«Σαν τον χιονιά»


 

Σαν το χιονιά μάς στοίχειωσες

και άπλωσες δρεπάνια,

χαρές που κήδεψες γοργά

και κλάδεψες στεφάνια.

 

Απόψε που ΄ναι οι βροντές

αλάνες με κουφάρια,

σιγάζουνε οι κανονιές,

πνιγήκανε στ’ αμπάρια…

 

Κλαίνε κι οι γιοί παράμερα,

μανάδες πολεμάνε,

σηκώστε άγκυρες πικρές,

σημαίες που βογκάνε…

 

Ανοίχτε τάφους με ντροπές

και παραθύρια μαύρα,

στείλτε και τους ανέμους σας

στη ματωμένη λαύρα…

 

Να δούνε πτώματα πολλά,

βουβά συγχωροχάρτια,

τ’ αδέλφια σας όλα νεκρά,

χωρίς καντήλια άσπρα…

 

Πώς ζεις πανάθλιε ντουνιά

πώς κλέβεις την ανάσα;

Σύρε και πες «ντροπιάστηκα»

και πέταξε τα ράσα!

 

Δεν σου ταιριάζει η εκκλησιά

μήτε θεοί σε γλάστρα,

εγίνηκες ένα θεριό

που γκρέμισε τον ουρανό

και σάπισε τα βάθρα….

 

Φόρα τα παντελόνια σου

πολέμα πια σαν άντρας,

κι ύστερα πέσε στον γκρεμό

στης κόλασης τη μάντρα..

 

Αδαμαντία Μαρκαναστασάκη

 

Για τους χαμένους αδελφούς της Ουκρανίας, Μάρτιος 2022