Χριστιανοί "αντιεμβολιαστές" και κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων


 

"Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα, είναι η Εκκλησία των Συνόδων"

 

Του εντιμολ. κ. Ιωάννου Τσερεβελάκη,

Άρχοντος Πρωτονοταρίου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας,

Θεολόγου


Το θέαμα των ανθρώπων εκείνων που έλαβαν μέρος στις προχθεσινές συγκεντρώσεις των λεγομένων «αντιεμβολιστών», κρατώντας στα χέρια σταυρούς, εικόνες, σημαίες, λάβαρα και άλλα θρησκευτικά σύμβολα, μου έδωσε την αφορμή σύνταξης τούτου του κειμένου. Πρόκειται για «αδελφούς» χριστιανούς, οι οποίοι, κάνοντας μια δική τους, «ιδιωτικής»  φύσεως, ερμηνεία του Ευαγγελίου και της χριστιανικής τους ιδιότητας και αγνοώντας τη θέση της Εκκλησίας, όπως εκφράστηκε από τη Σύνοδό της και τις προτροπές των επισκόπων, έπραξαν εντελώς αντιεκκλησιαστικά, δηλαδή με πρόταγμα την ατομική τους αντίληψη για το τι είναι και πώς λειτουργεί η Εκκλησία.

Ωστόσο, πρέπει να πούμε εμφατικά ότι η Εκκλησία είναι ένα σώμα, του οποίου όλοι οι βαπτισμένοι χριστιανοί είμαστε μέλη και ότι το σώμα αυτό συγκροτείται γύρω από τον επίσκοπο και τη Θεία Ευχαριστία. Κεντρικό όργανο της Εκκλησίας, που λαμβάνει τις αποφάσεις τόσο για τα θέματα της πίστεως όσο και για τα θέματα που αφορούν στην καθόλου λειτουργία του εκκλησιαστικού σώματος, είναι η Σύνοδος των επισκόπων. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα, είναι η Εκκλησία των Συνόδων. Το γεγονός αυτό από μόνο του διατυμπανίζει ότι η Εκκλησία στηρίζεται πάνω στις συνοδικές αποφάσεις, που θεωρούνται και είναι όχι μόνο δημοκρατικές αλλά και πνευματοκίνητες. Υπ’  αυτή την έννοια οι συνοδικές αποφάσεις έχουν μια υποχρεωτικότητα που αφορά κάθε βαπτισμένο χριστιανό, με πρώτους τους κληρικούς.

Από τη στιγμή που, σύμφωνα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, τα πράγματα είναι έτσι, όπως αδρομερώς τα παρουσιάσαμε, όλοι εκείνοι, κληρικοί και λαϊκοί, που, αντίθετα προς τις αποφάσεις των τοπικών επισκόπων και των συνοδικών αποφάσεων της Εκκλησίας, κατέβηκαν στις συγκεντρώσεις κατά των εμβολίων, στην ουσία στράφηκαν εναντίον της Εκκλησίας, της οποίας διακηρύσσουν ότι είναι μέλη. Ο χριστιανός στα θέματα της πίστεως δεν μπορεί να δρα ατομικά, δεν μπορεί να δημιουργεί φατρίες ή να πράττει βάσει συνωμοσιολογιών. Για του λόγου το ασφαλές δεν θα καταθέσω προσωπικές απόψεις αλλά θα  παραθέσω με αγάπη κάποιους κανόνες Οικουμενικών Συνόδων με ένα σύντομο σχόλιο. 

 

Β΄ Οικουμενική Σύνοδος (Κων/πολη, 381)

Κανόνας στ: Αιρετικούς ονομάζουμε αυτούς που από παλιά αποκηρύχτηκαν από την εκκλησία κι αυτούς που αργότερα αναθεματίστηκαν από εμάς· επιπλέον και όσους προσποιούνται ότι ομολογούν την υγιή πίστη, αλλά δημιουργούν σχίσματα και κάνουν συνάξεις αντίθετες προς τους κανονικούς μας επισκόπους.

(Ο Κανόνας αποκαλεί απερίφραστα αιρετικούς εκείνους που, στο όνομα τάχα της πίστεως, δημιουργούν σχίσματα και κάνουν συνάξεις που δεν εγκρίνονται από τους επισκόπους:  όλα ξεκινούν από τον επίσκοπο και αλίμονο αν στην Εκκλησία ο καθένας «κάνει του κεφαλιού του». Ας το συνειδητοποιήσουν κάποιοι κληρικοί όλων των βαθμίδων, που προφητολογούν, που θέλουν να το «παίξουν» επαναστάτες ή αναζητούν ακολούθους, αγνοώντας επιδεικτικά τον επίσκοπό τους και τις Συνόδους.)

 

Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (Χαλκηδών, 451)

Κανόνας Δ.  Όσοι γνήσια και ειλικρινά ακολουθούν τον μοναχικό βίο να είναι άξιοι της αρμόζουσας τιμής. Επειδή, όμως, κάποιοι, χρησιμοποιώντας το προκάλυμμα του μοναχού, περιοδεύουν αδιακρίτως στις πόλεις και αναστατώνουν και τις εκκλησίες και τις πολιτικές υποθέσεις κι επιπλέον προσπαθούν να ιδρύουν μοναστήρια για όφελός τους, αποφασίστηκε κανείς να μην οικοδομεί πουθενά ούτε να ιδρύει μοναστήρι ή ναό χωρίς τη γνώμη του επισκόπου της πόλης· κι όσοι, σε κάθε πόλη και ύπαιθρο, είναι μοναχοί να υποτάσσονται στον επίσκοπο και να αποδέχονται με προθυμία την ησυχία και να έχουν στραμμένη την προσοχή τους μόνο στη νηστεία και την προσευχή, παραμένοντας σταθερά στους τόπους όπου απαρνήθηκαν την κοσμική ζωή· επίσης, να μη δημιουργούν ενοχλήσεις ούτε στα εκκλησιαστικά θέματα ούτε στα  ζητήματα της καθημερινότητας ούτε να εμπλέκονται σ’ αυτά, εγκαταλείποντας τα μοναστήρια τους, παρά μόνο αν τους το επιτρέψει, λόγω απόλυτης  ανάγκης, ο επίσκοπος της πόλης.  

(Ο Κανόνας αναφέρεται σε «ζηλωτές» μοναχούς που πράττουν χωρίς τη γνώμη και την ευλογία του επισκόπου. Τονίζει και πάλι ότι πρέπει να «κάνουν υπακοή» στον επίσκοπό τους και να ασχολούνται με τη μοναστική ζωή και όχι με θέματα που δεν τους αφορούν. Δυστυχώς, υπάρχουν και σήμερα διάφοροι ρασοφόροι που εμπλέκονται στα θέματα της καθημερινότητας, θέματα που οι ίδιοι αγνοούν (όπως π.χ. τι είναι και πώς δημιουργούνται τα εμβόλια), ασκώντας επιρροή σε ομάδες πιστών και θέτοντας έτσι σε κίνδυνο τη ζωή και την υγεία τους)

Κανόνας ΙΗ.  Το έγκλημα της συνωμοσίας ή του φατριασμού έχει απαγορευτεί ολοσχερώς και από τους κοσμικούς νόμους, πολύ δε περισσότερο πρέπει να απαγορεύουμε να συμβαίνει αυτό στην εκκλησία του Θεού. Αν, λοιπόν, κάποιοι κληρικοί ή μοναχοί βρεθούν να συνωμοτούν ή να δημιουργούν φατρίες ή να επιβουλεύονται επισκόπους ή συγκληρικούς, να χάνουν εντελώς το βαθμό τους.

 

Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Κων/πολη, 691)

Κανόνας ΛΔ. Ο κανόνας που αφορά τους ιερείς ορίζει σαφώς  και αυτό, ότι δηλαδή το έγκλημα της συνωμοσίας ή του φατριασμού έχει απαγορευτεί ολοσχερώς και από τους κοσμικούς νόμους, πολύ δε περισσότερο πρέπει να απαγορεύουμε να συμβαίνει αυτό στην εκκλησία του Θεού. Κι εμείς με σοβαρότητα παρακολουθούμε, ώστε, αν κάποιοι κληρικοί ή μοναχοί βρεθούν να συνωμοτούν ή να φατριάζουν ή να επιβουλεύονται επισκόπους ή συγκληρικούς, να χάνουν εντελώς το βαθμό τους.

(Τόσο ο προηγούμενος όσο και αυτός ο Κανόνας αναφέρονται στη δημιουργία φατριών, ομάδων και ακολούθων εντός του σώματος της Εκκλησίας από ορισμένους κληρικούς. Το φαινόμενο αυτό, όπου και όταν παρατηρείται, λειτουργεί διαλυτικά για την Εκκλησία, η οποία υπάρχει και αγωνίζεται για την ενότητα των πιστών στο όνομα του Χριστού. Η «οπαδοποίηση» των πιστών και ο φατριασμός επιφέρουν τη διαίρεση, τη διάσπαση και το μίσος, κομματιάζουν το «άρραφο χιτώνα» του Χριστού, που ήλθε για να ενώσει «τα διεστώτα» και να δημιουργήσει ένα κόσμο ειρήνης και καταλλαγής. Όσοι αγνοούν το γεγονός αυτό- και το αγνοούν (ηθελημένα ή μη) όσοι αντιτάσσονται στους Κανόνες της Εκκλησίας- ας ξανασκεφτούν τις πράξεις τους, αν θέλουν να λέγονται χριστιανοί-μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία δεν είναι πολιτική, για να δημιουργούνται εντός της «κόμματα» και «κινήματα» από επιμέρους κληρικούς ή μοναχούς).

Κανόνας ΞΔ. (Ορίζουμε) πως δεν πρέπει λαϊκός να ομιλεί ή να διδάσκει δημόσια, προσδίδοντας έτσι στον εαυτό του διδασκαλικό αξίωμα, αλλά να υπακούει στη διαταγή που μας παραδόθηκε από τον Κύριο και να ανοίγει καλά το αυτί του σε όσους έλαβαν τη χάρη του διδασκαλικού λόγου και από αυτούς να διδάσκεται τα θεία.

(Στις συγκεντρώσεις των αντιεμβολιαστών είδαμε κάποιους λαϊκούς να ομιλούν, και μάλιστα με κραυγές, στο όνομα τάχα του Χριστού, λες και μιλούσαν ex cathedra.  Ας διαβάσουν προσεκτικά τον Κανόνα αυτό και ας σκεφτούν προσεκτικά αν μπορούν να έχουν το διδασκαλικό αξίωμα, αν έχουν τις γνώσεις και αν τους δόθηκε εκκλησιαστικά η χάρη του λόγου, για να ομιλούν και να επηρεάζουν άλλους ανθρώπους. Το να σηκώνεται και να ομιλεί ο καθένας, καταθέτοντας τάχα «απόψεις» και προσωπικά συναισθήματα και βιώματα, παραπέμπει είτε σε προτεσταντικές πρακτικές, όπου ο καθείς  σηκώνεται και λέει ό, τι του έλθει κατά νουν,  είτε σε φτηνή πολιτικολογία. Πάντως και στις δυο περιπτώσεις η πίστη ευτελίζεται).

 

Αποστολικοί Κανόνες

Κανόνας ΛΘ. Οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι να μην προβαίνουν σε καμιά ενέργεια χωρίς τη γνώμη του επισκόπου· διότι αυτός είναι εκείνος στον οποίο έχει ανατεθεί με εμπιστοσύνη ο λαός του Κυρίου και από τον οποίο θα απαιτηθεί λογοδοσία για τις ψυχές τους

(Για άλλη μια φορά τονίζεται το πρωτείο της γνώμης και της ευλογίας του επισκόπου, άνευ της οποίας κανείς κληρικός δεν μπορεί να ενεργεί).

Δεν θα πω τίποτε άλλο και «ὁ ἔχων ὦτα ακούειν ἀκουέτω».

 

Πηγή