ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΑΡΚΗ ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΥΚΡΑΝΙΚΟ




Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος απέστειλε στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος έγγραφο, με το οποίο διατυπώνει τις απόψεις του για το πώς νομίζει ότι πρέπει η Εκκλησία της Ελλάδος να αποφασίσει για το θέμα της Αυτοκεφαλίας που έδωσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Ουκρανία.

Στο έγγραφο αυτό δίνει ένα σύντομο ιστορικό των Αυτοκεφαλιών και Πατριαρχικών αξιών, παρουσιάζει το πώς χορηγήθηκαν στις Εκκλησίες οι Πατριαρχικοί και Συνοδικοί Τόμοι, αναφέρεται σε συζήτηση που έγινε για τον τρόπο ανακήρυξης μιας Εκκλησίας ως Αυτοκέφαλης και τέλος προσδιορίζει πώς, κατά τη γνώμη του, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει η Εκκλησία της Ελλάδος το θέμα αυτό.

Η επιστολή αυτή του Σεβασμιωτάτου αποτελεί μνημειώδη καταγραφή της ιστορικής και νομοκανονικής αλήθειας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και διαλύει όλα τα κατά καιρούς ψευδεπιχειρήματα και τους έωλους ισχυρισμούς που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με τα ζητήματα που θίγει.

Παρατίθεται η επιστολή, όπως δημοσιεύεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου:


Ὁ Μητροπολίτης
Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ

Ναύπακτος, 30 Μαρτίου 2019

Πρός
Τήν Ἱεράν Σύνοδον
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἰωάννου Γενναδίου 14
Ἀθῆναι

Μακαριώτατε Πρόεδρε, Σεβασμιώτατοι Συνοδικοί,

Γνωρίζω ὅτι αὐτόν τόν καιρό συζητεῖται ἀπό δύο Συνοδικές Ἐπιτροπές, ἤτοι τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων καί τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων τό θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας πού δόθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στήν Οὐκρανία, προκειμένου νά καταρτισθῆ ἡ εἰσήγηση στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά ἀποφασίση σχετικῶς ὡς τό ἁρμόδιο ἐκκλησιαστικό ὄργανο.

Ἐπειδή δέν ἔχω τήν τιμή νά εἶμαι τακτικό ἤ ἀναπληρωματικό μέλος στίς δύο αὐτές σημαντικές Συνοδικές Ἐπιτροπές, οὔτε εἶμαι αὐτήν τήν περίοδο μέλος τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, ὅμως ὡς μέλος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὐσεβάστως καταθέτω καί τήν δική μου ἄποψη, πού ἀφορᾶ τό ἐκκλησιολογικό θέμα στήν Οὐκρανία, γιά περαιτέρω ἐπεξεργασία.

Τό θέμα τῆς Αὐτοκεφαλίας μιᾶς Ἐκκλησίας καί τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας ἔχει μιά ἱστορία διά μέσου τῶν αἰώνων, καί φυσικά μέσα σέ αὐτό τό ἱστορικό καθορίζεται ὁ τρόπος πού δίνεται τό Αὐτοκέφαλο καί ἡ Πατριαρχική ἀξία καί τιμή σέ μιά Ἐκκλησία. Τό θέμα εἶναι πολυεπίπεδο καί πολύπλευρο, ὅμως θά σημειώσω μερικά βασικά σημεῖα, χωρίς νά εἰσδύσω σέ λεπτομέρειες.

1. Σύντομο ἱστορικό τῶν Αὐτοκεφαλιῶν καί τῶν Πατριαρχικῶν ἀξιῶν
Ἡ Πενταρχία στήν Ἐκκλησία καθορίσθηκε ἀπό Οἰκουμενικές Συνό­δους (Β΄, Δ΄, Πενθέκτη), καί μέ τά πρεσβεῖα στά Δίπτυχα, ἤτοι Παλαιά Ρώμη, Νέα Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Ἱεροσόλυμα. Ἡ αὐτοκεφαλία στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δόθηκε ἀπό τήν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.

Ἡ Πατριαρχική τιμή καί ἀξία στήν Ἐκκλησία τῆς Μόσχας δόθηκε ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία (τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο) τό 1589 καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τούς ἄλλους τρεῖς Πατριάρχες τό 1590 καί 1593.

Σέ ὅλα τά νεώτερα Πατριαρχεῖα, τόσο οἱ Αὐτοκεφαλίες τους ὅσο καί οἱ Πατριαρχικές ἀξίες καί τιμές, χορηγήθηκαν ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ὕστερα ἀπό αἴτησή τους σέ αὐτήν καί τελοῦν σέ ἀναφορά (ad referendum) πρός τήν Οἰκουμενική Σύνοδο, δηλαδή δέν ἔχει ἀκόμη τελειοποιηθῆ ἡ Πατριαρχική ἀξία.

Ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δόθηκε ἀπό τήν Πρω­τόθρονη Ἐκκλησία (Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), καί ὑπεγράφη, ἐκτός ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη («ἀποφαίνεται»), καί ἀπό πέντε πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως («συναποφαίνεται»), τόν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων («συναποφαίνεται») καί ἄλλους Ἀρχιερεῖς τοῦ Πατριαρχικοῦ θρόνου χωρίς τό «συναποφαίνεται».

Ἑπομένως, ὑφίσταται τό κανονικό δίκαιο, ὅπως φαίνεται στούς κανόνας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ τό ὁποῖο ἀναγνωρίζεται ἡ Πενταρχία τῶν Θρόνων καί συγχρόνως ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως ἔχει ἴσα πρεσβεῖα τιμῆς μέ τόν θρόνο τῆς Παλαιᾶς Ρώμης, καί μετά τήν ἔκπτωση τῆς τελευταίας, ἡ Νέα Ρώμη ἔγινε Πρωτόθρονη Ἐκκλησία μέ ἰδιαίτερες προνομίες καί ἁρμοδιότητες.

Ἐπίσης, ὑφίσταται καί τό ἐθιμικό δίκαιο (Ἀναστάσιος Βαβοῦσκος), ὅπως καθιερώθηκε ἀπό τόν 16ο  αἰώνα καί ἐντεῦθεν, καί ἀφορᾶ τά νεώτερα Πατριαρχεῖα καί τίς νεώτερες Αὐτοκεφαλίες, πού χορηγήθηκαν λόγῳ τῆς δημιουργίας νέων Κρατῶν, ἑπομένως γιά ἐθνικιστικούς λόγους.

2. Οἱ Πατριαρχικοί καί Συνοδικοί Τόμοι γιά τήν χορηγία Αὐτοκεφαλίας καί Πατριαρχικῆς ἀξίας
Εἶναι γνωστόν ὅτι ὅλα τά νεώτερα Πατριαρχεῖα κατά τόν 19ο καί 20ό αἰώνα ἀπέκτησαν τίς Αὐτοκεφαλίες τους καί τίς Πατριαρχικές ἀξίες τους ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), ὕστερα ἀπό αἴτησή τους, ἤ αἴτηση τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τους. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ Ἐκκλησίες αὐτές ἀνεγνώρισαν ἐν τοῖς πράγμασι τήν ἁρμοδιότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου νά χορηγῆ-ἀνακηρύσση Αὐτοκεφαλίες καί Πατριαρχικές ἀξίες.

Πρόκειται γιά τά Πατριαρχεῖα Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, καί τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας. Ἐπίσης, τό ἴδιο συνέβη καί γιά τίς Αὐτόνομες Ἐκκλησίες Φιλανδίας καί Ἐσθονίας.

Ὅταν διαβάζη κανείς τούς Πατριαρχικούς καί Συνοδικούς Τόμους πού ἐξεδόθηκαν ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τίς Αὐτοκεφαλίες καί Πατριαρχικές ἀξίες, ἐξάγει δύο συμπεράσματα:

Πρῶτον. Οἱ Αὐτοκεφαλίες χορηγοῦνται μέ ἀπόφαση («ἀπεφηνάμεθα») τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τῆς περί Αὐτόν Συνόδου, μόνον δέ στήν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας χορηγήθηκε ἡ εὐλογία, ἀναγνώριση καί κύρωση «πρός τήν αὐτοκεφαλίαν καί ἀνεξαρτησίαν καί ὀργάνωσιν αὐτῆς, ἐπ’ ἀναφορᾷ μέντοι γε πρός τήν μέλλουσαν Ἁγίαν Οἰκουμενικήν Σύνοδον, τήν ἀείποτε διασφαλίζουσαν καί ἀλώβητον διατηροῦσαν τήν ἐν τῇ πίστει καί τῇ ἐκκλησιαστικῇ κανονικῇ τάξει ἑνότητα τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Στίς Αὐτοκεφαλίες τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν δέν γίνεται μνεία τῆς ἀναφορᾶς γιά τήν ἀναγνώριση ἀπό τήν μέλλουσα Οἰκουμενική Σύνοδο.

Δεύτερον. Ἡ ἀπόφαση γιά τήν χορηγία τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας σέ μιά Ἐκκλησία γίνεται ἀπό τήν Πρωτόθρονη Ἐκκλησία τῆς Νέας Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως (Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο), ὕστερα ἀπό αἴτησή τους, ἑνίοτε καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας τους, καί παραπέμπεται γιά τήν κατ’ ἀκρίβειαν «τελείωση»-ὁλοκλήρωση τῆς Πατριαρχικῆς ἀξίας στήν Οἰκουμενική Σύνοδο» πού θά συγκληθῆ στό μέλλον.

Θά παραθέσω ἕνα χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τήν Ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας μέ τήν ὁποία ἀνακοινώνεται ἡ ἀπόφασή του γιά τήν ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο.

«Ἄσμενοι προσφωνοῦμεν τήν Ὑμετέραν Μακαριότητα διά τοῦ νέου Αὐτῆς σεπτοῦ Πατριαρχικοῦ τίτλου, προφρόνως ἄρτι δι’ ἀποφάσεως ὁμοθύμου τῆς περί ἡμᾶς Ἁγίας καί Ἱ. Συνόδου ἀναγνωρισθέντος. Ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ὡς μήτηρ φιλόστοργος, τήν ἔφεσιν καί τήν ἀπόφασιν κρίνασα καί ἐννοήσασα τῆς πεφιλημένης καί τετιμημένης αὐτῆς θυγατρός τε καί ἀδελφῆς ἐν Χριστῷ Ἁγίας Ρουμαν. Ἐκκλησίας, οὐχ εὗρεν ἀνυπέρβλητον κώλυμα τῷ καλῷ τῆς οἰκονομίας χρήσασθαι τρόπῳ καί προφρόνως καί ἀπό τοῦδε τήν ἑαυτῆς δοῦναι ἀδελφικήν συγκατάθεσιν καί ἀναγνώρισιν εἰς τά ἀπό κοινῆς ἀποφάσεως Ἐκκλησίας τε καί Πολιτείας ἐν τῇ ἀδελφῇ Ἐκκλησίᾳ γενόμενα, ἐν πεποιθήσει καί ἐπί τῇ προσδοκίᾳ βεβαίως ὅτι καί ὑπό ὅλης τῆς Ἁγίας Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας, ἐν Οἰκουμενικῇ ἤ καί μεγάλῃ ἄλλη Συνόδῳ ἐν πρώτῃ εὐκαιρίᾳ συνερχομένης καί τελειωτικῶς περί τῶν τοιούτων κατά τήν κανονικήν ἀκρίβειαν ἀποφασιζούσης, οὐκ ἄλλως τά ἀπό χρηστῆς προθέσεως ὑπέρ τῆς ὠφελείας καί τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας προτελεσθέντα κριθήσονται. Ἔχομεν δέ βεβαίαν ὡσαύτως τήν πεποίθησιν, ὅτι ἐν τῇ ἀπόψει ἡμῶν ταύτη, καί ἄλλα ἐχούσῃ ἤδη τά πραγματικά παραδείγματα, ὁμογνώμονας καί συμψήφους ἔξομεν καί τούς λοιπούς Ἁγιωτάτους καί Σεβασμιωτάτους Πατριάρχας καί Προέδρους πασῶν τῶν Ἁγίων ἀδελφῶν ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί κοινή καί ἀπό τοῦδε ἔσται πάντων ἡ συναίνεσις περί τῆς εἰς τήν Πατριαρχικήν ἀξίαν ἀνυψώσεως τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας, ὡς τιμῆς καί ἐπιβραβεύσεως λόγῳ τε τῆς εὐλογίᾳ Θεοῦ ἐπελθούσης ἄρτι διά τῆς πολιτικῆς τοῦ ὅλου εὐσεβοῦς Ρουμανικοῦ Ἔθνους συνενώσεως μεγαλύνσεως τῶν κατ’ αὐτήν εὐκαίρου καί δεδικαιολογημένης, λόγῳ τε τῆς ἐλπιζομένης μείζονος ἐν τῇ πίστει καί τῇ εὐσεβείᾳ προκοπῆς καί ἐπανθήσεως τῶν κατ’ αὐτήν προσφόρου καί λυσιτελοῦς» (Ἀναστασίου Βαβούσκου καί Γρηγορίου Λιάντα, Οἱ θεσμοί τοῦ αὐτοκεφάλου καί τοῦ αὐτονόμου καθεστῶτος στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σελ. 149-150).

Στό κείμενο αὐτό παρατηροῦμε τά ἀκόλουθα:

Ἀπεστάλη στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κοινή ἀπόφαση Ἐκκλησίας καί Πολιτείας τῆς Ρουμανίας γιά χορήγηση Πατριαρχικῆς ἀξίας.

Στήν συνέχεια τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀνεγνώρισε τήν Πατριαρχική ἀξία χρησιμοποιώντας τήν οἰκονομία.

Ὅμως, ἡ Πατριαρχική ἀξία κατά κανονική ἀκρίβεια θά ὁλοκληρωθῆ («τελειωτικῶς») ἀπό τήν Οἰκουμενική καί Μεγάλη Σύ­νο­δο πού πρόκειται νά συνέλθη.

Ἀκόμη, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἔχει βεβαίαν τήν πεποίθηση ὅτι θά ἔχη στό μέλλον («ἕξομεν») «ὁμογνώμους καί συμψήφους» ὅλους τούς Πατριάρχες καί Προέδρους ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν καί «κοινή καί ἀπό τοῦδε ἔσται τοιαύτην ἡ συναίνεσις», «γιά τήν ἀνύψωση σέ πατριαρχική ἀξία».

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χορήγησε κατ’ οἰκονομία τήν Πατριαρχική ἀξία στήν Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ ὁποία θά τελειωθῆ κατά τήν κανονική ἀκρίβεια, ὅταν θά ψηφισθῆ ἀπό τίς ἄλλες Ἐκκλησίες σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, καί τότε θά ἰσχύη ἀπό τήν ἡμέρα πού χορηγήθηκε ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Κάθε λέξη ἔχει τήν σημασία της.

Αὐτό ἐπαναλαμβάνεται καί στούς Πατριαρχικούς Τόμους πού δόθηκαν σέ ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἀναφέρω τό παράδειγμα τῆς ἀνυψώσεως ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Βουλγαρίας σέ Πατριαρχεῖο.

Συγκεκριμένα, στήν Ἐπιστολή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Βουλγαρίας, μέ τήν ὁποία ἀνακοινώνεται ἡ ἀνύψωσή της σέ Πατριαρχεῖο, γίνεται λόγος γιά τό ὅτι ἡ Πατριαρχική ἀξία θά καθορισθῆ «τελειωτικῶς» ἀπό Οἰκουμενική Σύνοδο «μόνης ἐχούσης τό δικαίωμα τοῦ προάγειν τινά τῶν ἐπί μέρους ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν εἰς πατριαρχικήν ἀξίαν καί περιωπήν».

Τά κείμενα αὐτά εἶναι σαφέστατα καί δέν χρήζουν παρερμηνειῶν.

3. Ἡ συζήτηση γιά τόν τρόπο ἀνακηρύξεως μιᾶς Ἐκκλησίας σέ Αὐτοκέφαλη
Τόν 20ό αἰώνα στήν προσπάθεια νά ἐπιλυθῆ τό θέμα τῆς ἀνακήρυξης τῆς Αὐτοκεφαλίας καί ἐν ὄψει τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔγινε Πανορθόδοξη συζήτηση γιά τόν τρόπο χορηγήσεως τῆς αὐτοκεφαλίας σέ μιά Ἐκκλησία.

Ἔτσι, ἀπό τήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στήν Γενεύη, τόν Νοέμβριο τοῦ 1976, συνετάγη ἕνα κείμενο μέ τίτλο: «Τό Αὐτοκέφαλον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ», στό ὁποῖο τονίζεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία πού ἐπιθυμεῖ τήν Αὐτοκεφαλία της ὑποβάλλει αἴτηση στήν μητέρα Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σέ περίπτωση πού παράσχει τήν συγκατάθεσή της, ὑποβάλλει πρόταση στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἀφοῦ συναινέσουν οἱ ἄλλες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, ἀνακηρύσσει ἐπισήμως τό αὐτοκέφαλον στήν Ἐκκλησία μέ ἔκδοση Πατριαρχικοῦ Τόμου, ὁ ὁποῖος ὑπογράφεται ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, καί εἶναι ἐπιθυμητό νά προσυπογράφεται ἀπό τούς Προκαθημένους ὅλων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ὁπωσδήποτε, ὅμως, ἀπό τόν Προκαθήμενο τῆς μητέρας Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὑπάρχει αἴτηση τῆς Ἐκκλησίας, συγκατάθεση τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, συναίνεση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν καί ἀνακήρυξη ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο μέ Πατριαρχικό Τόμο.

Ὅμως δυστυχῶς, δέν ἐπῆλθε συμφωνία γιά τό κείμενο αὐτό καί δέν παρεπέμφθη στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού συνεκλήθη τό 2016 στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης, διότι τό ὑπονόμευσε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, ἔχοντας συμπαραστάτες καί ἄλλες Ἐκκλησίες, ἐπειδή δέν ἔπρεπε κατ' αὐτούς νά ὑπογράφεται μόνον ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, ἀλλά καί ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἡ διάκριση μεταξύ «ἀποφαίνεται» καί «συναποφαίνεται»!

Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά μή λυθῆ τό θέμα τῆς χορηγήσεως Αὐτοκεφάλου στίς Ἐκκλησίες κατά κανονική ἀκρίβεια, ἀλλά νά παραμείνη ἡ οἰκονομία, ὅπως γινόταν μέχρι τώρα, ἤτοι νά χορηγῆται τό Αὐτοκέφαλο μέ τό ἐθιμικό δίκαιο ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη. Ἐπίσης, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά μή «τελειωθοῦν» κατά κανονική ἀκρίβεια καί οἱ Αὐτοκεφαλίες πού δόθηκαν σέ ἄλλες Ἐκκλησίες μόνον ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, καίτοι τό ἤθελαν.

Χάθηκε αὐτή ἡ εὐκαιρία γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἑνότητας μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί γιά τήν ἀκρίβεια ὑπονομεύθηκε ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα.

4. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος τῆς Οὐκρανίας
Γιά τό θέμα τῆς Οὐκρανίας πού ἀπασχολεῖ τόν Ὀρθόδοξο Χριστιανικό κόσμο ὑπάρχουν μερικά δεδομένα.

Πρῶτον. Οἱ ὀκτώ Ἐκκλησίες (Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Ἑλλάδος, Πολωνίας, Ἀλβανίας, Τσεχίας καί Σλοβακίας) ἔχουν τήν αὐτοκεφαλία τους ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο κατ’ οἰκονομίαν «τῷ καλῷ τῆς οἰκονομίας χρήσασθαι τρόπῳ».

Δεύτερον. Στούς Τόμους μέ τούς ὁποίους χορηγήθηκαν Αὐτοκεφαλίες καί Πατριαρχικές ἀξίες σέ διάφορες Ἐκκλησίες, γίνεται ἀναφορά στήν σύγκληση Οἰκουμενικῆς Συνόδου στήν ὁποία θά ψηφισθῆ ἡ τελική ἀναγνώριση τῶν Αὐτοκεφάλων αὐτῶν Ἐκκλησιῶν ἀπό ὅλες τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες.

Τρίτον. Βασική κανονική ἀρχή εἶναι νά μή εἰσέρχεται κάποια Ἐκκλησία στίς ἀποφάσεις τῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν ἄλλων Ἐκκλησιῶν, πολύ δέ περισσότερο στίς ἀποφάσεις τῆς Πρωτόθρονης Ἐκκλησίας, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού ἔχει ηὐξημένες ἁρμοδιότητες στήν προεδρία καί τήν καλή λειτουργία ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οὔτε καί νά τίς κρίνουν, πρό τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στήν ὁποία παραπέμπονται γιά τήν ὁλοκλήρωση.

Τέταρτον. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τήν ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν πράξη του νά ἐκδώση Πατριαρχική Πράξη χορηγήσεως Αὐτοκεφαλίας στήν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας, ἀλλά νά ἀποδεχθῆ πρός τό παρόν τήν ἀπόφαση αὐτή καί νά ἀναμείνη νά ἐκφράση τήν συνολική ἄποψη καί κρίση της, μέ τήν ψῆφο της, ὅταν θά συνέλθη ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Ἐκεῖ θά κριθῆ καί ὁ τρόπος πού δόθηκε ἡ Αὐτοκεφαλία, ὄχι μόνον στήν Οὐκρανία, ἀλλά καί στίς ἄλλες Ἐκκλησίες.

Ἡ μή ἀποδοχή τοῦ τρόπου ἐκδόσεως τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου γιά τήν Αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανίας, θά θέση σέ ἀμφισβήτηση τίς Αὐτοκεφαλίες τῶν ὀκτώ ἄλλων ὑφισταμένων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Διότι αὐτές οἱ Αὐτοκεφαλίες χορηγήθηκαν μόνον ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.

Πέμπτον. Ὡς πρός τό θέμα τοῦ πῶς ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ «Ἀρχιερωσύνη» τῶν Ἐπισκόπων πού «χειροτονήθηκαν» ἀπό τούς καθηρημένους Ἀρχιερεῖς καί τούς σχισματικούς ἤ «αὐτοχειροτονήτους», ἡ Ἐκκλησία μας πρίν λάβη κάποια ἀπόφαση, θά πρέπει νά ἐρωτήση τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον ἀποκατέστησε τούς «Ἀρχιερεῖς» αὐτούς.

Αὐτό ἑδράζεται στόν Συνοδικό καί Πατριαρχικό Τόμο τοῦ 1850 μέ τόν ὁποῖον δόθηκε τό Αὐτοκέφαλο στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πού διαγορεύει:

«Ἐν τοῖς συμπίπτουσιν ᾽Εκκλησιαστικοῖς πράγμασι, τοῖς δεομένοις συσκέψεως καί συμπράξεως πρός κρείττονα οἰκονομίαν καί στηριγμόν τῆς ᾽Ορθοδόξου ᾽Εκκλησίας, ἤρεσεν, ἵνα ἡ μέν ἐν ῾Ελλάδι Ἱερά Σύνοδος ἀναφέρηται πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην καί τήν περί αὐτόν Ἱεράν Σύνοδον· ὁ δέ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μετά τῆς περί αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, παρέχῃ προθύμως τήν ἑαυτοῦ σύμπραξιν, ἀνακοινῶν τά δέοντα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ᾽Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος».

Ἑπομένως, στό θέμα τῆς Οὐκρανίας ἐπιβάλλεται ἡ σύσκεψη καί ἡ σύμπραξη μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, πολύ δέ περισσότερο ἐπειδή ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος διοικεῖ «ἐπιτροπικῶς» καί τίς Ἐπαρχίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου ἐν Ἑλλάδι. Ἐάν δέν γίνη αὐτό, τότε ὑπονομεύεται ὁ Συνοδικός καί Πατριαρχικός Τόμος τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἕκτον. Αὐτό τό θέμα, πού ἀφορᾶ τήν χορήγηση τῆς Αὐτοκεφαλίας στήν Οὐκρανία, δέν μπορεῖ νά τεθῆ σέ ψηφοφορία στήν Ἱεραρχία, διότι σέ μιά τέτοια περίπτωση θά εἰσέλθουμε σέ ὑπόθεση ἄλλης Ἐκκλησίας, καί μάλιστα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὅταν μάλιστα Αὐτό διατηρεῖ καί «τό ἀνώτατον κανονικόν δικαίωμα» στίς Ἐπαρχίες «τοῦ Ἁγιωτάτου Ἀποστολικοῦ καί Πατριαρχικοῦ Θρόνου» ἐν Ἑλλάδι, στίς λεγόμενες Νέες Χῶρες.

Θέτοντας ὑπ' ὄψη Σας ὅλα τά ἀνωτέρω, διατελῶ

Ἐλάχιστος ἐν Χριστῷ ἀδελφός

+ Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος



Μπορεῖτε ἐπίσης νά διαβάσετε τήν ἐπιστολή σέ PDF ΕΔΩ