Εσχάτως γίνονται δηλώσεις, τοποθετήσεις, αναφορές εν κρυπτώ αλλά και δημοσίως αναφορικώς προς το θέμα της Ουκρανίας οι οποίες, δήθεν, εκφράζουν συνολικώς το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, ενώ στην πραγματικότητα το εκθέτουν και το μειώνουν ανεπανόρθωτα. Για τον λόγο αυτό συγκεντρωθήκαμε ικανός αριθμός Αρχιερέων του Αλεξανδρινού Θρόνου και μετά από πολλή περίσκεψη και προσευχή αποφασίσαμε να δοθεί στην δημοσιότητα το παρόν κείμενο το οποίο αποτελεί προϊόν αφοσιώσεως και αγάπης στην Εκκλησία και στα όσα οι θεοφόροι Πατέρες και οι Οικουμενικές Σύνοδοι εθέσπισαν.
Η σιωπή στην παρούσα συγκυρία αποτελεί συνενοχή, βλασφημία έναντι του παναγίου Πνεύματος και καταπάτηση των αρχιερατικών μας υποσχέσεων. Παραδίδονται, λοιπόν, στην ιστορία οι σκέψεις αυτές με σκοπό να αποτελέσουν επιστηριγμό και των υπολοίπων Αρχιερέων του Θρόνου οι οποίοι είτε εξ αγνοίας ή λήθης ή φόβου δεν τολμούν να εκφραστούν. ….
Η ευθεία αμφισβήτηση από την Εκκλησία της Ρωσίας -και όχι μόνο- της παραδεδομένης ιεροκανονικής συγκροτήσεως της ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας, εξ αιτίας του λεγομένου ουκρανικού ζητήματος όπως και σε κάθε άλλη ευκαιρία παλαιόθεν αλλά και επ’ εσχάτων, συνιστά βαρύτατη εκκλησιολογική εκτροπή, η ευθύνη για τις συνέπειες της οποίας στο καθόλου Εκκλησιαστικό Σώμα βαραίνει αποκλειστικώς και μόνον την ίδια και όσους την ακολουθήσουν στην ολισθηρή και κρημνώδη αυτήν ατραπό. Ο αποστολικός Θρόνος του αγίου Μάρκου, το δεύτερο τη τάξει μέλος της Πενταρχίας, οφείλει παντί τρόπω και πάση δυνάμει να συνταχθεί αναφανδόν με την Πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη.
Κάθε άλλη χλιαρή ή μεσοβέζικη επιλογή αποτελεί αναίρεση της υποστάσεώς μας ως πρεσβυγενές Πατριαρχείο, ανατροπή της ορθόδοξης Εκκλησιολογίας και αναγνώριση του πανσλαβισμού και της παντελώς αστήρικτης και απόβλητης θεωρίας της «τρίτης Ρώμης». Ίσως κάποιοι να φαντάζονται ότι είναι διάδοχοι του Τσάρου ή τού «πιστού εν Χριστώ τω Θεώ Βασιλέως και Αυτοκράτορος των Ρωμαίων» όμως ο μέγας Runciman έχει αποφανθεί: «Ο Πατριάρχης, ως επικεφαλής του Ορθοδόξου millet, σε κάποιο βαθμὸ ήταν διάδοχος του Αυτοκράτορα», (Steven Runciman, Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙᾼ, Εκδ. Γκοβόστη, Αθήνα 2010, σελ. 207). Τούτο σημαίνει ότι εν τω προσώπω του Οικουμενικού Πατριάρχου το γένος έζησε, ζει και θα ζει… Όλα τα άλλα είναι «ασεβείς» πόθοι.
Αναντίρρητα, η πολεμική που αναπτύσσεται κατά του ιερού Κέντρου της Ορθοδοξίας εκπηγάζει από το καταστροφικό, για την ενότητα της Εκκλησίας, ιδεολόγημα του εκκλησιολογικού εθνοφυλετισμού. Ο ιδιότυπος αυτός ρατσισμός, από οπουδήποτε και αν προέρχεται, είτε από τις ελληνόφωνες, είτε τις αραβόφωνες, είτε τις σλαβόφωνες κ.λπ. Εκκλησίες συνιστά de facto εκκλησιαστική εκτροπή και αίρεση όπως εξ άλλου απεφάνθη η Μεγάλη Σύνοδος του 1872 στην Κωνσταντινούπολη, (Μ. Γεδεών, Έγγρ. Πατριαρχ. και Συνοδ. περί του Βουλγαρικού Ζητήματος (1852-1873), Πατρ. Τυπογραφείο, Εν Κων/πόλει, 1908, σελ. 392).
Η συνήθης μομφή προς τον σεπτό Οικουμενικό Θρόνο ότι το Πρωτείο του Κωνσταντινουπόλεως αποτελεί τιμητικό και μόνον τίτλο χωρίς το οποιοδήποτε κανονικό, συγκεκριμένο και απτό περιεχόμενο ευρίσκεται σε καταφανή αντίθεση προς τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, τις Αυτοκρατορικές Νεαρές και την μακραίωνη και καθηγιασμένη πράξη της Ανατολικής Εκκλησίας. Αντί άλλης τεκμηριώσεως και παραπομπής στους ιερούς κανόνες και τα καταστατικά κείμενα της ορθοδόξου Εκκλησίας προσάγεται η άποψη του μακαριστού Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου Βαλληνδρά, ιεράρχου όχι του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά της Ελλαδικής Εκκλησίας: «Αυτή δε η τιμὴ τών “πρεσβείων” εσήμαινε προβάδισμα και πρωτοκαθεδρίαν μεταξὺ των άλλων ορθοδόξων Εκκλησιών. Και το προβάδισμα αυτό της τιμής περιεβλήθη εν συνεχεία με την σημασίαν του κέντρου ενότητος και συμφωνίας (consensus) και συντονισμού και συμπράξεως όλων των ανὰ την οικουμένην τμημάτων της Ορθοδοξίας∙ (εξ ού και οι τίτλοι “Οικουμενικὸς Πατριάρχης” και “Οικουμενικὸν Πατριαρχείον”∙ τίτλοι πάντως ουχὶ ψιλοὶ και άνευ ουσιαστικού περιεχομένου). Αλλὰ τα πρεσβεία τιμής του Οικουμενικού Πατριάρχου συνοδεύονται οπωσδήποτε από την εξυπηρέτησιν της αναμφισβητήτου ανάγκης να υπάρχη κάποια αρχηγία και κάποιος αρχηγὸς συντονίζων και προεξάρχων (προεδρεύων) του ανὰ τον κόσμον ορθοδόξου επισκοπάτου», (Νικοδήμου Βαλληνδρά Μητρ. Πατρών, ΤΟ ΟΙΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΚΑΙ ΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 318).
Εκ παραλλήλου, σημειώνει ο αοίδιμος Καλλίνικος Δελικάνης, Μητρ. Καισαιρείας: «Την πρωτεύουσαν ταύτην και προεξάρχουσαν θέσιν των Οικουμενικών Πατριαρχών εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία θα επλανάτο ο εκλαμβάνων ως κατασκεύσμα νεότευκτον και αυθαίρετον, εκ του μετὰ την Άλωσιν κρατήσαντος εν τη Εώα πολιτικού καθεστώτος έλκον την γένεσιν και την παγίωσίν του∙ διότι αύτη ανέρχεται εις πολλώ αρχαιοτέρους χρόνους», (Αρχ. Καλ. Δελικάνη, ΤΑ ΕΝ ΤΟΙΣ ΚΩΔΙΞΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΑΡΧΕΙΟΦΥΛΑΚΕΙΟΥ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΕΓΓΡΑΦΑ, Πατρ. Τυπογραφείο, Εν Κων/πόλει, 1904, τ. 2, σελ. στ’.)
Οι ιεροκανονικές προνομίες του Οικουμενικού Πατριάρχου, συνοπτικώς και όχι εξαντλητικώς συνίστανται, στην άσκηση υπερορίου δικαιοδοσίας κατά τον περίφημο 28ο Κανόνα της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, στην πήξη πατριαρχικών Σταυροπηγίων όπου Γης, στην παρασκευή του αγίου Μύρου και, ασφαλώς και βεβαίως, στο δικαίωμα της αποδοχής των Εκκλήτων προσφυγών των Επισκόπων της Οικουμένης, δικαίωμα που, ως υποχρεούτο και όφειλε, ενεργοποίησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην περίπτωση των εν σχίσματι ευρισκομένων ουκρανών ιεραρχών και τους απεκατέστησε μετά των υποκειμένων σε αυτούς κληρικών και λαϊκών εις την κανονική κοινωνία.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί και η γνώμη του περίφημου κανονολόγου Ματθαίου του Βλαστάρεως για τα δίκαια του Κωνσταντινουπόλεως: «Ο του Κωνσταντινουπόλεως Θρόνος, βασιλεία επικοσμηθείς, ταις Συνοδικαίς ψήφοις πρώτος ανηγορεύθη∙ αις οι θείοι κατακολουθούντες νόμοι, και τας υπό τους ετέρους Θρόνους γινομένας αμφισβητήσεις υπό την εκείνου προστάττουσιν αναφέρεσθαι διάγνωσιν και κρίσιν... τω δε Κωνσταντινουπόλεως Προέδρω έξεστι και εν ταις των άλλων Θρόνων ενορίαις, εν οις ουκ έστι προκαθιέρωσις ναών, Σταυροπήγια διδόναι, ου μην αλλὰ και τας εν τοις άλλοις Θρόνοις γινομένας αμφισβητήσεις επιτηρείν και ανορθούσθαι και πέρας επιτιθέναι ταις κρίσεσιν∙ ωσαύτως και μετανοίας και επιστροφής αμαρτημάτων και αιρέσεων, αυτὸς και μόνος καθίσταται διαιτητής τε και γνώμων», (Ματθ. του Βλαστάρεως, Σύνταγμα κατά Στοιχείον II, Κεφ. Η’, PG 145, 109 AB).
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν αναμφιβόλως και κατά το έτος 1663 «οι τέσσαρες Πατριάρχες της Ανατολής, ήτοι Διονύσιος (Γ’) ο Κωνσταντινουπόλεως, Παΐσιος ο Αλεξανδρείας, Μακάριος ο Αντιοχείας και Νεκτάριος ο Ιεροσολύμων εν τω Τόμω, δι’ ου επέλυσαν εικοσιπέντε κεφάλαια ζητημάτων προβληθέντα αυτοίς υπό του κλήρου της Ρωσσικής Εκκλησίας», (Καλ. Δελικάνη, ο.π. τ. 2, σελ. ι’). Η απάντηση στην 8η ερώτηση αποτελεί κωδικοποίηση των ιεροκανονικών ευθυνών του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «αι υποθέσεις πάσαι των Εκκλησιών εις τον Κωνσταντινουπόλεως Θρόνον αναφέρονται και παρ’ αυτού τας αποφάσεις λαμβάνουσιν, ως τα πρωτεία κατά τους Κανόνας έχοντος της παλαιάς Ρώμης. Ει δε τυχόν συναινούσι και οι λοιποί Πατριάρχαι, ει τυχόν είη μείζων η υπόθεσις, αμετάβλητος έσται η εξενεχθείσα απόφασις», (Μ. Ι. Γεδεών, ΚΑΝΟΝΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ, Πατρ. Τυπογραφείο, Εν Κων/πόλει, 1888, τ. 1, σελ. 351).
Αυτής ακριβώς της μέριμνας και φροντίδος και αρωγής έτυχε πολλάκις ο Θρόνος του αγίου Μάρκου και εάν σήμερα υπάρχει οφείλεται στην θυσιαστική και αδιάκριτη διακονία των Οικουμενικών Πατριαρχών οι οποίοι εν αντιδιαστολή προς τους Επισκόπους της πρεσβυτέρας Ρώμης και παρά το γεγονός ότι οι ιστορικές συγκυρίες το ευνοούσαν, «ουδέποτε εκ της διανοίας [των] είχε διέλθει η ιδέα της δημιουργίας Μοναρχικής απολυταρχίας εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, επί μειώσει ή καταργήσει των Κανονικών δικαίων και προνομιών των λοιπών Πατριαρχικών Θρόνων», (Καλ. Δελικάνη, ο.π. τ. 2, σελ. ιβ’). Ευτυχώς τα ρώσικα ρούβλια, δεν μπόρεσαν να εξαγοράσουν τα πάντα… Πρέπει να γίνει απόλυτα κατανοητό ότι η Ρωσική προπαγάνδα δεν βάλλει κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου μόνον αλλά δι’ αυτού, κατά του θεσμού της Πενταρχίας.
Σε καιρούς αυχμηρούς και δυσχειμέρους όπου η λειψανδρία και οι τραγικές ιστορικές συγκυρίες θα είχαν σβήσει από τον εκκλησιαστικό χάρτη τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, η εμμονή των Οικουμενικών Πατριαρχών στην κανονική και παραδεδομένη τάξη τα διεφύλαξε από τον αφανισμό και τη λήθη.
Ειδικότερα, για την Αλεξανδρινή Εκκλησία και για να αναφερθεί κανείς μόνον στη νεώτερη περίοδο είναι γνωστό ότι μετά την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Τούρκους, οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας κατά το πλείστον διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη και είχαν την εξάρτησή τους από την οθωμανική Κυβέρνηση με την μεσολάβηση ασφαλώς του Κωνσταντινουπόλεως, (Α. Kartaschoff, Το Της Εκκλήτου Δικαίωμα Των Οικουμενικών Πατριαρχών Εν Τη Πράξει, Ορθοδοξία, ΚΓ’, 1948, σελ. 293). Ας το αναγνωρίσουν όσοι καυχώνται για τις ιστορικές τους γνώσεις οι οποίες κατά κανόνα είναι και επιλεκτικές και μονομερώς ερμηνευόμενες πάντοτε.
Σταχυολογούνται παρακάτω άκρως επιλεκτικώς ορισμένα γεγονότα όπου καταδεικνύεται τι οφείλει η Εκκλησία της Αλεξανδρείας στον Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και αποδεικνύεται η εκ των πραγμάτων διευθέτηση υποθέσεων μιας άλλης Εκκλησίας και δη ενός πρεσβυγενούς Πατριαρχείου από τον Οικουμενικό Θρόνο.
1) Εκλογή του Αλεξανδρείας Γερασίμου (1620) στο Φανάρι από Σύνοδο υπό τον Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλο Λούκαρι• του Αλεξανδρείας Κοσμά επί Νεοφύτου του ΣΤ (1737)• του Αλεξανδρείας Ματθαίου επί Παϊσίου του Β’ (1746)• του Αλεξανδρείας Κυπριανού επί Σαμουήλ του Α’ (1766)• του Αλεξανδρείας Γερασίμου επί Γαβριήλ του Δ’ (1783), του Αλεξανδρείας Παρθενίου επί Προκοπίου του Α’ (1788)• του Αλεξανδρείας Θεοφίλου επί Καλλινίκου του Ε’ (1805)• του Αλεξανδρείας Ιεροθέου του Α’ επί Μελετίου, (Μητρ. Σάρδεων Μαξίμου, ΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ, Πατριαρχικόν Ιδρυμα Πατερικών Μελετών στη Σειρά «Ανάλεκτα Βλατάδων», Εκδ. Β’, Θεσ/νίκη, 1989, σελ. 296).
2) Παύση του Αλεξανδρείας Παϊσίου (1665) από τον Κωνσταντινουπόλεως Παρθένιο λόγω αδικαιολόγητης και μακροχρόνιας απουσίας από την έδρα του, (Μητρ. Σάρδεων Μαξίμου, όπ. π., σελ. 296).
3) Παύση του Αλεξανδρείας Θεοφίλου και εκλογή αντ’ αυτού του από Νικαίας Ιεροθέου επί Χρυσάνθου του Α’, όπου στο σχετικὸ υπόμνημα της Εκλογής του αναφέρονται τα εξής αξιοσημείωτα τα οποία παραστατικώς περιγράφουν πως ο Οικουμενικὸς Θρόνος αντιλαμβάνεται διαχρονικώς τη θέση και τη διακονία του εντός του Κυριακού Σώματος: «Διό και ο καθ’ ημάς αγιώτατος πατριαρχικός, αποστολικός και οικουμενικός θρόνος, δεν καταγίνεται εις την διάταξιν των οικείων αυτού μόνον και εις την ευστάθειαν των σχετικών αυτώ εκκλησιαστικών πραγμάτων, αλλ’ εκτείνει την πρόνοιαν και προς τα συμφέροντα των λοιπών αγιωτάτων θρόνων. Διά τούτο και το, Οικουμενικός, προνόμιον έχει και ου διέλιπεν άνωθεν και εξ αρχής εν τοις προσφόροις καιροίς από του να ενεργή φιλαδέλφως και να συντρέχη εκ παντός τρόπου εις τας ανάγκας και χρείας των λοιπών αγιωτάτων θρόνων, σκοπόν έχων την κατάρτισιν και ψυχικήν σωτηρίαν του εν αυτοίς χριστωνύμου πληρώματος, χρέος ηγούμενος την ένδειξιν της πρόνοιας ταύτης πρώτιστον απάντων χρεών και δικαιότατον», (Μητρ. Σάρδεων Μαξίμου, όπ. π., σελ. 298).
4) Επέμβαση και αυστηρή επίπληξη του Αλεξανδρείας Γερασίμου απὸ τον Οικουμενικὸ Πατριάρχη Γαβριὴλ Γ’ (1702) για λειτουργικές καινοτομίες, (Μητρ. Σάρδεων Μαξίμου, όπ. π., σελ. 298).
Αξίζει, επίσης, για τους κυπρίους αδελφούς Επισκόπους (αλλά και για τους ημέτερους) να μελετήσουν την στάση του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μελετίου του Πηγά, αγίου της Εκκλησίας μας, όταν προέκυψαν διάφορα θέματα στην εν Κύπρω Εκκλησία από το 1592 και εντεύεθεν (Φ. Γεωργίου, ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΚΥΠΡΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, επ. Θ. Παπαδοπούλου, Λευκωσία, 1975, σελ. 75-86). Αν και απεθύνθηκαν σ’ αυτόν για να μεσολαβήσει στον Οικουμενικό Πατριάρχη, θεωρητικώς θα μπορούσε να αρπάξει την ευκαιρία να παρέμβει στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κύπρου (όπως έκανε ολίγον αργότερα ο Αντιοχείας Ιωακείμ και προν τον οποίον έγραψε ο άγιος λίαν επιτιμητικώς χαρακτηριζοντάς τον «αλλοτριεπίσκοπο», ό.π. σελ. 85). Ο πεφωτισμένος και σπουδαίος Μελέτιος Πηγάς, έχοντας χρηματίσει και επίτροπος του Οικουμενικού Θρόνου, εγνώριζε άριστα τα δίκαια της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως γι’ αυτό και γράφει στους Κυπρίους εν έτει 1599 «Δράμετε προς τον Οικουμενικόν Θρόνον, υφ΄ ω και (τογε νυν έχον) ποιμαίνεσθαι» (ο.π 79-80). Δηλαδή όχι απλώς πηγαίνετε στον Οικουμενικό Θρόνο για να σας λύσει τα πρόβληματά σας, αλλά τρέξτε. Τρέξτε, λοιπόν, και εσείς άγιοι αρχιερείς της Εκκλησίας Κύπρου στον Οικουμενικό Θρόνο και εκζητήστε γονυπετείς συγγνώμη για να σας συγχωρήσει ο Θεός για το ανοσιούργημα που έχετε διαπράξει.
Δεν θα πρέπει, τέλος, να διαφεύγει της προσοχής όλων μας ότι όσοι σήμερα ζητούν πανορθοδόξους Συνόδους για το ουκρανικό ζήτημα είναι εκείνοι οι οποίοι υπέσκαψαν με κάθε τρόπο την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Κρήτης∙ μια Πανορθόδοξη Σύνοδο που θα είχε αποφανθεί για το θέμα της Ανακηρύξεως του Αυτοκεφάλου εάν η Εκκλησία της Ρωσίας δεν προέβαλε αντιρρήσεις και δεύτερον και σπουδαιότερον, όσοι σήμερα αρνούνται το δικαίωμα στον Οικουμενικό Πατριάρχη να παράσχει μόνος αυτός άνευ της συμπράξεως, πολλώ δε μάλλον της συναινέσεως οποιουδήποτε, το καθεστώς της Αυτοκεφαλίας στην εν Ουκρανία Εκκλησία είναι εκείνοι που έλαβαν από τον Οικουμενικό Θρόνο την Αυτοκεφαλία. Θυμίζουμε: η Εκκλησία της Ρωσίας το 1448 και το 1589 προεβιβάσθη στην Πατριαρχική Τιμή, η Εκκλησία της Σερβίας το 1920, η Εκκλησία της Ρουμανίας το 1885 και το 1925 προεβιβάσθη στην Πατριαρχική Τιμή, η Εκκλησία της Βουλγαρίας το 1945 και το 1961 προεβιβάσθη στην Πατριαρχική Τιμή, η Εκκλησία της Γεωργίας μόλις το 1990, η Εκκλησία της Ελλάδος το 1850, η Εκκλησία της Πολωνίας το 1924, η Εκκλησία της Αλβανίας το 1937 και η ανασύστασή της το 1990 μετά την λαίλαπα του αθεϊστικού καθεστώτος, η Εκκλησία της Τσεχίας και Σλοβακίας μόλις το 1998. Όλες οι παραπάνω Αυτοκεφαλίες εδόθησαν αποκλειστικώς και μόνον από τον Οικουμενικό Θρόνο δικαίωμα που σήμερα τίθεται υπό αμφισβήτηση, υπό ανιστόρητων, ευτυχώς όχι από όλες τις προαναφερθείσες Εκκλησίες.
Η στάση, λοιπόν, των ιεραρχών του Αλεξανδρινού Θρόνου έναντι των αποφάσεων τού Οικουμενικού Θρόνου οφείλει να είναι εκείνη του αγίου Νουνεχίου Λαοδικείας, δηλαδή επισκόπου της Ανατολικής και όχι της Ποντικής, της Θρακικής ή της Ασιανής Διοικήσεως, δηλαδή εκτός του κανονικού εδάφους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την υπογραφή των Πρακτικών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, και η οποία αποτελεί αυθεντική έκφραση της ήδη διαμορφωμένης εκκλησιαστικής συνειδήσεως προ της Συνόδου: «Η δόξα του θρόνου Κωνσταντινουπόλεως δόξα ημών εστιν· της γαρ εντεύθεν τιμής και ημείς μετέχομεν, επειδή και τας μερίμνας ημών αναδέχεται. και αγαπώμεν τον καθ' εκάστην επαρχίαν μητροπολίτην υπὸ του θρόνου τούτου χειροτονείσθαι, όθεν και εκών υπέγραψα», (Ε. Schwartz, Acta Conc. Oecum., II.1.3, 97).
Η δόξα και η τιμή, λοιπόν, του Κωνσταντινουπόλεως είναι τιμή και δόξα των ιεραρχών και του Αλεξανδρινού Θρόνου και ευτυχώς υπάρχουν πολλοί αλεξανδρινοί Αρχιερείς που το κατανοούν. Όσοι πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει Ανατολική Εκκλησία χωρίς τις προνομίες και την πρωτοκαθεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου ή δεν γνωρίζουν εκκλησιολογία και ιστορία ή συμβαίνει κάτι πολύ χειρότερο.
Κατακλείοντας, επαναλαμβάνεται μετ’ επιτάσεως ότι ο Αλεξανδρινός Θρόνος οφείλει εξάπαντος να στηρίξει σθεναρώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην παρούσα συγκυρία όχι μόνο διότι αυτό επιβάλει η ιεροκανονική τάξη και η μακραίωνη πράξη της Εκκλησίας, αλλά και για το γεγονός ότι η συνέχεια και η επιβίωσή του οφείλονται στην αγαπητική στοργή και προστασία των Οικουμενικών Πατριαρχών. Ο αποδεδειγμένα σοφός και έμπειρος στην εκκλησιαστική διοίκηση Πατριάρχης ΘΕΟΔΩΡΟΣ έχει χρέος ενώπιον του Θεού και της ιστορίας να δράσει αμέσως συντασσόμενος ευθέως με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αποδεχόμενος ανεπιφυλάκτως τα γενόμενα στην Ουκρανία• η πολιτεία του, παρά τις όποιες ατυχέστατες και υπό το κράτος του θυμικού κατά καιρούς τοποθετήσεις, έχει δείξει ότι έχει και το εκτόπισμα και το ειδικό βάρος προς τούτο• και είμαστε πεπεισμένοι ότι θα το πράξει!
Οι της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας ταπεινοί,
αλλά όχι αθεολόγητοι Επίσκοποι