Μ. ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΣΕΤΣΗ: Σκέψεις γύρω από ένα βιβλίο περί του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου


 

«Εύχομαι ο εναγκαλισμός της Ρωσίας από μερικούς Εκκλησιαστικούς Ταγούς της Κύπρου να μη συντελέσει όπως, σε κάποιο απώτερο μέλλον, η πανάρχαια Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου έχει την τύχη της Εκκλησίας Γεωργίας και καταλήξει, όπως εκείνη τον 19ο αιώνα, σε ένα είδος «Εξαρχίας» του Πατριαρχείου Μόσχας»

 

Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση

 

O λόγος για το πρόσφατο σύγγραμμα του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κύκκου και Τηλλυρίας Νικηφόρου, τιτλοφορούμενο «Το σύγχρονο Ουκρανικό ζήτημα και η κατά τους θείους και ιερούς κανόνες επίλυσή του». Ένα βιβλίο το οποίο, ουσιαστικά, θέτει ένα διπλό ερώτημα. Τουτέστιν, α) αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει το δικαίωμα του χορηγείν Αυτοκεφαλίες και β) αν το, πρωτοβουλίᾳ αυτού, και άνευ Πανορθοδόξου Συνοδικής διαγνώμης, χορηγηθέν Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Ουκρανίας,  έχει οποιοδήποτε Ιεροκανονικό έρεισμα.

Μια πρόγευση του περιεχομένου του πονήματος αυτού, είχε δώσει το Ανακοινωθέν τεσσάρων Ιεραρχών της Εκκλησίας Κύπρου (των Μητροπολιτών Λεμεσού, Κύκκου, Ταμασού και του Επισκόπου Αμαθούντος) στις 24 παρελθόντος Οκτωβρίου, ευθύς μετά την μνημόνευση από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου  Χρυσόστομο, του Μακαριωτάτου Μητροπολίτου Κιέβου Επιφανίου, ως Προκαθημένου της νεοσυστάτου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας Ουκρανίας.

Το εν λόγω πόνημα δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας! Απλώς διότι δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένα συνονθύλευμα των από καιρού γνωστών και τετριμμένων απόψεων και θέσεων Αρχιερέων, Πρεσβυτέρων και λαϊκών παραγόντων της Εκκλησίας της Ρωσίας, οι οποίοι εδώ και μια διετία πασχίζουν παντοιοτρόπως  να στρέψουν την, ορθόδοξη τε και μή, κοινή γνώμη κατά του Παναγιωτάτου Οικουμενικού  Πατριάρχου Βαρθολομαίου,  κατακρίνοντες αυτόν και τον Οικουμενικόν Θρόνον για την χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξο Εκκλησία της Ουκρανίας. Και τούτο  σε μια οφθαλμοφανή προσπάθεια υποβαθμίσεως και ισοπεδώσεως της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, αμφισβητούντες ποικιλοτρόπως το κατόπιν αποφάσεων  Οικουμενικών Συνόδων καθιερωθέν Πρωτείο της στο Πανορθόδοξο προσκήνιο. Πρωτείο «διακονίας», σημειωθήτω, και όχι Παπικού τύπου Πρωτείο «εξουσίας»,  ως διατείνονται.

Στο κύριο μέρος του μετά χείρας βιβλίου γίνεται, κυρίως από την προοπτική της Εκκλησίας της Ρωσίας, αναφορά στις διά μέσου της ιστορίας σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως-Κιέβου-Μόσχας,  και τίθενται τρία ερωτήματα που ευρίσκονται στο επίκεντρο της συνεχιζόμενης διελκυστίνδας γύρω από το Ουκρανικό ζήτημα. Ήτοι, α) αν η Εκκλησία Ουκρανίας αποτελεί κανονικό έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ή του Πατριαρχείου Μόσχας, β) ποιός δικαιούται  να χορηγεί Αυτοκέφαλα και γ) αν ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει το κανονικό προνόμιο να δέχεται εκκλήτους προσφυγάς κληρικών άλλων κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.

Επιπλέον, στον κύριο κορμό του βιβλίου εξετάζονται ως «απότοκα της Ουκρανικής κρίσεως» (sic),  και άλλα θέματα, όπως λ.χ. το περί διακοπής της Ευχαριστιακής Κοινωνίας μεταξύ δύο Ορθοδόξων Εκκλησιών˙ το περί  Πρωτείου (δηλ. ποίος είναι η Κεφαλή της Ορθοδόξου Εκκλησίας) και το περί του Συνοδικού Πολιτεύματος στην Ορθόδοξο Εκκλησία.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ως άνω θεματολογία αποτελεί ένα είδος τυφλοσύρτου που οδηγεί τον αναγνώστη στα «Συμπεράσματα» του αγίου Κύκκου, ως και στις «Προτάσεις» που  εισηγείται για την επίλυση  της διαμάχης. Συμπεράσματα και προτάσεις που  προβάλλουν, πολλές φορές  αυτολεξεί, τις κατά κόρον επαναλαμβανόμενες θέσεις του Πατριαρχείου Ρωσίας. Δεν είναι  τυχαίο ότι, στην πρόσφατη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» (13.12.2020), ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων κάμει εύφημον μνείαν του βιβλίου του αγίου Κύκκου!

Επειδή σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως-Κιέβου-Μόσχας, όπως και με εκείνο της φύσεως του Πρωτείου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία,  έγινε ευρύτατα λόγος επ’ εσχάτων, θα αρκεσθώ στο να διατυπώσω μερικές σκέψεις μόνο πάνω στα δύο καίρια προβλήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της οδυνηρής αυτής διαμάχης. Δηλ. στο θέμα της διαδικασίας χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας σε μια τοπική Εκκλησία και σ’ εκείνο του Εκκλήτου. Μη παραλείποντας, ωστόσο, να αναφερθώ και στην πολιτική διάσταση της διαμάχης, δοθέντος ότι στο κρινόμενο βιβλίο γίνεται λόγος και περί «γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών  συμφερόντων».

***

Είναι γνωστό ότι κατά την πρώτη μ.Χ. χιλιετία, Αυτοκεφαλία σε μία τοπική Εκκλησία εχορηγείτο από  Οικουμενικές Συνόδους. Με τον τρόπο αυτό απέκτησαν την Αυτοκεφαλία τους τα Πατριαρχεία της λεγόμενης «Πενταρχίας», ήτοι της Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, όπως και η Εκκλησία Κύπρου.

Δοθέντος ότι μετά το Μεγάλο Σχίσμα του  1054, δεν είχαν συνέλθει Οικουμενικαί Σύνοδοι, την μέριμνα χορηγήσεως  Αυτοκεφάλου την ανέλαβε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ως Πρώτος τη τάξει Αρχιερεύς της Πανορθοδοξίας και σημείο αναφοράς της. Τοιουτοτρόπως,  η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, κατατεμαχίζοντας το εαυτής σώμα, προέβη, από τον 16ο  αιώνα και εξής, στην χειραφέτηση όλων των Ορθοδόξων λαών που διαβιούσαν σε κανονικά της εδάφη βορείως και δυτικώς της Κωνσταντινουπόλεως, χορηγώντας σ’ αυτούς Αυτοκέφαλο καθεστώς, άνευ ουδεμιάς Πανορθοδόξου Συνοδικής διαγνώμης.

Ουδείς αμφισβήτησε τότε το έγκυρον  των Αυτοκεφαλιών που είχε χορηγήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις Εκκλησίες Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας,  Ελλάδος, Πολωνίας, Αλβανίας  και Τσεχίας-Σλοβακίας. Όπως ουδείς είχε θέσει υπό αμφισβήτηση την μόλις προ τριάκοντα ετών (το 1990),  επί Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου, επίδοση Τόμου Αυτοκεφαλίας στην πανάρχαια Εκκλησία Γεωργίας, την οποία ως είναι γνωστόν είχε βιαίως καταργήσει το Πατριαρχείο Ρωσίας το 19ο αιώνα, μετατρέποντάς την σε «Εξαρχία» του!

Όταν επί  Πατριαρχίας Αθηναγόρου η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως είχε θεωρήσει ότι επέστη πλέον καιρός να συνέλθει μία,  οικουμενική στη φύση της, Πανορθόδοξος Σύνοδος και προς τον σκοπό αυτό συνεκάλεσε στην Ρόδο, το 1961, την Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη, στο θεματολόγιό της συμπεριέλαβε και το θέμα της Αυτοκεφαλίας, το οποίο ήταν διατυπωμένο ως εξής: «Ανακήρυξις Αυτοκεφάλου: 1-Τις ο ανακηρύσσων, 2-Προϋποθέσεις και όροι, 3-Τρόπος ανακηρύξεως Αυτοκεφάλου». (βλ. Μονογραφηθέντα Πρακτικά της εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως, 24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961, εν «Ορθοδοξία», 37, [1962], σελ. 73).

Η νέα διαδικασία απονομής Αυτοκεφαλίας σε μια τοπική Ορθόθοξο Εκκλησία ξεκίνησε στην Α΄ Πανορθόδοξη  Προσυνοδική Διάσκεψη το 1976. Και το σχετικό κείμενο που εκπονήθηκε κατόπιν πολλών κόπων και μόχθων σε αλλεπάλληλες συνεδρίες της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής εγκρίθηκε ομοφώνως μόλις το 2009. Με καθυστέρηση 33 ετών! (Η αργοπορία αυτή θυμίζει την λαϊκή ρήση «όποιος δε θέλει να ζυμώσει, δέκα μέρες κοσκινίζει»)!!

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν κατά την καρκινοβατούσα προπαρασκευαστική φάση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου δεν υπήρχε, πρωτοστατούντων των Ρώσων Αντιπροσώπων,  η επίμονη και σχολαστική εκείνη συζήτηση περί του «τρόπου υπογραφής» του εκδοθησομένου Τόμου Αυτοκεφαλίας, τουτέστιν αν οι Προκαθήμενοι των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών «αποφαίνονται» ακριβώς όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης ή αν «συν-αποφαίνονται», το ομοφώνως εγκριθέν κείμενο περί του «Τρόπου Ανακηρύξεως Αυτοκεφάλου» θα εντασσόταν στην Ημερησία Διάταξη της Συνόδου, και το ζήτημα της χορηγήσεως Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας θα ελάμβανε μίαν εντελώς άλλη διάσταση και δεν θα είχαμε την νοσηρή κατάσταση που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό.

Η επιμονή των Ρώσων αντιπροσώπων, και μερικών συνοδοιπόρων τους, στη χρήση του ρήματος «αποφαίνομαι» από όλους, αντί του «συν-αποφαίνομαι», δεν ήταν αθώα. Αποσκοπούσε, απλώς,  στην αμφισβήτηση και τον υποβιβασμό του ρόλου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στην Διορθόδοξη κονίστρα, με βάση την νεοφανή, ισοπεδωτική και αιρετίζουσα εκκλησιολογική αντίληψη του Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος, σύμφωνα με την οποία η «Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία», που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, είναι απλώς μία «Ομοσπονδία» (sic) τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, επικεφαλής της οποίας δεν ευρίσκεται καμιά υπεροχική Αρχή.

***

Το μετά χείρας βιβλίο επαναλαμβάνει και την γνωστή επωδό της Εκκλησίας της Ρωσίας ότι η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως «εισεπήδησε» αυθαιρέτως σε ξένα κανονικά εδάφη.

Αποτελεί φαιδρότητα το να κατηγορείται σήμερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο από την Εκκλησία της Ρωσίας για «εισπήδηση» σε ξένα κανονικά εδάφη. Από μία Εκκλησία που κατά τον ρου της βραχύβιας, μόλις τεσσάρων αιώνων και όχι χιλίων  ετών, ως διατείνεται ο Μητροπολίτης Ιλαρίων, ιστορίας της (να μη λησμονείται πως η Μόσχα μέχρι τον 15ο αιώνα ήταν Μητρόπολις της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως), δεν έκαμε τίποτε άλλο παρά να διευρύνει με κάθε ευκαιρία τα από τον Τόμο Αυτοκεφαλίας της θεσπισθένα κανονικά της όρια, κατακτώντας εδάφη άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ελέω Τσαρικών στρατευμάτων ή Σοβιετικών τεθωρακισμένων.

Τι άλλο, αν όχι εισπήδηση, αποτελούσε η κατάργηση το 1811 της από τον τέταρτο ήδη αιώνα υφιστάμενης Εκκλησίας της Γεωργίας και η ενσωμάτωσή της στο Πατριαρχείο Μόσχας, έπειτα από την κατοχή της χώρας αυτής του Καυκάσου από τον Τσαρικό Στρατό; Αλλά και σήμερα, τι άλλο από εισπήδηση είναι η μετά τον Ρωσο-Γεωργιανό πόλεμο του 2008 εξ αποστάσεως διαποίμανση από Ρώσο Αρχιεπίσκοπο της χηρεύουσας Επαρχίας  Αμπχαζίας, που από αρχαιοτάτων χρόνων είναι κανονικό έδαφος της παλαίφατης Γεωργιανής Εκκλησίας;

Τι έτερο από στυγνή εισβολή ήταν η ένταξη των Ορθοδόξων Ρουμάνων της Μολδαβίας-Βεσσαραβίας στο Πατριαρχείο Μόσχας, μάλιστα δις στην ιστορία; Το 1812 (Τσαρική κατοχή) και το 1944 (Σοβιετική κατοχή). Με συνέπεια, η Επισκοπή  Κισινάου και πάσης Μολδαβίας να λειτουργεί  σήμερα ως ένα είδος αυτόνομης Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ρωσίας; (Να σημειωθεί ότι η Μητρόπολις Μολδαβίας είχε συσταθεί το 1386, με αναφορά στην Κωνσταντινούπολη, τρεις αιώνες προτού χορηγηθεί το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Ρωσίας!).

Δεν αποτελούσε, άραγε,  ένα είδος εισπηδήσεως η οικειοποίηση, ή μάλλον αρπαγή, από το Πατριαρχείο Μόσχας του από έλληνες Εθνικούς Ευεργέτες ανεγερθέντος τον 18ο αιώνα περικαλλούς Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Βουδαπέστη, ευθύς μετά την Διάσκεψη της Γιάλτας το 1945 και την υπαγωγή της Ουγγαρίας στο Σοβιετοκρατούμενο «Ανατολικό Μπλοκ»;

Η Κωνσταντινούπολις δεν εισέβαλε σε κανένα ξένο κανονικό έδαφος. Ούτε δικές της Επαρχίες ίδρυσε, ούτε Θυσιαστήρια έπηξε. Τουναντίον, ασκώντας τα από Οικουμενικές Συνόδους θεσπισθέντα δικαιώματά της, αφαίρεσε από το σώμα της τεράστια εδάφη της κανονικής της επικράτειας και συνέστησε νέες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες στα Βαλκάνια και την Μεσευρώπη, ανταποκρινόμενη σε αιτήματα Ορθοδόξων λαών που ταλαιπωρούνταν από έριδες και κανονικές αταξίες, και ζητούσαν από την Κωνσταντινούπολη να κομίσει στις χώρες τους ειρήνη και να θεραπεύσει τα κακώς έχοντα στις Εκκλησίες τους.

***

Πολύς λόγος έγινε αν το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο και Μήτηρ Εκκλησία όλων των μη Πρεσβυγενών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, είχε το κανονικό δικαίωμα να δεχθεί το Έκκλητον του πάλαι ποτέ Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο και να προβεί στη χορήγηση Αυτοκεφαλίας σε ένα ευρύ τμήμα του Ορθοδόξου Ουκρανικού λαού, ο οποίος επί δεκαετίες ολόκληρες αποζητούσε τον απογαλακτισμό του από την Εκκλησία της Ρωσίας.

Το «Έκκλητο» δεν είναι Φαναριωτικής εμπνεύσεως «κατασκεύασμα». Είναι ένα θεσμικό προνόμιο, το οποίο παρεχώρησε στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451), με τους 9ο και 17ο κανόνας της, προκειμένου η Πρώτη της Ορθοδοξίας Καθέδρα να αποφαίνεται τελεσίδικα οσάκις αναφύονται διαφορές μεταξύ Επισκόπων και της προϊσταμένης των εκκλησιαστικής Αρχής  και να ρυθμίζει έκτακτες ανάγκες και καταστάσεις. Καθώς αποφαίνεται ο κορυφαίος σχολιαστής των Ι. Κανόνων Ματθαίος Βλάσταρις, «τῳ  Κωνσταντινουπόλεως προέδρῳ, έξεστι και τας εν τοις άλλοις θρόνοις γινομένας αμφισβητήσεις επιτηρείν και διορθούσθαι και πέρας επιτιθέναι ταις κρίσεσιν». (βλ. Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα Ιερών Κανόνων, τόμος στ΄, 1859, σελ.429).

Να υπομνησθεί ότι το «Έκκλητο» λειτουργούσε ατύπως, ήδη από την εποχή του Ιερού Χρυσοστόμου, πενήντα χρόνια προτού αποφανθεί περί αυτού η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Είναι γνωστή η προσφυγή επισκόπων και κληρικών της Μικράς Ασίας στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, με το αίτημα να επιβάλει τάξη στην Έφεσο, «επειδή εν τοις έμπροσθεν χρόνοις, φύρδην οί τε θεσμοί και ημείς εποιμάνθημεν» (Migne, PG, 47, 50 ). Όπως είναι γνωστές και οι κατά διαστήματα εκκλήσεις προς την Κωνσταντινούπολη των Αποστολικών Θρόνων Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, της Αρχιεπισκοπής Σινά, όπως και σχεδόν όλων των νεωτέρων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Μέχρις εσχάτων μάλιστα.

Θα είναι ίσως χρήσιμο να αναφερθεί στο σημείο αυτό ότι η Αυτοκέφαλος Εκκλησία Κύπρου, στον προ δεκαετίας εγκριθέντα νέο Καταστατικό της Χάρτη,  συμπεριέλαβε και ένα σαφέστατο περί Εκκλήτου άρθρο. Ωστόσο, ο άγιος Κύκκου, αν και το είχε ψηφίσει τότε, στο περί ου  ο λόγος πόνημά του, φρονεί ότι τούτο πρέπει να διαγραφεί πάραυτα (σελ 103)!

Το 1936, σε μια ιστορικο-κανονική μελέτη του, τιτλοφορούμενη «Το της Εκκλήτου Δικαίωμα των Οικουμενικών Πατριαρχών εν τῃ Πράξει», ο διαπρεπής Ρώσος καθηγητής Αντώνιος Καρτασώφ, αφού πρώτα αναφερόταν στην ιστορική εξέλιξη των προνομίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου και παρέθετε περιπτώσεις εκκλήτου προσφυγής σ΄ αυτό διά μέσου των αιώνων, κατέληγε τονίζοντας ότι «το πρωτεύον πρόσωπον του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως δέον να αναγνωρισθή εν τῃ καθ΄ ημάς Ανατολή ουχί μόνον ως αρχαϊκόν γεγονός του παρελθόντος, αλλά ως ζώσα και ενεργός αρχή». (Βλ. μετάφραση στην ελληνική από τον Εμμανουήλ Φωτιάδη, στην «Ορθοδοξία», 23,[1948], σελ.298).

***

Κατά κόρον επαναλαμβάνεται από την Ρωσική πλευρά, αλλά και από ουκ ολίγους Ελλαδικούς και Κυπριακούς κύκλους (όπως και στο βιβλίο του αγίου Κύκκου), η επωδός ότι το ζήτημα της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας έχει πολιτικά και όχι εκκλησιαστικά ελατήρια. Προφανώς υπαινίσσονται το πρόδηλο ενδιαφέρον των ΗΠΑ, και πολλών Ευρωπαϊκών κρατών, για την τύχη της Ουκρανίας. Μιας χώρας που έπειτα από 85 έτη ζει ακόμη με τα τραύματα της λιμοκτονίας (γνωστής ως Holodomor) η οποία είχε σχεδιασθεί από τον Στάλιν κατά τα έτη 1933-1934, προκειμένου να τιμωρήσει τους «ατίθασους Ουκρανούς», που αρνούνταν την «κολεκτιβοποίηση» των αγροκτημάτων τους. (Να μη λησμονούμε  ότι η λιμοκτονία αυτή είχε κοστίσει τη ζωή έξι εκατομμυρίων Ουκρανών).

Δέον όμως να τονισθεί ότι δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ και τα δημοκρατικά Κράτη της Ευρώπης που ενδιαφέρονται για το μέλλον της Ουκρανίας. Υπάρχει και η ξεκάθαρη γεωστρατηγικής φύσεως κινητοποίηση του Κρεμλίνου για την, με κάθε τρόπο, παραμονή της Ουκρανίας στην ζώνη επιρροής της Ρωσίας. Παραδόξως, περί της δραστηριοποιήσεως αυτής του Κρεμλίνου, η φιλορωσική πλευρά τηρεί σιγήν ιχθύος!

Κάποια στιγμή, στην χορεία των υψηλόβαθμων Ρώσων κληρικών και λαϊκών που έδωσαν έμφαση στην πολιτική διάσταση του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου, έσπευσε να προστεθεί και ο Πρόεδρος Βλαδίμηρος Πούτιν, προκειμένου να υπομνήσει urbi et orbi πως, για την Ρωσική Ομοσπονδία, η Ουκρανία έχει μείζονα γεωπολιτική σπουδαιότητα και συνεπώς η μελλοντική υφή και πορεία της χώρας αυτής στην διεθνή σκακιέρα δεν είναι ζήτημα διαπραγματεύσιμο. Κατά την καθιερωμένη κατ΄ έτος Συνέντευξη Τύπου, τον Δεκέμβριο του 2018, ο Πρόεδρος Πούτιν ενώπιον 1700 δημοσιογράφων ανεφέρθη στο ζήτημα της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας, παρατηρώντας ότι αυτή σχετίζεται με τις προεδρικές εκλογές στην Ουκρανία. «Οι λόγοι είναι καθαρώς πολιτικοί» δήλωνε. «Το γεγονός ότι ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών σχολίασε θετικά την χορήγηση Αυτοκεφαλίας, είναι κάτι το αδιανόητο και εντελώς ανεπίτρεπτο» (βλ. «Sputnik», 26.12. 2018).

Η τοποθέτηση του Ρώσου Προέδρου δεν αποτελούσε κεραυνόν εν αιθρίᾳ. Εντασσόταν στα πλαίσια των όσων είχαν διαδραματισθεί ευθύς μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και την δημιουργία  της Ρωσικής Ομοσπονδίας το 1991. Μετά μία πενταετία, τον  Μάρτιο του 1996, η Ρωσική Βουλή επεκύρωνε την νομιμότητα ενός δημοψηφίσματος που είχε πραγματοποιηθεί τον Μάρτιο του 1991, το οποίο, παρά την δημιουργία ανεξάρτητων Κρατών στη θέση των τέως Σοβιετικών «Δημοκρατιών», είχε ταχθεί υπέρ της διατηρήσεως, θεωρητικά τουλάχιστον, των συνόρων της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενώσεως. Τούτο ήταν μια σαφής υπόμνηση  ότι, παρά την ίδρυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, στη συνείδηση του ρωσικού λαού, τα σύνορα της Σοβιετικής Ενώσεως δεν είχαν καταργηθεί, αλλά συνέχιζαν να υπάρχουν!

Η προαναφερθείσα κατηγορηματική ρήση του Προέδρου Πούτιν, ότι η μέλλουσα υφή και πορεία της Ουκρανίας στην διεθνή κονίστρα δεν είναι διαπραγματεύσιμο ζήτημα,  αποκαλύπτει χωρίς περιστροφές την βούληση της Ρωσίας να μην αφήσει  την Ουκρανική Δημοκρατία να ξεφύγει από το πεδίο επιρροής της. Και τούτο για δύο λόγους. Πρώτον, για να μην έχει στο υπογάστριό της μια φιλοδυτική χώρα, με προοπτική εντάξεώς της κάποτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, όπως συνέβη με τις Βαλτικές χώρες. Και δεύτερον, διότι χωρίς την Ουκρανία, ο Πούτιν δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει το φιλόδοξο σχέδιό του όπως δημιουργήσει μια «Ευρασιατική Ένωση», ως αντίπαλο δέος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Διότι άλλο πράγμα η Ουκρανία, και έτερον το Καζακστάν, η Γκαγκαουζία και το Ουζμπεκιστάν!

***

Εδώ και πολύ καιρό, και όχι μόνο μετά την πρόσφατη αναγνώριση από τον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Κύπρου της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας, γίνεται ευρύτατα λόγος για την αθρόα παρουσία Ρώσων, οι οποίοι μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, μετατρέποντάς την σε ένα είδος «Φορολογικού παραδείσου».

Χωρίς αμφιβολία, η ενίοτε αμφιλεγόμενη παρουσία και δραστηριότητα των ζάπλουτων αυτών ολιγαρχών είναι ευεργετική για την οικονομία της χώρας και οπωσδήποτε ενισχυτική του έργου ορισμένων εκκλησιαστικών επαρχιών και ιδρυμάτων της Κύπρου. Ωστόσο, στο σημείο αυτό χρειάζεται προσοχή και εγρήγορση. Διότι αυτό που δεν κατάφερε να κάνει κάποτε η Τσαρική Αυτοκρατορία στα Επτάνησα και το Άγιον Όρος, έπειτα δε, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Σοβιετική Ρωσία, να κατέλθει δηλ. μέσω Βουλγαρίας και Θράκης στις θερμές θάλασσες του Αιγαίου και της Μεσογείου, μπορεί να το κατορθώσει σήμερα η Ρωσία του Πούτιν. Με την σύμπραξη μάλιστα της Εκκλησίας της Ρωσίας. Και όταν ομιλώ περί «συμπράξεως», δεν ιεροκατηγορώ, αλλά ερείδομαι σε όσα είχε πει στον Μακαριώτατο Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέϊ Λαβρόφ σε κάποια συνάντησή τους τον Απρίλιο του 2019. Κατά την συνάντηση αυτή ο Λαβρόφ εξεθείαζε την αγαστή συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας στα πλαίσια μιας «Μεικτής ομάδος εργασίας» του Ρωσικού ΥΠΕΞ και του Πατριαρχείου Μόσχας. Μιας ομάδας που συνέρχεται τακτικά όχι μόνο προς ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την κατάσταση σε διάφορα σημεία του κόσμου, αλλά και για να «διασφαλίζει τις νόμιμες διεκδικήσεις των αποδήμων Ρώσων που παραμένουν πιστοί στις ορθόδοξες (ρωσικές προφανώς) αξίες». Και ο νοών νοείτω!  (Σχετικά με τις δηλώσεις του Λαβρόφ, βλ. δελτίο Eglise Orthodoxe RusseDépartement des Relations Extérieures, 12.4.2019, Le patriarche Cyrille a rencontré le ministre des Affaires étrangères de Russie, Sergueϊ Lavrov).

***

Οσάκις διαβάζω σε ΜΜΕ επικρίσεις και σχόλια ρωσοφίλων σχετικά με την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να παράσχει Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία Ουκρανίας και βλέπω τον τρόπο με τον οποίο διατυπώνονται, διερωτώμαι αν οι κατήγοροι του Φαναρίου θυμούνται ακόμη ή αν γνωρίζουν τι σημαίνει το «Νέας Ιουστινιανής» στη Φήμη του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Και μου δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν πρόβλημα όπως αντί «πινακίου φακής», (ή μάλλον «πινακίου ωαρίων οξυρρύγχου»!) να απεμπολήσουν τα πρωτοτόκια της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως σ’ αυτούς που την υπονομεύουν εδώ και αιώνες.

Εύχομαι ο εναγκαλισμός της Ρωσίας από μερικούς Εκκλησιαστικούς Ταγούς της Κύπρου να μη συντελέσει όπως, σε κάποιο απώτερο μέλλον, η πανάρχαια Αποστολική Εκκλησία της Κύπρου έχει την τύχη της Εκκλησίας Γεωργίας και καταλήξει, όπως εκείνη τον 19ο αιώνα, σε ένα είδος «Εξαρχίας» του Πατριαρχείου Μόσχας.

Ο μη γένοιτο!

 

Πηγή: ΦΩΣ ΦΑΝΑΡΙΟΥ