Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ





Του Γεωργίου Δημακόπουλου (George Demacopoulos)

Η παρούσα τριμερής διαμάχη μεταξύ Ουκρανών, Ρώσων, και του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχετικά με την Ουκρανική εκκλησιαστική ανεξαρτησία τίθεται να καταστεί η μεγαλύτερη πρόκληση για την Ορθόδοξη Χριστιανική ενότητα που θα αντιμετωπίσει η γενιά μας. Από καθαρά πολιτικής απόψεως, η Ουκρανική αυτοκεφαλία θα ήταν καταστροφική για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Το Ρωσικό Πατριαρχείο θα έχανε το έν τρίτο των ενοριών του, αλλά όχι μόνο. Μια Ουκρανική εκκλησιαστική ανεξαρτησία θα υπονόμευε την νέα ιδεολογία του «Ρωσικού Κόσμου» (Russkiy Mir) και θα διέψευδε, με δραματικό τρόπο, τον ισχυρισμό του Πατριαρχείου της Μόσχας ότι κατέχει την πρώτη θέση στην εκκλησιαστική ηγεσία του Ορθόδοξου κόσμου.

Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανατρέψει το κίνημα της Ουκρανικής εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας, το Πατριαρχείο της Μόσχας και οι αντιπρόσωποί του έχουν διατυπώσει μια πληθώρα ρητορικών και ιστορικών επιχειρημάτων κατά της Ουκρανικής ανεξαρτησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η πιο γελοία από τις οποίες είναι η κατηγορία ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει υποκύψει στην «αίρεση του Παπισμού». Αυτή, φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που η κατηγορία του «παπισμού» έχει χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μιας ενδο-Ορθόδοξης εκκλησιαστικής διαφωνίας, αλλά η απερίσκεπτη χρήση του όρου αυτού αποκαλύπτει τόσο μια έντονη θεολογική επιπολαιότητα όσο και την δύναμη και αποτελεσματικότητα των αντι-Ρωμαιοκαθολικών επιχειρημάτων μέσα σε Ορθόδοξες εκκλησιαστικές αντιπαραθέσεις.

Ακόμη και μια πρόχειρη εξέταση της Ορθόδοξης Χριστιανικής ιστορίας ή του κανονικού δικαίου μας δείχνει ότι δεν υπάρχει τίποτα εκ φύσεως αιρετικό στο παπικό οφίκιο. Πολλοί Βυζαντινοί άγιοι, όπως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, αναγνώριζαν την σειρά αρχαιότητας και την εκκλησιαστική εξουσία του επισκόπου (πατριάρχη, Πάπα) της Ρώμης και απηύθυναν εκκλήσεις στους πάπες της εποχής τους για την λύση ενδοεκκλησιαστικών προβλημάτων. Οι πατέρες της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, μάλιστα, έφθασαν στο σημείο να εγκρίνουν την μυθική σύνδεση μεταξύ του Αγίου Πέτρου και της παπικής έδρας.

Αλλά σημαντικότερα, η λέξη «αίρεση» είναι ένας συγκεκριμένος και τεχνικός θεολογικός όρος που αναφέρεται σε μια εσκεμμένη διάσπαση από τη δογματική Ορθοδοξία και την πίστη στον Χριστό και την Αγία Τριάδα. Οι διχογνωμίες σχετικά με την εκκλησιαστική πρακτική ή τον τρόπο διοικητικής οργάνωσης μπορεί να εκφράζουν σχίσμα από την εκκλησιαστική παράδοση ή την κανονική τάξη, αλλά δεν αποτελούν αίρεση. Ο Μέγας Βασίλειος διευκρίνισε αυτή την διαφορά και εξήγησε λεπτομερώς την διάκριση στην επιστολή του προς τον Αμφιλόχιο, επίσκοπο Ικονίου, τον 4ομΧ αιώνα.

Το ζήτημα της Ουκρανικής εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας δεν έχει καμία σχέση με το δόγμα της εκκλησίας, άρα η κατηγορία «αιρέσεως» είναι άνευ αντικειμένου.

Το Ουκρανικό «ζήτημα» είναι βασικά μια διαμάχη σχετικά με τη διοικητική δικαιοδοσία, τα όρια των ανεξάρτητων εκκλησιών, και το ποιος αποφασίζει τα «ποιος και πότε» σχετικά με την χορήγηση αποδέσμευσης και αυτοκεφαλίας σε τοπικές επισκοπές. Όπως έχω υποστηρίξει αλλού (μην συγχέετε το θέμα της αυτοκεφαλίας με τη θεολογία), αυτές οι διαμάχες χρονολογούνται από την ύστερη αρχαιότητα, και κατά μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζουν ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές.

Παρόλο που δεν θα το επιχειρούσα προσωπικά, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι σε αυτή την περίπτωση ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπερέβη τα όρια της εκκλησιαστικής του εξουσίας. Ή θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η παροχή αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική εκκλησία στο παρόν πολιτικό κλίμα δεν είναι ποιμαντικώς φρόνιμο, και δεν είναι μια συνετή πράξη για τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Αλλά ούτε ο ένας ισχυρισμός ούτε ο άλλος πλησιάζουν την συκοφαντική κατηγορία ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπέκυψε στην αίρεση του παπισμού.

Είναι δύσκολο να ξέρουμε εάν οι αυτουργοί της συκοφαντικής αυτής δυσφήμισης είναι θεολογικώς αργόστροφοι ή συνειδητά κακόβουλοι. Και ενώ έχουμε συνηθίσει την συμπεριφορά αυτή στις ανεξέλεγκτες σκοτεινές γωνίες του διαδικτύου, είναι ανησυχητικό να την βλέπουμε στο Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου της Μόσχας. Αλλά αυτό ακριβώς συμβαίνει. Σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στην επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Μόσχας την περασμένη εβδομάδα, ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας δήλωσε ότι (σχετικά με το θέμα δευτέρου γάμου για τους Ορθόδοξους κληρικούς) «η Κωνσταντινούπολη παραβιάζει τις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων, και ο Πατριάρχης (Βαρθολομαίος) παίρνει απο μόνος του αποφάσεις που είναι διαμετρικά αντίθετες με την πανάρχαια παράδοση και τους κανόνες της Ορθόδοξης εκκλησίας. Η πράξη αυτή είναι ένδειξη της αίρεσης του παπισμού».

Μέσα σε όλη αυτή την περίπλοκη κατάσταση πρέπει να θυμόμαστε πως υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της μάχης ενάντια στην αντικανονική επέκταση της παπικής εξουσίας, μια μάχη που εξάλλου ξεκίνησε τον Μεσαίωνα, και της σχετικά πρόσφατης χρήσης του όρου «αίρεση του Παπισμού» ως μια αποδεκτή ενδο-Ορθόδοξη κατηγορία, η οποία αποσκοπεί να υπονομεύσει ή και να απονομιμοποιήσει εντελώς, το κύρος ενός Ορθόδοξου επισκόπου.

Η έκφραση “αίρεση του παπισμού” χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους παλαιοημερολογίτες σχισματικούς στα μέσα του 20ού αιώνα, και ήταν μέρος της αποτυχημένης προπαγανδιστικής τους προσπάθειας να δικαιολογήσουν το σχίσμα τους από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Παλαιοημερολογίτες και υποστηρικτές τους δεν χρησιμοποιούσαν τον όρο «αίρεση του Παπισμού» για να κρίνουν κάποια συγκεκριμένη παπική η Ρωμαιοκαθολική διδασκαλία η πρακτική, αλλά ως γενικευμένη συκοφαντία για να κρίνουν οτιδήποτε θεωρούσαν λάθος σχετικά με τον δυτικό Χριστιανισμό και τον νεωτερισμό. Φυσικά, ο πραγματικός στόχος των Παλαιοημερολογιτών δεν ήταν ούτε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ούτε ο επίσκοπος της Ρώμης. Ήταν οι Ορθόδοξοι επίσκοποι, και ειδικά ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος κατά την γνώμη τους είχε υποκύψει στην «Δύση».

Ίσως το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας έχει πέσει στο επίπεδο να χρησιμοποιεί τις ρητορικές τακτικές μιας σεκταριστικής και σχισματικής κοινότητας του περασμένου μόλις αιώνα πρέπει να μας λέει κάτι. Τα ακραία του επιχειρήματα είναι ένδειξη μιας ανέλπιδης προσπάθειας να αποτρέψει κάτι που επί του παρόντος φαίνεται ακάθεκτο.

Ας προσευχηθούμε ότι ο μητροπολίτης, και οι άλλοι στο Πατριαρχείο της Μόσχας, θα μάθουν από τους Παλαιοημερολογίτες πως οι υπερβολές και η παραφουσκωμένη συκοφαντική ρητορική δεν μπορούν να νομιμοποιήσουν ένα αυτοεπιβαλλόμενο σχίσμα.


Το ίδιο άρθρο στα αγγλικά εδώ και στα ρωσικά εδώ.