Εκκλησιολογικά και όχι μόνο: Γιατί ο μητροπολίτης Ιλαρίων προσπαθεί να δημιουργήσει αναταράξεις στις σχέσεις με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης

 


 

Σχόλιο για την κόντρα της Ρωσικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο με αφορμή τη συνέντευξη του μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα


Του Κώστα Καρακώτια*

 

Η εγκατάσταση στη δημόσια σφαίρα, αλλά και στα μυαλά και στις ζωές των ανθρώπων, της πανδημίας και των τραγικών αποτελεσμάτων της δεν ακυρώνει και ούτε αναστέλλει τις προσπάθειες διαφόρων και ποικίλων αντίρροπων κοινωνικών και ιδεολογικών δυνάμεων για την εδραίωση και την επέκταση της πολιτικής και πολιτισμικής τους κυριαρχίας. Συχνά δε αυτή η προσπάθεια εκδηλώνεται από σκολιούς δρόμους και με πλάγιους τρόπους.

Αίφνης στην εφημερίδα «Η Καθημερινή», την Κυριακή 13/12/2020, δημοσιεύθηκε μια μακρά συνέντευξη του ρώσου μητροπολίτη Ιλαρίωνα, στενού συνεργάτη του Πατριάρχη Μόσχας. Αποκλειστικό θέμα της συνέντευξης ήταν η απόσπαση της ουκρανικής εκκλησίας από τη ρωσική και η αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Ο συνεντευξιαζόμενος ήταν σφόδρα καταγγελτικός προς το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μάλιστα έβαλε ευθέως και προσωπικά κατά του ίδιου του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, τον οποίο μάλιστα κατηγόρησε ότι «παραβίασε συνειδητά τους εκκλησιαστικούς κανόνες για να βλάψει τη Ρωσική Εκκλησία».

Βέβαια, ακόμα και οι πλέον αδαείς περί τα εκκλησιαστικά αντιλαμβάνονται ότι η Ρωσική Εκκλησία, η οποία είναι απολύτως συνδεδεμένη με το ρωσικό κράτος και τα διεθνοπολιτικά συμφέροντά του, με πρόσχημα κάποιους φερόμενους εκκλησιολογικούς λόγους, προσπαθεί να διατηρήσει την επιρροή της στην Ουκρανία και να εμποδίσει την ανεξαρτητοποίηση της εκκλησίας της. Πόσο μάλλον όταν ο σχέσεις της Ρωσίας και της Ουκρανίας είναι εξαιρετικά διαταραγμένες και ολόκληρες περιοχές της δεύτερης έχουν σχεδόν προσαρτηθεί από την πρώτη. Είναι δε εύκολα κατανοητό το τεράστιο όφελος για τη Ρωσία από τη θρησκευτική /ιδεολογική πειθάρχηση και υποτέλεια των ουκρανών πιστών στα κάθε είδους κελεύσματα της ρωσικής εκκλησίας.

Επίσης είναι κατανοητή η αναγνώριση της ανεξαρτητοποίησης και της αυτοκεφαλίας της ουκρανικής εκκλησίας από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και της επακόλουθης πρόσδεσής της σε αυτό. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, η μεγάλη εκκλησία εν αιχμαλωσία όπως την θεωρούσε ο εμβληματικός ιστορικός και βυζαντινολόγος Στίβεν Ράνσιμαν, εγκλωβισμένο στην εξουσία και στα γρανάζια του τουρκικού κράτους, προσπαθεί να διευρύνει τα όρια της επιρροής του και να αποκτήσει περισσότερα στηρίγματα. Προσπαθεί ακόμα να αντιμετωπίσει την επιθετική και με πλούσια οικονομικά και πολιτικά μέσα διεκδίκηση της έκφρασης και της εκπροσώπησης του ορθόδοξου χριστιανικού κόσμου από την ρωσική εκκλησία και την ένταξη του στην κρατική στρατηγική της Ρωσίας.

Η αντίθεση όμως δεν είναι μόνον για την κυριαρχία στις ορθόδοξες εκκλησίες. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είναι συνδεδεμένο στρατηγικά με τον δυτικό κόσμο και η χριστιανική ρητορική του είναι ανοικτή, οικουμενική, πολύ πιο νεωτερική από των άλλων ορθόδοξων εκκλησιών και προσπαθεί να συντονιστεί με τις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Αντίθετα, ο λόγος του Πατριαρχείου της Μόσχας είναι βαθύτατα παραδοσιοκρατικός, κοινωνικά αντιδραστικός, έμπλεος αντιδυτικισμού και, βέβαια, πλήρως συντονισμένος με τις κατευθύνσεις της κρατικής ρωσικής πολιτικής.

Προφανώς όλα αυτά τα γνωρίζει ο προαναφερόμενος συνεντευξιαζόμενος στην «Καθημερινή» ρώσος Μητροπολίτης. Και επιπλέον γνωρίζει και ότι απευθύνεται σε μια κοινωνία, μεγάλες μερίδες της οποίας είναι, σχεδόν παθολογικά, ρωσόφιλες, δέσμιες διαφόρων ιστορικών μυθευμάτων, θρησκευτικών ιδεολογημάτων και ανορθολογικών αντιλήψεων.

Γνωρίζει ακόμα ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής ιεραρχίας και του κλήρου είναι βαθύτατα αντιδυτικό και αντιδιαφωτιστικό, ζει, έστω φαντασιακά, στην εποχή του βυζαντινού ανθενωτισμού, εξαιρετικά φοβικό και περίκλειστο απέναντι στον σύγχρονο κόσμο, και ο χριστιανισμός του ασκείται περισσότερο ως τελετουργία και ως διαχείριση μιας κληρονομημένης παράδοσης.

Γνωρίζει επίσης ότι οι αντιλήψεις πολλών ιεραρχών για διάφορα εκκλησιολογικά ζητήματα και τη θέση της θρησκείας στην κοινωνία συμπίπτουν απόλυτα με αυτές της ρωσικής εκκλησίας, όπως επίσης και με τον πολιτικό δεσποτισμό και τη διεθνοπολιτική θεώρηση της Μόσχας.

Γνωρίζει, τέλος, ότι μέσω του λεγόμενου θρησκευτικού τουρισμού από τη Ρωσία στην Ελλάδα μπορεί να διοχετεύσει ή να αναστείλει χρηματικές ροές σε συγκεκριμένες περιοχές και μητροπόλεις και να ασκήσει έτσι αντίστοιχες πιέσεις.

Γι’ αυτό ο μητροπολίτης Ιλαρίων μιλά τόσο κυνικά και επιθετικά εναντίον του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης περιφρονώντας την ειδική του σχέση με την ελληνική κοινωνία και την εκκλησία της και το ιδιαίτερο βάρος που έχει, με τα καλά του και τα κακά του, στην εθνική ιστορική συνείδηση και αφήγηση. Προσπαθεί απροκάλυπτα να καθοδηγήσει και να ενισχύσει τους διάφορους διάσπαρτους στη χώρα και στην εκκλησία θύλακες της ρωσικής επιρροής και να δημιουργήσει αναταράξεις στις σχέσεις με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.

Όσον αφορά την συνέντευξη, προφανώς δεν τίθεται θέμα λογοκρισίας ή μη δημοσίευσης των απόψεων του μητροπολίτη Ιλαρίωνα. Ήταν όμως μια συνέντευξη-χάδι, χωρίς καμιά κριτική διερευνητική ερώτηση ή απάντηση από τον δημοσιογράφο που την έλαβε και με ιδιαίτερη προβολή των επιθετικών της στοιχείων και των γνωστών φληναφημάτων περί φιλίας και ομοδοξίας των δύο λαών.

Η δημοσίευσή της δε μ’ αυτόν τον τρόπο στη μεγαλύτερη αστική συστημική εφημερίδα είναι ένα ακόμα μυστήριο, το οποίο προστίθεται στα πολλά που περιζώνουν την εγχώρια δημόσια σφαίρα. Εκτός εάν αντανακλά την άποψη κάποιων από τις ποικίλες εγχώριες ελίτ για αλλαγή της πολιτικής και πολιτισμικής κατεύθυνσης της ελληνικής κοινωνίας.

 

* Ο Κώστας Καρακώτιας γεννήθηκε το 1961 στην Κοζάνη. Φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από τη δεκαετία του 1980, δημοσιεύει -σε εφημερίδες και περιοδικά- κείμενα βιβλιοκριτικής αλλά και ευρύτερου πολιτικού και ιδεολογικού ενδιαφέροντος.

 

Πηγή: athensvoice.gr