Είναι βέβαιο ότι δεν ησυχάζω... Ελπίζω να είναι αυτό που λένε «η καλή ανησυχία», το καλύτερο αντίδοτο στον εφησυχασμό, στη λήθη, στον «ωχαδερφισμό», στην αδιαφορία. Γιατί από τούτα έχομε μπουχτίσει, βρίθουν τριγύρω μας και ανάμεσά μας. Είναι η γενεσιουργός αιτία όλων των προβλημάτων μας και ταυτόχρονα ο κύριος ανασταλτικός παράγοντας για την όποια υπέρβασή τους. Είναι αυτά που θέλει το ρεύμα της σύγχρονης εποχής, αυτά που καλλιεργεί, δυστυχώς, η όποια «παιδεία» έχει απομείνει σε αυτόν τον τόπο: Έωλες και μετέωρες υπάρξεις, χωρίς ερωτήματα, χωρίς ερωτηματικά, χωρίς αμφισβήτηση, χωρίς αναζήτηση. Άρα, και χωρίς αλήθεια.
Οπότε, χωρίς να έχω την πλάνη του «αλαθήτου», χωρίς να επιδιώκω να μιλήσω «αυθεντικά» ή να «δογματίσω», κάτι που μόνο η Εκκλησία εν Οικουμενική Συνόδω μπορεί να αποτολμήσει -ούτε καν ένας Επίσκοπος ή μια Τοπική Σύνοδος Επισκόπων- καταθέτω με όση ταπείνωση μπορώ απόψεις κατασταλλαγμένες, μετά από 20 και πλέον χρόνια ενεργής παρουσίας μέσα στο ράσο και στα της Εκκλησίας πράγματα. Και έχοντας συζητήσει και διαλεχθεί (ουσιαστικό στοιχείο της Εκκλησίας ο διάλογος, για όσους τυχόν το αγνοούν...) με πλείστους αδελφούς, κληρικούς και λαϊκούς, έχοντας συμπροβληματισθεί μαζί τους, έχοντας ανατρέξει και κατά δύναμιν εντρυφήσει σε αυτήν την έρμη την Παράδοση της Εκκλησίας μας, που σίγουρα είναι Αγία, και μάλιστα... «Μεγαλομάρτυς», με τόσα παθήματα και πληγές που τις προκαλούμε εμείς οι Χριστιανοί, και πρώτιστα εμείς οι κληρικοί...
Θεωρήστε όσα έχω γράψει μέχρι τώρα σαν μια γενική εισαγωγή για παρεμβάσεις και απόψεις, που συν τω χρόνω θα κατατίθενται στην αγάπη σας. Και για τις οποίες επιζητώ και θα επιζητώ πάντοτε την κριτική και το σχολιασμό μας. Για να γίνεται ο Ιερός Διάλογος, η πεμπτουσία αυτή της Ορθόδοξης Πνευματικότητας, αυτό που φοβούνται μόνο όσοι δεν θέλουν να ζήσουν όντως εκκλησιαστικά και εκκλησιοκεντρικά. Αυτοί που πρόσφατα, για παράδειγμα, καταφέρθηκαν με μύριες συκοφαντίες και ύβρεις ενάντια στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία συνήλθε πριν από δύο περίπου έτη εδώ στην Κρήτη, στο νησί μας. Και επιτέθηκαν με σκαιότητα ενάντια στο δικαίωμα, αλλά και την υποχρέωση, της Εκκλησίας να συνέρχεται και να συζητεί «εν Συνόδω», παντού και πάντοτε, ό,τι απασχολεί, ό,τι προβληματίζει το λογικό πλήρωμά Της, τον κλήρο και τον λαό του Θεού. Χωρίς «φοβικά» και «ενοχικά σύνδρομα».
Με αφορμή λοιπόν την προηγούμενη ανάρτησή μου (εδώ) σχετικά με τους «επιταφίους» και τα «εγκώμια» προς την Παναγία, που έχουν γίνει «εσμός» μάλλον και όχι «θεσμός» τις τελευταίες δεκαετίες, κατά κακόζηλη και αλλότρια στην Ορθοδοξία μίμηση των όσων γίνονται κατά την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα και αφορούν το μοναδικό και ανεπανάληπτο Πάθος του Θεανθρώπου Λυτρωτού μας Ιησού Χριστού, επανήλθε στη σκέψη μου άλλο ένα ζήτημα, «φρούτο» και αυτό των «εσχάτων καιρών», που έχει γίνει επίσης... «εσμός» στα της Εκκλησίας μας πράγματα. Και τιτλοφορείται με τον βαρύγδουπο όρο «Θρησκευτικός Τουρισμός»!
Μια αναγκαία διευκρίνιση ευθύς εξαρχής. Δεν κατηγορώ τους λαϊκούς αδελφούς, οι οποίοι δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στο χώρο του τουρισμού και έχουν αναπτύξει και αυτό το κεφάλαιο, μια που η Ορθόδοξη Ελλάδα (εις πείσμα όσων ανιστόρητων αμφισβητούν αυτό το «Ορθόδοξη»...) είναι δημοφιλής προορισμός επισκεπτών από χώρες με ομόδοξο χριστιανικό πληθυσμό. Δεν είναι κακό να γίνεται κάτι οργανωμένο και προγραμματισμένο, ώστε να εξυπηρετεί και τους επισκέπτες αυτούς και εμάς εδώ που τους υποδεχόμαστε. Να μην παρεξηγηθώ λοιπόν. Η κριτική μου δεν αφορά αυτήν την πλευρά του ζητήματος.
Το απορίας και πολλού προβληματισμού άξιον είναι τι δουλειά έχομε εμείς, ως κληρικοί, ως διοικούσα Εκκλησία, να ανακατευόμαστε με «συμβάσεις» και «προγράμματα» της Πολιτείας και των φορέων της, οι οποίοι «θυμούνται» και «αγαπούν» την Ορθοδοξία, μόνο όταν μπορεί να τους αποφέρει κάποιο «κέρδος»... Είτε πολιτικό, είτε οικονομικό... Και μας βάζουν μπροστά και μας «δένουν» χειροπόδαρα με συμφωνίες και «ευρωπαϊκά προγράμματα», απέναντι σε μια Ευρώπη που κυριαρχείται από αντίχριστες ιδεολογίες και “think tanks”, που εδώ και δεκαετίες πασχίζει απεγνωσμένα να... γδάρει το κορμί της για να αφαιρέσει την χριστιανική της ταυτότητα. Νομίζομε ότι συνεργαζόμενοι με όλους αυτούς θα τους «νουθετήσομε», θα τους κάνομε να μας δουν με «συμπάθεια» και να αναστείλουν τον αθεϊστικό κατήφορο που έχει πάρει, ανεπιστρεπτί όπως διαφαίνεται, η Γηραιά Αλβιών;
Όχι, αδελφοί μου, δεν είναι αυτός ο ενδεδειγμένος δρόμος. Και δεν το λέω εγώ αυτό -και ποιος είμαι εγώ;...- αλλά ο μέγας των Εθνών Απόστολος, εκείνος που περισσότερο από κάθε άλλον ταξίδεψε σε όλη την τότε γνωστή οικουμένη, που πιότερο από όλους τους Αποστόλους πάσχισε να κάμει τους πάντες, ει δυνατόν, παιδιά του αληθινού Θεού, μέλη τίμια της Εκκλησίας Του, που για να το πετύχει αυτό έγινε, κατά δική του ομολογία, «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι». Ναι, «τὰ πάντα τοῖς πᾶσι», αλλά «τὰ πάντα» χριστοκεντρικά, όχι με κοσμικό, φιλόϋλο και υλιστικό φρόνημα. Για κανέναν και για τίποτε δεν «πούλησε» δεν «αντάλλαξε» ποτέ τον Χριστό... Γιατί ήξερε ότι εάν το έκανε αυτό, με οποιοδήποτε φτηνό πρόσχημα, ενδίδοντας στις όποιες πιέσεις των «ισχυρών της ημέρας», δεν θα ήταν πια ο Παύλος, αλλά ο Ιούδας ο Ισκαριώτης...
Και αυτός, ο θείος και ιερός «Ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ», διαπίστωσε, μετά από πολλές ταλαιπωρίες και βάσανα και καημούς, ότι η ορθή οδός δεν είναι ο «συσχηματισμός» με τον κόσμο και τα του κόσμου, με το αντίθεο κοσμικό φρόνημα. Γιατί ο στόχος του ήταν να κάμει τον κόσμο Εκκλησία και όχι το αντίστροφο... Και κάπου τα κατάφερε, και κάπου όχι. Και κάποιοι τον δέχθηκαν και τον αποδέχθηκαν, και κάποιοι άλλοι τον απέρριψαν και τον κυνήγησαν και αναγκάστηκε ακόμη να το σκάσει κρυφά, μέσα στην νύκτα, κατεβαίνοντας με ένα καλάθι από τα τείχη της Δαμασκού... Αλλά ποτέ και πουθενά και για χάρη κανενός δεν έβαλε «νερό στο κρασί»... Γιατί τότε δεν θα προσέφερε Χριστό, χριστο-ζωή και σωτηρία, αλλά ένα ορυμαγδό «ευχάριστων» στην ακοή, ωραίων και συναισθηματικών λόγων και ρητορικών σχημάτων. Θα προσέφερε λόγους, αλλά όχι «τὸν Λόγον», δηλαδή τον Ενανθρωπήσαντα Λυτρωτή, άρα την δυνατότητα της σωτηρίας.
Γι’ αυτό και, μετά από τόσες και τόσες εμπειρίες και «τρέξιμο», ο Παύλος λέει στους Χριστιανούς όλων των αιώνων, με πολλή αγάπη και με πολύ πόνο: «καὶ μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον» (μεταγλώττιση: «Και μην προσαρμόζεστε στον τρόπο ζωής του κόσμου αυτού, αλλά να μεταμορφώνεστε καλλιεργώντας έναν καινούργιο τρόπο σκέψης, έτσι ώστε να διακρίνετε εξετάζοντας, ποιο είναι το θέλημα του Θεού, που είναι καλό και ικανοποιητικό και τέλειο») (Ρωμ. ιβ΄ 2).
Αυτός λοιπόν πρέπει να είναι το πρότυπό μας. Αυτός πρέπει να είναι ο οδοδείκτης μας. Όλης της Εκκλησίας και προπάντων ημών των κληρικών, που μετέχομε στην αποστολική διαδοχή του Παύλου και όλων των Αγίων Αποστόλων. Ώστε να κρατούμε τα Ιερά και Όσια στο ύψος τους και να μην δίδομε «τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ» ούτε να βάζομε «τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν τῶν χοίρων» (πρβλ. Ματθ. ζ΄ 6), γιατί δεν θα φταίνε ούτε τα άλογα σκυλάκια εάν «μαγαρίσουν» τα άγια, ούτε τα άλογα γουρουνάκια εάν φάνε τα μαργαριτάρια, διότι αυτά δεν γνωρίζουν την αξία τους.
Εμείς θα φταίμε, εμείς οι Χριστιανοί, εμείς η Εκκλησία, εάν γίνομε ένας αχταρμάς με τα εφήμερα σχήματα του κόσμου, χωρίς να τα εκκλησιοποιούμε, χωρίς να τα εξαγιάζομε μέσα στη Χάρη του Θεού. Και αν αυτά δεν θέλουν να εκκλησιοποιηθούν, εάν δεν θέλουν να γίνουν Εκκλησία, τότε δεν βιάζομε και δεν παραβιάζομε κανένα. Αλλά και δεν αρνούμαστε την αυτοσυνειδησία μας, αυτό που είμαστε, αυτό που γίναμε με αντάλλαγμα ό,τι πιο πολύτιμο υπήρξε ή θα υπάρξει ποτέ: το Αίμα του Χριστού μας.
Και εφαρμόζομε και πάλι τον λόγο του Παύλου προς τον Πρωτεπίσκοπο του νησιού μας, τον Τίτο, αλλά και όλους εμάς τους πνευματικούς τους επιγόνους, που είναι λόγος αγάπης και όχι μισαλλοδοξίας. Αλλά αγάπης πραγματικής, αγάπης σωστικής, αγάπης ωφέλιμης, αγάπης χριστοειδούς, όχι επιφανειακών αισθημάτων της στιγμής: «μωρὰς δὲ ζητήσεις καὶ γενεαλογίας καὶ ἔρεις καὶ μάχας νομικὰς περιΐστασο· εἰσὶ γὰρ ἀνωφελεῖς καὶ μάταιοι. αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος» (μεταγλώττιση: «Οπωσδήποτε όμως να αποφεύγεις τις ανόητες συζητήσεις και τις απαριθμήσεις γενεαλογιών και τις φιλονικίες και τις σχετικές με το νόμο διαμάχες, γιατί είναι ανώφελες και άσκοπες. Αιρετικό άνθρωπο συμβούλεψέ τον μια δυο φορές και μετά - αν δε σε ακούσει - παράτησέ τον, αφού γίνεται αυτονόητο πια ότι ένας τέτοιος άνθρωπος έχει διαφθαρεί εντελώς και αμαρτάνει έχοντας καταδικάσει ο ίδιος τον εαυτό του») (Τίτ. γ΄ 9-11).
Και ακόμη, τους συναφείς λόγους του Κυρίου προς τους Μαθητές Του: «εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν εἰσέρχησθε καὶ μὴ δέχωνται ὑμᾶς, ἐξελθόντες εἰς τὰς πλατείας αὐτῆς εἴπατε· καὶ τὸν κονιορτὸν τὸν κολληθέντα ἡμῖν ἀπὸ τῆς πόλεως ὑμῶν εἰς τοὺς πόδας ἡμῶν ἀπομασσόμεθα ὑμῖν· πλὴν τοῦτο γινώσκετε, ὅτι ἤγγικεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Σοδόμοις ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀνεκτότερον ἔσται ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ» (μεταγλώττιση: «Σε όποια πόλη μπαίνετε και δεν είστε ευπρόσδεκτοι, να βγείτε στους δημόσιους χώρους της και να πείτε: Ακόμα και τη σκόνη που κάθισε πάνω μας από την πόλη σας την τινάζουμε πίσω σε σας. Αλλά ένα να ξέρετε, ότι είναι πολύ κοντά σας η βασιλεία του Θεού. Και σας βεβαιώνω πως την ημέρα εκείνη θα είναι επιεικέστερη η τιμωρία που θα επιβληθεί στα Σόδομα παρά στην πόλη εκείνη») (Λουκ. ι΄ 10-12).
Για την Εκκλησία λοιπόν δεν υπάρχει και δεν νοείται «φολκλόρ» ή «θρησκευτικός τουρισμός», υποταγμένος σε «προγράμματα» και δαιδαλώδεις «δοσοληψίες» με πολιτειακούς και διεθνείς φορείς και οργανισμούς. Για την Εκκλησία υπάρχει μόνο «Προσκύνημα». Η Εκκλησία δεν έχει «τουρίστες». Η Εκκλησία αναγνωρίζει μόνο Προσκυνητές. Για την Εκκλησία το Προσκύνημα είναι ιερό θεσμικό στοιχείο της Παραδόσεώς Της και αυτό το έχουν διαπιστώσει ιδιαίτερα όσοι είχαν την ευλογία να επισκεφθούν προσκυνηματικά -και όχι «τουριστικά»- τους Αγίους και Θεοβάδιστους Τόπους.
Και ο τιμητικός τίτλος του «Προσκυνητή» αποδίδεται ευλογητικά στους αληθινούς προσκυνητές, όχι στους «τουρίστες» της μιας ημέρας ή και ώρας, που εξαντλούνται στο θαυμασμό της αρχιτεκτονικής και της ιστορίας των Ιερών Τόπων, όπου γης, και η μόνη αποτύπωση αυτής της εμπειρίας τους είναι κάποιες «σέλφι» φωτογραφίες στα κοινωνικά δίκτυα, αντί για το αληθινό αποτύπωμα της σφραγίδας της Πίστεως στις καρδιές τους.
«Ἱκανόν ἐστιν». Θεωρώ ότι κατέστησα σαφείς τις απόψεις που ήθελα να μοιρασθώ μαζί σας. Εύχομαι και προσεύχομαι να συμπροβληματισθούμε θετικά. Να διορθώσομε αδελφικά και αγαπητικά ο ένας τον άλλο.
Ευπρόσδεκτη κάθε άποψη. Άλλωστε, δεν είμαστε «Διδάσκαλοι» ούτε «Δόκτορες»· «εἷς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (πρβλ. Ματθ. κγ΄ 8-10).