούπολη, με βάση τους ιερούς κανόνες, αναίρεσε και κατηγόρησε τον εκκλησιαστικό εθνοφυλετισμό ως αίρεση. Και διαμαρτύρεται για αυτό ο Σεβασμιώτατος, επειδή από αυτό ακριβώς πάσχει η Εκκλησία της Ρωσίας. Ο εθνοφυλετισμός που χαρακτηρίζει την Εκκλησία της Ρωσίας είναι και ένας από τους λόγους της σθεναρής αντίστασης που δείχνει στην αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο λειτουργούσε με γνώμονα τον εθνοφυλετισμό,  είναι βέβαιο πως δεν θα είχε αποδοθεί καμία αυτοκεφαλία.

«Ήταν τότε», συνεχίζει ο Σεβασμιώτατος, «που επινοήθηκε και η ιδέα του αποκλειστικού δικαιώματος της Κωνσταντινουπόλεως να ανακαλεί μονομερώς τα αυτοκέφαλα». Ποιά αυτοκεφαλία ανακλήθηκε; Θα ήταν καλύτερα να αναφερθεί σε γεγονότα. Εμείς όμως μπορούμε να πούμε, με το ίδιο πνεύμα σκέψεως αντ΄ αυτού, ότι η αυτοκεφαλία που έλαβε η Εκκλησία της Ρωσίας με τις πιέσεις του Τσάρου στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία, ήταν κάτι που δεν θεμελιωνόταν στη χιλιετή παράδοση της Εκκλησίας. Ουδέποτε στους 13 αιώνες (από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο) της μέχρι τότε εκκλησιαστικής ιστορίας δεν είχε αποδοθεί αυτοκεφαλία (πλην της Κύπρου στην Β΄ Οικ. σύνοδο). Οπότε με αρχή την Εκκλησία της Ρωσίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο άρχισε να αποδίδει μονομερώς τα αυτοκέφαλα καθεστώτα σε κατά τόπους ανεξάρτητες χώρες και βασίλεια, χωρίς να υπάρχει ανάγκη πανορθοδόξου συνόδου. Και αυτό έγινε αποδεκτό από όλους. Έγινε η παράδοση και η πράξη της ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας μέχρι σήμερα.

Διθυραμβικά αναφέρεται στη συνέχεια ο Σεβασμιώτατος στο κανονικό έδαφος της Ρωσικής Εκκλησίας που περιλαμβάνει 17 κράτη.- Η παντελής έλλειψη ορθοδόξου εκκλησιολογίας στους ανθρώπους της Εκκλησίας της Ρωσίας δεν τους αφήνει να αναρωτηθούν αν οι ιεροί κανόνες επιτρέπουν  σε μια τοπική Εκκλησία να περιλαμβάνει 17 κράτη. Η εκκλησιαστική παράδοση δύο χιλιετιών προσδίδει εκκλησιολογικό περιεχόμενο στην αυστηρή κανονική περιγραφή τόσο των εδαφικών ορίων κάθε αυτοκέφαλης Εκκλησίας, όσο και των συνεπειών οποιασδήποτε αυθαίρετης ή αντικανονικής υπερβάσεώς τους. Επειδή, όμως, από τη πλευρά της ρωσικής Εκκλησίας δεν δίνουν καμία σημασία στους ιερούς κανόνες, φτάσανε μέχρι και την Αφρική! Όπως είναι γνωστό τα εδαφικά όρια κάθε Πατριαρχείου και αυτοκεφάλου Εκκλησίας είναι κατοχυρωμένα στους Τόμους που έχουν λάβει από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι, τα όρια της κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου της Ρωσίας ορίσθηκαν σύμφωνα με τα εδαφικά όρια του Βασιλείου της Μεγάλης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών του 1589. Η κάθε Εκκλησία μπορεί να ασκήσει την δικαιοδοσία της μόνο εντός των προκαθορισμένων αυτών ορίων. Εκτός αυτών των ορίων η δικαιοδοσία ανήκει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, πράγμα που με σαφήνεια διατυπώνεται στον ΚΗ’ κανόνα της Δ΄ Οικ. συνόδου, ο οποίος παραχώρησε ρητά στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως την ποιμαντική μέριμνα για εκείνες τις περιοχές πέρα ​​από τα γεωγραφικά όρια των άλλων τοπικών Εκκλησιών. Την εποχή του 5ου αιώνα, που συντάχθηκε ο κανόνας, αυτές οι περιοχές αποκαλούνταν «βαρβαρικά έθνη» επειδή βρίσκονταν εκτός της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο εν λόγω κανόνας διευκρινίζει την αναφορά στον β’ κανόνα της Β΄ Οικ. συνόδου που λέει ότι οι Εκκλησίες στα «βαρβαρικά έθνη» πρέπει να διοικούνται «σύμφωνα με την παράδοση που καθιέρωσαν οι πατέρες». Αλλά όπως είναι φυσικό και αυτόν τον κανόνα τον παρερμηνεύουν χωρίς καμία αιδώ.

Έπειτα στο πνεύμα του χαρακτήρα της Ρωσίας ως «προστάτιδος» των παραδόσεων και των οικογενειακών αξιών, καταφέρεται εναντίον του κινήματος ΛΟΑΤΚΙ, των αμβλώσεων, της διγαμίας των κληρικών κλπ. Επαναλαμβάνεται με άλλα λόγια η γνωστή προπαγάνδα «η ανήθικη Δύση και η ηθική Ρωσία που ακόμα παραμένει αμόλυντη». Μια χώρα όμως που αυτοαποκαλείται «προστάτιδα» και των οικογενειακών αξιών έχει σε δεύτερη μοίρα τον θρησκευτικό γάμο. Κανένας Ρώσος δεν μπορεί να κάνει θρησκευτικό γάμο αν δεν έχει προηγηθεί ο πολιτικός.

Έπειτα, ο Σεβασμιώτατος αναφέρεται στην αναγνώριση των ιεραρχών του ουκρανικού σχίσματος, από την πλευρά του Οικουμενικού Πατριάρχη, που δεν διαθέτουν αποστολική διαδοχή.- Όσον αφορά την αποστολική διαδοχή των Ουκρανών ιεραρχών, έχει δημοσιευθεί πλούσια βιβλιογραφία από έγκριτους θεολόγους στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο Σεβασμιώτατος και ο κάθε ενδιαφερόμενος. Για να μην μακρηγορήσουμε σε αυτό το πολυσυζητημένο θέμα, η απάντηση έχει δοθεί από την ίδια την Εκκλησία και το πώς αντιμετώπισε στην υπερχιλιετή ιστορία της αντίστοιχες περιπτώσεις, ακόμα και με αιρετικούς.

Κατόπιν αναφέρει ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως εθελοτυφλεί ενώπιον των διωγμών και των κραυγαλέων παραβιάσεων των στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των κληρικών και των πιστών στην Ουκρανία.- Οι μόνες διώξεις κληρικών που γίνονται σήμερα, είναι των Ρώσων κληρικών που καταφέρονται στα κηρύγματά τους εναντίον του πολέμου, δηλαδή σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Φυλακίζονται ή καθαιρούνται οι αντιφρονούντες. Χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα εκδιώξεως και καθαιρέσεως των Λιθουανών κληρικών του Πατριαρχείου Μόσχας, που κήρυξαν εναντίον της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Στην Ουκρανία όμως συμβαίνει κάτι άλλο που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως διωγμός. Γίνανε, ως όφειλε, έρευνες σε ενορίες και κληρικούς που ανήκαν στο Πατριαρχείο Μόσχας μετά από πολλές καταγγελίες που υπήρχαν ότι υποστηρίζουν τον πόλεμο. Και εκεί που βρέθηκαν στοιχεία που αποδείκνυαν την ενοχή αυτή, ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα. Όταν ο εχθρός δεν είναι μόνο απέναντι, αλλά και μέσα στην ίδια σου την χώρα, πώς γίνεται να μην τον αντιμετωπίσεις; Πώς γίνεται να παραβλέψεις όλα αυτά τα προπαγανδιστικά έντυπα, βιβλία, διαβατήρια, χρήματα, καταδόσεις, προδοσίες, κηρύγματα υπέρ των Ρώσων κλπ., όταν δέχεσαι μαζικά χτυπήματα και θάνατο από τον «ορθόδοξο» αντίπαλο; Πώς γίνεται να κλείσεις τα μάτια σου σε όλο αυτό και να αφήσεις την χώρα σου να την καταστρέψει ο βάναυσος «ορθόδοξος» εχθρός; Εκεί λοιπόν που βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία προδοσίας, εκεί και ελήφθησαν περιοριστικά μέτρα ασφαλείας. Και μετά το πόρισμα εμπειρογνωμόνων που μελετώντας τον καταστατικό της χάρτη απέδειξε ότι η Εκκλησία του Ονουφρίου παραμένει παράρτημα του Πατριαρχείου της Μόσχας, πώς έχει απαίτηση ο Σεβασμιώτατος να μην περιοριστεί αυτή η δομή που κινείται ύπουλα υπέρ της Ρωσίας ακόμα και μετά από τόσο καταστροφικό πόλεμο; Τους ζητήθηκε να αποκηρύξουν επισήμως τον Κύριλλο και τον Πούτιν και δεν το έκαναν. Δικοί τους Ιερείς ζήτησαν να τους δοθούν απαντήσεις σε 10 φλέγοντα ζητήματα δικαιοδοσίας (σε ποια Εκκλησία υπάγονται; αν είναι πλέον αυτοκέφαλη Εκκλησία, είναι αναγνωρισμένη από άλλες Εκκλησίες; αν έχουν αποκηρύξει τη Μόσχα; αν θεωρούν άκυρο το καταστατικό του Πατριαρχείου Μόσχας που ορίζει την υποταγής της δομής τους σε αυτήν; αν καταδικάζει η ιερά Σύνοδος τις δηλώσεις του Πατριάρχη Κυρίλλου περί υποστήριξης του πολέμου και τις παράνομες προσαρτήσεις ορισμένων επισκοπών στα κατεχόμενα εδάφη; και που είναι τα έγγραφα για όλα αυτά;) και δεν ήταν σε θέση να απαντήσουν. Πώς μετά από όλα αυτά υπάρχει η απαίτηση να διατηρήσουν την χρήση τόσο σημαντικών μνημείων της Ουκρανίας και της ορθοδοξίας όπως της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου και του Ποτσάεφ; Είναι τόσο πολύ υποτελείς στην Μόσχα, που εκτός από το μεγάλο λάθος που έκαναν να υπακούσουν στην εντολή του Πατριαρχείου Μόσχας και να μην συμμετάσχουν στην «Ενωτική Σύνοδο» που συγκάλεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, κάνουν και το λάθος να συνεχίζουν να το υπακούουν και να συμβαδίζουν με τους Ρώσους σε όλα τα ζητήματα. Βλέπουμε ακόμα και σήμερα την ίδια ρητορική σε όλα (εκτός του πολέμου που καταδικάστηκε από τον Ονούφριο). Ο Μητροπολίτης Ονούφριος, απέστειλε έκκληση προς την ηγεσία του ΟΗΕ, στην οποία κατηγορεί το κράτος της Ουκρανίας ότι «διώκει την Εκκλησία του, ότι παραβιάζει κατάφωρα το δικαίωμα της ελευθερίας της συνείδησης και της θρησκείας στην Ουκρανία», ακριβώς δηλαδή ότι μας λέει και ο Βολοκολάμσκ Αντώνιος. Δεν κατηγορεί δηλαδή στην ηγεσία του ΟΗΕ το επιτιθέμενο κράτος της Ρωσίας, που πραγματικά έχει επιφέρει τεράστιες καταστροφές ακόμα και στα δικά τους μνημεία (τουλάχιστον 142 θρησκευτικά κτίρια -μοναστήρια, εκκλησίες, παρεκκλήσια- που ανήκουν σε κοινότητες της Εκκλησίας του Ονουφρίου καταστράφηκαν) και έχει διαταράξει την θρησκευτική ζωή εκατομμυρίων πιστών, αλλά κατηγορεί το κράτος της Ουκρανίας, επειδή λαμβάνει μέτρα εσωτερικής ασφαλείας με συνέπεια να κλείνουν οι δομές που υπάγονται στην ρωσική Εκκλησία.

Η Εκκλησία του Ονουφρίου ανακοίνωσε τον Μάιο ότι αφαιρεί όλες τις αναφορές στο Πατριαρχείο Μόσχας από το καταστατικό της, πράγμα που δεν έγινε αποδεκτό από το Πατριαρχείο της Μόσχας. Και είδαμε ότι στην πραγματικότητα η σύνδεση με τη ρωσική Εκκλησία δεν έχει διακοπεί. Αν είχαν αποκηρύξει την Εκκλησία της Ρωσίας και την σχέση της με αυτήν, όπως ισχυρίζονται, θα βλέπαμε την αντίδραση της Ρωσίας να είναι ανάλογη με αυτήν του 1992 όταν ο Φιλάρετος αποκήρυξε πρώτος την Εκκλησία της Ρωσίας. Δηλαδή θα είχαμε καθαιρέσεις και αφορισμούς. Όμως δυστυχώς η «αποκήρυξη» που έκανε τώρα η Εκκλησία του Ονουφρίου, είναι εικονική. Αυτό αποδεικνύεται και από τα γεγονότα της προσάρτησης των ουκρανικών επισκοπών (που ανήκαν στην Εκκλησία του Ονουφρίου) στις κατεχόμενες περιοχές το 2022, δηλαδή την μετάβασή τους σε άμεση υπαγωγή στο Πατριαρχείο Μόσχας. Για αυτή την αρπαγή δεν υπάρχει καμία διαμαρτυρία από πλευράς Ονουφρίου, ενώ υπάρχει σφοδρή πολεμική και ρητορική μίσους όταν κάποια ενορία ψηφίζει να μεταφερθεί στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Όμως το πλέον τραγικό είναι πως ο Σεβασμιώτατος δεν αναφέρθηκε καν σε αυτούς που πραγματικά διώκονται, σε αυτούς που κοιμούνται στο σπίτι τους το οποίο ξαφνικά δέχεται πυραύλους και χάνουν την ζωή τους έτσι απλά. Σε αυτούς που χάσανε τα πάντα και βρέθηκαν πρόσφυγες σε άλλες χώρες. Σε αυτούς που οδύρονται για τον χαμό των παιδιών τους. Σε αυτούς που περνάνε τις νύχτες τους στα παγωμένα καταφύγια. Δεν υπάρχει ίχνος Ευαγγελικού λόγου στο σχόλιό του. Καμία συμπόνοια, καμία φιλευσπλαχνία στον δοκιμαζόμενο λαό. Αυτό δηλαδή που θα περίμενε κάποιος απλός, λογικός άνθρωπος από έναν εκκλησιαστικό άνδρα. Τις ημέρες που συντασσόταν το σχόλιο του Σεβασμιωτάτου, συνεχίζονταν η καταστροφή και ο όλεθρος στην Ουκρανία από μαζικές πυραυλικές επιθέσεις. Αλλά ο Σεβασμιώτατος ούτε μια λέξη δεν βρήκε να πει για αυτό. Και εδώ βλέπουμε την διόραση του Πατριάρχη Βαρθολομαίου ο οποίος έδωσε την αυτοκεφαλία στην Ουκρανία λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο. Διότι είναι βέβαιο πως αν δεν είχε αποδοθεί η αυτοκεφαλία και ο Τόμος, τώρα κανείς Ουκρανός δεν θα έμενε ορθόδοξος. Όλοι θα είχαν προστρέξει στους καθολικούς ή τους ουνίτες, αφού οι μόνοι «ορθόδοξοι» θα ήταν παράρτημα αυτών που θα ευλογούσαν τον θάνατό τους.

Συνεχίζει ο Σεβασμιώτατος «Στην ομιλία του ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος αβάσιμα κατηγορεί τη Ρωσική Εκκλησία ότι «χρησιμοποιεί τα μέσα του κράτους» για την επίτευξη των στόχων της». Μα δεν είναι αβάσιμη αυτή η διαπίστωση του Πατριάρχη. Είναι αποδεδειγμένο ότι χρησιμοποιεί τα μέσα του κράτους για την επίτευξη των στόχων της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που όλοι είδαμε είναι ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων μια μέρα πριν την ανακοίνωση της συνάξεως στο Αμμάν, να παρακάθεται σε στρογγυλό τραπέζι όχι μόνο με τον Πατριάρχη Κύριλλο, αλλά και με τον Πούτιν. Είναι αφελές να πιστέψουμε πως το κράτος της Ρωσίας μένει αμέτοχο στα εκκλησιαστικά. Η ρωσική Εκκλησία είναι ένα όπλο στα χέρια του Πούτιν με το οποίο δικαιολογεί θεολογικά την εισβολή στην Ουκρανία και αναπτερώνει το ηθικό των πιστών, οι οποίοι μένουν αναπαυμένοι και δεν φοβούνται να πάνε στον πόλεμο, αφού μπορεί να κερδίσουν τον παράδεισο με αυτό.

Έπειτα λέει ο Σεβασμιώτατος «Αμερικανοί διπλωμάτες και εκπρόσωποι των μυστικών υπηρεσιών εξετέλεσαν κολοσσιαίο έργο, ασκώντας άνευ προηγουμένου για την εποχή μας πίεση σε Προκαθημένους και επισκόπους των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών με σκοπό να τους εξαναγκάσουν να αποδεχθούν την αντικανονική πράξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως». Αυτά φυσικά είναι προσωπικές εκτιμήσεις του Σεβασμιωτάτου, φυσικά χωρίς καμία απόδειξη. Εμείς πιστεύουμε πως πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι η εξής διατύπωση αυτής της πρότασης: «Ρώσοι διπλωμάτες και εκπρόσωποι των μυστικών υπηρεσιών εξετέλεσαν κολοσσιαίο έργο, ασκώντας άνευ προηγουμένου για την εποχή μας πίεση σε Προκαθημένους και επισκόπους των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών με σκοπό να τους εξαναγκάσουν να μην αποδεχθούν την κανονική πράξη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως».

Κατόπιν μιλάει για την επιθυμία του Φαναρίου να ενεργεί μονομερώς στην Ουκρανία και ότι αυτό οδήγησε στον βαθύ διχασμό τον ορθόδοξο κόσμο.- Κάθε τοπική Εκκλησία είναι αρμόδια να ενεργεί μονομερώς για θέματα που προκύπτουν μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της. Το ίδιο έπραξε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ουκρανία που ήταν κανονικό έδαφός του. Επιμένει προφανώς στην προπαγανδιστική αξίωση των Ρώσων ότι του είχε παραχωρηθεί το Κίεβο, παρ’ όλες τις τεκμηριωμένες αποδείξεις των Εκκλησιαστικών εγγράφων. Ο μόνος λοιπόν που υποστηρίζει και εμβαθύνει αυτόν τον διχασμό είναι η Εκκλησία της Ρωσίας που δεν αποδέχεται την πράξη της Εκκλησίας, την ιστορία και την παράδοσή της.

Έπειτα λέει «Όχι μόνον καταβάλλει προσπάθειες να κατηγορήσει εμμέσως τη ρωσική ορθόδοξη Εκκλησία για κάποια «σφάλματα», «αίρεση», παρέκκλιση από τους ιερούς κανόνες και τα δόγματα, αλλά και σε προσβλητικό τόνο σχολιάζει τη θέση όλων των κατά τόπους ορθοδόξων Εκκλησιών, οι οποίες δεν συντάχθηκαν με το Φανάρι στο ουκρανικό εκκλησιαστικό ζήτημα». Ο  Οικουμενικός Πατριάρχης πάντοτε παραινεί όλες τις τοπικές Εκκλησίες να πράξουν με γνώμονα τους ιερούς κανόνες και την παράδοση της Εκκλησίας και να αναγνωρίσουν την αυτοκεφαλία στην Ουκρανία για το καλό της ενότητας της Εκκλησίας. Και φυσικά αυτό γίνεται όχι με προσβλητικό τόνο, όπως κατηγορεί ο Σεβασμιώτατος, αλλά με πατρικό ενδιαφέρον. Όσο καθυστερούν είναι εις βάρος της ενότητος της Εκκλησίας, κάτι το οποίο θέλει το Πατριαρχείο Μόσχας για να αποδυναμωθεί η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αυτόν τον διχασμό.

Για την Σύνοδο της Κρήτης, είναι γνωστό πως η ίδια η Ρωσία την τορπίλισε. Η κύρια και μοναδική αιτία της µη συμμετοχής του Πατριαρχείου Μόσχας στη σύνοδο της Κρήτης είναι η υπ᾽ αυτού αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως. Πώς θα μπορούσε το Πατριαρχείο Μόσχας να αναγνωρίσει έμμεσα την πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σε µία Σύνοδο που θα συγκαλούσε και θα προήδρευε ο Κωνσταντινουπόλεως; Θα ήταν μεγάλη ταπείνωση αυτό. Πάντοτε έβαζε εμπόδια στα θέματα που ήταν για συζήτηση, πάντοτε προέτασσε το συμφέρον, όχι της ορθοδοξίας, αλλά της ρωσικής Εκκλησίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν πάμπολλες παραχωρήσεις από πλευράς Οικουμενικού Πατριαρχείου για να εξασφαλιστεί η συμμετοχή και της Εκκλησίας της Ρωσίας. Πράγμα που όντως έγινε. Αφού τεχνηέντως έπεισε κάποιες Εκκλησίες να μη συμμετάσχουν, λίγες ημέρες πριν την Μεγάλη Σύνοδο, η Εκκλησία της Ρωσίας αποφάσισε να μην παρευρεθεί και ζήτησε την αναβολή που θα σήμαινε και την ματαίωση της Συνόδου, πράγμα που δεν το κατάφερε, αφού η Σύνοδος έγινε και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία.

Κατόπιν λέει «Με τη σκανδαλώδη παρέμβασή του στο Αμπού Ντάμπι ο Προκαθήμενος της Κωνσταντινουπόλεως μόνον επιβεβαιώνει την πραγματική απώλεια από τον ίδιο του ηθικού δικαιώματος και της ικανότητας να είναι συντονιστής των διορθοδόξων σχέσεων». Επαναλαμβάνει την πολλάκις ρηθείσα από τον προκάτοχό του κατηγορία, ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης απώλεσε την ικανότητα αυτή. Η προοπτική της Εκκλησίας της Ρωσίας είναι να προωθήσει τον εαυτό της στην θέση αυτή του συντονιστού των διορθοδόξων σχέσεων, έτσι ώστε να γίνει σιγά σιγά αποδεκτό και από άλλες Εκκλησίες ότι πρέπει να έχει ηγετικό ρόλο στην ορθοδοξία.

Τέλος εντύπωση μας έκανε που ο Σεβασμιώτατος δεν αναφέρθηκε καθόλου στην εισπήδηση της Εκκλησίας του στην Αφρική, παρ’ όλο που ο Οικουμενικός Πατριάρχης στηλίτευσε την Εκκλησία της Ρωσίας και για αυτό στο Αμπού Ντάμπι. Αν βάλουμε καλό λογισμό θα μπορούσαμε να πούμε πως ίσως υπάρχει κάποια ακτίνα φωτός μέσα σε αυτό το σκοτάδι. Ίσως κατανοήθηκε από κάποιες υγιείς δυνάμεις εντός της Ρωσικής Εκκλησίας το μέγεθος του σφάλματος σε αυτήν την εισπήδηση. Ίσως η καταπάτηση πάμπολλων ιερών κανόνων με μια μόνο πράξη, συνέτισε κάποιους που έχουν ακόμα φόβο Θεού μέσα τους. Αλλιώς δεν θα ήταν πρόβλημα για τον Σεβασμιώτατο να πει ακόμα μια αβάσιμη θεωρία που να στηρίζει και αυτό τους το εγχείρημα. Ας μείνουμε σε αυτόν τον καλό λογισμό.

Πάντοτε όπου υπάρχει κάποια ιδεολογία, εκεί χάνεται το Ευαγγελικό πνεύμα. Έτσι και στην περίπτωση της Ρωσικής Εκκλησίας, που προωθεί την εθνοφυλετική ιδεολογία του «Ρωσικού κόσμου», είναι φανερό ότι απουσιάζει το Ευαγγελικό πνεύμα της φιλανθρωπίας, της ειρήνης, της αγάπης, ακόμα και για τους εχθρούς.