ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ




Αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε παραχωρήσει το Κιέβο στην Εκκλησία της Ρωσσίας,
τότε θα προέτρεπε τον εκάστοτε Κιέβου
να μνημονεύει τον Μόσχας και όχι τον Κωνσταντινουπόλεως.


Του Επισκόπου Χριστουπόλεως Μακαρίου

Πολλά γράφονται τον τελευταίο καιρό σχετικά με την απονομή αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία, τα περισσότερα από την πλευρά της Ρωσσικής Εκκλησίας, η οποία, όπως φαίνεται, έχει επιστρατεύσει όλο τον επικοινωνιακό της μηχανισμό, προκειμένου να πείσει τον Ορθόδοξο κόσμο ότι όλα τα δίκαια είναι με το μέρος της. Δυστυχώς, όμως, με όλη την προσπάθεια αυτή, θέλω να πιστεύω άδολα και ακούσια, προωθούνται ιστορικές ανακρίβειες και διοχετεύονται ψευδείς πληροφορίες, που φανερώνουν κατάσταση πανικού και αντίδραση «κατά συναρπαγήν», όπως αναφέρει ο 33ος Κανόνας των Αγίων Αποστόλων. Βεβαίως, ήταν αναμενόμενο ότι θα υπήρχε αντίδραση από τη ρωσσική πλευρά, γι’ αυτό θέλω να πιστεύω ότι κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος, Ορθόδοξος και μη, που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα, δείχνει απόλυτη κατανόηση και αντιλαμβάνεται πλήρως τη «ρωσσική εκκλησιαστική διπλωματία», όπως λέγεται, μια ορολογία, ωστόσο, την οποία προσωπικώς δυσκολεύομαι να αποδεχτώ, γιατί στην Ορθόδοξη Εκκλησία επικρατεί η αλήθεια και όχι η διπλωματία. Αν έχεις την αλήθεια με το μέρος σου, δεν έχεις να φοβηθείς απολύτως τίποτα! Αν όμως δεν την έχεις, τότε, κατά το κοινώς λεγόμενο, «το καζάνι βράζει» και μπορεί να περάσουν ακόμη και τριακόσια ολόκληρα χρόνια, αλλά τη μεγάλη έκρηξη δεν θα την αποφύγεις.

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται σχετικά με το Ουκρανικό είναι: Με ποιό δικαίωμα η Ρωσσία σήμερα και επί τη βάσει ποίων Ιερών Κανόνων διεκδικεί την εκκλησιαστική και διοικητική εξάρτηση της Μητροπόλεως Κιέβου από αυτήν; Η δικαιοδοσία τής κάθε αυτοκέφαλης Εκκλησίας (εκτός των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων και της Εκκλησίας Κύπρου των οποίων τα όρια έχουν καθοριστεί από Οικουμενικές Συνόδους), είναι καθορισμένη και καταγεγραμμένη στον Τόμο που της παραχωρήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αν λοιπόν ανατρέξουμε στο Χρυσόβουλο, το οποίο έλαβε το Πατριαρχείο της Μόσχας το 1590 από την Κωνσταντινούπολη, θα διαπιστώσουμε ότι μέσα στις δικαιοδοσίες της δεν συμπεριλαμβάνεται η Μητρόπολη Κιέβου. Αυτό το οποίο λέγεται περί σχέσεως 1030 ετών μεταξύ Μόσχας και Κιέβου είναι επιχείρημα που μάλλον εντάσσεται στο πλαίσιο της «ρωσσικής εκκλησιαστικής διπλωματίας», αλλά δεν είναι αληθινό γεγονός, πράγμα που αποδεικνύεται πολύ εύκολα από τις πηγές.

Ωστόσο, κάποιος από τους σύγχρονους μελετητές θα μας πει: «ας αφήσουμε τις προσωπικές δηλώσεις Ιεραρχών, κληρικῶν, καθηγητών και θεολόγων. Εδώ υπάρχουν ντοκουμέντα». Και όντως, με την ανακίνηση του ζητήματος της Ουκρανίας αναγκαστήκαμε όλοι να ανατρέξουμε σ’ αυτά «τα ντοκουμέντα», για να δούμε τί πληροφορίες μάς δίδουν σχετικά με την πορεία της Μητροπόλεως Κιέβου, κυρίως μετά την πραξικοπηματική απόσχιση της Μόσχας από τη Μητέρα της Εκκλησία το 1448 και την μετέπειτα αποκατάστασή της και κανονική αναγνώρισή της ως Πατριαρχείου από τον Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία. Το βασικό αρχειακό υλικό που υπάρχει είναι οι επιστολές του Οικουμενικού Πατριάρχου Διονυσίου Δ΄ προς τους Τσάρους Ιωάννη και Πέτρο και τον Πατριάρχη Μόσχας Ιωακείμ, το 1686.

Οι επιστολές αυτές έχουν χρησιμοποιηθεί κατ᾽ εξακολούθησιν από τη ρωσσική πλευρά – κι αυτό εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί με μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο - ως η μοναδική και αυθεντική γραπτή μαρτυρία «υπαγωγής» της Μητροπόλεως Κιέβου στη Μόσχα, παρότι στα γράμματα αυτά γίνεται ξεκάθαρα λόγος για χορήγηση άδειας του Κωνσταντινουπόλεως προς τον Μόσχας να τελεί τη χειροτονία του Μητροπολίτου Κιέβου. Σημειώνεται χαρακτηριστικά στο κείμενο ότι προτρέπεται: «ο εν Αγίω Πνεύματι αγαπητός και περιπόθητος αδελφός και συλλειτουργός της ημών μετριότητος (ο Μόσχας) έχη επ’ αδείας χειροτονείν Κιόβου Μητροπολίτην κατά την εκκλησιαστικήν διατύπωσιν». Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που δεχθούμε τις όποιες περί υπαγωγής ερμηνείες της ρωσσικής πλευράς, τα κείμενα θέτουν έναν όρο, ο οποίος αποτελεί τεράστιο «οδόφραγμα» για οποιαδήποτε συζήτηση περί εδαφικής και κυριαρχικής παραχωρήσεως της Μητροπόλεως Κιέβου στην Ρωσσική Εκκλησία: «ενός μόνου φυλαττομένου, δηλαδή ήνικα ο Μητροπολίτης Κιόβου ιερουργών είη την αναίμακτον και θείαν μυσταγωγίαν εν τη παροικία ταύτη, μνημονεύοι εν πρώτοις του σεβασμίου ονόματος του παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου».

Υπαγωγή εδαφικής δικαιοδοσίας που δεν συνοδεύεται από τη μνημόνευση του επισκόπου, στην επαρχία του οποίου προστίθενται τα συγκεκριμένα γεωγραφικά όρια, δεν υφίσταται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Κι αυτό είναι μία βασική εκκλησιολογική και κανονική αρχή, που δεν έχει μέχρι σήμερα δεχτεί καμμία εξαίρεση στην υπερ-δισχιλιετή πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Με άλλα λόγια, η μνημόνευση του ονόματος του επισκόπου αποτελεί μαρτυρία των εκκλησιαστικών του ορίων και της δικαιοδοσιάς του. Όπου μνημονεύεται κανονικά ο Ρωσσίας, εκεί ευρισκόμαστε σε εκκλησιαστικό έδαφος του Ρωσσίας, όπου μνημονεύεται κανονικά ο Ρουμανίας, εκεί βρισκόμαστε σε δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Ρουμανίας, όπου μνημονεύεται ο Κωνσταντινουπόλεως, εκεί βρισκόμαστε σε κανονικό έδαφος του Κωνσταντινουπόλεως κ.ο.κ. Επομένως, η παραχώρηση μιας συγκεκριμένης εδαφικής περιοχής σε άλλη εκκλησιαστική οντότητα διαπιστώνεται από το μνημόσυνο του επισκόπου και όχι από τις εικασίες ή ερμηνείες που μπορεί να κάνει ο οποιοσδήποτε. Αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε παραχωρήσει, όπως ισχυρίζονται κάποιοι Ρώσσοι αδελφοί μας, την εδαφική κυριότητα της Μητροπόλεως Κιέβου στον Μόσχας, τότε τα κείμενα θα προέτρεπαν τον εκάστοτε Κιέβου να μνημονεύει τον Μόσχας και όχι τον Κωνσταντινουπόλεως. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει. Αντίθετα μάλιστα, τίθεται ως απαραίτητος όρος η μνημόνευση του Κωνσταντινουπόλεως, γεγονός που δηλώνει ότι καμμία υπαγωγή της Μητροπόλεως Κιέβου στον Μόσχας δεν υφίσταται, παρά τις ερμηνείες που θέλουν να δώσουν κάποιοι σήμερα.

Μέσα σε αυτό το πνεύμα αντιλαμβανόμαστε ότι όχι μόνο δεν υφίσταται εισπήδηση του Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία, αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να μελετηθεί εκκλησιολογικώς και κανονικώς γιατί ο Κιέβου σήμερα δεν μνημονεύει τον κανονικό του Πρώτο, που είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Υπάρχει άραγε κάποια άλλη Πατριαρχική Επιστολή ή Συνοδική πράξη με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης να αποποιείται τα δικαιώματά του επί της Μητροπόλεως Κιέβου, προτρέποντάς τον να μνημονεύει ευχαριστιακώς τον Ρωσσίας;

Τα πράγματα πάντως δεν είναι έτσι, όπως μονομερώς παρουσιάζονται. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, παρά τις προσωπικές επιθέσεις που δέχονται με εκφράσεις που ουδόλως αρμόζει να λέγονται από εκκλησιαστικά πρόσωπα, δεν είναι αδαείς στα θέματα των Ιερών Κανόνων και της εκκλησιαστικής ιστορίας. Είναι το λιγότερο αφέλεια να πιστεύει κάποιος ότι όλοι οι άλλοι ξέρουν Κανονικό Δίκαιο, Εκκλησιολογία, Ιστορία και όλα τα σχετικά, εκτός της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Καλό θα είναι επίσης, όλοι όσοι ασχολούμαστε με θέματα εκκλησιαστικά, κυρίως σε στιγμές κρίσιμες για την ιστορία, να περιοριζόμαστε σε εκκλησιαστική και κανονική επιχειρηματολογία. Απειλές, συκοφαντίες, ανοίκειοι χαρακτηρισμοί προσώπων και κυρίως Eπισκόπων και Πατριαρχών ή ακόμη και αμφισβητήσεις αιωνόβιων θεσμών, δεν βοηθούν, δεν οικοδομούν και σίγουρα δεν οδηγούν σε κάποια λύση. Ακόμη και στις διαφορές μας πρέπει να επικρατεί η ειρήνη του Θεού. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εμπειρία έχει και τους Κανόνες γνωρίζει και έχει αποδείξει ότι ξέρει να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και αυτό θα φανεί αναμφίβολα, για μία ακόμη φορά, στην προκειμένη περίπτωση, δηλαδή στην υπόθεση της Ουκρανίας. Χρειάζεται πολλή προσευχή και λίγη υπομονή.

(Ο Χριστουπόλεως Μακάριος είναι Βοηθός Επίσκοπος του Οικουμενικού Πατριάρχου, μόνιμος Καθηγητής της Πατριαρχικής Ακαδημίας Κρήτης και επισκέπτης Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Εσθονίας και άλλων Πανεπιστημίων).