Στους έσχατους καιρούς ζούμε από τη στιγμή που ήλθε ο Χριστός στον κόσμο. Από εκείνη την ιστορική καμπή ο Κύριος εγκαθίδρυσε την Εκκλησία Του, κηρύσσοντας την αρχή του τέλους της τραγικής Ιστορίας «τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπατεῶνος» και την απαρχή της αιώνιας Βασιλείας Του. Της Βασιλείας της Αγάπης, της Συγγνώμης, της Δικαιοσύνης, της Συμφιλίωσης, της Συνύπαρξης, της Καταλλαγής, της Ενότητας.
Από την στιγμή που η Εκκλησία φανερώθηκε στον κόσμο, κατά την μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής, αναιρέθηκε η μεταπτωτική κατάσταση του διχασμού των ανθρώπων, η οποία ήταν συνέπεια της πτώσης, της παρακοής, της αλαζονείας, του εγωισμού, του συλλογικού δαιμονισμού της παλαιάς ανθρωπότητας.
Γι’ αυτό και πανηγυρικά ψάλλει η Αγία μας Εκκλησία, κατά την Γενέθλιο Ημέρα Της, τον παιάνα:
«Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος· ὅτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε, καὶ συμφώνως δοξάζομεν τὸ πανάγιον Πνεῦμα» (Κοντάκιον της Πεντηκοστής).
Τι μας διδάσκει λοιπόν αυθεντικά η Εκκλησία; Ότι η σύγχυση, οι φυλετικοί, εθνικιστικοί και όποιοι άλλοι διαχωρισμοί, τα μίση, οι αντιπαλότητες, οι μισαλλοδοξίες δεν είναι έργο του Θεού, αλλά συνέπεια της πτώσης, της αμαρτίας, της αποστασίας των παλαιών ανθρώπων από Εκείνον και το Θέλημά Του. Ήταν ένα κακό που οι ίδιοι οι άνθρωποι, με τον εωσφορικό εγωκεντρισμό τους, προκάλεσαν στους εαυτούς τους, στην ανθρωπότητα ολόκληρη, προκαλώντας την τραγωδία της ανθρώπινης Ιστορίας: τους πολέμους, τις διχόνοιες, τους φόνους, τα πάσης φύσεως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Και ήλθε, με το πλήρωμα του χρόνου, ο Χριστός και μέσω της Εκκλησίας Του «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε». Πάντας, «πάντα τά ἔθνη», όπως ο Ίδιος επέταξε στους Αποστόλους Του: «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κεφ. 28, στίχ. 19).
Η Εκκλησία λοιπόν είναι η αναίρεση κάθε διχασμού και η αποκατάσταση της ενότητας πάντων «ἐν Χριστῷ», μέσω της αγάπης, της καταλλαγής, της συγγνώμης.
Αυτή είναι η αποστολή της Εκκλησίας και έτσι πρέπει να εργαζόμαστε όσοι αναξίως διακονούμε, ως Κληρικοί, το λαό του Θεού. Διαφορετικά, δεν έχομε θέση μέσα στον Ιερό Κλήρο. Διαφορετικά, γινόμαστε η αιτία για να βλασφημείται εξαιτίας μας το όνομα του Θεού, για να απομακρύνονται με δική μας υπαιτιότητα οι άνθρωποι από το Θεό και την Εκκλησία. Και τότε ισχύει για εμάς ο φοβερός εκείνος λόγος του Κυρίου: «῝Ος δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης» (νεοελλ. μεταγλ.: «Όποιος όμως σκανδαλίσει ένα από τα μικρά αυτά παιδιά, που πιστεύουν σ' εμένα, του συμφέρει να κρεμαστεί στο σβέρκο του μια μεγάλη μυλόπετρα και να καταποντιστεί στα ανοιχτά της θάλασσας», Ματθ. κεφ. 18, στίχ. 6).
Αλήθεια, τι θέση έχουν μέσα σε αυτό το Πανηγύρι της Αγάπης, της Συγγνώμης, της Φιλανθρωπίας, της Καταλλαγής, που είναι η Αγία Εκκλησία του Χριστού, εκείνες οι άναρθρες κραυγές μίσους και ρατσισμού που εκστομίζονται, δυστυχώς, από τα απύλωτα στόματα κάποιων ρασοφόρων στη σύγχρονη Ελλάδα; Εκείνα τα «φτύστε τους» και «χτυπήστε τους» ή ακόμη οι φωνές της πατριδοκαπηλείας και εν γένει της καπηλείας και διαστρέβλωσης ιδανικών και αξιών, με γνώμονα όχι το Θέλημα του Θεού και τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά τις επικοινωνιακές επιδιώξεις της πρόσκαιρης «δημοφιλίας»...; Τι θέση έχει ο πέτρινος πουριτανικός «ηθικισμός» ανάμεσα στην Ορθόδοξη διδασκαλία της μετανοίας και της συγγνώμης ως διαδικασίας άνευ όρων αγάπης και κατανόησης προς τον πάσχοντα και όχι φυσικά της εξουδένωσής του με χλευασμούς και στιγματισμό;
Δεν έχουν καμία απολύτως θέση στις άγιες αυλές της Εκκλησίας όλα τα παραπάνω, αλλά είναι ιταμά έκτροπα από την αληθινή ευσέβεια και την υγιαίνουσα διδασκαλία του Χριστού. Είναι πράξεις λαϊκισμού και δημαγωγίας, είναι φωνές ξένες προς το φιλάνθρωπο κάλεσμα της Εσταυρωμένης Αγάπης: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (νεοελλ. μεταγλ.: «Σ' εμένα ελάτε όλοι όσοι κοπιάζετε κι είστε βαριά φορτωμένοι, κι εγώ θα σας αναπαύσω. Βάλτε το ζυγό μου πάνω σας και διδαχτείτε από μένα, που είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση στις ψυχές σας. Γιατί ο ζυγός μου είναι απαλός και το φορτίο μου ελαφρό», Ματθ. κεφ. 11, στίχ. 28).
Αντιθέτως, όσοι ρασοφόροι μετέρχονται τα αλλότρια εκείνα που προδιέγραψα, και ό,τι άλλο παρεμφερές, ομοιάζουν περισσότερο προς τους Φαρισαίους της εποχής του Χριστού, οι οποίοι εξωτερικά φαίνονταν δίκαιοι και ηθικοί, αλλά η καρδιά τους ήταν παραδομένη στο διάβολο και τα έργα του. Για τους οποίους ο Κύριος είπε τα φοβερά εκείνα λόγια: «Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας» (νεοελλ. μεταγλ.: «Αλίμονο σ' εσάς, δάσκαλοι του Νόμου και Φαρισαίοι, υποκριτές! Που μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, οι οποίοι από έξω φαίνονται ωραίοι, μα από μέσα είναι γεμάτοι από κόκαλα νεκρών και κάθε είδους ακαθαρσία. Το ίδιο κι εσείς, εξωτερικά φαίνεστε δίκαιοι στους ανθρώπους, μα από μέσα είστε γεμάτοι από υποκρισία και ανομία». Ματθ. κεφ. 23, στίχ. 27-28).
Και σε αντίθεση με τον απαλό ζυγό και ελαφρό φορτίο της Αγάπης του Χριστού, οι αλλοτριωμένοι από την Οδόν Του εκείνοι ρασοφόροι, όπως και οι Φαρισαίοι, διαπράττουν την εξής αθλιότητα: «δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις» (νεοελλ. μεταγλ.: «Γιατί δεματιάζουν φορτία βαριά και δυσβάσταχτα και τα φορτώνουν στους ώμους των ανθρώπων, ενώ οι ίδιοι δε θέλουν ούτε το δαχτυλάκι τους να κινήσουν για να βοηθήσουν. Και όλα τα έργα τους τα κάνουν για επίδειξη στους ανθρώπους». Ματθ. κεφ. 23, στίχ. 4-5).
Δυστυχώς στη σημερινή Ελλάδα της πολύπλευρης κρίσης, κάποιοι εκμεταλλεύονται (καπηλεύονται, ορθότερα) την ταλαιπωρία των ανθρώπων, τη φτώχεια, την ανεργία, την ανέχεια και -λησμονώντας την αποστολή τους ως Οικονόμων των Μυστηρίων του Θεού- επιλέγουν την ολισθηρά οδό του φανατισμού, του εκμαυλισμού των μαζών, του λαϊκισμού, του εθνικισμού, της πατριδοκαπηλείας, της αναζωπύρωσης και υποδαύλισης όλων των κατώτατων ενστίκτων που ευνοεί στους ανθρώπους η κρίση και η δυσπραγία... Και γίνονται αυτόκλητοι «σωτήρες», «Παπαφλέσσηδες» και «Αθανάσιοι Διάκοι» απέναντι σε φανταστικούς εχθρούς, δονκιχωτικούς ανεμόμυλους και καβαφικούς βαρβάρους... Και επιδιώκουν να επαναλάβουν την Ιστορία ως μια κωμικοτραγική φάρσα, αφού η αμετροέπεια και η απουσία κάθε αυτοέλεγχου και αυτοκριτικής δεν τους επιτρέπει να διακρίνουν ούτε τα σημεία των καιρών ούτε τις πραγματικές ανάγκες των σύγχρονων ανθρώπων.
Όλοι αυτοί λειτουργούν ως οι «πονηροί» και «γόητες», για τους οποίους προειδοποιούσε ο Απόστολος Παύλος τον μαθητή του Τιμόθεο, γράφοντάς του χαρακτηριστικά: «καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δέ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι» (νεοελλ. μεταγλ.: «Το ίδιο κι όλοι όσοι θέλουν να ζήσουν μια ευσεβή ζωή, έτσι όπως θέλει ο Ιησούς Χριστός, θα κατατρεχτούνε. Απεναντίας, άνθρωποι πονηροί και απατεώνες θα σημειώσουν επιτυχίες προς το χειρότερο πλανώντας τους άλλους και πλανώμενοι και οι ίδιοι». Β΄ Τιμοθ. κεφ. 3, στίχ. 12-13).
Αλλά και προφητικά μάλλον, για την δική μας εποχή, ακούγονται τα λόγια του Αποστόλου των Εθνών προς τον ίδιο: «ἔσται γὰρ καιρὸς ὅτε τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας οὐκ ἀνέξονται, ἀλλὰ κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τὰς ἰδίας ἑαυτοῖς ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους κνηθόμενοι τὴν ἀκοήν, καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται» (νεοελλ. μεταγλ.: «Γιατί θα έρθει καιρός που οι άνθρωποι δε θα ανέχονται την ανόθευτη διδασκαλία, αλλά θα προσλάβουν πλήθος από δασκάλους, που η διδαχή τους να είναι σύμφωνη με τις δικές τους επιθυμίες, έτσι που να τη νιώθουν σαν ευχάριστο χάδι στ' αυτιά τους. Κι έτσι θα αποσπάσουν την προσοχή τους από την αλήθεια και θα στραφούν στα παραμύθια!». Β΄ Τιμοθ. κεφ. 4, στίχ. 3-4).
Και δεν αφορούν τα λόγια αυτά μόνο τις περί του δόγματος αιρέσεις, όπως περιοριστικά ερμηνεύεται από κάποιους, αλλά κάθε εκτροπή από την διδασκαλία του Χριστού και της Εκκλησίας.
Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη εκτροπή και σατανικότερη αίρεση, που αλλοτριώνει τον ίδιο τον πυρήνα της εκκλησιαστικής οντολογίας, από τα κηρύγματα του διχασμού, της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του εθνικισμού και εν γένει κάθε διακινδύνευση «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», για την οποία η Εκκλησία εύχεται νυχθημερόν στις Ιερές Της Ακολουθίες.
Ας προσέξομε λοιπόν, αδελφοί μου. Κυρίως εμείς οι Κληρικοί. Γιατί συχνά παρεκτρεπόμαστε από την αληθινή ευσέβεια και την όντως υγιαίνουσα διδασκαλία του Χριστού. Και γινόμαστε πιόνια στις επιδιώξεις αλλότριων προς την αποστολή της Εκκλησίας μας σκοπών. Και επειδή μας αρέσει να ακούμε «μπράβο» και «εύγε» από τους πολλούς, παραθεωρούμε την αλήθεια του Ευαγγελίου. Την αλήθεια εκείνη που επιτάσσει να συγχωρούμε τους πάντας αδιακρίτως, να αγαπάμε τους πάντας αδιακρίτως, ακόμη και τους εχθρούς μας!
Ναι, ακόμη και τους εχθρούς μας... Αμήν.